Σάββατο 29 Σεπτεμβρίου 2012

Κάποιος(οι) σχεδιάζει(ουν) τη διάσπαση των συνδικάτων;

Του Οδυσσέα Πραξιάδη
Πρόσφατα «αλιεύσαμε» στη διαδικτυακή «θάλασσα» ένα κείμενο του Αντώνη Δραγανίγου –στελέχους του ΝΑΡ– με τον τίτλο «Ο Λένιν και η Διεθνής για τα συνδικάτα». Το κείμενο αυτό είχε γραφτεί στην εφημερίδα ΠΡΙΝ στις 15/11/09, αλλά είναι αλήθεια ότι μας έκανε εντύπωση η επαναδημοσίευσή του σε ιστοσελίδα, αυτή την πολύ κρίσιμη περίοδο.

Το κείμενο υποτίθεται ότι πραγματεύεται την άποψη του Λένιν και της Κομμουνιστικής Διεθνούς (εφεξής ΚΔ) σχετικά με την ενότητα του εργατικού κινήματος. 
Ο Αντώνης Δραγανίγος (ΑΔ) υποστηρίζει, ανάμεσα στα άλλα, ότι: α) το έργο του Λένιν «Ο “Αριστερισμός” παιδική αρρώστια του κομμουνισμού» κακοποιήθηκε από το ρεφορμισμό και χρησιμοποιήθηκε για να καλύψει τη συμβιβαστική του πολιτική, β) ο «Αριστερισμός» γράφτηκε σε ιδιαίτερες συνθήκες υπονοώντας ότι σήμερα δεν έχει εφαρμογή, γ) η ΚΔ δε θεωρούσε πολιτικό ατόπημα τη διάσπαση των συνδικάτων και ότι αυτή (η διάσπαση) δεν είναι θέση αρχής, αφήνοντας ανοικτό το ενδεχόμενο να εφαρμοστεί σήμερα στο εργατικό κίνημα.

Για να υποστηρίξει τα παραπάνω, παραθέτει αποσπάσματα από το έργο του Λένιν και από τα ντοκουμέντα της ΚΔ και χωρίς να το λέει ευθέως, αφήνει να εννοηθεί ότι σήμερα στο εργατικό κίνημα πρέπει να μας καθοδηγήσει ο «επαναστατικός» προσανατολισμός της διάσπασης που πάνω-κάτω είναι λενινιστική τακτική.

Στο παρόν σημείωμα θα απαντήσουμε στις απόψεις του ΑΔ, αλλά θα θέσουμε και ορισμένα γενικότερα ζητήματα για το εργατικό κίνημα.

I. ΓΙΑ ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΜΕΘΟΔΟΛΟΓΙΚΑ ΖΗΤΗΜΑΤΑ

Το ελάττωμα του εκλεκτικισμού και της κατακρεούργησης των κειμένων των κλασικών δεν είναι τωρινό φαινόμενο. Πρόκειται για μια γάγγραινα της οποίας φορείς είναι αρκετοί πολιτικοί χώροι και για μερικούς φαίνεται ότι η ασθένεια αυτή είναι ανίατη.

Κατά την ταπεινή μας άποψη η χρήση των κειμένων των κλασικών πρέπει να γίνεται υπό τις εξής προϋποθέσεις: α) να μην ακρωτηριάζονται τα κείμενα ώστε πάση θυσία να δικαιωθεί μια δογματική άποψη που νομίζουμε ότι είναι επαναστατική, β) να εξετάζουμε το ιστορικό πλαίσιο μέσα στο οποίο γράφτηκε το κείμενο και να ερμηνεύουμε γιατί έχει το συγκεκριμένο περιεχόμενο και τη συγκεκριμένη μορφή, γ) να βλέπουμε τυχόν αλλαγές στη σκέψη των κλασικών και να εξηγούμε το γιατί υπήρξαν, δ) να δούμε τη σκέψη των κλασικών σε συνάρτηση με την πράξη, δηλαδή να δούμε αν ο προσανατολισμός που έδωσαν σε εκείνο ή ετούτο το ζήτημα είχε πρακτικό αντίκρισμα –θετικό ή αρνητικό– μέσα στο επαναστατικό και εργατικό κίνημα.

Αν αυτές τις παραμέτρους δεν τις πάρουμε υπόψη τότε δεν παρουσιάζουμε τη σκέψη των κλασικών αλλά της καρικατούρας τους. Τους παραμορφώνουμε, τους κάνουμε αγνώριστους, μεταλλάσουμε το Μαρξισμό από επιστήμη σε ψευδοεπιστήμη.

II. ΟΡΙΣΜΕΝΕΣ ΒΑΣΙΚΕΣ ΘΕΣΕΙΣ

Ας ξεκινήσουμε με το τι είναι τα συνδικάτα. Η εργατική τάξη στην πορεία σύγκρουσης με το κεφάλαιο υιοθέτησε κάποιες πρώτες μορφές οργάνωσης όπως τα ταμεία αλληλοβοήθειας, τα ασφαλιστικά ταμεία, οι συνεταιρισμοί κ.ά. Επρόκειτο περισσότερο για οργανώσεις υποστήριξης και αλληλεγγύης παρά για όργανα αγώνα. Αργότερα (στην εποχή του βιομηχανικού καπιταλισμού) εμφανίστηκαν τα συνδικάτα που αποτέλεσαν και αποτελούν μια από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του προλεταριάτου (ακόμη μεγαλύτερη είναι η δημιουργία του κόμματος της εργατικής τάξης, ενώ «υπέρτατη» κατάκτηση είναι η επανάσταση και η εγκαθίδρυση της δικτατορίας του προλεταριάτου).

Είναι γνωστό ότι η ταξική πάλη διεξάγεται σε τρία επίπεδα: το οικονομικό, το πολιτικό και το ιδεολογικό. Τα επίπεδα αυτά διόλου δεν είναι αυτόνομα και η αυτοτέλειά τους είναι σχετική. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν «περιοχές» της ταξικής πάλης όπου αλληλεπικαλύπτονται τα τρία επίπεδα. Τα συνδικάτα παίζουν ρόλο κυρίως στους οικονομικούς αγώνες, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι πρέπει να είναι αδιάφορα στις άλλες δυο μορφές ταξικής πάλης. Είναι υποχρεωμένα, αν δε θέλουν να μετατραπούν σε συντεχνίες, να διεξάγουν την πάλη τους και σε ιδεολογικό και σε πολιτικό επίπεδο.

Ποια, όμως, πρέπει να είναι η σχέση ενός επαναστατικού κόμματος με τα συνδικάτα; Για να απαντήσουμε σε αυτό το κεφαλαιώδες ερώτημα χρειάζεται να διευκρινίσουμε πως το επίπεδο συνείδησης της εργατικής τάξης δεν είναι ενιαίο, ποτέ δεν ήταν τέτοιο και ποτέ δεν πρόκειται να γίνει, ακόμη και σε σοσιαλιστικές συνθήκες. Μπορεί, για παράδειγμα, να διακρίνει κάποιος:

ένα γραφειοκρατικό στρώμα που μπαίνει στην υπηρεσία του κεφαλαίου και των αστικών κυβερνήσεων,
ένα στρώμα που αν και δεν είναι ενταγμένο σε κάποιο γραφειοκρατικοποιημένο μηχανισμό είναι κερδισμένο με τη λογική της υποταγής και τα ιδεολογήματα της ταξικής συναίνεσης,
ένα στρώμα που μπορεί να μην ακολουθεί με συνέπεια τα αστικά ιδεολογήματα αλλά απέχει και δηλώνει αδιάφορο απέναντι στις διαδικασίες της ταξικής πάλης,
ένα στρώμα με αντιφάσεις στη σκέψη και δράση του που παλινδρομεί ανάμεσα στη σύγκρουση και την υποταγή,
ένα στρώμα με ριζοσπαστικές διαθέσεις που ωστόσο δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως επαναστατικό,
ένα στρώμα επίσης με ριζοσπαστικές διαθέσεις που κατατείνει σε αναρχοσυνδικαλιστικές ή και σεχταριστικές απόψεις και
ένα στρώμα πρωτοπόρο που κατανοεί τους κανόνες της ταξικής πάλης και έχει ολοκληρωμένα επαναστατικά χαρακτηριστικά.

Οι παράγοντες που συμβάλλουν στην ύπαρξη διαφορετικών επιπέδων συνείδησης και στη δυσκολία να διαμορφωθεί αυτόματα επαναστατική συνείδηση είναι: α) η δυσκολία από την πλευρά της εργατικής τάξης να αποκωδικοποιήσει τους μηχανισμούς εκμετάλλευσής της (φετιχοποίηση του εμπορεύματος), β) ο ρόλος που παίζει το γραφειοκρατικοποιημένο στρώμα της εργατικής τάξης και η εργατική αριστοκρατία που δουλεύουν ως πολιορκητικός κριός στο εσωτερικό της τάξης, γ) οι μισθολογικές διαφορές ανάμεσα σε τμήματα της εργατικής τάξης, δ) η δημιουργία αυταπατών και στρεβλών αντιλήψεων λόγω της υποτιθέμενης αντίθεσης μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, ε) ο εφεδρικός στρατός (άνεργοι) που χρησιμοποιούνται ως μέσο πίεσης στους υπόλοιπους, στ) οι μηχανισμοί χειραγώγησης όπως τα αστικά ΜΜΕ, η τρομοκρατία στους εργασιακούς χώρους, η αστική δικαιοσύνη και τα σώματα καταστολής.

Όλα τα παραπάνω υπογραμμίζουν την ανάγκη να υπάρχουν διακριτά όρια ανάμεσα στα συνδικάτα και το επαναστατικό κόμμα, αφού το μεν κόμμα συσπειρώνει τη συνειδητή πρωτοπορία της εργατικής τάξης, το μεν συνδικάτο πρέπει να συσπειρώνει ευρύτατες εργατικές μάζες. Να το πούμε αλλιώς: αν αίφνης η εργατική τάξη συνειδητοποιούσε στο σύνολό της την ανάγκη επαναστατικού σχηματισμού της κοινωνίας, αν κατανοούσε στο σύνολό της τους μηχανισμούς εκμετάλλευσής της και την ανάγκη αδιάκοπης ταξικής πάλης που θα έφτανε μέχρι τέλους, τότε τα συνδικάτα θα ήταν άχρηστα αφού όλοι οι εργάτες θα συσπειρώνονταν στο κόμμα τους και τα συνδικάτα θα γίνονταν ένα με το κόμμα. Αυτό, όμως, προφανώς δε γίνεται και ούτε και πρόκειται να γίνει. Το συνδικάτο δεν μπορεί να θέτει ως προϋπόθεση ένταξης των εργατών σε αυτό, ένα πλαίσιο εφ’ όλης της ύλης. Πρέπει να συμπεριλαμβάνει όλο το φάσμα των εργατικών στρωμάτων, ανεξάρτητα από το επίπεδο συνείδησης. Εντός των συνδικάτων οι κομμουνιστές οφείλουν να αποκαλύπτουν την πολιτική του κεφαλαίου, να κάνουν το συνδικάτο ένα σχολείο ταξικής πάλης και ταξικής διαπαιδαγώγησης και όταν κρίνεται ότι οι συνθήκες το επιβάλλουν, να βαθαίνουν την πολιτικοποίηση των συνθημάτων, των αιτημάτων και των εργατικών αγώνων.

Ένας από τους φορείς της στρεβλής, περί συνδικάτων, αντίληψης υπήρξε ο Τρότσκι. Συγκεκριμένα στην μπροσούρα του «Για το ρόλο και τα καθήκοντα των συνδικάτων» που αφορούσε στη σοβιετική περίοδο εξέφρασε μια γραφειοκρατική άποψη (κρατικοποίηση των συνδικάτων), την οποία δεν άφησε αναπάντητη ο Λένιν. Η απάντηση του Λένιν μπορεί να αφορά στο ρόλο των συνδικάτων στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλά μας προσφέρει τρόπο σκέψης και για το ρόλο τους στον καπιταλισμό: «Από το ένα μέρος, τα συνδικάτα αγκαλιάζουν όλους ανεξαιρέτως, περιλαμβάνοντας στις γραμμές της οργάνωσης τους βιομηχανικούς εργάτες, τα συνδικάτα είναι η οργάνωση της τάξης που διοικεί, κυριαρχεί και κυβερνά, της τάξης που πραγματοποιεί τη δικτατορία, της τάξης που πραγματοποιεί τον κρατικό καταναγκασμό. Όμως η οργάνωση αυτή δεν είναι οργάνωση κρατική, δεν είναι οργάνωση καταναγκασμού, είναι οργάνωση διαπαιδαγωγική, οργάνωση προσέλκυσης, εκπαίδευσης, είναι σχολείο, σχολείο διεύθυνσης, σχολείο οικονομικής διαχείρισης, σχολείο του κομμουνισμού. Είναι σχολείο εντελώς ασυνήθιστου τύπου, γιατί έχουμε να κάνουμε όχι με δασκάλους και μαθητές, αλλά έχουμε να κάνουμε με κάποιο εξαιρετικά ιδιόμορφο συνδυασμό αυτού που έμεινε από τον καπιταλισμό και που δεν μπορούσε να μη μείνει, και αυτού που προβάλλουν από μέσα τους τα επαναστατικά πρωτοπόρα τμήματα, ή επαναστατική –μπορούμε να πούμε– πρωτοπορία του προλεταριάτου. Γι’ αυτό, το να μη μιλάει κανείς για το ρόλο των συνδικάτων, χωρίς να παίρνει υπόψη του αυτές τις αλήθειες, σημαίνει να καταλήγει αναπόφευκτα σε μια σειρά λάθη.

»Τα συνδικάτα, από την άποψη της θέσης του στο σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου, βρίσκονται – αν μπορεί να εκφραστεί κανείς έτσι – ανάμεσα στο Κόμμα και στην κρατική εξουσία […]», οι υπογραμμίσεις δικές μας (Λένιν, Για τα συνδικάτα, Άπαντα, τ. 42, σελ. 203, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Ο Λένιν δεν υποκύπτει στη γοητεία της εξουσίας. Στην εύκολη αλλά απολύτως καταστροφική άποψη για κρατικοποίηση των συνδικάτων. Η κατάκτηση της εξουσίας δεν τον οδηγεί σε βολουνταρισμούς γιατί αντιλαμβάνεται την ποικιλομορφία των συνειδήσεων και ότι ο καταναγκασμός, ο διοικητισμός, η γραφειοκρατικοποίηση, θα απομακρύνει την εργατική τάξη από το κόμμα. Όπως λέει χαρακτηριστικά σε άλλο σημείο, η διαφωνία του με τον Τρότσκι βρίσκεται «πάνω στο ζήτημα των μεθόδων για το πλησίασμα της μάζας, της κατάκτησης της μάζας, της σύνδεσης με τη μάζα», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο (ο.π., σελ. 206).

Εν ολίγοις, ενώ η εργατική τάξη είχε στα χέρια της την εξουσία, παρόλα αυτά ο Λένιν θέτει ζήτημα της καλύτερης δυνατής προσέγγισης της εργατικής τάξης. Αν, λοιπόν, αυτό το κρίσιμο ζήτημα έμπαινε εμφατικά ακόμη και σε συνθήκες που η εξουσία ήταν επαναστατική, δε θα πρέπει να μπαίνει εμφατικότερα σε συνθήκες καπιταλισμού;

III. Ο «ΑΡΙΣΤΕΡΙΣΜΟΣ» ΤΟΥ ΛΕΝΙΝ

Ο «Αριστερισμός» του Λένιν γράφτηκε το 1920, μια περίοδο κατά την οποία είχαν κάνει την εμφάνισή τους «υπεραριστερά» κόμματα με σοβαρότατες αποκλίσεις από το Μαρξισμό-Λενινισμό. Οι αριστερίστικες απόψεις εμφανίστηκαν μετά από την προδοσία της Β’ Διεθνούς κατά τον Α’ παγκόσμιο πόλεμο (στήριξε τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο), σε συνθήκες όπου τα συνδικάτα παρουσίαζαν σοβαρές τάσεις μαζικοποίησης, κι ενώ το πρώτο εργατικό κράτος ήταν γεγονός και έπνεε επαναστατικός άνεμος σε διάφορες περιοχές της Ευρώπης. Αυτό το μίγμα –τουλάχιστον κάποια συστατικά του– ευνοούσαν την άνθιση απόψεων όπως αυτών που υποστήριζαν ότι: α) στα επαναστατικά κόμματα δεν αρμόζουν οι συμβιβασμοί και οι πολιτικές συμμαχίες, β) οι επαναστάτες δεν πρέπει να δουλεύουν μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα, γ) τα κομμουνιστικά κόμματα δεν πρέπει να παίρνουν μέρος στις αστικές εκλογές και τα αστικά κοινοβούλια.

Οι απόψεις αυτές εκφράστηκαν από κόμματα που υπήρχαν στη Γερμανία, στην Ιταλία, στην Αυστρία, στη Γαλλία, στις ΗΠΑ, στην Ολλανδία και άλλες χώρες. Ένας επιφανής εκπρόσωπος αυτών των απόψεων ήταν ο Αμαντέο Μπορντίγκα (ΑΜ). Ο ΑΜ ήταν Ιταλός και αντιπρόσωπος στο συνέδριο της ΚΔ. (Αργότερα μάλιστα διαφώνησε με την τακτική του αντιφασιστικού μετώπου της ΚΔ, αφού πίστευε πως ο φασισμός είναι άλλη μια πλευρά της αστικής δημοκρατίας και ως εκ τούτου δε χρήζει ιδιαίτερης αντιμετώπισης από τα επαναστατικά κόμματα). Ένα άλλο επιφανές στέλεχος του αριστερισμού ήταν ο Άντονι Πάννεκοκ (ΑΠ). Ο ΑΠ ήταν Ολλανδός κι έπαιρνε μέρος στη δουλειά της ΚΔ. Μάλιστα, ο ΑΠ υπερτόνιζε τη «συντηρητική» φύση των συνδικάτων, αν και αργότερα από το 1920. Έγραφε χαρακτηριστικά: « […] Η ουσία του συνδικαλισμού δεν είναι επαναστατική, αλλά συντηρητική», (Άντον Πάννεκοκ, Ο συνδικαλισμός, σελ. 17, εκδ. Επαναστατική Αυτοοργάνωση, χ.χ.)

Ο «Αριστερισμός» γράφτηκε για να απαντήσει στις απόψεις αυτών των κομμάτων και για να διανεμηθεί στους αντιπροσώπους του 2ου συνεδρίου της ΚΔ τυπωμένο σε τρεις γλώσσες, κάτι που δείχνει τη μεγάλη σημασία που έδιναν στην πολεμική απέναντι στο μέτωπο των αριστερίστικων απόψεων, τόσο ο Λένιν όσο και η ΚΔ.

Ο Λένιν έγραψε ένα από τα σπουδαιότερα πονήματα της μαρξιστικής φιλολογίας σε ζητήματα τακτικής και στρατηγικής, με συμπεράσματα που δεν αφορούν, στενά, στη συγκεκριμένη ιστορική περίοδο αλλά είναι διαχρονικά. Συνέτριψε με δομημένη και διαλεκτική επιχειρηματολογία όλες τις αιτιάσεις των νεαρών αριστερίστικων κομμάτων, δίνοντας ξεκάθαρο προσανατολισμό στο επαναστατικό κίνημα.

IV. Ο ΛΕΝΙΝ ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

Ο Λένιν απαντά κυρίως στις απόψεις των Γερμανών «αριστερών» για μη συμμετοχή στα αντιδραστικά συνδικάτα. Χαρακτηρίζει τις απόψεις αυτές ως παιδιάστικες και γελοίες ανοησίες και ειρωνεύεται την απόφασή τους να βγουν από τα υπάρχοντα συνδικάτα και να δημιουργήσουν την «εντελώς καινουργιούτσικη, την εντελώς καθαρούτσικη εργατική ένωση κτλ. κτλ. που τη σοφίστηκαν οι καλοί μας (και ασφαλώς στο μεγαλύτερο μέρος τους πολύ νεαροί) κομμουνιστές κτλ.», (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού,Άπαντα, τ. 42, σελ. 32, εκδ. Σύγχρονη Εποχή). Και συνεχίζει: «Τον αγώνα όμως ενάντια στην “εργατική αριστοκρατία” τον διεξάγουμε εξ’ ονόματος της εργατικής μάζας και για να την τραβήξουμε με το μέρος μας. Τον αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές και σοσιαλσωβινιστές αρχηγούς τον διεξάγουμε για να τραβήξουμε την εργατική τάξη με το μέρος μας. θα ήταν ανοησία να ξεχνά κανείς αυτή τη στοιχειώδη και εξόφθαλμη αλήθεια. Και ακριβώς τέτοια ανοησία κάνουν οι “αριστεροί” γερμανοί κομμουνιστές, που από τον αντιδραστικό και αντεπαναστατικό χαρακτήρα των ηγετικών κύκλων των συνδικάτων βγάζουν το συμπέρασμα ότι. Οι κομμουνιστές πρέπει να βγουν από τα συνδικάτα!!να δημιουργήσουν νέες επινοημένες μορφές εργατικής οργάνωσης!! Αυτό είναι ασυγχώρητη βλακεία, που ισοδυναμεί με την πιο μεγάλη υπηρεσία που μπορούν να προσφέρουν οι κομμουνιστές στην αστική τάξη […] Να μη δουλεύεις μέσα στα αντιδραστικά συνδικάτα σημαίνει να εγκαταλείπεις τις λειψά αναπτυγμένες ή καθυστερημένες εργατικές μάζες στην επιρροή των αντιδραστικών ηγετών, των πρακτόρων της αστικής τάξης, των αριστοκρατών ηγετών ή των “αστοποιημένων εργατών” […]

» Η ανόητη ακριβώς “θεωρία” για τη μη συμμετοχή των κομμουνιστών στα αντιδραστικά συνδικάτα δείχνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο πόσο επιπόλαια οι “αριστεροί” κομμουνιστές αντικρίζουν το ζήτημα της επιρροής πάνω στις “μάζες” και πόση κατάχρηση κάνουν με τις κραυγές τους της λέξης “μάζα”. Για να μπορέσεις να βοηθήσεις τις “μάζες” και να κατακτήσεις τη συμπάθειά τους, την αγάπη τους και την υποστήριξή τους δεν πρέπει να φοβάσαι τις δυσκολίες, δεν πρέπει να φοβάσαι τις στρεψοδικίες, τις τρικλοποδιές, τις προσβολές και τις καταδιώξεις από μέρους των “αρχηγών” [..] αλλά να δουλεύειςυποχρεωτικά εκεί που είναι οι μάζες. Πρέπει να είσαι σε θέση να κάνεις κάθε θυσία, να υπερνικάς τα πιο μεγάλα εμπόδια για να διεξάγεις μια συστηματική, επίμονη, σταθερή και υπομονετική προπαγάνδα και ζύμωση μέσα σε εκείνα ακριβώς τα ιδρύματα, τους συλλόγους και τις ενώσεις, ακόμη και στις πιο αντιδραστικές, όπου υπάρχουν προλεταριακές και μισοπρολεταριακές μάζες. Και τα συνδικάτα και οι εργατικοί συνεταιρισμοί (οι τελευταίοι τουλάχιστον ορισμένες φορές) είναι ακριβώς οργανώσεις όπου υπάρχει μάζα […]», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο, (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ. 36-37, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Ο Λένιν απαντά με κατηγορηματικό τρόπο και στο ζήτημα της πολιτικοποίησης των συνδικάτων: «Δεν θα μπορούσε να φανταστεί κανείς μεγαλύτερο παραλογισμό, μεγαλύτερη ζημιά για την επανάσταση απ’ αυτή που φέρνουν οι “αριστεροί” επαναστάτες! Ακόμη και τώρα στη Ρωσία, αν ύστερα από 21/2 χρόνια πρωτοφανέρωτες νίκες ενάντια στην αστική τάξη της Ρωσίας και της Αντάντ βάζαμε σαν όρο εγγραφής στα συνδικάτα την “αναγνώριση της δικτατορίας”, θα κάναμε ανοησία (!), θα καταστρέφαμε την επιρροή μας στις μάζες, θα βοηθούσαμε τους μενσεβίκους. Γιατί όλο το καθήκον των κομμουνιστών είναι ακριβώς να ξέρουν να πείθουν τους καθυστερημένους, να ξέρουν να δουλεύουν ανάμεσά τους και όχι να απομονώνονται απ’ αυτούς με επινοημένα, παιδιάστικα-“αριστερά” συνθήματα», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο, (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ.37-38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Για το Λένιν η τακτική διάσπασης των συνδικάτων είναι τακτική που ευνοεί τον ταξικό αντίπαλο: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι κύριοι Γκόμπερς, Χέντερσον, Ζουώ και Λεγκίν θα χρωστούν μεγάλη ευγνωμοσύνη στους “αριστερούς” αυτούς επαναστάτες [..]», (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ.38, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Ο Λένιν τοποθετείται και για τον προσανατολισμό που πρέπει να υπάρξει στην ΚΔ: «Η Εκτελεστική Επιτροπή της ΙΙΙ Διεθνούς πρέπει, κατά την προσωπική μου γνώμη, να καταδικάσει ανοικτά και να προτείνει στο επόμενο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς να καταδικαστεί τόσο γενικά η πολιτική της μη συμμετοχής στα αντιδραστικά συνδικάτα [..] Η ΙΙΙ Διεθνής πρέπει να ξεκόψει από την τακτική της ΙΙ και να μην προσπερνά τα φλέγοντα ζητήματα, να μην τα σκεπάζει, αλλά να τα βάζει ανοικτά. Είπαμε καταπρόσωπα όλη την αλήθεια στους “ανεξάρτητους” […], καταπρόσωπα πρέπει να πούμε όλη την αλήθεια και στους “αριστερούς” κομμουνιστές», η υπογράμμιση δική μας (Λένιν, Ο «Αριστερισμός», παιδική αρρώστια του κομμουνισμού, Άπαντα, τ. 42, σελ.38-39, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

V. Η ΚΔ ΓΙΑ ΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

Ο Λένιν, όπως ήδη είδαμε δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνειών για το ζήτημα της συμμετοχής. Θα λέγαμε ότι η θέση του για συμμετοχή στα αντιδραστικά σωματεία αποκτά την ισχύ θέσης αρχής.

Το επόμενο συνέδριο της ΚΔ ακολούθησε, άραγε, τις διδαχές του Λένιν; Ας δούμε τη σχετική απόφαση: «Οι κομμουνιστές θεωρούν ότι οι στόχοι και η ζωή των συνδικαλιστικών οργανώσεων έχουν μεγαλύτερη σημασία από την εξωτερική μορφή που παίρνουν κι έτσι δεν πρέπει να διστάζουν να προκαλούν τη διάσπαση των συνδικαλιστικών οργανώσεων, εάν η άρνηση να το κάνουν θα ισοδυναμούσε με άρνηση να εμπλακούν στην επαναστατική δράση, μέσα στα συνδικάτα, στην προσπάθειά τους να τα μετατρέψουν σε όπλα του επαναστατικού αγώνα και με άρνηση να οργανώσουν τα τμήματα του προλεταριάτου που υφίστανται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση. Αλλά και όταν μια τέτοια διάσπαση αποδεικνύεται αναγκαία, πρέπει να συντελείται μόνο όταν οι κομμουνιστές κατορθώσουν –μέσα από την ενεργή συμμετοχή τους στον οικονομικό αγώνα και από το συνεπή αγώνα ενάντια στους οπορτουνιστές ηγέτες και τις τακτικές τους– να πείσουν τις πλατιές μάζες ότι η διάσπαση επιχειρείται όχι για χάρη κάποιων μακρινών επαναστατικών σκοπών που οι μάζες δεν καταλαβαίνουν ακόμη, αλλά για χάρη των πιο άμεσων και συγκεκριμένων συμφερόντων της εργατικής τάξης και της ανάπτυξης του οικονομικού της αγώνα. Σε περίπτωση που η διάσπαση είναι αναγκαία, οι κομμουνιστές πρέπει συνεχώς και προσεκτικά να εξετάζουν τις τακτικές τους για να διασφαλίσουν ότι η διάσπαση δε θα οδηγήσει στην απομόνωση των κομμουνιστών από τις μάζες» (3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Το συνδικαλιστικό κίνημα και οι εργοστασιακές επιτροπές και η 3η Διεθνής, σελ. 143-144, εκδ. Εργατική Πάλη, χ.χ.).

Στο παραπάνω απόσπασμα έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής:

1) Το κείμενο της ΚΔ δεν είναι πλήρως εναρμονισμένο με τον προσανατολισμό που χάραξε ο Λένιν. Να σημειωθεί πως η χρονική διάρκεια που παρεμβλήθηκε ανάμεσα στον «Αριστερισμό» του Λένιν και στο ντοκουμέντο της ΚΔ ήταν μόλις δυο μήνες, πολύ μικρό χρονικό διάστημα για να προέκυψε κάτι δραματικό για να αλλάξει ο προσανατολισμός του Λένιν (Ιούνιο του 1920 εκδόθηκε ο «Αριστερισμός», Αύγουστο του 1920 βγήκε το ντοκουμέντο της ΚΔ). Το κείμενο της ΚΔ εκφράζει την ιδεολογική αντιπαράθεση που υπήρχε στους κόλπους της ΚΔ. Άλλωστε, το τελευταίο απόσπασμα του Λένιν που παραθέσαμε δείχνει και την αγωνία του για να υπάρχει απόφαση σε σωστή βάση.

2) Η προσπάθεια συγκερασμού διαφορετικών απόψεων φαίνεται από τις αντιφάσεις και τις ασάφειες στο ντοκουμέντο της ΚΔ. Το ντοκουμέντο κάνει λόγο για την ανάγκη οργάνωσης και δράσης εκείνου του τμήματος της εργατικής τάξης που υφίσταται τη μεγαλύτερη εκμετάλλευση, παραβλέποντας τα υπόλοιπα τμήματα και πέφτοντας σε έναν απαράδεκτο εργατισμό. Στον «Αριστερισμό» του Λένιν δεν υπάρχει κανένας τέτοιος διαχωρισμός. Κι ακόμη: τι νόημα έχει να διασπαστούν τα συνδικάτα όταν πειστούν για αυτό πλατιές μάζες εργατών; Μα αν πειστούν οι πλατιές μάζες τότε θα έχεις και τη δυνατότητα αλλαγής συσχετισμών, εντός των ήδη υπαρχόντων συνδικάτων. Κι αφού εξασφαλίσεις τη στήριξη των πλατιών μαζών προκειμένου να πας σε διάσπαση γιατί θα πρέπει να είσαι προσεκτικός για να μην απομονωθείς;

3) Συχνά θεωρείται ότι την εισήγηση στην ΚΔ την έκανε ο Λένιν. Δυστυχώς για όσους το υποστηρίζουν ή το υπονοούν, θα πρέπει να ξέρουν ότι την εισήγηση την έκανε ο Ράντεκ, κάτι που αναφέρεται στην αγγλόφωνη έκδοση των ντοκουμέντων της ΚΔ (The Communist International in Lenin’s Time, Proccedings and Documents of the Second Congress, 1920, Volume 1, p. 1005, Pathfinder, New York, London, Montreal, Sydney). Να θυμίσουμε ότι ο Ράντεκ ανήκε στο μπολσεβίκικο κόμμα από το 1917, το 1918 ήταν «αριστερός» κομμουνιστής και από το 1923 μέλος της τροτσκιστικής αντιπολίτευσης. Επομένως, ο Λένιν ουδέποτε εισηγήθηκε το σχετικό κείμενο, κάτι που αν έκανε θα αναιρούσε τον ίδιο του τον εαυτό.

Σε κάθε περίπτωση, παρά τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις του ντοκουμέντου της ΚΔ, κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι μέσω αυτού του ντοκουμέντου καλείται η εργατική τάξη να πάει σε μαζική διάσπαση των συνδικάτων. Οι προϋποθέσεις που τίθενται είναι αυστηρές και αυτό δε χωρά πολλές παρερμηνείες.

Η ΚΔ συνέχισε στην ίδια ρότα στα μετέπειτα συνέδριά της; Η απάντηση είναι αρνητική. Στο 3ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε τον επόμενο χρόνο, δηλαδή το 1921, το πνεύμα είναι διαφοροποιημένο:« […]Το καθήκον των κομμουνιστών είναι να εξηγήσουν στο προλεταριάτο ότι τα προβλήματά του δε θα λυθούν αν εγκαταλείψουν τα παλιά συνδικάτα για να δημιουργήσουν καινούρια ή αν μείνουν έξω από αυτά, αλλά αν τα επαναστατικοποιήσουν, απαλλάσοντάς τα από τη ρεφορμιστική επιρροή και τους προδότες ρεφορμιστές ηγέτες, και αν τα μετατρέψουν σε πραγματικά προπύργια του επαναστατικού προλεταριάτου.

»Στην περίοδο που μας έρχεται, το κύριο καθήκον όλων των κομμουνιστών είναι να διεξάγουν ένα σταθερό και ρωμαλέο αγώνα για να κατακτήσουν την πλειοψηφία των συνδικαλισμένων. Οι κομμουνιστές δεν πρέπει να αποθαρρύνονται από τις αντιδραστικές τάσεις που εκδηλώνουν σήμερα τα εργατικά συνδικάτα αλλά πρέπει να προσπαθούν να υπερνικήσουν όλη την αντίσταση και, με την ενεργητική συμμετοχή τους στους καθημερινούς αγώνες, να κερδίσουν τα συνδικάτα με το μέρος του κομμουνισμού. Το πραγματικό μέτρο για την εκτίμηση της δύναμης ενός κομμουνιστικού κόμματος είναι η επιρροή που ασκεί πάνω στη μάζα των συνδικαλισμένων εργατών. Το κόμμα πρέπει να μάθει πώς να ασκεί επιρροή στα συνδικάτα χωρίς να μπαίνει στον πειρασμό να τα κηδεμονεύσει […]»,(3η Διεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Η Κομμουνιστική Διεθνής και η Κόκκινη Συνδικαλιστική Διεθνής. Ο αγώνας εναντίον της συνδικαλιστικής (αντεργατικής) Διεθνούς του Άμστερνταμ, σελ. 334, εκδ. Εργατική Πάλη, χ.χ.).

Ομοίως στο 4ο συνέδριο που πραγματοποιήθηκε το 1922, διαπιστώνεται ότι: «15. Η θεωρία της αυτονομίας, όπως τη διατυπώνουν οι γάλλοι, οι ιταλοί και οι ισπανοί αναρχοσυνδικαλιστές, αποτελεί με λίγα λόγια πολεμική κραυγή του αναρχισμού εναντίον του κομμουνισμού. Οι κομμουνιστές μέσα στα συνδικάτα πρέπει να καταπολεμήσουν αποφασιστικά αυτή την προσπάθεια των αναρχοσυνδικαλιστών να εισάγουν λαθραία, κάτω από τη σημαία της αυτονομίας, αυτό το αναρχικό βρομοεμπόρευμά τους ώστε να μη διαιρεθεί το εργατικό κίνημα σε εχθρικά μεταξύ τους τμήματα και να μην επιβραδυνθεί ή παρεμποδιστεί ο θρίαμβος της εργατικής τάξης […]

»21. Το σύνθημα της Κομμουνιστικής Διεθνούς (“ενάντια στη διάσπαση των συνδικάτων”)πρέπει να εφαρμοστεί εξίσου δραστήρια όπως και στο παρελθόν, παρά τις λυσσασμένες διώξεις στις οποίες υποβάλλουν τους κομμουνιστές οι ρεφορμιστές σε όλες τις χώρες. Οι ρεφορμιστές επιδιώκουν να παρατείνουν το σχίσμα με τους αποκλεισμούς και τις διαγραφές. Διώχνοντας συστηματικά τα καλύτερα στοιχεία των συνδικάτων ελπίζουν να κάνουν τους κομμουνιστές να χάσουν την ψυχραιμία τους, να φύγουν από τα συνδικάτα, εγκαταλείποντας το καλομελετημένο σχέδιό τους δηλαδή της κατάκτησης των οργανώσεων αυτών από το εσωτερικό τους, και να ταχθούν υπέρ του σχίσματος. Αλλά δε θα μπορέσουν οι ρεφορμιστές να καταφέρουν αυτό που θέλουν.

»22. Το σχίσμα του συνδικαλιστικού κινήματος, ιδιαίτερα στις σημερινές συνθήκες, αποτελεί το μεγαλύτερο κίνδυνο για το εργατικό κίνημα στο σύνολό του. Το σχίσμα στα εργατικά συνδικάτα θα έριχνε την εργατική τάξη πολλά χρόνια πίσω, γιατί η μπουρζουαζία θα μπορούσε τότε να ξαναπάρει εύκολα πίσω τις πιο στοιχειώδεις εργατικές κατακτήσεις. Οι κομμουνιστές πρέπει με κάθε μέσο να εμποδίσουν το συνδικαλιστικό σχίσμα. Με όλα τα μέσα, με όλες τις δυνάμεις των οργανώσεών τους, πρέπει να εμποδίσουν την εγκληματική ελαφρότητα με την οποία οι ρεφορμιστές σπάζουν τη συνδικαλιστική ενότητα.

»23. Στις χώρες όπου υπάρχουν παράλληλα δύο εθνικές συνδικαλιστικές συνομοσπονδίες (Ισπανία, Γαλλία, Τσεχοσλοβακία, κ.λπ.) οι κομμουνιστές πρέπει να αγωνιστούν συστηματικά για την ενοποίηση αυτών των παράλληλων οργανώσεων. Εφόσον υπάρχει αυτός ο σκοπός της συγχώνευσης των συνδικάτων, που σήμερα είναι διασπασμένα, δεν είναι καθόλου λογικό να αποσπούμε τους μεμονωμένους κομμουνιστές και τους επαναστάτες εργάτες από ρεφορμιστικά συνδικάτα μεταφέροντάς τους στα επαναστατικά συνδικάτα. Κανένα ρεφορμιστικό συνδικάτο δεν πρέπει να μείνει χωρίς επαναστατική ζύμη. Η ενεργητική εργασία των κομμουνιστών και στα δυο συνδικάτα που υπάρχουν παράλληλα, αποτελεί προϋπόθεση για την αποκατάσταση της ενότητας που υπάρχει σήμερα», οι υπογραμμίσεις δικές μας (3ηΔιεθνής, Τα τέσσερα πρώτα συνέδρια, Θέσεις για την κομμουνιστική δράση μέσα στο συνδικαλιστικό κίνημα, σελ. 424-425, εκδ. Εργατική Πάλη, χ.χ.).

Το 1921 ιδρύεται η Κόκκινη Διεθνής των Εργατικών Συνδικάτων (ΚΔΕΣ) που αποτελούσε τη Διεθνή μιας σειράς συνδικάτων με προσανατολισμό στην ταξική πάλη και όχι στην ταξική συνεργασία. Στο ιδρυτικό συνέδριο υπήρξαν έντονες αντιπαραθέσεις και διαφωνίες. Ένα από τα ζητήματα που προκάλεσε αυτές τις αντιπαραθέσεις ήταν αυτό των διπλών συνδικαλιστικών οργανώσεων. Πρέσβεις της άποψης για την ανάγκη ύπαρξης διπλών συνδικαλιστικών οργανώσεων ήταν οι αριστεριστές και τα αναρχοσυνδικαλιστικά στοιχεία. Ωστόσο μετά από τη σχετική διαπάλη η απόφαση του συνεδρίου ήταν ξεκάθαρη: «τα πιο συνειδητά, επαναστατικά, δραστήρια στοιχεία θα πρέπει να ανήκουν οργανικά και να δουλεύουν εκεί που βρίσκονται η μάζα της εργατικής τάξης: στα εργοστάσια, στους τόπους δουλειάς, στους μικρότερους πυρήνες των συνδικάτων, προσπαθώντας παντού να εξασφαλίσουν υπεύθυνες ηγετικές θέσεις μέσα στο εργατικό κίνημα, από τη βάση ως την κορυφή», (Βλέπε αναλυτικότερα Ουίλιαμ Φόστερ, Η ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, τ. Β’, σελ. 56, εκδ. Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου, 1978).

Ωστόσο, υπήρξε και ένα λάθος που αφορούσε στη σχέση της ΚΔΕΣ με την ΚΔ. Το συνέδριο αποφάσισε τη στενότερη δυνατή σύνδεση της ΚΔΕΣ με την ΚΔ. Όμως «Η αποκατάσταση οργανικών δεσμών ανάμεσα στις δυο Διεθνείς, υπήρξε πάντως ένα λάθος τακτικής. Γιατί έτεινε να στενέψει την ΚΔΕΣ, μια και πλατιές μάζες εργατών σε όλο τον κόσμο δεν ήταν έτοιμες να δουλέψουν σε τόσο στενή συνεργασία με τα κομμουνιστικά κόμματα πολύ περισσότερο γιατί η διεθνής κατάσταση δεν ήταν τόσο επαναστατική ώστε να σπρώξει τις μάζες να υπερπηδήσουν τους δισταγμούς τους και να αποδεχθούν χωρίς επιφυλάξεις την πολιτική ηγεσία των κομμουνιστικών κομμάτων. Κατά συνέπεια, στο δεύτερο συνέδριο της ΚΔΕΣ, το 1922, η αμοιβαία αντιπροσώπευση καταργήθηκε ύστερα από πρόταση της Γενικής Συνομοσπονδίας Εργατών Γαλλίας και η συνεργασία των δυο Διεθνών συνεχίστηκε χωρίς πια να υπάρχει οργανικός δεσμός», (Ουίλιαμ Φόστερ, Η ιστορία του παγκόσμιου συνδικαλιστικού κινήματος, τ. Β’, σελ. 57-58, εκδ. Εταιρεία Ελληνικού Βιβλίου, 1978).

Μετά από όλα αυτά, εκείνο που έχει αξία είναι να δούμε ποια από τις δυο γραμμές «περπάτησε»: αυτή των αριστεριστών ή η λενινιστική; Ας πάρουμε για παράδειγμα την περίπτωση των Γερμανών κομμουνιστών που ήταν φορείς της αντίληψης περί αναγκαιότητας ύπαρξης παράλληλων συνδικάτων. Το αριστερίστικο KAPD (το δημιούργησαν οι «υπεραριστεροί» που διασπάστηκαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας το KPD δηλ. το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας) δεν κατάφερε απολύτως τίποτα, παρά μόνο να αποσπάσει κάποιους εργάτες από το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας και στη συνέχεια να εξαφανιστεί. Κανένα εργατικό κίνημα δεν αναπτύχθηκε στη βάση των «κόκκινων» συνδικάτων. Αντίστοιχη ήταν και η πορεία του αναρχοσυνδικαλισμού που παρήκμασε μετά το 1921. Αντίθετα όπου το εργατικό κίνημα πορεύτηκε με τον προσανατολισμό της ΚΔ και του Λένιν, «πάτησε στα πόδια του», είχε ανάπτυξη και κατακτήσεις. Η πράξη ήταν ανέκαθεν ο καλύτερος δάσκαλος.

VI. Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Το 1920 συνέρχεται το 2ο συνέδριο της ΓΣΕΕ στην Αθήνα. Τρεις ήταν οι τάσεις που εμφανίστηκαν κατά τη διεξαγωγή του συνεδρίου: μία που υποστήριζε τη συνεργασία της ΓΣΕΕ με το ΣΕΚΕ (Κ), μία που υποστήριζε τη συγχώνευση της ΓΣΕΕ με το κόμμα και μία που διατύπωσε την ανάγκη να μείνει η ΓΣΕΕ έξω από κάθε κόμμα. Επικράτησε η πρώτη κι έγινε γνωστή ως η άποψη της «οργανικής σύνδεσης» του ΣΕΚΕ με τη ΓΣΕΕ. Όμως «Η θέση αυτή δεν ήταν σωστή, γιατί παραβίαζε και κατέλυε την οργανωτική αυτοτέλεια της ΓΣΕΕ, περιόριζε τη μαζικοποίησή της και αντικειμενικά αλλοίωνε το ρόλο και το χαρακτήρα της. Μια πρώτη αρνητική συνέπεια ήταν αν παραμείνουν έξω από τη ΓΣΕΕ οι ομοσπονδίες των σιδηροδρομικών και των (Ιστορικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, Α’ τόμος, 1918-1949, σελ. 110, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995).

Στο 3ο συνέδριο (1926) διορθώνεται η εσφαλμένη γραμμή. Η ΚΕ του ΚΚΕ με γράμμα της προς το σώμα σημείωνε ότι «χάριν της ενότητος της εργατικής τάξεως, διακόπτει την οργανικήν σύνδεσίν του με τη Γενική Συνομοσπονδίαν Εργατών και κηρύσσεται υπέρ της πλήρους οργανικής ανεξαρτησίας της…» (Το ΚΚΕ Επίσημα κείμενα, τόμος δεύτερος, σελ. 124, εκδ. Σύγχρονη Εποχή).

Για να ανατραπεί ο συσχετισμός δυνάμεων μέσα στο 3ο συνέδριο, η παγκαλική δικτατορία προέβη στη σύλληψη 110 αριστερών συνέδρων. Έτσι, έγινε κατορθωτό να αρπάξουν τη διοίκηση της ΓΣΕΕ οι ρεφορμιστές. Η πραξικοπηματική αυτή ενέργεια δεν ήταν η μόνη. Ακολούθησε η προσπάθεια να μετατραπούν τα συνδικάτα σε όργανα της δικτατορίας, οι αθρόες διαγραφές σωματείων και συνδικαλιστών που συνοδεύονταν και από συλλήψεις. Αυτή ήταν μια ιδιότυπη διάσπαση του εργατικού κινήματος μέσα από ωμές παρεμβάσεις και την άσκηση τρομοκρατίας.

Μπροστά σε αυτή την κατάσταση τέθηκαν σοβαρά ερωτήματα για τη δράση, την παρέμβαση και την οργάνωση των ταξικών δυνάμεων. Έτσι, στο 4ο συνέδριο του ΚΚΕ (Δεκέμβριος του 1928) αποφασίζει ότι: « […] Άμεσο κεντρικό καθήκον του κόμματος είναι η εργασία για τη σύγκληση του ενωτικού πανελλαδικού συνεδρίου, η συγκέντρωση των ταξικών δυνάμεων του συνδικαλιστικού κινήματος, η επανίδρυση του ταξικού κέντρου των συνδικάτων για τη οργάνωση και τη διεξαγωγή των οικονομικών αγώνων της εργατικής τάξης […]», (Γιώργη Κατσούλη, Ιστορία του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας, τ. Γ’, 1927-1933, σελ. 96, εκδ. Νέα Σύνορα, χ.χ.). Με άλλα λόγια αποφασίζεται η ίδρυση ενός νέου τριτοβάθμιου εργατικού σωματείου. Η απόφαση αυτή υλοποιείται το Φεβρουάριο του 1929 και ιδρύεται η Ενωτική ΓΣΕΕ. Έτσι, μέσα στο εργατικό κίνημα υπάρχουν πλέον δύο τριτοβάθμιες εργατικές ενώσεις.

Ήταν σωστή η απόφαση αυτή; Να πώς αντιμετωπίζει –και θεωρούμε σωστά– αυτό το ερώτημα το 1ο δοκίμιο της ιστορίας του ΚΚΕ: «Η απόφαση για την ίδρυση της Ενωτικής ΓΣΕΕ, παρά τις αντίξοες συνθήκες που είχαν δημιουργήσει η παγκαλική δικτατορία και οι κατοπινές κυβερνήσεις, παρά τους αντιδημοκρατικούς και αντεργατικούς νόμους, τις συλλήψεις, τις διώξεις, τις διαγραφές σωματείων και συνδικαλιστών, παρά το γενικότερο κλίμα που επικρατούσε εκείνη την εποχή στο παγκόσμιο εργατικό κίνημα, με την ύπαρξη κόκκινων και κίτρινων συνδικάτων, είχε επιβληθεί από τα πράγματα, αλλά ήταν κάπως βιαστική, γιατί δεν είχαν εξαντληθεί ακόμη όλα τα περιθώρια και οι μορφές του αγώνα. Η συγκρότηση, αρχικά, 15μελούς επιτροπής αγώνα ήταν σωστή. Η Επιτροπή αυτή θα μπορούσε και να καθοδηγήσει, αλλά και να συσπειρώσει καλύτερα την εργατική τάξη, χωρίς να προχωρήσει στην ίδρυση και της δεύτερης ΓΣΕΕ», οι υπογραμμίσεις δικές μας (Ιστορικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, Α’ τόμος, 1918-1949, σελ. 211, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995).

Ορόσημο στη μετέπειτα εξέλιξη του εργατικού κινήματος μπορεί να θεωρηθεί το 1934, οπότε και πραγματοποιείται η 6η ολομέλεια, ένα κομματικό όργανο που θεωρείται ότι έχει ξεχωριστή θέση στην ιστορία του ΚΚΕ (Ιστορικό τμήμα της ΚΕ του ΚΚΕ, Δοκίμιο ιστορίας του ΚΚΕ, Α’ τόμος, 1918-1949, σελ. 254, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995). Θεωρούμε ότι η αλλαγή που επήλθε και που σχετιζόταν με τη διόρθωση της στρατηγικής του κόμματος (πριν θεωρούνταν πως η επικείμενη επανάσταση θα ήταν σοσιαλιστική, η 6η ολομέλεια εκτίμησε ότι η επανάσταση εργατών και αγροτών θα είχε αστικοδημοκρατικό χαρακτήρα με τάσεις γρήγορης μετεξέλιξης σε προλεταριακή σοσιαλιστική επανάσταση), σταδιακά έφερε σημαντικές αλλαγές και στην τακτική του κόμματος που χαρακτηριζόταν μέχρι τότε, συχνά, από αριστερίστικη λογική. Έτσι, εγκαταλείφθηκε σταδιακά η θεωρία του σοσιαλφασισμού που εξίσωνε το φασισμό με τη σοσιαλδημοκρατία και υπήρξαν διαδοχικά ανοίγματα μέσα στο εργατικό κίνημα.

Αναφέρουμε ορισμένα ενδεικτικά παραδείγματα που υπογραμμίζουν την αλλαγή στην τακτική του ΚΚΕ:

1) Το Σεπτέμβριο του 1934, το ΚΚΕ και η Ενωτική ΓΣΕΕ απηύθυναν ανοικτό γράμμα προς όλους τους εργαζόμενους της χώρας, τη ΓΣΕΕ, τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα, το Αγροτικό Κόμμα, το Σοσιαλιστικό Κόμμα και τη ΓΣΕΒΕ με το οποίο επιζητούσαν την αντιφασιστική ενότητα δράσης. Τον Οκτώβριο υπογράφηκε σύμφωνο κοινής δράσης για την αποσόβηση του κινδύνου επιβολής στρατιωτικοφασιστικής δικτατορίας και ανάμεσα στους υπόλοιπους υπέγραφαν και η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ.

2) Κατά την απεργία στις 9 Μάη του 1934 που πραγματοποιήθηκε στην Καλαμάτα δολοφονήθηκαν απεργοί εργάτες με διαταγή των κυβερνητικών αρχών. Αυτό αποτέλεσε αφορμή προκειμένου να γίνει σύσκεψη της Ενωτικής ΓΣΕΕ, της ΓΣΕΕ και των Ανεξάρτητων Συνδικάτων και να βγει κοινή διακήρυξη που δημοσιεύτηκε στον Τύπο, με βάση την οποία καλούνταν οι εργάτες σε συμμετοχή πανελλαδικής απεργίας.

3) Στις 2 Ιουλίου του 1935 με πρωτοβουλία του ΚΚΕ καλούνται φορείς και κόμματα, ανάμεσά τους και η ΓΣΕΕ, προκειμένου να δημιουργηθεί Πανελλαδικός Αντιφασιστικός Συνασπισμός.

4) Τον Απρίλιο του 1936 κατεβαίνουν σε απεργία διαρκείας οι καπνεργάτες του Βόλου, της Θεσσαλονίκης, της Ξάνθης, της Δράμας και της Καβάλας, ζητώντας την εφαρμογή της συλλογικής σύμβασης εργασίας. Στις 9 Μαΐου η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωση με την οποία καλούσαν τους απεργούς να συνεχίσουν τον αγώνα τους μέχρι τη νίκη. Στην ίδια ανακοίνωση οι δυο συνομοσπονδίες δήλωσαν ότι θα εκπροσωπούν από κοινού τους καπνεργάτες στις διαπραγματεύσεις τους με την κυβέρνηση και τους καπνέμπορούς και αυτό αποτέλεσε μια έμπρακτη εκδήλωση ενός Ενιαίου Μετώπου Πάλης.

5) Στις 27 Ιουλίου του 1936 η Ενωτική ΓΣΕΕ και η ΓΣΕΕ, δημοσίευσαν κοινή ανακοίνωση με την οποία καλούσαν τους εργαζόμενους Αθήνας και Πειραιά να κατέβουν στις 5 Αυγούστου σε 24ωρη πανεργατική απεργία διαμαρτυρίας για το νομοσχέδιο Μεταξά, με το οποίο δημεύονταν κεφάλαια ασφαλιστικών ταμείων.

6) Στις 16 Ιουλίου του 1941 ιδρύεται το Εργατικό Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο (ΕΕΑΜ) από τις τρεις παρατάξεις του συνδικαλιστικού κινήματος: την Ενωτική ΓΣΕΕ (υπό την επιρροή του ΚΚΕ), τη ΓΣΕΕ (υπό την επιρροή των ρεφορμιστών) και τα Ανεξάρτητα Συνδικάτα (υπό την επιρροή του Σοσιαλιστικού Κόμματος). Βασικοί σκοποί του ΕΕΑΜ ήταν: η οργάνωση της πάλης των εργατών για τις καθημερινές οικονομικές διεκδικήσεις, η υπεράσπιση των συνδικαλιστικών δικαιωμάτων των εργατών, η πάλη κατά της αισχροκέρδειας και της μαύρης αγοράς. Επίσης, στόχος ήταν να εργαστεί για τη συγκρότηση Πανελλαδικού Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου, από όλα τα κόμματα και τις κάθε είδους οργανώσεις που θέλουν να παλέψουν για το διώξιμο του ξένου κατακτητή και την απελευθέρωση της Ελλάδας από τον ξένο ζυγό.

7) Μετά την κατοχή ιδρύεται ο ΕΡΓΑΣ στις 30 Μαρτίου του 1945 που αποτελείται από παρατάξεις προσκείμενες στην αριστερά, αλλά βάση του ΕΡΓΑΣ αποτέλεσε το ΕΕΑΜ. Σκοπός του ΕΡΓΑΣ δεν ήταν η δημιουργία νέας ΓΣΕΕ. Ο ΕΡΓΑΣ δρούσε εντός της ΓΣΕΕ και εργαζόταν για να απομονώσει και να εκδιώξει όλους τους φασίστες από τα εργατικά σωματεία.

Έπειτα ακολουθεί μια σκληρή μάχη για την κηδεμονία του εργατικού κινήματος από την πλευρά του αστικού κράτους. Στις 27 Ιουλίου του 1946 το Συμβούλιο της Επικρατείας ακυρώνει το 8ο συνέδριο της ΓΣΕΕ στο οποίο στο μεταξύ έχει επικρατήσει με συντριπτικό τρόπο το ψηφοδέλτιο του ΕΡΓΑΣ, συγκεντρώνοντας ποσοστό πάνω από 80%. Ο υπουργός εργασίας διορίζει νέα προσωρινή διοίκηση στη ΓΣΕΕ. Αντίστοιχη πρακτική ακολουθήθηκε στα σωματεία όλων των βαθμίδων. Κατόπιν αυτού του πραξικοπήματος στους κόλπους του εργατικού κινήματος, ακολουθεί μια περίοδο κρατικών παρεμβάσεων, διώξεων και φυλακίσεων συνδικαλιστικών στελεχών.

Το Δεκέμβριο του 1954 ξεσπά κρίση στο εσωτερικό της ΓΣΕΕ η οποία και διασπάται. Καρπός της διάσπασης είναι η νέα ΓΣΕΕ της οποίας ηγέτης ήταν ο Γονής που διετέλεσε αργότερα υπουργός Εργασίας της κυβέρνησης Παπάγου. Η Νέα ΓΣΕΕ σύμφωνα με κείμενα του δημοσιογραφικού οργάνου της (Εργατική Σημαία) δεν είναι κόμμα αλλά « […] ΕΘΝΙΚΟΝ συνδικαλιστικόν όργανον της ΕΞΥΓΙΑΝΣΕΩΣ πιστεύον εις την αρχήν της τριμερούς συνεργασίας Κράτους-Εργοδοτών-Εργατών». Επίσης διευκρίνιζε ότι « Θα ΔΙΑΧΩΡΙΣΗ απολύτως τους εθνικόφρονας εργάτας από τους κομμουνιστάς και θα τους απομονώση», (Αναφέρεται στο: Δημήτρης Κατσορίδας, Βασικοί σταθμοί του εργατικού-συνδικαλιστικού κινήματος στην Ελλάδα 1870-2001, σελ. 115, εκδ. ΑΡΙΣΤΟΣ/ΓΣΕΕ, Αθήνα 2008). Η δημιουργία της Νέας ΓΣΕΕ αποτέλεσε μια προσπάθεια της αστικής τάξης να διασπάσει το εργατικό κίνημα και να του δώσει συντηρητικό προσανατολισμό.

Το Φεβρουάριο του 1962 συγκροτείται η κίνηση των 115 Συνεργαζόμενων Εργατοϋπαλληλικών Οργανώσεων. Ο αριθμός 115 δήλωνε τον αριθμό των σωματείων που αρχικά συγκρότησαν την κίνηση, όμως η δυναμική της κίνησης ήταν τέτοια που τα σωματεία ξεπέρασαν τα 800! Την κίνηση αυτή δημιούργησαν συνδικάτα που είχαν διαγραφεί από τη ΓΣΕΕ και συμμετείχαν στην ηγεσία του συνδικαλιστές με όχι ενιαίες πολιτικές αντιλήψεις. Βασικά αιτήματα ήταν: οι αυξήσεις μισθών, ημερομισθίων και συντάξεων, η εφαρμογή της εργατικής νομοθεσίας και των μέτρων για την πρόληψη ατυχημάτων στους χώρους εργασίας, η καταβολή του δώρου δηλαδή του 13ου μισθού, επί των πραγματικών αποδοχών και όχι των προβλεπόμενων από τις συμβάσεις. Παρά τη μεγάλη δυναμική της κίνησης (τα πάνω από 800 σωματεία) και την ικανότητα να συσπειρώνει πλατιές μάζες εργαζομένων (διαδηλώσεις με 100.000 εργαζόμενους) δεν τέθηκε στόχος δημιουργίας άλλης ΓΣΕΕ, αλλά παρέμβασης στο εργατικό κίνημα ώστε να κερδηθεί η ήδη υπάρχουσα ΓΣΕΕ.

Το 1985 είναι μια χρονιά κατά την οποία ανατρέπεται η εκλεγμένη διοίκηση της ΓΣΕΕ με δικαστική απόφαση και διορίζεται νέα διοίκηση. Πλην της ΠΑΣΚΕ οι υπόλοιπες παρατάξεις αρνούνται να συμμετάσχουν στη διορισμένη διοίκηση κι έτσι η νέα διορισμένη διοίκηση είναι μονοπαραταξιακή (ΠΑΣΚΕ). Αφορμή για το διορισμό νέας διοίκησης αποτέλεσε η παραίτηση 17 μελών της ΠΑΣΚΕ από την 45μελή διοίκηση της ΓΣΕΕ κι έτσι το δικαστήριο απεφάνθη ότι υπάρχει έλλειμμα διοίκησης. Τα γεγονότα που προηγήθηκαν έχουν ως εξής: στην ολομέλεια της ΓΣΕΕ στις 16 Οκτωβρίου του 1985 ξεσπά κρίση όταν δεν περνά η πρόταση για διεξαγωγή απεργίας (απάντηση στην εισοδηματική πολιτική της κυβέρνησης), αφού υπήρξε ισοψηφία (18-18). Στο μεταξύ είχαν διαφοροποιηθεί 7 μέλη της ΠΑΣΚΕ. Στη συνέχεια συγκροτήθηκε ένα συμμαχικό μέτωπο αποτελούμενο από τους 17 της ΕΣΑΚ-Σ, 2 του ΑΕΜ και τους 7 διαγραμμένους, πλέον, της ΠΑΣΚΕ. Τα δικαστήρια χρησιμοποιώντας νομικίστικα τερτίπια πήρε την απόφαση που, ήδη, έχουμε περιγράψει. Παρά το πραξικόπημα της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και πάλι οι ταξικές δυνάμεις δεν μπήκαν στον πειρασμό για διάσπαση της ΓΣΕΕ και τη δημιουργία νέας εργατικής συλλογικότητας. Αν είχε χρησιμοποιηθεί η λογική της διάσπασης σε εκείνη τη φάση, τότε θα είχαν ικανοποιηθεί όλοι εκείνοι που απεργάζονταν τη διάλυση του συνδικαλιστικού κινήματος και θα είχε σημειωθεί ένα μεγάλο πισωγύρισμα στο εργατικό κίνημα (Για τα γεγονότα βλέπε αναλυτικότερα ΕΣΑΚ-Σ, ΓΣΕΕ 1985, Το πραξικόπημα, Αθήνα 1986 & Γιώργος Κουκουλές, Βασίλης Τζαννετάκος,Συνδικαλιστικό κίνημα 1981-1986 Η μεγάλη ευκαιρία που χάθηκε, εκδ. Οδυσσέας, 1986).

VII. Η ΠΡΟΣΦΑΤΗ ΕΜΠΕΙΡΙΑ

Τον Απρίλιο του 1999 ιδρύεται το Πανεργατικό Αγωνιστικό Μέτωπο (ΠΑΜΕ). Στο εγχείρημα συμμετέχουν το ΚΚΕ, το ΔΗΚΚΙ, τμήματα του παλιού ΚΚΕ «Εσωτερικού» και ανεξάρτητοι συνδικαλιστές. Το ΠΑΜΕ προσανατολίστηκε εξ’ αρχής στη δημιουργία ενός ταξικού πόλου μέσα στο εργατικό κίνημα που θα πάλευε ενάντια στα ιδεολογήματα της ταξικής συναίνεσης και θα αποτελούσε ένα συσσωμάτωμα δυνάμεων με ριζοσπαστικό προσανατολισμό. Η παρουσία του ήταν διακριτή, η προσφορά του στο εργατικό κίνημα σημαντική, πρωτοστάτησε σε αγώνες, συνέβαλε στην ανάπτυξη αγώνων, έδωσε ελπίδα στην εργατική τάξη, πίεσε τη ΓΣΕΕ για αποφάσεις, αποκάλυψε την απάτη των κοινωνικών διαλόγων.

Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια η στροφή της ηγεσίας του ΚΚΕ συνοδεύτηκε και από ανάλογη στροφή του ΠΑΜΕ. Οι ξεχωριστές πορείες έγιναν θέση αρχής και μάλιστα σε κρισιμότατες για το εργατικό κίνημα στιγμές. Τα αιτήματα που έθετε το ΠΑΜΕ ήταν μαξιμαλιστικά και κατέληγαν στο αίτημα της λαϊκής εξουσίας και λαϊκής οικονομίας (δικτατορία του προλεταριάτου). Τα συνδικαλιστικά συνθήματα άρχισαν σταδιακά να απογειώνονται. Για παράδειγμα ένα σύνηθες σύνθημα είναι το «ταξικά τα μέτρα, ταξική κι η πάλη, πάμε για ανατροπή και κοινωνία άλλη». Δηλαδή ακουγόταν και ακούγεται ένα σύνθημα που καλεί σε κατάληψη της εξουσίας, την ώρα που το εργατικό κίνημα δυσκολεύεται σοβαρά να απαντήσει στη σημερινή επίθεση του κεφαλαίου. Την ώρα που το ποσοστό των συνδικαλισμένων εργατών δεν υπερβαίνει το 20% και η επιρροή του ΠΑΜΕ είναι το 20% του 20%, δηλαδή επηρεάζει συνδικαλιστικά μόλις το 4% της εργατικής τάξης.

Οι δυνάμεις που συγκρότησαν αρχικά το ΠΑΜΕ άρχισαν να φυλλορροούν με αποτέλεσμα η ηγεσία του ΠΑΜΕ να απαρτίζεται, πλέον, μόνο από μέλη και φίλους του ΚΚΕ. Οι αγώνες άρχισαν να δίνονται όχι με όρους μαζικού λαϊκού κινήματος, αλλά ακτιβισμού. Αυτές οι επιλογές είχαν σοβαρά αρνητικά αποτελέσματα: σε μια σειρά εργατικών χώρων (που μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις μερικοί εξ’ αυτών ανήκουν στην καρδιά της εργατικής τάξης) η δύναμη του ΠΑΜΕ υποχώρησε μέσα σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης και οξύτατης και άνευ προηγουμένου αντεργατικής αντεπίθεσης (Μέταλλο, Ναυπηγεία, ΟΣΝΙΕ, ιδιωτική εκπαίδευση, Σωματείο Ελλήνων Ηθοποιών κ.ά.). Ενώ μετά το 30ο συνέδριο της ΓΣΕΕ το 2001, το ΠΑΜΕ εξέλεξε 10 μέλη στα 45 της Εκτελεστικής Επιτροπής, στο 33οσυνέδριο του 2007 εξέλεξε 9 μέλη στα 45. Δηλαδή, ενώ το 2001 μετά από δυο διασπάσεις και σε αρνητικότατο για το ΚΚΕ κλίμα, η δύναμη του ΠΑΜΕ ήταν πολλαπλάσια της κομματικής επιρροής (σχεδόν πέντε φορές πάνω), στο επόμενο χρονικό διάστημα και με το ΚΚΕ να έχει ανασυγκροτηθεί η επιρροή του ΠΑΜΕ μειώθηκε. Επιπλέον, με την τακτική που έχει επιλέξει η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ κατάφεραν το ακατόρθωτο: να υπάρξουν γενικές απεργίες κατά τις οποίες τα μπλοκ της ΓΣΕΕ ήταν μαζικότερα από αυτά του ΠΑΜΕ.

Παράλληλα, υπήρξαν στιγμές που από στελέχη του ΚΚΕ υπονοούνταν η ανάγκη διάσπασης του εργατικού κινήματος. Για παράδειγμα ο Γιώργος Πέρρος, μέλος της διοίκησης της ΓΣΕΕ στο γενικό συμβούλιο του τριτοβάθμιου οργάνου κάλεσε την εργατική τάξη «να κόψει τον ομφάλιο λώρο από τη ΓΣΕΕ». Η έκκληση αυτή δεν είχε να κάνει με την ανάγκη η εργατική τάξη να πάρει αποστάσεις από την πλειοψηφία της ΓΣΕΕ, αλλά έθετε εμμέσως το θέμα της διάσπασης (Ριζοσπάστης, 19/12/2009). Εντύπωση προκαλεί και το γεγονός ότι αυτή η δήλωση του Γ. Πέρρου αναπαράχθηκε από την εφημερίδα ΠΡΙΝ (Γιάννης Ελαφρός, «Κι όμως έγινε απεργία χωρίς τη ΓΣΕΕ», 20/12/2009). Στο ίδιο μήκος κύματος κινήθηκε και η ομιλία του Γιώργου Σκιαδιώτη στην απεργία της 23ης Φεβρουαρίου του 2011. Πιο προσεκτικός από το Γ. Πέρρο, κάλεσε την εργατική τάξη «σε κάθε τόπο δουλειάς, σε κάθε γραφείο, σε κάθε γειτονιά να χτίσουμε μαζικά ταξικά συνδικάτα, λαϊκές επιτροπές», (Ριζοσπάστης, 25/2/2011). Πού είναι το κακό, θα μπορούσε να αναρωτηθεί κάποιος, σε αυτή την πρόταση; Ο Γιώργος Σκιαδιώτης όφειλε να κάνει έκκληση για την ενδυνάμωση, τη μαζικοποίηση και τον αναπροσανατολισμό των ήδη υπαρχόντων σωματείων και τη δημιουργία νέων όπου αυτά δεν υπάρχουν. Το πρώτο, όμως, σκέλος της πρότασης απουσιάζει, όχι τυχαία, κι έτσι οδηγούμαστε μοιραία στο συμπέρασμα για την ανάγκη δημιουργίας «κόκκινων» συνδικάτων. Όντως, η ηγεσία του ΚΚΕ και του ΠΑΜΕ επιδιώκει τη δημιουργία «κόκκινων» συνδικάτων που η ιστορία, όπως είδαμε, τα καταδίκασε; Ας αφήσουμε την πράξη να μιλήσει: η ηγεσία προσανατόλισε το κόμμα να συγκροτήσει νέα σωματεία σε χώρους που ήδη υπήρχαν άλλα. Χαρακτηριστικές περιπτώσεις αποτελούν οι τράπεζες, οι ΟΤΑ, η ιδιωτική εκπαίδευση. Σε αυτούς τους χώρους δημιουργήθηκαν –ή πιο σωστά σύμφωνα με την έκφραση του Λένιν επινοήθηκαν– νέα σωματεία, τα οποία όχι μόνο δεν κατάφεραν να συσπειρώσουν εργαζόμενους παρά μόνο ελάχιστους, αλλά άφησαν στον κυβερνητικό κι εργοδοτικό συνδικαλισμό ελεύθερο το πεδίο δράσης.

«Κορυφαία» στιγμή της υποτίμησης των συνδικάτων και του εργατικού κινήματος αποτέλεσε η απόφαση της ηγεσίας του ΚΚΕ να αναγκάσει τα κομματικά του μέλη να πάρουν μέρος στην απεργία της 17ης Δεκεμβρίου του 2009 που κήρυξε το ΠΑΜΕ, χωρίς να υπάρχει απόφαση του σωματείου τους. Η απόφαση αυτή ήταν πρωτοφανής για τα ελληνικά και παγκόσμια δεδομένα του εργατικού κινήματος. Μετά την απεργία η ηγεσία του κόμματος πανηγύριζε πως επρόκειτο για απεργία σταθμό. Υπάρχει, όμως, ένα βασικότατο και αναπάντητο ερώτημα: αφού ήταν η απεργία τόσο πετυχημένη και αφού η επίθεση στις κατακτήσεις της εργατικής τάξης είναι αδιάκοπη και δεν έχει προηγούμενο, γιατί αυτού του είδους η απεργία δεν επαναλήφθηκε;

Βέβαια πρέπει να πούμε ότι το ΠΑΜΕ το τελευταίο χρονικό διάστημα δείχνει να κάνει μια στροφή. Συγκεκριμένα, ενώ στη απεργία που αναφέραμε ο Γ. Σκιαδιώτης καλούσε σε αγώνα «για άλλη πολιτική, για εργατική λαϊκή εξουσία» (Ριζοσπάστης, 25/2/2011), ενώ τα πλαίσια πάλης του ΠΑΜΕ τελείωναν με την ίδια επωδό της λαϊκής εξουσίας (βλέπε χαρακτηριστικά το πλαίσιο πάλης του 2008-2009), ενώ οι ξεχωριστές συγκεντρώσεις ήταν «ζήτημα ζωής και θανάτου», σημειώθηκαν ορισμένες αλλαγές: πλαίσια πάλης που απουσίαζε η οποιαδήποτε αναφορά στη λαϊκή εξουσία (βλέπε χαρακτηριστικά τα αιτήματα του ΠΑΜΕ, Ριζοσπάστης, 9/9/12) και προσπάθειες κοινών πορειών (απεργίες ΓΕΝΟΠ ΔΕΗ, απεργία ΔΟΕ, ΟΛΜΕ, ΟΙΕΛΕ, ΕΙΝΑΠ, ΟΤΑ στις 12/9/12).

Κατά τη γνώμη μας αυτή η στροφή δεν είναι ειλικρινής αφού δε συνοδεύεται από αυτοκριτική. Απλώς η ηγεσία του ΠΑΜΕ κάνει την ανάγκη φιλότιμο. Αν, επίσης, δει κάποιος την ανακοίνωση του ΠΓ της ΚΕ (ένθετο Ριζοσπάστη, 2/9/12), την αρθρογραφία του τελευταίου τεύχους της ΚΟΜΕΠ (τεύχος 4-5, 2012), το γεγονός ότι δεν ανακαλείται η απόφαση για τη δημιουργία «κόκκινων» συνδικάτων και κυρίως το γεγονός ότι η ηγεσία επιμένει πεισματικά να μην παίρνει καμία αγωνιστική πρωτοβουλία προκειμένου να δημιουργηθεί ένα λαϊκό μέτωπο αντίστασης απέναντι στη σύγχρονη βαρβαρότητα, δεν μπορεί να έχει αυταπάτες για την παρούσα «στροφή». Οι «στροφές» του ΠΑΜΕ είναι προϊόν του εκλογικού στραπάτσου και της απομαζικοποίησης του και ως εκ τούτου είναι κινήσεις απολύτως καιροσκοπικές.

Δυστυχώς, η σημερινή ηγεσία του ΚΚΕ έχει πάρει διαζύγιο με το παρελθόν του κόμματος που, άλλωστε, το έχει χαρακτηρίσει κατ΄επανάληψη οπορτουνιστικό. Το «οπορτουνιστικό», λοιπόν, ΚΚΕ ακολουθώντας τη λογική του Λένιν και της ΚΔ έλεγε σε προηγούμενες εποχές πως «Η ενότητα της εργατικής τάξης, αποτελεί γι αυτήν άμεση ζωτική ανάγκη» (Τμήμα διαφώτισης της ΚΟΑ του ΚΚΕ, Συνδικαλιστικά μαθήματα, σελ. 69, Αθήνα 1976). Επίσης υπογράμμιζε την αξία της πάλης για «Ένα Συνδικάτο-Μια ομοσπονδία-Ένα Εργατικό Κέντρο-Μια ΓΣΕΕ», (Ό.π., σελ. 79).

Οι απόψεις της σημερινής ηγεσίας του ΚΚΕ δεν είναι καινούριες. Στην Ελλάδα εκφράστηκαν στο παρελθόν με ακραίο τρόπο από το ρεύμα του Μαοϊσμού. Το 1975 οι Μαοϊκοί υποστήριζαν ότι «Δεν υπάρχουν […] επιχειρήματα υπέρ της γραμμής για “ένα σωματείο, μια Ομοσπονδία, ένα Κέντρο, μια Συνομοσπονδία”. Το επιβεβαιώνουν αυτό και τα αποτελέσματα από την ως τα σήμερα εφαρμογή της […]

»Πρέπει […] να δημιουργηθούν ξεχωριστές, πραγματικά ανεξάρτητες ταξικές συνδικαλιστικές οργανώσεις του προλεταριάτου, να συγκροτηθεί νέα ΓΣΕΕ, στηριγμένη στέρεα πάνω στη γραμμή της ταξικής πάλης», οι υπογραμμίσεις στο πρωτότυπο, (Προβλήματα του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος 1964-1967, σελ. 56-58, Ιστορικές εκδόσεις, Αθήνα 1975).

Εκφράστηκαν, επίσης, από ακραίες σεχταριστικές φωνές που υποστήριζαν την ανάγκη η εργατική τάξη «να καταστρέψει (σ.σ. ας προσεχτεί το ρήμα που χρησιμοποιείται) βαθμιαία όλους τους αντιπρολεταριακούς οργανισμούς» και «τα παραδοσιακά συνδικαλιστικά σχήματα», (Φίλιπ Κότα, Συνδικαλιστικό κίνημα, Δυο αντίθετες γραμμές στο παγκόσμιο συνδικαλιστικό κίνημα, σελ. 155, εκδ. Να υπηρετούμε το λαό, χ.χ.).

Τέλος, θα πρέπει να σημειώσουμε ότι όλοι οι επαναστατικοί βερμπαλισμοί της ηγεσίας του ΚΚΕ και η στενή συγγένειά τους με τον παλαιότερο αριστερισμό, συνοδεύονται από μια απαισιόδοξη και ηττοπαθή λογική με βάση την οποία δεν μπορούμε να έχουμε κατακτήσεις: «[…] Η λύση στα προβλήματα, η αισθητή ανακούφιση, η βελτίωση, η αλλαγή υπέρ των εργαζομένων, για όλα αυτά δεν μπορεί να υπάρξει πρόταση θεωρώντας όλα τα άλλα πράγματα στατικά, εντός των ορίων της σημερινής πολιτικής. Όχι γιατί δε θα θέλαμε να υπάρχει βελτίωση. Γιατί να μη θέλουμε; Κι αν θέλετε να φανεί ακόμη περισσότερο ο ρόλος του ΚΚΕ σε μια άμεση βελτίωση και να καταγραφεί έτσι. Θα έπρεπε να είμαστε πολιτικά ηλίθιοι για να μην το θέλουμε αυτό. Όμως, αντικειμενικά δε γίνεται(!)», η υπογράμμιση δική μας, (Συνέντευξη Α. Παπαρήγα στο Mega, Ριζοσπάστης, 16/4/10). Η παραπάνω δήλωση της Α. Παπαρήγα δεν ήταν μια άτυχη στιγμή, αφού παρόμοιες απόψεις έχουν λεχθεί κατ’ επανάληψη.

VIII. ΟΡΙΣΜΕΝΑ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Τα ντοκουμέντα που παραθέσαμε από το Λένιν και την ΚΔ δεν επιδέχονται αμφισβήτηση. Αυτό που μας κάνει εντύπωση είναι ότι ο Α. Δραγανίγος χειρίζεται τα κείμενα του παγκόσμιου επαναστατικού κινήματος με έλλειψη σεβασμού και βεβαίως δεν εννοούμε σεβασμό θρησκευτικού τύπου. Αλήθεια ο ΑΔ δεν έχει υπόψη του τις αποφάσεις των επόμενων συνεδρίων της ΚΔ, παρά μόνο αυτή που παραθέτει; Γιατί είναι λογικό να υποστηρίζει πως ο «Αριστερισμός» γράφτηκε μέσα σε ειδικές συνθήκες ενώ κάτι ανάλογο δεν ισχύει για το ντοκουμέντο της ΚΔ που επικαλείται; Αν ο ρεφορμισμός κακοποίησε τον «Αριστερισμό», αυτός είναι λόγος σήμερα να τον πετάξουμε στον κάλαθο των αχρήστων; Αν η ενότητα του εργατικού κινήματος δεν είναι θέση αρχής, η διάσπαση είναι; Δεν παίρνει υπόψη του ότι τη διάσπαση του εργατικού κινήματος την επιχείρησαν στο παρελθόν και κατ’ επανάληψη η αστική τάξη και η σοσιαλδημοκρατία; Αν σήμερα τίθεται θέμα δημιουργίας «κόκκινων» συνδικάτων, γιατί να μην πάμε και στη δημιουργία «κόκκινων» φοιτητικών συλλόγων, «κόκκινων» οργανώσεων στους αγρότες και τα μεσαία στρώματα της πόλης και του χωριού, «κόκκινων» επιστημονικών σωματείων κ.λπ.;

Οι αντιλήψεις που εκπορεύονται από τον ΑΔ συγγενεύουν, για να μην πούμε ταυτίζονται, με αυτές τις απόψεις της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αυτό μας κάνει ανήσυχους, αφού μπορεί να δούμε στο άμεσο μέλλον απρόσμενες (;) συγκλήσεις, με κατασκευασμένα μέτωπα που θα επιδιώκουν τη διάσπαση του εργατικού κινήματος στο όνομα της επίθεσης που δέχεται η εργατική τάξη. Πρωτοβουλίες με «καθαρότητα» αλλά που θα αφήνουν απ’ έξω το συντριπτικά μεγάλο κομμάτι της εργατικής τάξης.

Όσοι νομίζουν ότι κάτι τέτοιο θα δώσει πνοή στο εργατικό κίνημα δεν κατανοούν τους μηχανισμούς που αλλοτριώνουν τη συνείδηση της εργατικής τάξης και τους οποίους αναφέραμε σε άλλο σημείο του κειμένου. Δεν κατανοούν ότι η εργατική συνείδηση δεν επαναστατικοποιείται με βερμπαλισμούς, αλλά με επίμονη δουλειά. Δεν κατανοούν ότι για να είναι νικηφόροι οι εργατικοί αγώνες χρειάζεται να μπουν στη μάχη πλατιές μάζες εργαζομένων και όχι μειοψηφίες. Δεν παίρνουν υπόψη τους την ιστορική εμπειρία που μας διδάσκει ότι όπου επιχειρήθηκαν τεχνητές συλλογικότητες που ήταν εγκεφαλικές συλλήψεις χωρίς γείωση με τη ζωή, απέτυχαν παταγωδώς. Δεν κατανοούν ότι η εργατική τάξη κατέβηκε μαζικά στις γενικές απεργίες όταν τις κήρυσσε η ΓΣΕΕ και πολύ λιγότερο όταν τις κήρυσσε το ΠΑΜΕ, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν φάσεις που το ΠΑΜΕ καλά έκανε και τις κήρυσσε μόνο του. Δε θέλουν να καταλάβουν πως άλλο η αποκάλυψη του εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού που είναι όρος ζωής για το εργατικό κίνημα και άλλο η διάσπασή του.

Η αποχή από το εργατικό κίνημα εκφράζει μια ιδιότυπη τεμπελιά: αυτός που διασπά δε θέλει να ασχοληθεί με την κοπιαστική δουλειά του μυρμηγκιού που απαιτείται για να παρουσιαστούν ρήγματα στις συντηρητικές και υποταγμένες συνειδήσεις. Βολεύεται αυτάρεσκα στη δήθεν επαναστατική φρασεολογία, αναλώνεται σε φαντεζί κινήσεις, νιώθει ότι πράττει στο ακέραιο το επαναστατικό του καθήκον επιδιδόμενος σε ένα διαγωνισμό «αριστεροσύνης» και στο τέλος αυτό που έχει καταφέρει είναι να κάνει ζημιά στο εργατικό κίνημα.

Αυτό που απαιτείται σήμερα είναι η δημιουργία ενός Αντιιμπεριαλιστικού Αντιμονοπωλιακού Δημοκρατικού Μετώπου που θα μπορούσε να δώσει ώθηση και στο εργατικό κίνημα. Άλλωστε ένα τέτοιο μέτωπο πρέπει να έχει το εργατικό κίνημα στο επίκεντρό του. Οι σημερινές συνθήκες επιτάσσουν μαζικοποίηση των συνδικάτων, ταξικό και ενωτικό προσανατολισμό τους, ενωτικές πρωτοβουλίες και τη σύνταξη ενός συνδικαλιστικού προγράμματος που θα συσπειρώσει ευρύτατες λαϊκές μάζες, δημιουργία συνδικάτων σε χώρους που δεν υπάρχει συνδικαλιστική εκπροσώπηση, κάλυψη κατηγοριών εργαζομένων που δεν έχουν σήμερα συνδικαλιστική στέγη (άνεργοι, εργαζόμενοι με δελτίο παροχής, εργαζόμενοι με ελαστικές σχέσεις εργασίας κ.ά). Σε αυτά θα δοκιμαστούν οι πολιτικές και οι συνδικαλιστικές δυνάμεις. Σε αυτά θα τους κρίνει και η ιστορία.




Οδυσσέας Πραξιάδης

Δεν υπάρχουν σχόλια :