Παρασκευή 15 Φεβρουαρίου 2013

Ποιο αίτημα έχουμε για την απεργία στις 20/02;

Του Δημήτρη Μητρόπουλου
«ο νεοφιλελευθερισμός μετατρέπει κάθε επιμέρους κοινωνική διεκδίκηση σε κεντρική πολιτική μάχη εφ’ όλης της ύλης», 
Τόνι Νέγκρι




Σε λίγες μέρες θα πραγματοποιηθεί η κεντρική πανεργατική απεργία που προκήρυξαν οι ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ. Η τελευταία απεργία του Δεκεμβρίου δεν καταγράφηκε σαν μια κεντρική αποφασιστική μάχη του λαϊκού κινήματος. Ούτε σε περιεχόμενο, ούτε σε μαζικότητα και δυναμισμό. Και αν και έχουμε ανάγκη από κεντρικές μάχες που να γρατζουνίζουν τον «ανέγγιχτο» Αντώνη Σαμαρά, είναι ερωτηματικό αν στην απεργία της Τετάρτης, θα έχουμε κάποια αλλαγή ως προς αυτό.

Μία εξήγηση είναι η ανοιχτή συνθηκολόγηση των συνδικαλιστικών ηγεσιών με το μνημονιακό καθεστώς και την πολιτική της συγκυβέρνησης. Υπαρκτή πλευρά, αλλά μάλλον όχι η κύρια. Οι βασικές αιτίες πρέπει να αναζητηθούν αλλού. Στην πραγματικότητα η λαίκή συνείδηση είναι ανάμεσα σε δύο «συμπληγάδες». Από την μία κατανοεί ότι το σύστημα «δεν κωλώνει» σε καμία διεκδίκηση και είναι έτοιμο να χρησιμοποιήσει και τα πιο ακραία μέτρα, όπως δείχνουν οι απανωτές, χουντικής έμπνευσης επιστρατεύσεις. Καταλαβαίνει ότι οι μερικοί διεκδικητικοί αγώνες έχουν φύγει από το μεταπολιτευτικό πλαίσιο, που ήταν κυρίως αγώνες αμυντικοί, αγώνες άσκησης πίεσης για την απόσπαση κάποιων «προνομίων». Καταλαβαίνει ότι η μάχη είναι κεντρικά ταξική και ολομέτωπη και είναι και πολιτική. Από την άλλη δεν βλέπει να μεταφράζεται αυτή η μάχη σε κεντρικό πολιτικό επίπεδο με σαφή τρόπο. Ο ΣΥΡΙΖΑ δίνει σήματα κοινωνικής γαλήνης και όχι σύγκρουσης, συνέχειας και όχι ρήξης με το παρόν καθεστώς και την πολιτική του.

Για τις δυνάμεις που αναφέρονται στην υπεράσπιση των εργατικών δικαιωμάτων, υπάρχει ένα κεντρικό ερώτημα. Σε τι θα καλεί τον κόσμο για να απεργήσει την Τετάρτη;

- Για «να ανατραπεί αυτή η πολιτική»; Σύνθημα σωστό αλλά γενικόλογο, χωρίς σαφές σχέδιο για το «πως», που δεν μπορεί να εμπνεύσει και να συσπειρώσει.

- Για «να φύγει η κυβέρνηση»; Επίσης σωστό σύνθημα, αλλά παραμένει μετέωρο το ερώτημα «και τί θα γίνει μετά», καθώς υπάρχει η εμπειρία των δύο κυβερνήσεων (Παπανδρέου και Παπαδήμου) που έφυγαν κάτω από την λαϊκή πίεση, αλλά τις διαδέχτηκαν κυβερνήσεις με την ίδια πολιτική.

- Για να «ανατραπούν τα μνημόνια»; Και αν αυτό το αίτημα το 2010 και το 2011 ήταν σαφές ότι σημαίνει την ακύρωση μιας πολιτικής σε εξέλιξη, σήμερα τι σημαίνει;

Όλος ο λαός χτυπιέται και έχει χίλιους λόγους να κατέβει στην απεργία. Αλλά αυτό είναι μια γενική ηθική επίκληση. Να διαμαρτυρηθεί ο ιδιωτικός υπάλληλος για την πτώση του κατώτατου μισθού; Ο δημόσιος υπάλληλος για τις απολύσεις; Ο εργάτης για το λουκέτο στο εργαστάσιο που δουλεύει; Πέρα από την ανάγκη για διαμαρτυρία, υπάρχει και η ανάγκη για αποτέλεσμα. Τρία χρόνια με μεγαλειώδεις εργατικούς αγώνες με δίμηνη απεργία στα ΜΜΜ, με 9μηνη στην Χαλυβουργία, με διαρκείς 48ωρες και 5θήμερες απεργίες και κινητοποιήσεις και καταλήψεις των εργαζομένων στην Τ.Α. κοκ το εργατικό κίνημα δεν μετράει καμία νίκη. Κινητοποιήσεις και απεργίες οι εργαζόμενοι θα κάνουν για τα αυτονόητα. Για τα δικαιώματά τους, για τον μισθό, για να αντισταθούν στην φτώχεια. Το ερώτημα δεν είναι αυτό. Το ερώτημα είναι με ποιο πολιτικό και οργανωτικό σχέδιο αυτές οι «αυτονόητες» αντιστάσεις θα αθροίζονται σε μια θετική και νικηφόρα διέξοδο. Γιατί από μόνες τους δεν μπορούν το κάνουν.

Το σύστημα δεν λογαριάζει ούτε πολιτικό κόστος, ούτε την κινητοποίηση κάποιου κλάδου ή τμήματος των εργαζομένων. Η Θατσερικού τύπου σιδηρά πυγμή απέναντι σε όποιον διαμαρτύρεται και διεκδικεί τα δικαιώματά του έχει στρατηγικό χαρακτήρα. Την εμπέδωση στο κοινωνικό υποκείμενο, στον λαό, ότι δεν μπορεί να νικήσει, ότι κάθε αγώνας είναι μάταιος, ότι κάθε κινητοποίηση είναι αναποτελεσματική.

Το αστικό κράτος που έχουμε σήμερα απέναντί μας δεν είναι το κράτος του ’70 ή του ’80. Είναι ένα κράτος έκτακτης ανάγκης σε αποσύνθεση. Αδιαφορεί για το πολιτικό κόστος. Σπάει κάθε κοινωνικό συμβόλαιο με μερίδες εργαζομένων. Κόβει ακόμη και τα νήματα που το συνέδεαν με τμήματα της εργατικής-συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας που εξυπηρετούσε τα σχέδιά του. Λειτουργεί αυταρχικά. Ακόμα και στους πιο έντονους ταξικούς αγώνες δεν κάνει πίσω έστω και αν το οικονομικό κόστος μιας υποχώρησης είναι ασήμαντο. Καμία μερική κινητοποίηση τα δύο αυτά χρόνια δεν μπόρεσε να αποσπάσει σοβαρές κατακτήσεις. Το κράτος αυτό δεν θα υποχωρήσει. Μόνο αν απειληθεί με άμεση ανατροπή μπορεί να οδηγηθεί σε έναν πιο συνολικό συμβιβασμό (πχ βλέπε κυβερνήσεις Λατινικής Αμερικής).

Το συνδικαλιστικό κίνημα είχε έναν βασικό άξονα τις τελευταίες δεκαετίες, που πάνω σε αυτόν αναπτύχθηκε. Τα σωματεία ήταν μέρος του κράτους και λειτουργούσαν σαν ομάδες πίεσης-διαπραγμάτευσης για να αποσπάσουν δικαιώματα για τα μέλη τους. Η αντισυστημική αριστερά συμμετείχε σε αυτές τις διαδικασίες γιατί υποτίθεται ότι προσπαθούσε να ανεβάσει το επίπεδο ταξικής συνείδησης των εργαζομένων, ώστε να συγκροτηθούν πολιτικά σαν τάξη. Όμως αυτό δεν γινόταν και οι 40 οργανώσεις παρέμειναν 40 οργανώσεις... Το σημερινό καθεστώς της ευρω-χρεοκοπίας πετάει αυτόν τον συνδικαλισμό σαν στημένη λεμονόκουπα. Αυτή η εξέλιξη, αυτή η τομή βάζει καθήκοντα εντελώς διαφορετικά και ιδιαιτέρως επείγοντα στο συνδικαλιστικό κίνημα. Ή θα αποτελέσει τμήμα ενός κοινωνικοπολιτικού λαϊκού μετώπου ανατροπής της κυβέρνησης και του κράτους έκτακτης ανάγκης, πάνω σε ένα πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση και παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας προς όφελος των δυνάμεων της εργασίας και της δημοκρατίας. Ή θα περιθωριοποιηθεί υπέρ άλλων κινημάτων που έρχονται στο προσκήνιο (πχ καλώς ή κακώς εννοούμενη αλληλεγγύη). Στο ακραία απαισιόδοξο σενάριο, θα εξαφανιστεί προς όφελος φασιστικών κινημάτων.

Η συγκεκριμένη στρατηγική για την κοινωνική παραλυσία, υποβοηθείται από την παραλυσία σε πολιτικό επίπεδο, που μήτρα της είναι η δεύτερη στρατηγική του κεφαλαίου. Ότι δεν υπάρχει εναλλακτική, ότι η συγκεκριμένη εφαρμοζόμενη πολιτική είναι μονόδρομος.

Υπάρχει το γνωστό μνημονιακό πλαίσιο της δημοσιονομικής σταθερότητας, όπου δεν υπάρχει περιθώριο για καμία παραχώρηση σε κανέναν αγώνα, υπάρχει και το θολό αντιμνημονιακό πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ που επίσης μιλάει για κάποιου είδους δημοσιονομική σταθερότητα. Υπάρχει η απελπισία από την φτωχοποίηση που φέρνει η εφαρμογή της κυβερνητικής πολιτικής, υπάρχει όμως και ο φόβος για μια ενδεχόμενη κατάρρευση και χάος αν έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ στα πράγματα. Φόβοι που δεν διασκεδάζονται με τις βεβαιώσεις των Τσίπρα-Δραγασάκη, ότι δεν θα βάλουν την χώρα σε περιπέτειες και ότι όλα θα γίνουν ήρεμα και απλά. Δεν αποκοιμίζεται έτσι ο αντίπαλος. Ο λαός αποκοιμίζεται.

Οργή αλλά και απελπισία. Αντίθεση αλλά και απουσία ελπίδας. Φόβος, ανασφάλεια και απογοήτευση, μαζί με αναμονή-ανάθεση μήπως και μπει ένα φρένο. Ανησυχία και αναζήτηση, αλλά και τάσεις για ιδιώτευση. 
Οι δυνάμεις της αριστεράς, οι συνδικαλιστικές δυνάμεις που πασχίζουν να αναπτύξουν αντιστάσεις μέσα στους εργασιακούς χώρους, δεν μπορεί να κλείνουν τα μάτια σε αυτά τα βασικά χαρακτηριστικά της λαϊκής συνείδησης. Η κατανόηση τους είναι όρος για να αναπτυχθούν αντιστάσεις. Αλλιώς θα καταλήξουμε στο γνωστό, «ο κόσμος δεν καταλαβαίνει». Φαίνεται να υπάρχει μια «αναγκαστική» αποδοχή ότι θα μάθουμε να ζούμε με την ανεργία να βρίσκεται σε ποσοστά μαμούθ 30%, με εργασιακές σχέσεις που θυμίζουν 19ο αιώνα, ότι θα μάθουμε να ζούμε με 400 και 500 ευρώ, ότι οι νέοι θα μεταναστεύουν, ότι θα βρισκόμαστε μόνιμα επαίτες και καρπαζοεισπράκτορες των δανειστών, των ευρω-συμφώνων, της Ε.Ε. Και λέμε «αναγκαστική», γιατί η ΤΙΝΑ (there is no alternative), η πεποίθηση ότι δεν υπάρχει εναλλακτική είναι αυτή που καθορίζει σε μεγάλο βαθμό τις συνειδήσεις. Αυτή η αίσθηση ανημποριάς, πέρα από ιδεολογικές και ιστορικές αιτίες, τρέφεται από τον φόβο ότι βρισκόμαστε στο έλεος ανεξέλεγκτων και διεθνών δυνάμεων, μπροστά σε μια παγκόσμια κρίση, σε ένα πανευρωπαϊκό αδιέξοδο, ότι δεν μπορεί κάποιος λαός να αντισταθεί, να επιλέξει μια άλλη πορεία μόνος του.

Το ρεύμα εκτίναξης του ΣΥΡΙΖΑ βασιζόταν κοινωνικά σε ένα ρεύμα τιμωρίας των μνημονιακών πολιτικών δυνάμεων και πολιτικά σε ένα θολό και ρηχό αντιμνημονιακό ρεύμα. Το οποίο μάλιστα δεν το δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ, δεν δούλεψε γι' αυτό, απλά το εξέφρασε εκλογικά. Η ύπαρξη μιας δύναμης της αριστεράς στον προθάλαμο της κυβερνητικής εξουσίας και μάλιστα στην δίνη μιας οικονομικής κρίσης και με την εξαθλίωση του λαού να καλπάζει, απαιτούσε και απαιτεί άλλα πράγματα από την εκλογική έκφραση ενός ορισμένου λαϊκού ριζοσπαστισμού, για να μην κινδυνεύει να είναι «φούσκα».

- απαιτεί εναλλακτική λύση στην οικονομική κρίση που να δημιουργεί ελπίδα και προοπτική - και τέτοια εντός ευρωζώνης και παγκοσμιοποιημένου νεοφιλελευθερισμού δεν υπάρχει και ούτε έχει εκτεθεί στον ελληνικό λαό από κανένα τμήμα της αριστεράς,

- απαιτεί ένα θετικό όραμα και πρόταση για το πώς οραματιζόμαστε εμείς το κράτος, την λειτουργία του δημοσίου, την υγεία και την παιδεία, την καινοτομία και την ανάπτυξη

- απαιτεί πολιτική λύση, δηλαδή ποιος φορέας, ποιο κόμμα που δεν θα είναι «σαν τους άλλους», δεν θα είναι μια από τα ίδια, δεν θα αντιγράφει την αστική πολιτική αλλά θα αντλεί δύναμη από τις σχέσεις που οικοδομεί με τον κόσμο, θα είναι σε μορφή και περιεχόμενο αντισυστημικό,

- απαιτεί άλλη αυτοπεποίθηση και αυτοεκτίμηση στον λαό, άλλο επίπεδο λαϊκής οργάνωσης με νέες αλλά και με παλιές μορφές, με ζωντανά σωματεία και ζωντανές γειτονιές.

Προς την κατεύθυνση αυτή δεν εργάζεται κανένα κόμμα και φορέας της αριστεράς, κι ας έχει την βασική ευθύνη γι' αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ σαν αξιωματική αντιπολίτευση. Έτσι η τρικομματική μπορεί και παίρνει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Είτε γύρω από το θέμα βία και με την στρατηγική της έντασης, είτε γύρω από το θέμα διαφθορά και φοροδιαφυγή, είτε με δικομματικού τύπου καυγάδες με τον ΣΥΡΙΖΑ, που όμως φαντάζουν πολύ μακριά από τα προβλήματα του κόσμου, διαμορφώνει ατζέντα εμπέδωσης του μνημονιακού πλαισίου, συνήθειας ότι το πολιτικό παιχνίδι θα συνεχίσει να παίζεται όπως παλιά, μιας και άλλη πρόταση για την πορεία της χώρας δεν υπάρχει.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, μέσα στο γήπεδο του αντιπάλου, δέχεται επιθέσεις από το σύστημα, είτε για να φθαρεί σαν αναξιόπιστος, είτε για να ενσωματωθεί. Η γενικότερη συστημική φιλοευρωπαίκή φυσιογνωμία του, η απουσία πολιτικών πρωτοβουλιών, η επικοινωνιακή αντίληψή του για την πολιτική βοηθούν και τα δύο. Τα τελευταία ταξίδια Τσίπρα σε ΗΠΑ-Γερμανία μαζί με τις παντός καιρού τοποθετήσεις του, μάλλον σαν διαπιστευτήρια του ΣΥΡΙΖΑ εντός νεοφιλελεύθερου παγκοσμιοποιημένου πλαισίου πρέπει να εκληφθούν.

Οι άλλες δυνάμεις της αριστεράς, αναμένουν. Καμία πολιτική πρωτοβουλία εδώ και 1 χρόνο. Αναμονή για την νέα ισορροπία;

Σήμερα βρισκόμαστε στο σημείο όπου τείνει να εμπεδωθεί η κοινωνία των 400 ευρώ σε μια διαλυμένη βαλκανική χώρα. Η αριστερά θα επιστρέψει να κάνει πολιτική όπως συνήθιζε πριν 4-5 χρόνια, σαν να μην έχει συμβεί τίποτα; Ή οφείλει να δει τις σύγχρονες απαιτήσεις και να πάρει πρωτοβουλίες σε κατεύθυνση κάλυψής τους.

Χρειάζεται πολιτική από τα πολιτικά υποκείμενα. Μέτωπα, πρόγραμμα, συνθήματα, αιτήματα, επεξεργασίες, προτάσεις. Γιατί όχι, τελικά ο λαός δεν μπορεί τα πάντα.

Χρειάζεται οργάνωση του λαού και ανάπτυξη-συντονισμός-πολιτικοποίηση των κοινωνικών αγώνων. Χρειάζονται τολμηρές πολιτικές πρωτοβουλίες. Για ρήξη με το παγκοσμιοποιημένο πλαίσιο των αγορών. Χρειάζεται διάλογος και συμπαράταξη της αριστεράς για σύγκρουση με το σύστημα.

Επιστρέφουμε στην απεργία στις 20/02. Η απεργία αυτή και η μαζικότητά της υπό προϋποθέσεις μπορεί να είναι οξυγόνο. Για να γρατζουνιστεί η κυβέρνηση, ο ίδιος ο Σαμαράς, για να βγουν οι εργαζόμενοι στον δρόμο, για να σταματήσουν να σκύβουν το κεφάλι και να σπάσει η κοινωνική σιωπή-αποδοχή.

Οξυγόνο θα είναι και τα κεντρικά πολιτικά αιτήματα – σε κόντρα με το ηττοπαθές πλαίσιο των συνδικαλιστικών ηγεσιών, όπως το να φύγει η κυβέρνηση και να καταργηθούν οι δανειακές συμβάσεις και τα μνημόνια. Να δυναμώσει το αίτημα «δεν έχω – δεν πληρώνω» για την νέα φοροαφαίμαξη που ετοιμάζεται.

Όμως είναι σαφές ότι χρειάζονται πολλά περισσότερα πράγματα.

Στον πρώτο αντιμνημονιακό κύκλο αγώνων ρίξαμε το μπαλάκι στον λαό. Να βγει, να ξεσηκωθεί, να αλλάξει (όπως τον καλούσε και ένα προεκλογικό σύνθημα του ΚΚΕ). Και το έκανε εν μέρει. Την σκυτάλη πρέπει να την αναλάβει άλλος.

Πηγή: antapo/crisis

Δεν υπάρχουν σχόλια :