Tου Γιάννη Κορδάτου
Αναδημοσιεύουμε από τον "Εργατικό Αγώνα" ένα σπάνιο από κάθε άποψη κείμενο του Γιάννη Κορδάτου όπως δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης» του 1955.
«Ή Ιστορία πρέπει να λαγαρίζη το ιστορικό αίσθημα του λαού, μαθαίνοντάς τον την αλήθεια.»
ΓΙΆΝΝΗΣ ΒΛΑΧΟΓΙΆΝΝΗΣ
ΓΙΑ ΤΟ ΜΕΓΆΛΟ ΜΑΣ ΕΙΚΟΣΙΈΝΑ έχουν γραφτεί πολλά. Ωστόσο οι πιο πολλοί ιστορικοί προσπάθησαν να κρύψουν την αλήθεια απ’ το λαό. Παρουσίασαν τον Εθνικό Σηκωμό σαν έργο αποκλειστικά του Κλήρου και των Αρχόντων. 'Ο λαός έδωσε το αίμα του, μα δεν έπαιξε ρόλο πρωταγωνιστή στον απελευθερωτικό Αγώνα. Τέτοια πάνω - κάτω είναι η άποψη των «αναγνωρισμένων» ιστορικών μας. Η άποψη όμως αυτή είναι λαθεμένη ή πιο σωστά είναι παραποίηση τής ιστορίας.
Από τα απομνημονεύματα των Αγωνιστών και από άλλα κείμενα πού στο αναμεταξύ είδαν το φως της δημοσιότητας, βγαίνει, πώς εξόν από λιγοστές εξαιρέσεις, ο ανώτερος Κλήρος και οι Κοτζαμπάσηδες και Φαναριώτες άλλοι μεν άθελά τους πήραν μέρος στην Επανάσταση και άλλοι την πρόδωσαν.
Δε λέω υπήρχαν και μερικοί άλλοι Έλληνες πού έμεναν στο εξωτερικό πού από καλή πίστη ήταν δισταχτικοί και αναβλητικοί. Τέτοιος ήταν ο Κοραής πού ζούσε στο Παρίσι και πού ο πατριωτισμός του ήταν αγνός. Δεν ήξερε όμως τι γίνονταν στην σκλαβωμένη Ελλάδα. Το βογκητό των ραγιάδων δεν το άκουγε. Κλεισμένος στο γραφείο του διάβαζε τούς αρχαίους Έλληνες συγγραφείς και επηρεασμένος από μερικούς φίλους του Χιώτες και άλλους με τους οποίους αλληλογραφούσε, σχημάτισε την πεποίθηση πώς έπρεπε πρώτα οι Έλληνες να μορφωθούν και ύστερα να πάρουν τα όπλα. Ήταν τής γνώμης πώς γύρω στα 1850 θα έπρεπε να γίνει ή Επανάσταση. Ήταν σοφός ο μακαρίτης Κοραής και πατριώτης αγνός μα οι τέτοιες γνώμες του έδειχναν πώς δεν μπόρεσε να καταλάβει ότι είχε έλθει η ώρα.
Το Σεπτέμβρη του 1820 όταν έμαθε τη στάση του Αλή Πασά κούνησε το κεφάλι του και είπε λυπημένος: «δεν είμεθα εις κατάστασιν να ωφεληθώμεν, διότι είμεθα ακόμη άγουροι». "Ύστερα πάλι από μερικούς μήνες όταν στη Μολδοβλαχία ακούστηκε το πρώτο σάλπισμα τού Εθνικού Σηκωμού πάλι ο Κοραής έγραφε «απορώ αν επιστεύσατε ποτέ ότι ο Υψηλάντης εκινήθη άφ’ εαυτού». Δεν επίστευε πώς ο Υψηλάντης ήταν όργανο τής Φιλικής Εταιρείας αλλά όργανο τού Τσάρου και γι’ αυτό ήταν δύσπιστος.
Όμως αργότερα έπαψαν οι ιερεμιάδες του και έγραφε κάθε μέρα και έδινε συμβουλές. Ούτε μια μέρα δεν έπαψε να γράφει και να συμβουλεύει. Όλες οι συμβουλές του καταλήγανε σένα πράμα. Οι Έλληνες διώχνοντας τούς Τούρκους, να ιδρύσουν πολιτεία δημοκρατική πέρα ως πέρα.
Ο Κοραής όμως που πριν του εθνικού σηκωμού συμβούλευε «να περιμένουν οι Έλληνες το πλήρωμα τού χρόνου» διότι πρώτα πρέπει το Γένος ν’ αποχτήσει «παιδείαν ικανήν ίνα όργανίση και διατάξει (=συντάξει) την νέαν Πολιτείαν», έπεφτε έξω όχι μόνο στο ότι οι επαναστάσεις δεν γίνονται κατά παραγγελία και με εφόδια μόνο τις γραμματικές και ιστορικές γνώσεις, αλλά έκανε και το μεγάλο λάθος να μην υπολογίζει πόσο κακό έκαναν οι Φαναριώτες, οι ανώτεροι Κληρικοί και οι κοτζαμπάσηδες. Ειν’ αλήθεια πώς τούς μισούσε όλους αυτούς, τους κατέκρινε και τους στιγμάτιζε κάθε φορά που του δίνονταν ευκαιρία.
Μα ή πολεμική του δεν είχε κανένα πραχτικό αποτέλεσμα. Κάθε τόσο σε κάθε κρίσιμη για το Έθνος στιγμή, οι προδότες από τις τάξεις αυτές ήταν πολλοί. Ακόμα απ’ τον καιρό του Ρήγα Βελεστινλή το Οικουμενικό Πατριαρχείο, οι Φαναριώτες και οι κοτζαμπάσηδες όχι μόνο κατατρέξανε το Θεσσαλό εθναπόστολο και κάψανε τις πατριωτικές προκηρύξεις και το Θούριο του αλλά και κάνανε το παν για να μη διδάσκονται στα σχολεία τα ανώτερα μαθηματικά, οι φυσικές επιστήμες και ή φιλοσοφία.
Αργότερα, όταν ή Φιλική Εταιρεία συνεχίζοντας το έργο του Ρήγα, έβαλε σε ενέργεια τα απελευθερωτικά της σχέδια, όσοι απ’ τούς Φαναριώτες και κοτζαμπάσηδες, έμαθαν πώς οργανώνονταν η εθνική εξέγερση, άλλοι από καιροσκοπισμό κράτησαν ουδετερότητα, άλλοι με το να πιστέψουν πώς πίσω απ’ τη Φιλική Εταιρεία ήταν ο Τσάρος, πήραν μέρος στην Επανάσταση και άλλοι πήγαν στους Τούρκους και μαρτύρησαν τα όσα έμαθαν.
Ένας απ’ αυτούς ήταν ο Σωκράτης Κουγιάς,ο πιο μεγάλος προύχοντας του Μωριά. Η επαρχία Τριπολιτζάς ήταν σχεδόν δική του. Και οι Τούρκοι ακόμα τόνε φοβούντανε γιατί είχε και μεγάλη περιουσία και στην Πόλη τρανούς Τούρκους φίλους του. Στις αρχές του Δεκέμβρη 1820 οι Φιλικοί του Μωρία αποφάσισαν να τον μυήσουν στη Φιλική Εταιρεία. Πολλοί αντέδρασαν γιατί ήξεραν πώς ήταν τουρκόφιλος, μα, επικράτησαν εκείνοι πού νόμιζαν πως η Επανάσταση δεν μπορεί να γίνει αν οι τρανοί προύχοντες δεν πάρουν μέρος. Γι’ αυτό αναθέσανε στον Κανέλλο Δεληγιάννη να πάει να τον βρει και να τον κατηχήσει. 'Όμως ο Κανέλλος Δεληγιάννης αρνήθηκε : «Το μυστήριο, είπε, δεν το φανερώνω στον Κουγιά, για να γίνω κ’ εγώ (άθελά μου) προδότης, γιατί αυτός άμα το μάθει ευθύς θα το μαρτυρήσει στον Νακίπ Έφέντη τον Τούρκο και φίλο του, ως και στους λοιπούς αγάδες, οι όποιοι μανθάνοντάς το θα μάς θανατώσουν όλους και το Γένος προσέτι θα χαθή».
Επειδή δε δέχθηκε ο Δεληγιάννης έστειλαν στον Κουγιά τον Παναγιωτάκη Ζαφειρόπουλο προεστό τού Φαναριού. 'Ο Ζαφειρόπουλος πήγε και του είπε όλα τα σχέδια. Ό Κουγιάς τον άκουσε και άμα τοδπε ο Ζαφειρόπουλος να ορκισθεί, σηκώθηκε έβαλε τα καλά του και πήγε τα ίσια στο φίλο του τουρκο Νακίπ. Τα είπε όλα, με το νί και με το σίγμα. Ο Νακίπ ειδοποίησε τον αντικαταστάτη του Χουρσήτ πασά. Μα πριν αρχίσουν οι έρευνες και οι συλλήψεις ήρθε απ’ το Χουρσήτ εντολή να μην πειράξουν τούς Χριστιανούς πριν έχουν αποδείξεις γιατί οι διαδόσεις πώς υπάρχει Εταιρεία και ετοιμάζεται κίνημα των ραγιάδων έχουν πηγή τους τα Γιάννενα. 'Ο αντάρτης Άλης τα διαδίδει αυτά για να μεταφερθεί στρατός στο Μωριά και ξαλαφρώσει αυτός. Ωστόσο πρόσταξε να βάλουν σε κίνηση τούς Χριστιανούς τσασίτηδες (πληροφοριοδότες) να πάρουν και ορισμένα μέτρα. Να καλέσουν στην Τριπολιτσά τούς Δεσποτάδες και τούς τρανούς κοτζαμπάσηδες απ' όλο το Μωριά και να τούς κρατήσουν.
Απ’ την άλλη μεριά, οι Έλληνες προύχοντες πού έμαθαν τα σχέδια τής Φιλικής Εταιρείας και δε συμφώνησαν, αποφάσισαν να δολοφονήσουν τον «κερατόπαπα» Παπαφλέσσα, μα αυτός πρόλαβε και κρύφτηκε. Στο αναμεταξύ τα κατάφερε ν’ ανάψει το ντουφεκίδι. Φυσικά ως την «τελευταία στιγμή» προσπάθησαν μερικοί «να σβήσουν τη φωτιά», μα οι Τούρκοι αγρίεψαν και άρχισαν να πιάνουν τούς κοτζαμπάσηδες και τούς δεσποτάδες—αυτό ήταν το μεγάλο τους σφάλμα—και να παίρνουν ομήρους, ενώ στο αναμεταξύ οι λαϊκές μάζες ξεσηκώθηκαν και χτυπούσαν τούς Τούρκους.
Γι' αυτό πολλοί κοτζαμπάσηδες, τραβούσαν τα μαλλιά τους, έκλαιγαν και φώναζαν «μάς πήραν στο λαιμό τους ο Παπαφλέσσας και ή παρέα του». Ήταν όμως αργά. Οι Τούρκοι δεν τούς πίστευαν. Ένας απ’ τούς μεγαλοχτηματίες τής Κορινθίας ο Νοταράς, όταν έμαθε πώς τα Καλάβρυτα επαναστάτησαν, έγινε πυρ και μανία και προσπάθησε να κρατήσει την επαρχία του υποταχτική. Καβάλα στο άλογό του γύριζε από χωριό σε χωριό και έλεγε:
«Ανάθεμα στους ψευτοκαλαβρυτινούς, επήραν τον κόσμο στο λαιμό τους κάμουν και τώρα όπως έκαμαν και στην άλλη επανάσταση (=1770). Εγώ, είπε, δεν μπορώ να γυρίσω πίσω · έσυγχωρέθηκα με τη φαμελιά μου και πηγαίνω (στην Τριπολιτζά) για να λυτρώσω τον κόσμο και το κεφάλι μου να μη χαθούν. Να τούς πεις (στους επαναστάτες) πώς ο ραγιάς καλά περνά, και να καθίσουν ήσυχα». (Φωτάκου: Απομνημονεύματα Α, 70)
Μα και ο μπέης τής Μάνης, ο Μαυρομιχάλης πού είχε φέουδο του όλη τη Μάνη, άθελα του πήρε μέρος στην Επανάσταση. Πίστεψε πώς θάρχονταν ρωσικά καράβια και στρατός και θάφερναν μιλιούνια φλωριά και θα τον έκαναν πασά του Μωριά! Έτσι τού είπαν οι Φιλικοί και τάχαψε. Μα όταν έμαθε πώς ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε' αφόρισε την Επανάσταση, πώς ο Τσάρος αποδοκίμασε τον Υψηλάντη και πώς οι Τούρκοι κράτησαν το γιό του στην Τριπολιτζά όμηρο, παρ’ όλα τα αξιώματα πού τούδωσαν οι Φιλικοί μετάνιωσε και άρχισε να σκέπτεται πώς θα μπορούσε να τα ξαναφτιάξει με τους Τούρκους προδίδοντας τούς Έλληνες και σκοτώνοντας τον Κολοκοτρώνη.
Αφού σκέφτηκε πολλά πήρε την απόφαση να στείλει στην πολιορκημένη Τριπολιτσά τον έμπιστό του, τον παπά Γεράσιμο Παπαδόπουλο, (πού οι Τούρκοι τον αγαπούσαν και ήξεραν πώς ήταν δικός τους), για να ανακοινώσει στον Τούρκο Καϊμακάμη της Τριπολιτζάς τα σχέδια τής προδοσίας του.
Σαν αντάλλαγμα ζητούσε να αφήσει το γιό του πού ήταν φυλακισμένος και να του δώσουν αμνηστία. Αν και στην Καλαμάτα οι Έλληνες τον ανεγνώρισαν αρχηγό και του φέρνονταν καλά, αυτός σαν άλλος Ιούδας, πήρε την απόφαση να γίνει προδότης. Να τι γράφει ένας αγωνιστής, ο Μ. Οικονόμου για το προδοτικό αυτό φέρσιμο του Μαυρομιχάλη.
«'Ο Πετρόμπεης (Μαυρομιχάλης), ενώ οι υιοί και συγγενείς του και πάντες οι Έλληνες μάχονταν ως επαναστάται, αυτός μένων, ως εΐρηται, εις Καλάμας, υποχειρίους έχων και φυλάττων τον Άρναοΰτογλου και λοιπούς Τούρκους, κατά τα μέσα ’ Απριλίου περί τής σωτηρίας του έν Τριπόλει (φυλακισμένου) υίου του μερίμνων, απέστειλε τον ιερομόναχον διδάσκαλον Γεράσιμον (Παπαδόπουλον) τον έκ Ζατουνης... εις Τρίπολιν ιδιορρύθμως με έπιστολιμαίαν πρότασιν περί ανταλλαγής των ειρημένωνν Τούρκων μετά των έν φυλακή ήμετέρων (χάριν τού υιού του Αναστασίου και της των λοιπών σωτηρίας), έχοντα δε μυστικήν εντολήν να βεβαίωση τον (τούρκον) Καϊμακάμην και λοιπούς (της Τριπολιτζάς), οτι αυτός ών εις το Δοβλέτι (εις την Τουρκική Κυβέρνηση) ήτο και είναι ενάντιος τής Έπαναστάσεως ή μάλλον των εκ τής φυλακίσεως των προυχόντων αρχιερέων προκληθεισών ταραχών και προσπαθεί να καταπαύση αύτάς* ο δε (Γεράσιμος) είσελθών αδεία και των πολιορκητών (Ελλήνων), ως έπιθυμούντων μεν και αυτών την έλευθερίαν των εν φυλακή (Ελλήνων), αγνοούντων δε την μυστικήν παραγγελίαν, έγχειρίσας (ούτος) τήν έπιστολήν και ανακοινώσας τοίς Τούρκοις τα τής μυστικής παραγγελίας, έκφράσαντος πλείστας ευχαριστίας και εύχάς υπέρ τού Δουβλετίου... και λαβών (από τούς Τούρκους) άντεπιστολήν έξήλθε. Περιείχε δέ αύτη υποσχέσεις καί παραγγελίας (προς τόν Μαυρομιχάλη) νά μή μεριμνά περί τής περιποιήσεως καί ασφαλείας τών έν φυλακή, (αλλά) προτροπάς προς έκτέλεσιν τών παρηγγελμένων, καί έπαγγελίαν κληρονομικής διαδοχής τής ήγεμονίας (έν Μάνη) καί άλλων αμοιβών καί ωφελειών, έάν καταπαύσας τάς ταραχάς, κ α τ ο ρ θ ώ σ η μ ά λ ι σ τ α κ α ι α π ο κ τ ε ί ν η τ ο ν Κ ο λ ο κ ο τ ρ ώ ν η ν. Ο δέ Γεράσιμος έξελθών καί απαντηθείς απ’ τόν υιόν τού Πετρόμπεη (Μαυρομιχάλη) Ήλίαν, έκεί άκων ένεχείρησεν αυτώ την απάντησιν (τών Τούρκων). *Ο δέ άποσφραγίσας αυτήν καί άναγνώσας έξεπλάγη* ζητησάντων δέ καί τών άλλων νά ϊδωσι τό περιεχόμενον, ο Ήλίας κρίνας ανάξιον τού πατρός του το πράγμα και λυπηθείς, ξεσχίσας μετά μεγάλης οργής την έπιστολήν εις μικρότατα τεμάχια, έξηφάνισεν αυτήν* καί ο Γεράσιμος επιπληχθείς καί απειληθείς, μή κακοποιηθείς δέ χάριν του Ήλία, καί απελθών διηγήθη προφορικούς τω Πετρόμπεη, όσα εΐδεν, ήκουσε καί έπαθεν. Έκτος δέ τούτου ό Πετρόμπεης (Μαυρομιχάλης) έγραφε συχνά και προς τους εν ταίς έπαρχίαις προκρίτους πολιτικούς τε και στρατιωτικούς, ζητών χρήματα διά τούς έν στρατεία Μανιάτας, απειλών ότι άλλως θέλουν επιστρέψει (στη Μάνη) και δέν θέλουν εκστρατεύσει πλέον». (Μ. Οικονόμου, Ιστορικά τής Ελληνικής Παλλιγγενεσίας, Άθήναι 1873, σ. 150—151).
Ευτυχώς πού τα προδοτικά σχέδια του Μαυρομιχάλη ματαιώθηκαν. Εδώ όμως πρέπει να κάνουμε λόγο για τον έμπιστό του Γεράσιμο Παπαδόπουλο πού στην περίοδο αυτή έπαιξε ρόλο τσασίτη (πληροφοριοδότη). Ήταν ως το κόκκαλο τουρκόφιλος. ’Ήξερε κάμποσα γράμματα. Είκοσιτεσσάρων χρόνων φόρεσε τα ράσα και έχτισε στην Καλαμάτα γυναικείο μοναστήρι του 'Αγίου Κωνσταντίνου. Μάζεψε φτωχοκόριτσα απ’ τα γύρω χωριά. Τα έκανε καλογριές και έφτιαξε μεγάλο εργαστήρι που έφτιαχνε υφαντά μεταξωτά. Παραδόπιστος και εκμεταλλευτής και πόρνος ζούσε μέσα στο χαρέμι του σαν πασάς. Είχε πλουτίσει και η επιρροή του ήταν μεγάλη σ’ όλη την περιοχή τής Καλαμάτας και τής Μάνης.
Όταν ακούστηκε το εγερτήριο σάλπισμα τής Εθνεγερσίας, όχι μόνον δεν συγκινήθηκε, αλλά απ’ την πρώτη μέρα έπαιξε το ρόλο του προδότη. Άφησε μάλιστα και απομνημονεύματα (1) στα όποια δεν κρύβει την προδοσία του. Γράφει λοιπόν σ’ αυτά ό προδότης πώς τρία χρόνια πριν γίνει ο μεγάλος Σηκωμός έμαθε τα σχέδια τής Φιλικής Εταιρείας από κάποιο ανεψιό του μυημένο. Αυτός μάλιστα του έδωσε και διάβασε ένα έγγραφο τής Εταιρείας πού έλεγε πώς τον «αρμόδιον καιρόν» θά δοθεί τό σύνθημα να «κτυπήσουν πανιού τούς Τούρκους και Κοτζαμπάσηδες». 'Ο καλόγερος «έφριξε» και είπε στον ανεψιό του: «Παιδί μου αυτά τα λόγια να μη μεταβγούν απ’ τό στόμα σου* κι' αυτά τα γράμματα να τα ρίξεις στη φωτιά γιατί είναι ευρήματα Διαβόλου».
'Ο ίδιος γράφει ακόμα πώς όταν έμαθε πώς μπήκε στην Εταιρεία και ο Πετρόμπεης Μαυρομιχάλης, πήγε και τούπε πώς δεν έκανε καλά. Κι' όταν άρχισε ή Επανάσταση του υπόδειξε πώς πρέπει να κάνει το παν για να σβήσει ή ανταρσία. Γι' αυτό πήγε στην Τριπολιτζά και έπαιξε το ρόλο του προδότη και χαφιέ.
Στην Πόλη —γράφει— «κάποιοι παμπόνηροι (όπως ήταν όλοι σχεδόν οι πρωταίτιοι τής Επαναστάσεως) τού Διαβόλου κατοικητήρια καί όργανα» έμπλεξαν τον Μαυρομιχάλη. Επίσης χαρακτηρίζει τον Παπαφλέσσα «κάκιστον ψευδόπαπαν», τους επαναστάτες «συγχυσθέντας Έλληνας» και το μεγάλο Εικοσιένα «θεόργιστον Επανάσταση» καί «φρικωδέστερον και απανθρωπότατον καί θεομίσητον έργον».
Βρίζει τούς πάντες και τα πάντα. Συκοφαντεί και κατηγορεί το λαό του Μωριά πώς πήρε τα όπλα για να σφάξει τους άρχοντες και για ν’ αρπάξει τις περιουσίες των Τούρκων. Τους Μανιάτες τους λέει άνανδρους και πλιατσικολόγους. Και για να δικαιολογήσει τα γραφόμενα του, αραδιάζει ευαγγελικά κείμενα πού δικαιολογούν την τυραννία των Τούρκων. Σύμφωνα με τα κείμενα αυτά όποιος πάρει τα όπλα κατά τής κάθε είδους Εξουσίας δεν είναι χριστιανός! Αν ο Χριστός ήθελε να καταλυθεί ή Εξουσία του Σουλτάνου θα έδιωχνε τούς Τούρκους χωρίς πόλεμο, χωρίς αίματα!
Αργότερα —στο μεταξύ είχε λιποταχτήσει και βρέθηκε στα Εφτάνησα— όταν ιδρύθηκε το Ελληνικό Κράτος, αυτός πού υμνολογούσε και δοξολογούσε την Τουρκική Εξουσία «ώς θεόσταλτον», άρχισε να οργανώνει στασιαστικά κινήματα. Φανερά έλεγε πώς το Ελληνικό Κράτος είναι έργο και όργανο τού Διαβόλου, αφού θέλει να καταργήσει «τάς ιερός Μονάς». (1,2) Γι' αυτό τον έπιασαν και τον έκλεισαν στο Μοναστήρι του Βουλκάνου ενώ τού έπρεπε κρεμάλα. (3)
Τέτοιοι σαν τον Παπαδόπουλο ήταν πολλοί. Αν θέλαμε να ιστορήσουμε τις προδοσίες τους θα γεμίζαμε τόμους ολόκληρους.
Θα κλείσουμε όμως το σημείωμά μας με τα προδοτικά φερσίματα μερικών κοτζαμπάσηδων τού Πηλίου. Εκεί άρχισε ή Επανάσταση στις 7 τού Μάη 1821. Δεν κράτησε όμως παραπάνω από ένα μήνα γιατί οι προύχοντες αντιδράσανε από την πρώτη μέρα. Αν κρατούσε ή Επανάσταση στον Κίσσαβο και στο Πήλιο και παράλληλα ξεσηκώνονταν τον ίδιο καιρό, τα χωριά τού Ολύμπου, ή Νάουσα. ή Βέροια, οι Σέρραις και η Χαλκίδα, η ανταρσία τού Αλή Πασά στην Ήπειρο δε θάσβυνε. Έτσι ο Μωρίας και η Ρούμελη θα μπορούσαν να οργανώσουν ταχτικό στρατό και να δώσουν αποφασιστικό χτύπημα στους Τούρκους.
ΟΙ προύχοντες όμως τής Θεσσαλίας, τής Μακεδονίας και τής Εύβοιας αντιδράσανε. Μόνο σε μια γωνιά τού Πηλίου στην περιοχή του Τρίκερι βάσταξε η φλόγα της Επανάστασης ως το 1823. Μα έσβησε από το φιλοτουρκισμό των κοτζαμπάσηδων και του ανώτερου Κλήρου. Στην Εθνοσυνέλευση του 1823 και στη συνεδρίαση τής 25 Μάη διαβάστηκε αναφορά σταλμένη απ’ τούς πατριώτες του Πηλίου πού μαζί με άλλα έλεγε και τόνιζε πώς ό κοτζαμπάσης τής Ζαγοράς Κασσαβέτης, τής Δράκιας Λογοθέτης, του Κατωχωριοϋ Στίβας, παρακινούσαν τούς επαναστάτες πηλιορείτες να παραδώσουν τα όπλα και να υποταχθούν. Κι' επειδή οι πατριώτες δεν τούς ακούσαν, οι προδότες αυτοί κατέβηκαν στο Κάστρο του Βόλου, οπλίστηκαν και μαζί με τούς άλλους φιλότουρκους χτύπησαν τα επαναστατημένα χωριά (βλ. Αρχεία Ελληνικής Παλλιγγενεσίας, Άθήναι τ. Β', 45—46).
Τον ίδιο καιρό και ό αρχηγός των Επαναστατών του Τρίκερι Καρατάσος έγραφε στην Ελληνική Κυβέρνηση : «...Επειδή αυτοί (οι κοτζαμπάσηδες) έτυφλώθησαν και τούς οφθαλμούς των εκάμμυσαν καί τί λέγω, βοήθειαν εις ήμάς και δεν λέγω ζημίας φανεράς, όπου τα στρατηγήματα των εχθρών γίνονται δι' αύτών, των Όθωμανο- φρονούντων Θετταλομαγνήτων;» (Περραιβού: Απομνημονεύματα, Β, 18).
Υπάρχουν όμως και άλλα κείμενα. Ένας πατριώτης απ’ τα χωριά του Πηλίου γράφει στον αδερφό του πού ήταν στην επαναστατημένη Ελλάδα.
«...Όσοι των Ελλήνων εφωτίσθησαν απ’ το πνεύμα τού πατριωτισμού και τής ελευθερίας, αυτοί καταφρονήσαντες τα πάντα άδραξαν προθύμως τα όπλα και εκινήθησαν ενάντια των Τούρκων... Όσοι έμειναν αφώτιστοι —απ’ τούς προύχοντες— οι τοιούτοι ούτε όπλα έδραζαν, ούτε κανένα χρήσιμον έδειξαν εις το Γένος, αλλ’ ευρίσκονται είσέτι ραγιάδες με άκραν την ευχαρίστησιν τυραννούμενοι υπό του (τουρκικού) ζυγού. Οι τοιούτοι ωστόσο παρηγορούνται άναμεταξύ των με ταύτα τα λόγια: «Εμείς εκάμαμε καλά, όπου δεν εσηκωθήκαμεν να λάβωμεν όπλα, επειδή αυτή η δουλειά οπού έκαμαν οι Έλληνες δεν είναι καλή, αυτή είναι κλέφτικη και όχι βασιλική...»
’Άλλος πάλι πηλιορείτης στιγμάτιζε τούς κοτζαμπάσηδες του Πηλίου γράφοντας:
«...Σεις μερικοί πώς εξεπέσατε να γίνετε έσχατοι; τούς οποίους σάς ήξευρα κατά τούτο ως πρώτους (νοικοκυραίους) όταν ήμην εις αυτά τα μέρη ακόμη. Τι δυστυχία μεγάλη. Οι υιοί των γελαδαρέων και αστικών και γεωργών έτρεξαν ταχύτερον απ’ τούς υιούς των πλουσίων και αρχόντων εις τούτο το μένα δείπνον της κοινής ημών μητρός. Και αυτοί (οι φτωχοί) προσπαθούσαν να την βγάλωσι απ' τον βόρβορον και να την παστρέψωσι με το αίμα των. Δεν είδες συ ο ίδιος καν οφθαλμοφανούς τοσούτους και τηλικούτους νέους και γέροντας να πολεμούν εν ανδρεία ψυχής και αγαλλιάσει με τούς κυρίους σας Οθωμανούς εις τον κατά Τρίκερι πόλεμον; οι όποιοι ήφάνισαν (4) (Η σχεδόν δύο χιλιάδας εχθρών ;...»
Όπως είπαμε υπάρχουν πολλά κείμενα. Ανοίξτε τα απομνημονεύματα του Φωτάκου, του Κολοκοτρώνη, του Σπηλιάδη, του Μακρυγιάννη, του Κασομούλη και άλλων και θά φρίξετε απ’ όσα θα ίδείτε να γράφουν για τούς προδότες και δοσιλόγους του Μωριά, των νησιών, τής Ρούμελης, Ηπείρου, Θεσσαλίας και Μακεδονίας.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΚΟΡΔΑΤΟΣ
1. Τα χειρόγραφα του τα τύπωσε το 1897 στην Αθήνα ο θαυμαστής του καλόγερος Κ. Δουκάκης με τον τίτλο που είχε βάλει ο Γεράσιμος Παπαδόπουλος : «Πνευματική Τράπεζα» και με τον υπότιτλο βαλμένον απ' τον Δουκάκη : «Τα ευρεθέντα Εκκλησιαστικά και λοιπά συγγράμματα του διδασκάλου ίερομονάχου Γεράσιμου Παπαδόπουλου ιδρυτού τής εν Καλάμαις Ιεράς των Γυναικών Μονής, βιβλίον ψυχωφελέστατον τ. Α'» (Αθήναι 1897). Η Ιερά Σύνοδος όμως τα μάζεψε όλα αυτά τα βιβλία και τα κατάστρεψε για να μη μάθει ό κόσμος ποιος ήταν ο προδότης. Στις εδώ δημόσιες βιβλιοθήκες δεν υπάρχει. °Όσο ξέρω ο Γιάννης Βλαχογιάννης είχε ένα αντίτυπο καθώς και ο Φ. Μιχαλόπουλος.
2. Πρέπει να βρεθεί τό «ψυχοφελέστατον» βιβλίον «Πνευματική Τράπεζα» και να δημοσιευθούν άλλη μια φορά τα κηρύγματα του Γεράσιμου Παπαδόπουλου.
3. Τα παραπάνω στοιχεία τα παίρνω από τα «Προπύλαια» του Γιάννη Βλαχογιάννη, 9Αθ. 1900—1908, σελ. 115 και πέρα.
4. Τα παραπάνω κείμενα είναι ανέκδοτα και βρίσκονται στη χειρόγραφη Συλλογή: Οικονόμου Ιωάννου του Λαρισαίου, που την κατέχει σήμερα (σημ συντ: 1955) ο γιατρός Γιάννης Αντωνιάδης.
Πηγή:Εργατικός Αγώνας
1 σχόλιο :
Καμμια αμφιβολια οτι το 1821 εγινε μια μεγαλη Αστικη Επανασταση για την δημιουργια Εθνικου Κρατους με βαση και τις ιδεες της Γαλλικης Επαναστασης του 1789. Καποια στιγμη ομως θα πρεπει να μιλησουμε και για την Παρισινη Κομμουνα το 1871 που ητανε η Πρωτη Προλεταριακη Επανασταση και ο ιδιος ο Μαρξ εβγαλε πολυτιμα συμπερασματα απο την τραγικη αποτυχια σε σχεση με το αν μπορει να χρησιμοπειηθη το Αστικο κρατος απο το Προλεταριατο ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ
Δημοσίευση σχολίου