Γράφει ο Περικλής Παυλίδης*
Η Κομμούνα του Παρισιού συνιστά εξόχως ηρωικό και συνάμα δραματικό γεγονός στην ιστορία του επαναστατικού εργατικού κινήματος. Είναι η πρώτη έφοδος του προλεταριάτου στον ουρανό, το πρώτο εγχείρημα κατάληψης της εξουσίας με στόχο τη χειραφέτηση της εργασίας.
Όπως ο Μαρξ σημειώνει, η Παρισινή Κομμούνα προέταξε την «κοινωνική δημοκρατία», κι αν νικούσε, θα απαλλοτρίωνε τους απαλλοτριωτές, θα λειτουργούσε δηλαδή ως μοχλός ανατροπής των οικονομικών θεμελίων της ταξικής κοινωνίας.
Στη βραχύβια διάρκειά της η Κομμούνα του Παρισιού εφάρμοσε δραστική πολιτική υπέρ του εργαζόμενου λαού. Θέσπισε τη γενική και δωρεάν εκπαίδευση, απομάκρυνε την εκκλησία από τα σχολεία, έλαβε μέτρα κοινωνικής πρόνοιας για ανάπηρους, χήρες και ορφανά, μείωσε τους φόρους για τους φτωχούς, ακύρωσε τις υποθήκες οικίας και όρισε περίοδο αναβολής της καταβολής χρεών των μικρομεσαίων ιδιοκτητών. Ακόμη απαγόρευσε τα εργοδοτικά πρόστιμα στους εργάτες και την νυκτερινή εργασία στα αρτοποιεία, οργάνωσε δημόσια εργαστήρια που εφοδίαζαν με υλικά την εθνοφρουρά, ενώ επιχειρήσεις που εγκαταλείφθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους παραδόθηκαν σε συνεταιρισμούς εργατών για την επαναλειτουργία τους.
Ο Μαρξ, ως γνωστόν, προσέδωσε μεγάλη σημασία στο επαναστατικό έργο της Παρισινής Κομμούνας, επιχειρώντας να συναγάγει από αυτό ορισμένα γενικά συμπεράσματα αναφορικά με το χαρακτήρα της εργατικής εξουσίας. Πρόκειται για την απόφασή της να αντικαταστήσει τον τακτικό στρατό με τμήματα οπλισμένου λαού, την εθνοφρουρά, αλλά και για την ίδια την οργανωτική συγκρότησή της με τη μορφή του διαρκώς εργαζόμενου νομοθετικού και εκτελεστικού σώματος, θεμελιωμένου στην αρχή της αιρετότητας και ανακλητότητας όλων των αξιωματούχων, με απώτερο σκοπό την εγκαθίδρυση ενός ομοσπονδιακού αυτοδιοικητικού συστήματος διακυβέρνησης της χώρας (τοπικές κομμούνες θα διοικούσαν τις περιφέρειες, ενώ η κεντρική διοίκηση θα βρισκόταν στα χέρια της συνέλευσης των αντιπροσώπων τους). Στις ιδιαιτερότητες αυτής της νέας μορφής εξουσίας πρέπει να προσθέσουμε και την κατάργηση των προνομίων των δημόσιων υπαλλήλων με την καταβολή σε αυτούς μισθών αντίστοιχων αυτών των εργατών. Ως ανώτατη αμοιβή τους ορίστηκε το ποσό των 6000 φράγκων ετησίως, το οποίο ισούταν με το μισθό ενός ειδικευμένου εργάτη.
Ο Μαρξ στο έργο του «Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία», εκκινώντας από την άποψη ότι η εργατική τάξη δεν μπορεί να πάρει στα χέρια της την έτοιμη κρατική μηχανή και να τη χρησιμοποιήσει για τους δικούς της σκοπούς, συμπεραίνει ότι η περίπτωση της Κομμούνας του Παρισιού συνιστά ενδεδειγμένο τρόπο κατάργησης της κρατικής εξουσίας ως δύναμης αποξενωμένης από το λαό. Σύμφωνα δε με τη γνωστή δήλωση του Ένγκελς σε πρόλογο που έγραψε για το εν λόγω έργο, η Κομμούνα του Παρισιού αποτέλεσε απτό παράδειγμα της εξουσίας που μπορεί να οριστεί ως «δικτατορία του προλεταριάτου».
Οι απόψεις αυτές των Μαρξ και Ένγκελς απέκτησαν αξιωματική ισχύ για το κομμουνιστικό κίνημα, όσον αφορά το ζήτημα της συγκρότησης της εργατικής εξουσίας στο σοσιαλισμό. Όχι τυχαία μετά τη νίκη της Οκτωβριανής Επανάστασης το σοβιετικό κράτος οικοδομήθηκε ως ιεραρχικό σύστημα συμβουλίων-σοβιέτ, αρχίζοντας από τις άμεσες εργασιακές μονάδες και φτάνοντας, διαμέσου διαδοχικής αντιπροσώπευσης, μέχρι το ανώτατο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ. Τα συμβούλια αυτά συνδύαζαν νομοθετικές και εκτελεστικές λειτουργίες και ήταν στελεχωμένα από αιρετούς και ανακλητούς εκπροσώπους του εργαζόμενου λαού.
Χρειάζεται όμως εδώ να επισημάνουμε ότι η αντίληψη του Μαρξ, βάσει της εμπειρίας της Παρισινής Κομμούνας, για τη συγκρότηση ενός εργατικού κράτους στο οποίο δε θα υπάρχουν περιθώρια γραφειοκρατικού εκφυλισμού, δεδομένου ότι κάθε δημόσιος υπάλληλος θα είναι λίγο-πολύ άμεσα αντικαταστάσιμος από το μέσο εργαζόμενο, αλλά ούτε και αυτόνομοι από το λαό μηχανισμοί βίας και καταστολής, βρισκόταν πολύ μακριά από τις αντικειμενικές συνθήκες που επικρατούσαν όχι μόνο στη Γαλλία του 1871, αλλά και στις σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα.
Η ιδέα αυτή του άμεσα αντικαταστάσιμου διοικητικού υπαλλήλου προϋπόθετε και προϋποθέτει για την υλοποίησή της την ισχυρή υποχώρηση και υπέρβαση του υποδουλωτικού καταμερισμού της εργασίας, μια τέτοια δηλαδή ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων και των ίδιων των εργαζόμενων ως προσωπικοτήτων, ώστε οι τελευταίοι να είναι de facto ικανοί να αυτοδιευθύνονται. Προϋπόθετε με άλλα λόγια την καθολική υπέρβαση του χειρώνακτα εργάτη, του εργαζόμενου που υπηρετεί τα μέσα παραγωγής (χειροκίνητα αλλά και εκμηχανισμένα), αποτελώντας εν πολλοίς το φυσικό συμπλήρωμά τους.
Η Κομμούνα του Παρισιού, καθώς και τα πρώτα νικηφόρα σοσιαλιστικά εγχειρήματα πραγματοποιήθηκαν εντός συνθηκών κυριαρχίας της χειρωνακτικής εργασίας. Μάλιστα στις πρώτες σοσιαλιστικές χώρες για λόγους αντικειμενικούς και αναπόδραστους ο καταμερισμός της εργασίας αντί να περιοριστεί διευρύνθηκε σημαντικά, μιας και η συνακόλουθη της εκβιομηχάνισης δημιουργία μεγάλου σώματος διοικητικών και υψηλά ειδικευμένων υπαλλήλων και επίσης η εμφάνιση σημαντικού αριθμού εργαζομένων της γνώσης (φορέων και δημιουργών επιστημονικών γνώσεων) συνυφαινόταν με την διατήρηση πληθώρας χειρωνακτών εργαζομένων, φορέων στοιχειωδών γνώσεων, περιορισμένης ειδίκευσης, ικανών προς διεκπεραίωση κατεξοχήν εκτελεστικού έργου.
Αυτή η διευρυμένη διαφοροποίηση των εργαζόμενων εκφράστηκε αναπόφευκτα και στις αμοιβές τους, από τη στιγμή που διατηρούνταν πολύ σημαντικές διαφορές ως προς την κοινωνική σημασία της εργασίας του καθενός. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Μαρξ στο έργο του «Κριτική του προγράμματος της Γκότα» με μεγάλη οξυδέρκεια θα αναφερθεί στο αναπόφευκτο των άνισων αμοιβών των εργαζομένων στο κατώτερο στάδιο της κομμουνιστικής κοινωνίας, δεδομένης της διατήρησης της «υποδουλωτικής υποταγής των ατόμων στον καταμερισμό της εργασίας» (της αντίθεσης μεταξύ πνευματικής και σωματικής εργασίας). Θα αποκαλέσει μάλιστα αυτή την ανισότητα των αμοιβών «κυριαρχία του αστικού δικαίου» χωρίς αστική τάξη. Ωστόσο, ο Μαρξ δεν συνήγαγε από αυτή την επισήμανση τα απαραίτητα συμπεράσματα και κυρίως δεν φαίνεται να αντελήφθη ότι η διατήρηση διαφορών μεταξύ των εργαζομένων ως προς τις αμοιβές τους, ως συνέπεια της διατήρησης αντιθέσεων εντός της ίδιας της εργασίας, συνεπάγεται και τη διατήρηση ιδιότυπων ανταγωνισμών μεταξύ τους για την καλύτερη ικανοποίηση των αναγκών τους.
Βάσει των παραπάνω, θεωρώ αναγκαίο να τονίσω ότι σε μια σοσιαλιστική κοινωνία η κατανομή του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση προϊόντος, διαμέσου συγκεκριμένου συστήματος αμοιβών, θα πρέπει να γίνεται αντιληπτή ως εξαρτώμενη πρωτίστως από αντικειμενικούς παράγοντες, από το χαρακτήρα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, από την κοινωνική σημασία της εργασίας της μιας ή της άλλης ομάδας εργαζομένων, από τις αντικειμενικές δυνατότητες ή τους περιορισμούς τους εντός του συστήματος της υλικής παραγωγής. Η εφαρμοζόμενη κάθε φορά πολιτική μισθών μπορεί να λαμβάνει υπόψη, περισσότερο ή λιγότερο, τους εν λόγω παράγοντες. Αυτοί όμως, ούτως ή άλλως, θα εκδηλώνονται και εν τέλει θα καθορίζουν (ακόμη και υπονομεύοντας-ανατρέποντας την επίσημη νομοθεσία και οικονομική πολιτική) τις σχέσεις κατανομής του παραγόμενου προϊόντος. Με άλλα λόγια, οι αμοιβές των εργαζόμενων σε μια σοσιαλιστική κοινωνία αποτελούν πρωτίστως ζήτημα των αντικειμενικών χαρακτηριστικών και αντιφάσεων της εργασίας και δευτερευόντως ζήτημα ιδεολογικών διακηρύξεων και κυβερνητικής πολιτικής. Συνεπώς, η όποια βιώσιμη ρηξικέλευθη αλλαγή στο πεδίο των αμοιβών θα πρέπει να συνοδεύεται από αντίστοιχη αλλαγή της δομής του κοινωνικού καταμερισμού εργασίας και οπωσδήποτε των υλικών παραγόντων που την καθορίζουν, δηλαδή των μέσων παραγωγής, των κυρίαρχων τύπων εργαζομένων, της ποσότητας και ποιότητας του προοριζόμενου για ατομική κατανάλωση κοινωνικού προϊόντος.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ πόσο επώδυνη ήταν για τους μπολσεβίκους και τον Λένιν η διαπίστωση, ήδη το 1918, ότι για την οικοδόμηση του σοσιαλισμού στη Σοβιετική Ρωσία, σε υλικές συνθήκες τουλάχιστον όχι κατώτερες από αυτές της Γαλλίας του 1871, θα έπρεπε να παραιτηθούν από την πολιτική της Κομμούνας του Παρισιού στο ζήτημα των αμοιβών των ειδικών και να καταβάλλουν σε αυτούς «καπιταλιστικούς» μισθούς.
Η παροχή ιδιαίτερα υψηλών αμοιβών στους ειδικούς (μηχανικούς, αγρονόμους, οικονομολόγους κλπ) καθορίστηκε από την εξαιρετική κοινωνική αναγκαιότητα και σημασία της εργασίας τους, δεδομένου ότι χωρίς αυτή ήταν αδύνατη η οικοδόμηση μιας βιομηχανικής σοσιαλιστικής οικονομίας στη Ρωσία. Η κατάσταση μάλιστα επιδεινωνόταν από το γεγονός της τεράστιας έλλειψης ικανών, υψηλά ειδικευμένων στελεχών, αναγκαίων για τη σχεδίαση και διεύθυνση των σοβιετικών παραγωγικών δυνάμεων, πράγμα που υποχρέωσε κάποια στιγμή το Λένιν να δηλώσει με καυστικό τρόπο: «Έχουμε πολλούς κομμουνιστές και θα έδινα ντουζίνες απ’ αυτούς για ένα μορφωμένο αστό ειδικό, που μελετάει ευσυνείδητα τη δουλειά του».
Στις σοσιαλιστικές κοινωνίες του 20ου αιώνα δεν κατέστη εφικτή η υλοποίηση και ενός άλλου μέτρου της Παρισινής Κομμούνας, της κατάργησης του τακτικού στρατού και της αστυνομίας, ως κατασταλτικών μηχανισμών του κράτους. Οι οξύτατες συγκρούσεις που σημάδεψαν τα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα, εξαιτίας όχι μόνο της ιμπεριαλιστικής επιθετικότητας και της εσωτερικής αντίστασης των εκμεταλλευτικών τάξεων, αλλά και των αντιθέσεων που χαρακτήριζαν την ίδια την εργασία εντός συνθηκών υποδουλωτικού καταμερισμού της (αντιθέσεων που γεννούσαν ιδιοτελείς επιδιώξεις και ανταγωνισμούς) οδήγησαν μοιραία στην ενίσχυση των κρατικών κατασταλτικών μηχανισμών, αντί της εξαφάνισής τους.
Εκτός αυτού, η εκμηχάνιση των ενόπλων δυνάμεων στον 20ο αιώνα αναβάθμισε εξαιρετικά τη σημασία της στρατιωτικής ειδίκευσης και το ρόλο των επαγγελματιών στα ζητήματα του πολέμου, με αποτέλεσμα η ιδέα της πολιτοφυλακής, ως βασικού ένοπλου σώματος της επαναστατικής εξουσίας, να αποδειχθεί στις συγκρούσεις με τα αντεπαναστατικά στρατεύματα (εμφύλιος πόλεμος σε Ρωσία, Ισπανία και αλλού) επικίνδυνα ουτοπική. Ειρήσθω εν παρόδω, ότι ήδη στην περίπτωση της Κομμούνας του Παρισιού η εθνοφρουρά /πολιτοφυλακή απεδείχθη ακατάλληλη για την αντιμετώπιση του τακτικού στρατού των Βερσαλλιών.
Αποτιμώντας τη σημασία της Κομμούνας του Παρισιού για την υπόθεση του σοσιαλισμού θα πρέπει να τονιστεί ότι επρόκειτο για ένα εφήμερο εγχείρημα, το οποίο δεν επεκτάθηκε στην αλλαγή των σχέσεων ιδιοκτησίας και στην οργάνωση μιας σοσιαλιστικής οικονομίας. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η Παρισινή Κομμούνα όχι μόνο δεν κατήργησε την αστική ιδιοκτησία, αλλά δεν έθεσε υπό τον έλεγχό της ούτε καν την τράπεζα της Γαλλίας, η οποία σε όλη τη διάρκεια της σύγκρουσης χρηματοδοτούσε την κυβέρνηση των Βερσαλλιών, υποστηρίζοντας την αντεπαναστατική της προσπάθεια.
Η Κομμούνα του Παρισιού δεν προέταξε καμία στρατηγική ριζικής αλλαγής των κοινωνικών σχέσεων, περιοριζόμενη σε μέτρα ικανοποίησης άμεσων αναγκών του εργαζόμενου λαού. Ακόμη και η προυντονικής προέλευσης ιδέα της φεντεραλιστικής-αυτοδιοικητικής αναδιοργάνωσης του γαλλικού κράτους απείχε πολύ από το να συνιστά πρότυπο της δικτατορίας του προλεταριάτου, δεδομένου ότι ουδόλως διασφάλιζε τη διοικητική ηγεμονία της εργατικής τάξης επί των υπολοίπων στρωμάτων της κοινωνίας. Επρόκειτο, κατ’ ουσίαν, για διεκδίκηση της μέγιστης αυτονομίας των δημοτικών αρχών, στο πνεύμα της εξιδανίκευσης της παλλαϊκής συμμετοχής στις δημόσιες υποθέσεις, πράγμα που, αν τελικά επιτυγχανόταν, θα οδηγούσε στην πολιτική εξαφάνιση των ολιγάριθμων, ταξικά συνειδητοποιημένων πρωτοπόρων στρωμάτων της μισθωτής εργασίας μέσα στην πλημμυρίδα των καθυστερημένων αγροτικών μαζών και των ευάριθμων μικροαστικών στρωμάτων των πόλεων.
Δέον, χάριν σύγκρισης, να αναφερθεί η διαφορετική αντιμετώπιση του ζητήματος της λαϊκής εκπροσώπησης στην περίπτωση της Οκτωβριανής Επανάστασης. Βάσει του συντάγματος του 1918 της Σοβιετικής Ρωσίας και του συντάγματος του 1924 της ΕΣΣΔ προβλέπονταν σαφείς απαγορεύσεις συμμετοχής στα σοβιέτ για όλα τα κοινωνικά στρώματα που σχετίζονταν με την εκμετάλλευση μισθωτής εργασίας, την ιδιωτική εμπορευματική δραστηριότητα και τη λήψη μη εργασιακών εισοδημάτων. Επίσης, διασφαλιζόταν η εξαιρετικά διαφοροποιημένη εκπροσώπηση των εργατών και των αγροτών στο σοβιετικό σύστημα διακυβέρνησης, με τρόπο ώστε να υπερισχύουν οι πρώτοι (σε ένα βουλευτή του ανώτατου Συνεδρίου των Σοβιέτ αντιστοιχούσαν 25000 εκλογείς, αν επρόκειτο για εργατικούς πληθυσμούς των πόλεων και 125000, αν επρόκειτο για αγρότες).
Δεδομένου λοιπόν ότι η Κομμούνα του Παρισιού, ως επαναστατική εξουσία, δεν καταπιάστηκε με ζητήματα οικοδόμησης και διεύθυνσης μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας (και συνακόλουθα δε διαχειρίσθηκε αντιφάσεις, όπως αυτές που αναπόφευκτα εκδηλώθηκαν αργότερα στα πρώτα σοσιαλιστικά εγχειρήματα) δεν μπορεί να θεωρείται δοκιμασμένο παράδειγμα οργάνωσης της εργατικής εξουσίας. Για το λόγο αυτό, τα συμπεράσματα που οι Μαρξ και Ένγκελς συνήγαγαν με βάση την εμπειρία της είναι σαφώς ιστορικά περιορισμένα, δηλωτικά περισσότερο μιας εξιδανικευτικής στάσης προς ένα συνταρακτικό και ηρωικό επαναστατικό γεγονός, παρά της αντίληψης των ζητημάτων που θα καλούταν να αντιμετωπίσει η εργατική εξουσία σε συνθήκες εγκαθίδρυσης των σοσιαλιστικών σχέσεων επί αναντίστοιχων προς αυτές, ανεπαρκώς ανεπτυγμένων παραγωγικών δυνάμεων.
Ο Λένιν στο άρθρο του «Στη μνήμη της Κομμούνας» θα προσδιορίσει με σαφήνεια τους παράγοντες που καθόρισαν την ήττα της, επισημαίνοντας ότι για να νικήσει μια κοινωνική επανάσταση θα πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον δυο προϋποθέσεις: υψηλό επίπεδο ανάπτυξης παραγωγικών δυνάμεων και προετοιμασία του προλεταριάτου. Αυτές όμως, όπως διαπιστώνει ο Λένιν, δεν υπήρχαν το 1871, δεδομένης της ανεπαρκούς ανάπτυξης του καπιταλισμού στη Γαλλία, αλλά και της απουσίας εργατικού κόμματος και επαναστατικής συνειδητοποίησης της μεγάλης πλειοψηφίας της εργατικής τάξης.
Όσον αφορά την πρώτη προϋπόθεση, θα πρέπει να έχουμε υπόψη ότι η χώρα βρισκόταν ακόμα σε πρώιμα στάδια της βιομηχανικής επανάστασης και παρέμενε, ως προς την οικονομία της, μικροαστική. Γι’ αυτό και η εργατική τάξη που συμμετείχε στα επαναστατικά γεγονότα του Παρισιού αποτελούταν κυρίως από τεχνίτες μικρών εργαστηριών και όχι από εργάτες που θα μπορούσαν να οριστούν ως βιομηχανικό προλεταριάτο. Όσον αφορά τη δεύτερη προϋπόθεση, θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην Παρισινή Κομμούνα αποκαλύφθηκε η εξαιρετική ιδεολογική και πολιτική ανεπάρκεια των δύο ρευμάτων που ηγεμόνευσαν σε αυτή, του μπλανκισμού και του προυντονισμού. Το πρώτο, εγκλωβισμένο στην εξιδανίκευση της συνωμοτικής πολιτικής δράσης, και το δεύτερο, εμφορούμενο από ένα «σοσιαλισμό» των μικροϊδιοκτητών, θα αποδειχθούν ακατάλληλα για την πολιτική οργάνωση και προγραμματική καθοδήγηση μεγάλων επαναστατικών εγχειρημάτων.
Ο αντίκτυπος της Κομμούνας του Παρισιού, παρά τη βραχύβια ύπαρξή της, ήταν τεράστιος, δεδομένου ότι επιβεβαίωσε την ικανότητα των εργαζομένων να αποτελέσουν ιστορικό υποκείμενο, διεκδικώντας με επαναστατικές μεθόδους την ικανοποίηση των αναγκών τους. Σε αυτό το σπουδαίο εγχείρημα η εργατική τάξη παρουσιάστηκε ως αυθεντικός εκπρόσωπος της κοινωνίας, εν αντιθέσει προς την αστική, η οποία πρόδωσε το «έθνος» συμμαχώντας με το νικητή εχθρό, την Πρωσία, προκειμένου με τη βοήθειά του να συντρίψει τον επαναστατημένο λαό. Οι υποστηρικτές και μαχητές της Παρισινής Κομμούνας, άντρες και γυναίκες (δέον να υπογραμμισθεί η εξαιρετικά ενεργή συμμετοχή των γυναικών), ανέδειξαν με τη στάση τους τις μεγάλες επαναστατικές αρετές του εργαζόμενου λαού: τη συντροφικότητα, την αλληλεγγύη, το διεθνισμό, την καρτερικότητα, το πνεύμα ηρωισμού και αυτοθυσίας.
Η Κομμούνα του Παρισιού κατεστάλη με ιδιαίτερα αιματηρό τρόπο. Έστειλε όμως σε όλο τον κόσμο ένα σαφές αγέρωχο μήνυμα αναφορικά με την εφεξής κατεύθυνση και το περιεχόμενο της κοινωνικής προόδου: το διακύβευμα των επερχόμενων κοινωνικών συγκρούσεων δεν θα είναι πλέον η κατάκτηση της πολιτικής δημοκρατίας, αλλά η χειραφέτηση της εργασίας.
*Επίκουρος καθηγητής ΠΤΔΕ ΑΠΘ
Πηγή:ΑΤΕΧΝΩΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου