Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2014

Λένιν και Λούξεμπουργκ για τη δημοκρατία

Του Δημήτρη Γρηγορόπουλου

"...Τον Γενάρη συμπληρώθηκαν 95 χρόνια απ' την άγρια δολοφονία της Λουξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ και 90 χρόνια απ' το θάνατο του Λένιν.


Σε αφιερώματα στον Τύπο και το διαδίκτυο, για τη Λούξε­μπουργκ ιδίως, επιχειρείται απ' τον ρεφορμιστικό χώρο η κάθετη αντιπαράθεση της με τον Λένιν. 

Στόχος η ιδεολογική (με την αντι-επιστημονική έννοια) ανάγνωση της ιστο­ρίας και η χρήση της για τη νομιμοποίηση,μέσω μιας μαρξίστριας του κύρους της Λούξεμπουργκ, της μεταρρύθμισης ένα­ντι της επανάστασης με αξία χρήσης για τη συγκυρία..."




Τον Γενάρη συμπληρώθηκαν 95 χρόνια απ' την άγρια δολοφονία της Λουξεμπουργκ και του Λίμπκνεχτ και 90 χρόνια απ' το θάνατο του Λένιν.
Η αναφορά στα τρία «Λ» της επανάστασης δεν γίνεται για λόγους επετειακών τιμών, τις οποίες δεν έχουν εξάλλου ανάγκη. Γίνεται πρωτίστως για να κεντριστεί ο στοχασμός μας αλλά και να γαλβανιστεί η ψυχή μας στους χαλεπούς καιρούς της νεοφιλελεύθερης βαρβαρότητας απ' την κορυφαία θεωρητική τους συνεισφορά, την τόσο αρμονικά συνταιριασμένη με την άκαμπτη αγωνιστική συνέπεια και τη γενναιότητα τους.


Η ζωή και το έργο τους συνδέονται απ' τον κοινό θεωρητικό και πολιτικό προσανατολισμό. Αφιερώνουν τη ζωή τους με αυτοθυσία στην επαναστατική αποστολή. Επιστέγασμα τους είναι η βάρβαρη δολοφονία της Ρόζας και του Λίμπκνεχτ απ' τις συμμορίες του σοσιαλδημοκράτη Νόσκε, ο θάνατος του Λένιν στο κρίσιμο σταυροδρόμι της επανάστασης, φόρος στις κακουχίες και στις ασήκωτες ευθύνες στον απάτητο δρόμο για την οικοδόμηση της νέας κοινωνίας. Αντιτάσσονται στον Α ' Παγκόσμιο Πόλεμο κι αρνούνται να συναινέσουν στην αλληλοσφαγή των εργατών. Για τον αντιπολεμικό λόγο της στη Φραγκφούρτη, η Ρόζα καταδικάζεται σ' ένα χρόνο φυλάκιση. Το 1914 Λούξεμπουργκ, Λίμπκνεχτ, Μέριγκ, Τσέτκιν καταψηφίζουν τις πολεμικές δαπάνες. Ο Λένιν, απ τη μεριά του, δεν αποδοκιμάζει απλώς τον πόλεμο αλλά προωθεί τον ντεφετισμό, για να μετατρέψει τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο σε επαναστατικό εμφύλιο.

Διεξάγουν αμείλικτη πάλη κατά της αστικής τάξης αλλά και εναντίον των ρεφορμιστικών ρευμάτων της Αριστεράς. Η Ρόζα γράφει το περίφημο έργο της Μεταρρύθμιση και επανάσταση, για να καταπολεμήσει το αναθεωρητικό ρεύμα Μπερνστάιν στους κόλπους του SPD. Απ' τη μεριά του ο Λένιν είναι σε συνεχή αντιπαράθεση με τη ρωσική εξουσία, καταδικάζεται σε εξορία, είναι πρωταγωνιστής στη δράση και τη συγκρότηση της ρωσικής σοσιαλδημοκρατίας, συνεργάζεται και διαφωνεί με τους μενσεβίκους και άλλα ριζοσπαστικά ρεύματα. Η Λούξεμπουργκ το 1907 παραδίδει μαθήματα πολιτικής οικονομίας στην κομματική σχολή. Στη βάση των παραδόσεων της εκδίδει το 1913 το έργο της Η συσσώρευση του κεφαλαίου.

Ο Λένιν, αντίστοιχα, έπειτα από πολύχρονη ερευνητική εργασία σε συνθήκες φυλακής και εξορίας συγγράφει το έργο του Η ανάπτυξη του καπιταλισμού στη Ρωσία. Το έργο τυπώθηκε το 1899 σε νόμιμη έκδοση. Στη βάση της επιστημονικής ανάλυσης της οικονομίας απ' τον Λένιν στηρίχτηκε η τακτική των μπολσεβίκων στην επανάσταση του 1905-1907. Λούξεμπουργκ και Λένιν διασταυρώνουν τα ξίφη τους στο θέμα της κομματικής οικοδόμησης. Η Λούξεμπουργκ, επαινώντας τη συνεισφορά του Λένιν στο Ένα βήμα μπρος, δύο βήματα πίσω, επισημαίνει υπερσυγκεντρωτικές τάσεις στο ρωσικό κίνημα. Ιστορική έχει μείνει η διαφορά Λένιν και Λούξεμπουργκ για το θέμα της κατάργησης ή όχι της συντακτικής συνέλευσης. Η διαφορά αυτή διογκώνεται απ' τον παλαιό και σύγχρονο ρεφορμισμό στην προσπάθεια του να αμαυρώσει τη σοσιαλιστική δημοκρατία και να προβάλει την ανωτερότητα της αστικής δημοκρατίας.

Σε αφιερώματα στον Τύπο και το διαδίκτυο, για τη Λούξε­μπουργκ ιδίως, επιχειρείται απ' τον ρεφορμιστικό χώρο η κάθετη αντιπαράθεση της με τον Λένιν. Στόχος η ιδεολογική (με την αντι-επιστημονική έννοια) ανάγνωση της ιστο­ρίας και η χρήση της για τη νομιμοποίηση,μέσω μιας μαρξίστριας του κύρους της Λούξεμπουργκ, της μεταρρύθμισης ένα­ντι της επανάστασης με αξία χρήσης για τη συγκυρία.

Οι ανα­λύσεις τους δεν είναι πρωτότυπες. Θεωρη­τική μήτρα τους είναι οι οι αναλύσεις του Πουλατζά, αν και είναι σα­φώς πιο προωθημένες απ' τον αγοραίο ρεφορμισμό των επιγόνων.

Συγκεκριμένα, επι­καλείται την κριτική της Λούξεμπουργκ στον Λένιν για την κατάλυση της αντιπροσωπευ­τικής δημοκρατίας, αποπέμποντας τη συντα­κτική συνέλευση που είχε εκλεγεί λίγο μετά τη νίκη της επανάστασης και στην οποία οι μπολσεβίκοι ήταν μειοψηφία. Στη δυσπιστία του Λένιν για την αντιπροσωπευτική δημο­κρατία είναι εγγεγραμμένη κατά τον Πουλα­τζά η γενικότερη δυσπιστία του για πς πολιτι­κές ελευθερίες, για τον πολυκομματισμό, αλ­λά και η γραφειοκρατικοποίηση, η υποβάθ­μιση τελικά και των ίδιων των σοβιέτ, η περι­θωριοποίηση και των εργατικών συμβουλί­ων και των άλλων εργατικών θεσμών, η εργαλειακή αντίληψη για το κράτος, η εξωτερικότητα των λαϊκών μαζών και των αγώνων τους ως προς αυτό. Η απολυτοποίηση της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας ως κριτηρίου ορθότητας των θεωριών περί κράτους προδίδει τις αστικές πολιτικές προ­καταλήψεις του Πουλατζά και πολύ περισσό­τερο βέβαια των σύγχρονων θαυμαστών του.

Προβάλλεται η γνωστή αντίληψη που το­ποθετεί στον Λένιν και στην επαναστατική αντίληψη τον γραφειοκρατικό εκφυλισμό του επαναστατικού καθεστώτος.

Αν και ο Πουλατζάς δεν ταυτίζει τη σκέψη και τη δράση του Λένιν με το γραφειοκρατικό μόρφωμα, απ' την άλλη δεν το ανάγει σε απλή παρέκκλι­ση απ' τις λενινιστικές αντιλήψεις ούτε στις ιστορικές ιδιομορφίες της τσαρικής Ρωσίας που είχε ν' αντιμετωπίσει ο Λένιν, αλλά το­ποθετεί τη φύτρα του στον Λένιν, όχι όμως και στον Μαρξ, υιοθετώντας και τη γνωστή αντίληψη του αναθεωρητισμού για τη δια­φοροποίηση Λένιν και Μαρξ.

Ποια είναι η αλήθεια; Η Ρόζα δεν κατη­γορεί τον Λένιν γιατί στηρίχθηκε στη δημο­κρατία των συμβουλίων καταργώντας τους αστικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, των οποίων τη διατήρηση και τον «ριζο­σπαστικό μετασχηματισμό» θεωρεί ανα­γκαία η αναθεωρητική αντίληψη. Η Ρόζα εκφράζει το φόβο μήπως με την κατάργη­ση της συντακτικής συνέλευσης τα σοβιέτ απολυτοποιηθούν ως μοναδική αντιοροσώπευση των μαζών χωρίς να υπάρξει γενική αντιπροσώπευση του πληθυσμού. Γράφει η Λούξεμπουργκ στη «Ρωσική επανάσταση»: «Ο Λένιν και ο Τρότσκι, αρνούμενοι τα αντιπροσωπευτικά σώματα που βγήκαν από τις γενικές λαϊκές εκλογές, εγκατέστησαν τα σοβιέτ ως τη μοναδική γνήσια αντιπρο­σώπευση των εργα­ζόμενων μαζών. Αλ­λά με την κατάπνιξη της πολιτικής ζω­ής σ' όλη τη χώρα, η ζωή των ίδιων των σοβιέτ δεν θα μπορέ­σει να ξεφύγει από εκτεταμένη παράλυση. Δίχως γενικές εκλογές, απεριόριστη ελευ­θερία Τύπου και συγκεντρώσεων, χωρίς ελεύθερη διαπάλη των διάφορων απόψε­ων, η ζωή σβήνει σε κάθε πολιτικό θεσμό και θριαμβεύει μόνη η γραφειοκρατία».

Η Λούξεμπουργκ δεν ταυτίζει τη γενι­κή αντιπροσώπευση με κάποιο τύπο αστι­κής βουλής αλλά μ' ένα είδος αντιπροσω­πευτικού οργάνου από γενικές εκλογές, που θα συνυπάρχει αρμονικά με τα επαναστατικά σοβιέτ, χωρίς όμως να καθορίζει επακρι­βώς τη σχέση τους.

Γενική όμως αντιπροσώπευση υπήρχε στο σύστημα των σοβιέτ με την καθιέρωση του πανρωσικού συνεδρίου των σοβιέτ.

Το πρώτο συνέδριο συνήλθε προεπαναστατικά (3 Ιουνίου 1917) δημιουργώντας το γενικό αντιπροσωπευτικό όργανο του συστήματος των σοβιέτ και αντικαθιστώντας σ' αυτό το ρόλο τα σοβιέτ Πετρούπολης και Μόσχας, που άτυπα αποτελούσαν το κεντρικό όργα­νο, ένα είδος κυβέρνησης των σοβιέτ, όπως έλεγε ο Λένιν.
Το δεύτερο συνέδριο των σο­βιέτ συνέρχεται μετεπαναστατικά (25 Οκτω­βρίου) με πλειοψηφία τους μπολσεβίκους. Όσο η επανάσταση εξαπλώνεται, το σύστη­μα των σοβιέτ εξαπλώνεται επίσης αγκαλιά­ζοντας τη χώρα, ενώ συνέδρια συγκαλού­νται περισσότερα από ένα το χρόνο (στις 23 Ιανουαρίου 1918 συγκαλείται το τρίτο συνέ­δριο των σοβιέτ).

Αν θα έπρεπε να καταργηθεί η συντακτική συνέλευση είναι ιστορικό θέμα, που για να αξιολογηθεί θα πρέπει να υπολογιστούν και να εκτιμηθούν οι όροι της συ­γκυρίας. Τα επιχειρήματα των μπολσε­βίκων φαίνονται βάσιμα: Οι εκλογές για τη συντακτική συνέλευση πραγματοποι­ήθηκαν με νόμο που έφερνε σε μειονε­κτική θέση τους υποστηρικτές της σο­βιετικής εξουσίας, με προεπαναστατι­κούς εκλογικούς καταλόγους, η σοβιε­τική εξουσία δεν είχε επικρατήσει ή δεν είχε εδραιωθεί σ' ολόκληρη την αχανή χώρα κ.ο.κ. Εξάλλου η συντακτική συ­νέλευση αρνήθηκε να συνεργαστεί και να υιοθετήσει τις αποφάσεις των σοβι­έτ. Αποδείχτηκε ιστορικά αναντίστοιχη με τη νικηφόρα επανάσταση, γι' αυτό και το συνέδριο των σοβιέτ, ως κυρίαρ­χο και αντιπροσωπευτικό όργανο τους, ζήτησε την έκπτωση της. Και εν πάση περι­πτώσει είναι άλλο πράγμα η σκοπιμότητα ή όχι της κατάργησης της συντακτικής συνέλευσης και άλλο η ύπαρξη γενικής αντιπρο­σώπευσης, που υπήρχε πάντως με τη μορ­φή των συνεδρίων των σοβιέτ.

Η έκπτωση της συντακτικής συνέλευ­σης καθόλου δεν κατέπνιξε την πολιτική ζωή στα σοβιέτ, όπως φοβόταν η Λουξε­μπουργκ, τουλάχιστον τα πρώτα χρόνια. Το συνέδριο των σοβιέτ συνδυάζει την κα­τοχή, σε αντιδιαστολή με το αστικό κρατι­κό σύστημα, της νομοθετικής και της εκτε­λεστικής εξουσίας, ορίζει την κυβέρνηση, που ονομάστηκε σοβιέτ των επιτρόπων του λαού (Σοβναρκόμ), εντεταλμένη να εφαρ­μόζει τις αποφάσεις του ανώτατου σοβι­έτ. Με αποφάσεις των πρώτων συνεδρίων των σοβιέτ, τα σοβιέτ όλων των μορφών αναγνωρίζονται σαν πηγή και κάτοχοι της νέας εξουσίας. Είναι απολύτως κυρίαρχα όσον αφορά τα προβλήματα τοπικού χα­ρακτήρα, έχουν όμως και γενικά καθήκο­ντα, όπως η διάλυση των αντεπαναστατικών οργανώσεων, η δήμευση των περιου­σιών, η συμβολή στο σχεδιασμό της οικο­νομικής πολιτικής κ.ο.κ.

Δεν επαληθεύτηκαν επίσης (πάντα όσον αφορά τα πρώτα χρόνια) οι φόβοι της Ρόζας ότι η έκπτωση της συντακτικής συνέλευσης και η κατάργηση των γενικών εκλογών αστικο-κοινοβουλευτικού τύπου οδηγούν στο μονοκομματισμό, στην κατάπνιξη της πολιτικής ζωής στα ίδια τα σοβιέτ και σε κάθε πολιτικό θεσμό, στην κατάργηση της ελευθερίας του Τύπου, των συγκεντρώσεων, της ελεύθερης διαπάλης ιδεών.
Γενική εκπροσώπηση υπάρχει με την εκλογή απ' το σύνολο των σοβιέτ αντιπρο­σώπων που συγκροτούν το συνέδριο των σο­βιέτ (ανώτατο σοβιέτ). Το όργανο αυτό είναι κυρίαρχο, συνδυάζει νομοθετικές και εκτε­λεστικές εξουσίες, είναι κατά πολύ υπέρτερο απ' τα υποβαθμισμένα και υποκείμενα στην εκτελεστική εξουσία αστικά κοινοβούλια. Και το κυριότερο, δεν αποξενώνεται απ' την κοι­νωνία όπως τα αστικά κοινοβούλια, που επι­κοινωνούν μέσω των κομμάτων με τους πο­λίτες στις εθνικές εκλογές, αλλά και στρεβλώ­νουν τη λαϊκή ετυμηγορία.

Παράλληλα, με ης ενισχυμένες αρμοδιότητες των σοβιέτ και των άλλων θεσμών εξασφαλίζεται μια μορφή άμεσης δημοκρατίας. Αυτή θα ενισχύεται με την ανάληψη όλο και περισσότερων εξουσι­ών όσο θα αναβαθμίζεται και θα οδεύει προς την απονέκρωση της η εργατική δημοκρατία.
Στο σύνολο της άρθρωσης της συμβουλιακής (σοβιετικής) δημοκρατίας, απ' το ερ­γοστασιακό σοβιέτ ως την ανώτατη συνέλευ­ση των σοβιέτ, ισχύουν οι βασικές αρχές του προλεταριακού κράτους που πρωτοεφαρμόστηκαν στην Παρισινή Κομμούνα, σαν δι­κλείδα ασφαλείας κατά της γραφειοκρατί­ας: η εκλογιμότητα όλων των εκλεγμένων, ο διαρκής έλεγχος τους, η ανακλητότητα, η εναλλακτικότητα.

Απ' την άλλη, μετά την επανάστα­ση οι μπολσεβίκοι απέκτησαν μεν την πλειοψηφία στο συνέδριο των σοβι­έτ, όμως και τα άλλα κόμματα δρού­σαν ελεύθερα. Μάλιστα, οι αριστεροί εσέροι συμμετείχαν στη σοβιετική κυ­βέρνηση μέχρι τη συνθήκη Μπρεστ-Λιτόφσκ. Δεν υπήρξε νόμος κατάρ­γησης του πολυκομματισμού. Η κα­τάργηση των κομμάτων είναι απόρ­ροια της εχθρικής στάσης τους απέ­ναντι στη σοβιετική εξουσία στη δι­άρκεια του εμφυλίου.

Η δημοκρατία των συμβουλίων εξασφαλίζει τη δυνατότητα άσκησης των δημοκρατικών ελευθεριών απ' τους εργαζόμενους στο πλαίσιο βέ­βαια της σοσιαλιστικής νομιμότη­τας. Οι εργαζόμενοι δεν έχουν μό­νο το δικαίωμα ελευθερίας της έκφρασης, δραστηριότητας, εκδηλώσεων και συγκε­ντρώσεων αλλά τους εξασφαλίζεται και η δυνατότητα άσκησης αυτών των ελευθε­ριών με πρόσβαση στα μαζικά μέσα ενη­μέρωσης, στο υλικό προπαγάνδας, στην εξασφάλιση αιθουσών και ανοιχτών χώ­ρων συγκέντρωσης κ.ά. Μέχρι τον εμφύ­λιο, αλλά σ' ένα βαθμό και στη διάρκεια του, κυκλοφορούσαν ελεύθερα εφημερί­δες όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Εί­ναι χαρακτηριστικό ότι οι μπολσεβίκοι, ενώ είχαν απαγορεύσει την έκδοση της εφημερίδας των μενσεβίκων, μετά τον Ιού­νη του 1918 και το 1919 επέτρεψαν την έκδοση της. Ακόμη και για το πολυσυζη­τημένο θέμα αν παραχωρούνται δημοκρα­τικά δικαιώματα στους αστούς, ο Λένιν τό­νιζε ότι δεν είναι θέμα αρχής αλλά θέμα συσχετισμού δυνάμεων.

Η στρατηγική ανατροπής του καπιταλισμού

ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΙΚΟΥ ΜΗΧΑΝΙΣΜΟΥ, ΟΧΙ ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΜΕΣΩ ΣΥΣΧΕΤΙΣΜΩΝ


Την κριτική της Ρόζας Λούξε­μπουργκ για την έκπτωση της συντακτικής συνέλευσης την ταυτίζει ο δεξιός και αριστερός ρεφορμισμός, στα χνάρια του Πουλατζά, με την αστικοκοινοβουλευτική αντιπροσώπευση, ενώ η Ρόζα την αντιλαμ­βανόταν ως στοιχείο της συμβουλιακής δια­δικασίας. Τη λενινιστική εχθρότητα υποτίθε­ται προς την αντιπροσωπευτική δημοκρατία αξιοποιούν και σήμερα αυτά τα ρεύματα, για να αναιρέσουν την επαναστατική ανατροπή του καπιταλισμού και να αναδείξουν τον ρε­φορμιστικό δρόμο. Με βάση αυτή την αντί­ληψη, κατασκευάζουν μιαν αυθαίρετη συλ­λογική σύνθεση. Η απόρριψη της αστικής αντιπροσώπευσης ταυτίζεται με την αντίλη­ψη του κράτους-εργαλείου, το οποίο χειρί­ζεται κατά βούληση η αστική τάξη και είναι αδιαπέραστο (ακόμη κι οι αντιπροσωπευτικοί θεσμοί του) απ' τους αγώνες των λαϊκών μα­ζών. Μ' αυτή την κατασκευή παρωδείται συ­νολικά η επαναστατική στρατηγική. Το κρά­τος αλληγορικά παρουσιάζεται σαν φρούριο.

Οι λαϊκές μάζες με πόλεμο κινήσεων προ­σπαθούν να περικυκλώσουν το φρούριο δη­μιουργώντας παράλληλα (δυαδική) εξουσία. Σαν φρούριο που είναι, η κρατική εξουσία δεν μπορεί παρά να αλωθεί εξ εφόδου, για να σαρωθεί μετά την άλωση μεμιάς ο κρα­τικός μηχανισμός και να υποκατασταθεί απ' την παράλληλη εξουσία (τα σοβιέτ). Με τέ­τοια κατασκευάσματα ο ρεφορμισμός, δεξιός και αριστερός, ανασκευάζει την επιστημονι­κή επαναστατική θεωρία ανατροπής του κα­πιταλισμού. Ταυτίζει την επαναστατική δια­δικασία με μια στιγμή της (εξέγερση, γενική απεργία, «κατάληψη των Χειμερινών Ανα­κτόρων»). Ο δεξιός ρεφορμισμός απορρίπτει λόγω αστικής νομιμοφροσύνης τη δυαδική εξουσία. Ο αριστερός ρεφορμισμός (νεορεφορμισμός) την υιοθετεί φραστικά αλλά ως διαρκή διαδικασία και όχι ως αντιεξουσία, που απ' τη φύση της εμφανίζεται μόνο στη φάση όξυνσης των αντιθέσεων και της ταξι­κής πάλης και δεν μπορεί να είναι διαρκής. Στην εξελικτική θεωρία φυσικά δεν υπάρ­χει χώρος και για τη θεμελιώδη έννοια της επαναστατικής κατάστασης. Ο Πουλατζάς κάνει μια απόπειρα περιγραφής της, μιλώ­ντας για κρίση του κράτους. Σπεύδει όμως να διευκρινίσει ότι αυτή η κρίση δεν ανάγε­ται στην κατάρρευση και κατάκτηση του κρά­τους απ' την παράλληλη αντιεξουσία του κοι­νωνικοπολιτικού επαναστατικού μετώπου. Σε πλήρη αντίθεση ο ρεφορμισμός επικεντρώ­νει το θέμα της εξουσίας στη «δομή» αστικό κράτος, που αποτελεί τη συμπύκνωση ενός συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των τάξεων. Σύμφωνα με τη στρουκτουραλιστική αντί­ληψη, το ζητούμενο δεν είναι η καταστροφή της δομής-κράτος αλλά οι ποσοτικές μετατο­πίσεις στο εσωτερικό της. Δηλαδή, με πολιτική ορολογία, «η ανατροπή του συσχετισμού δυνάμεων υπέρ των λαϊκών μαζών πάνω στο στρατηγικό έδαφος του (σ.α: αστικού) κρά­τους». Αυτή η αντίληψη παρακάμπτει και την επαναστατική θεωρία της καταστροφής των κρατικών μηχανισμών, ιδιαίτερα των κατα­σταλτικών, αντικαθιστώντας την καταστρο­φή με τη θεωρία της αλλαγής του συσχετι­σμού στο εσωτερικό τους!

ΕΡΓΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

Εξουσία πλειοψηφίας των εργαζομένων


Η προσφιλέστερη κατηγορία κατά της εργα­τικής δημοκρατίας είναι ο υποτιθέμενος αντιδη-μοκρατισμός της, η καταστρατήγηση ελευθεριών και δικαιωμάτων, η επιβολή της δικτατορίας του προλεταριάτου. Ωστόσο η εργατική δημοκρατία είναι η μόνη πραγματική δημοκρατία με την κυ­ριολεκτική έννοια του όρου.

Είναι η εξουσία της συντριπτικής πλειοψηφίας των εργαζόμενων τάξεων και όχι μιας δράκας εκμεταλλευτών. Εί­ναι εξουσία με κοσμοϊστορική αποστολή, εφό­σον δεν καταργεί μόνο την καπιταλιστική αλλά γενικά την κάθε είδους κοινωνική εκμετάλλευ­ση. Συγκεράζει την άμεση δημοκρατία της αρχαί­ας Αθήνας με την αντιπροσωπευτική δημοκρατία των σύγχρονων πολυάνθρωπων κοινωνιών, χω­ρίς να αποξενώνεται απ' την κοινωνία, όπως η αστική εξουσία, αλλά συναρθρώνεται διαλεκτικά μ' αυτήν συγκροτώντας απ' τα κάτω προς τα πά­νω ένα πλέγμα δομημένο στις αρχές της Παρισι­νής Κομμούνας, με βάση τις οποίες ο Μαρξ ανα­φώνησε ότι ανακαλύφθηκε η μορφή του εργατι­κού κράτους. Οι αρχές αυτές είναι η εκλογιμότη­τα, ο έλεγχος, η ανακλητότητα, η εναλλαγή των εκλεγόμενων.

Η εργατική δημοκρατία δεν θεσπί­ζει απλώς δικαιώματα πρωτόγνωρα στην ιστορία, όπως η δυνατότητα ανάκλησης των εκλεγμένων, και στο πιο υψηλό επίπεδο, την ιδιοκτησία αλλά και τη διαχείριση των μέσων παραγωγής. Εξα­σφαλίζει και τους όρους για την άσκηση αυτών των δικαιωμάτων: Οικονομική άνεση, ελεύθερο χρόνο, τα απαιτούμενα υλικά μέσα (ΜΜΕ, χώ­ρους, σχολεία, νοσοκομεία, φυσικό περιβάλλον κ.ά.), εκπαίδευση όχι μόνον ειδική - επαγγελμα­τική αλλά και γενική ανθρωπιστική.

Η αγοραία κατασυκοφάντηση του πολιτικού εποικοδομήματος της σοσιαλιστικής κοινωνίας απ' τους αστούς ιδεολόγους και πολιτικούς τρο­φοδοτείται από αντικειμενικούς παράγοντες αλ­λά και απ' τις ταξικές ιδεοληψίες τους.

Οι πρώ­τοι αφορούν την παραμόρφωση και τον γραφει­οκρατικό εκφυλισμό του εργατικού κράτους στις χώρες του «υπαρκτού σοσιαλισμού» και τη με­τάλλαξη τους σε ιδιότυπα εκμεταλλευτικά κα­θεστώτα. Αυτή είναι η πραγματικότητα και δί­καια δέχεται τα βέλη της κριτικής. Η αστική κρι­τική όμως είναι κακόπιστη και στρεβλωτική, γιατί παραγνωρίζει τα ιστορικά επιτεύγματα της εργα­τικής δημοκρατίας που αποτελούν παρακαταθή­κη ιστορικής εμβέλειας (νικηφόρα λαϊκή επανά­σταση, κατάργηση της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, εξουσία των συμβουλίων ερ­γατών και αγροτών κ.ά.). Αλλά και μετά τον γρα­φειοκρατικό εκφυλισμό του εργατικού κράτους διατηρήθηκαν ορισμένες σημαντικές κατακτή­σεις σαν αποτέλεσμα της αρχικής δυναμικής της επανάστασης, όπως η εξάλειψη της φτώχειας και της ανεργίας, η δωρεάν παιδεία και περίθαλψη, η στέγαση, η ενέργεια, οι συγκοινωνίες, η κατάρ­γηση της ατομικής ιδιοκτησίας των μέσων πα­ραγωγής, ο κεντρικός, αν και γραφειοκρατικός, σχεδιασμός της οικονομίας.

Τη λυσσαλέα επίθεση όχι απλώς κατά του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά κατά των δυνα­τοτήτων της εργατικής δημοκρατίας υποθάλ­πει και η πανσπερμία των ενδοαριστερών αντι­λήψεων και η οξύτητα σε αρκετές περιπτώσεις των αντιπαραθέσεων τους για το εργατικό κρά­τος. Στο έδαφος τους όμως κερδοσκοπεί και η αστική ιδεολογία, για ν' απαξιώσει γενικά και να αμαυρώσει το εργατικό κράτος. Όπως συνέβη, για παράδειγμα, με την κριτική της Ρόζας Λού­ξεμπουργκ στους μπολσεβίκους για την έκπτω­ση της συντακτικής συνέλευσης, που από επι­τήδειους ιδεολόγους περίπου παρουσιάστηκε σαν υπεράσπιση της αστικής αντιπροσωπευτι­κής δημοκρατίας.
Εντούτοις οι αμύντορες της αστικής δημοκρα­τίας δεν δικαιούνται να κομπορρημονούν για τον «παράδεισο» της δημοκρατίας τους. Στην πραγ­ματικότητα, η δημοκρατία τους είναι επιτροπή διαχείρισης των καπιταλιστικών συμφερόντων!

Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ 26/1/2014

Δεν υπάρχουν σχόλια :