Της Μαρίας Λούκα
Ελλάδα. Ένα πείραμα μπερλουσκονισμού συντελείται αυτές τις μέρες στην Ελλάδα, καθώς ένας σημαντικός εγχώριος οικονομικός παράγοντας, ο Βαγγέλης Μαρινάκης, επιδιώκει την εμπλοκή του στα πολιτικά δρώμενα της χώρας.
Ήταν όλοι εκεί.
Ο Γιάννης Μώραλης πρόεδρος της Super Leage και στέλεχος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, ο Βαγγέλης Μαρινάκης πρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός, ο Σωκράτης Κόκκαλης πρώην πρόεδρος της ΠΑΕ Ολυμπιακός και ο γιός του Πέτρος, ο Κώστας Καραπαπάς υπεύθυνος επικοινωνίας της ΠΑΕ, ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βετεράνων του Ολυμπιακού Γιώργος Δαρίβας, ο Γρηγόρης Γεωργάτος, ο Γιώργος Αμανατίδης και ο Αντώνης Νικοπολίδης, πρώην παίχτες του Ολυμπιακού. Α και ο νυν πρόεδρος του ερασιτέχνη και παλιός αρχισυνδεσμίτης της Θύρας 7 Μιχάλης Κουντούρης , ο οποίος είχε κατηγορηθεί παλιότερα για συμμετοχή στα γεγονότα της Παιανίας που οδήγησαν στη δολοφονία του Μιχάλη Φιλόπουλου. Όχι δεν ήταν η φιέστα για την απονομή του πρωταθλήματος.
Ήταν η επίσημη παρουσίαση ενός ψηφοδελτίου που διεκδικεί το δήμο του Πειραιά και συμβολίζει την απόπειρα θεσμοποίησης της ποδοσφαιροποίησης της πολιτικής ζωής. Και κάπως έτσι διανύθηκε η διαδρομή από το «No politica» στις κάλπες.
Ένα πείραμα μπερλουσκονισμού συντελείται αυτές τις μέρες στο μεγαλύτερο λιμάνι της χώρας.
Ένας σημαντικός οικονομικός παράγοντας, ο Βαγγέλης Μαρινάκης μέσα από το σχήμα του στενού του συνεργάτη Γιάννη Μώραλη , αξιοποιώντας προφανώς την απήχηση του μεγαλύτερου συνδέσμου της χώρας, επιδιώκει και επισήμως την εμπλοκή στην πολιτική ζωή μέσα από τη συμμετοχή στις αυτοδιοικητικές εκλογές.
Είχε προηγηθεί η ρήξη με τον νυν δήμαρχο του Πειραιά Βασίλη Μιχαλολιάκο, όταν ο τελευταίος ευχαρίστησε δημόσια το Δημήτρη Μελισσανίδη για δωρεά ύψους 50.000 ευρώ. Κάτι αντίστοιχο αλλά σε μια πιο γραφική εκδοχή συμβαίνει και στο δήμο του Βόλου με την υποψηφιότητα του Αχιλλέα Μπέου.
Σ’ αυτή την προσπάθεια ο συνδυασμός «Πειραιάς Νικητής» έχει ή φιλοδόξει να έχει τη σύμπραξη του κόσμου του Ολυμπιακού. Υπάρχει όμως μια ενεργός αντίφαση ανάμεσα σ’ αυτό το εγχείρημα και την πρόσφατη δημόσια αφήγηση του Ολυμπιακού για τον εαυτό του. Όταν πύκνωσαν οι ψίθυροι καταρχήν και τα ρεπορτάζ στη συνέχεια για τη διείσδυση της Χρυσής Αυγής στην ερυθρόλευκη εξέδρα, ο Ολυμπιακός θωρακίστηκε πίσω από το δόγμα “No politica”.
Η εμπέδωση του συνθήματος ούτως η άλλως χρησιμοποιήθηκε για την ανάδειξη ενός στρεβλού αντισυστημικού λόγου στο οπαδικό κίνημα που οδηγεί αναπόφευκτα στην απλοποίηση των νοημάτων και στην απαξίωση της πολιτικής.
Ως εκ τούτου είναι βαθιά πολιτικό. Αυτό αποτυπώθηκε με τον πλέον σαφή τρόπο στα γεγονότα που ακολούθησαν τη δολοφονία του Πάυλου Φύσσα, με την εξέδρα του Ολυμπιακού να παραμένει αποστασιοποιημένη και το Πόρτο Λεόνε – παρά το γεγονός ότι έχει έδρα στο Κερατσίνι να εκδίδει με μεγάλη καθυστέρηση και ύστερα από κατακραυγή ανακοίνωση για τη δολοφονία, η οποία παρέμεινε αυστηρά περιορισμένη στα όρια των συλλυπητηρίων και όχι της καταδίκης της ακροδεξιάς βίας.
Ουδείς μάλλον γνωρίζει τι μεσολάβησε ανάμεσα σ’ αυτό το πολύ φρέσκο παρελθόν και τη σημερινή πραγματικότητα της καθόδου στις αυτοδιοικητικές εκλογές .
«Είναι μια τάση αποπολιτικοποίησης της πολιτικής και φυγή από το βασικό της ερώτημα που αφορά την οργάνωση των κοινωνιών μέσα από τη χρήση ανθρώπων που έχουν ισχυρό έρεισμα μέσα από το ποδόσφαιρο. Πρόκειται για επιλογές που υποτιμούν την πολιτική φύση των προβλημάτων και συνιστούν προσπάθεια συγκάλυψης και πρόκριμα αδιαφάνειας. Είμαστε ακόμα σε ένα πιλοτικό στάδιο στα πρότυπα του Μπερλουσκόνι. Μη ξεχνάτε ότι ο μπερλουσκονισμός καθιερώθηκε πάνω στις σιωπές και τις ανεπάρκειες. Μπορεί να υπάρξει μια πρόσκαιρη απήχηση αλλά όχι μακροπρόθεσμη» σχολιάζει ο Καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Σεραφείμ Σεφεριάδης.
Είναι μάλλον η στιγμή της μεταπήδησης από το συμβολικό στο πολιτικό για τον Ολυμπιακό. Η πολιτική επιρροή του ποδοσφαίρου είναι σαφής και υπαρκτή εδώ και πολλά χρόνια, από τότε που απογυμνώθηκε από τη ρομαντική αντίληψη του λαϊκού αθλήματος και μετατράπηκε στη ναυαρχίδα της αθλητικής βιομηχανίας. Ως το πλέον καθηλωτικό και δημοφιλές άθλημα, κάθε άλλο παρά περιορίζει την επιρροή του στα τετραγωνικά των γηπέδων.
Επεκτείνεται πολύ πιο πέρα από αυτά, εισβάλλει στους κοινωνικούς χώρους, διαπλέκεται με οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, αντανακλά, αλλά και παράγει ιδεολογία.
Σ’ αυτό το πλαίσιο οι οπαδοί λειτουργούν επί της ουσίας ως άτυποι ιδιωτικοί στρατοί, που εμπλέκονται συχνά σε υποθέσεις βίας και μαφίας. Εξίσου ανώδυνα μπορούν να αποτελέσουν μια εκλογική δεξαμενή μέσα από την καπήλευση της ιστορικότητας ενός αθλητικού σωματείου και τη χειραγώγηση του οπαδικού αισθήματος.
«Το ποδόσφαιρο και συγκεκριμένα οι οπαδοί χρησιμοποιούνται ως μέσο πίεσης. Με τη διαδικασία της εμπορευματοποίησης του ποδοσφαίρου οι οπαδοί αντιμετωπίζονται πρωτίστως ως πελάτες. Γνωρίζαμε ότι τα αθλητικά σωματεία έχουν ισχυρούς δεσμούς με το πολιτικό σύστημα που αποτυπώθηκαν και νομοθετικά σε μια σειρά από ρυθμίσεις για ευνοϊκότερη μεταχείριση των οικονομικών ζητημάτων των ΠΑΕ. Τώρα ο Ολυμπιακός θέλει να επιβάλλει ένα άλλο μοντέλο εξουσίας, την ιδιοποίηση μιας πόλης», επισημαίνει ο Καθηγητής στο πανεπιστήμιο Κρήτης Γιάννης Ζαιμάκης.
Το ζήτημα όμως είναι αν απαιτείται κάτι παραπάνω από την κατάκτηση 41 πρωταθλημάτων για την κατάκτηση ενός δήμου, όπως για παράδειγμα ένα σχήμα το οποίο θα έχει αυτοδιοικητική εμπειρία, ξεκάθαρες και επεξεργασμένες θέσεις για όλα τα ζητήματα που μπορεί να αφορούν τη ζωή μιας πόλης, στελεχιακό δυναμικό που να έχει δοκιμαστεί σε διάφορες πτυχές της κοινωνικής και επιστημονικής ζωής.
Κυρίως χρειάζεται συλλογικό όραμα με επίκεντρο τη βελτίωση της καθημερινότητας των πολιτών και όχι απλώς η υπόρρητη επίκληση μια ομάδας που ενδεχομένως να συγκαλύπτει οικονομικά συμφέροντα στην περιοχή. Στην ομιλία του κατά τη διάρκεια παρουσίασης του ψηφοδελτίου ο υποψήφιος δήμαρχος Γιάννης Μώραλης έδωσε έμφαση στην αξιοποίηση του λιμανιού του Πειραιά για τη δημιουργία επενδύσεων και θέσεων εργασίας.
Επικαλέστηκε μάλιστα μελέτες που βασίζονται σε στοιχεία του 2010 και του 2011, οι οποίες προφανώς έχουν ξεπεραστεί από τα δεδομένα της ελληνικής οικονομίας και οι οποίες κατά βάση υπερασπίζονται τις φοροαπαλλαγές των εφοπλιστών. Σ’ αυτό το σημείο βρίσκεται μάλλον η δεύτερη ενεργός αντίφαση του Βαγγέλη Μαρινάκη. Η βασική του εταιρεία Capital Management διαχειρίζεται 58 πλοία, ούτε ένα όμως δεν έχει υψωμένη ελληνική σημαία.
Σε ότι αφορά επίσης τα πληρώματα, όπως εύκολα μπορεί να διαπιστώσει κανείς από την επίσημη ιστοσελίδα της επιχείρησης, υπάρχει πλήρης κυριότητα ή σύνδεση με γραφεία πληρωμάτων στην Κωστάντζα (Ρουμανία), στο Νοβοροσίσκ (Ρωσία) και στη Μανίλα (Φιλιππίνες).
Ειδικά, σε αξιωματικούς φαίνεται ότι η εταιρεία δείχνει ιδιαίτερη προτίμηση στους Ρουμάνους αφού είναι χορηγός της Ναυτικής Ακαδημίας της Ρουμανίας, στην Κωστάντζα, απ’ όπου οι καλύτεροι σπουδαστές εκπαιδεύονται και επιλέγονται να ταξιδεύουν στα πλοία της εταιρείας. Αυτό το δείγμα γραφής ίσως δεν καθησυχάζει ιδιαίτερα τους άνεργους ναυτικούς ή τους νεαρούς απόφοιτους της σχολής Εμπορικού Ναυτικού.
Σε μια περίοδο όμως έντονης πόλωσης με σημαντικά κοινωνικά διακυβεύματα, οι δήμοι της χώρας δε μπορούν να υψώσουν σημαίες ευκαιρίας, ούτε η πολιτική να γίνει άσκηση προσομοίωσης στημένου ματς, όταν μάλιστα το ποδόσφαιρο έχει πάψει προ πολλού να διδάσκει την ηθική , όπως έλεγε η θρυλική φράση του Αλμπέρτ Καμύ.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου