Αριστερή Αντικαπιταλιστική Συσπείρωση
Απόφαση ολομέλειας
1. Οι βουλευτικές εκλογές της 6 Μάη εξέφρασαν με πρωτοφανή τρόπο την βαθιά κρίση πολιτικής εκπροσώπησης που χαρακτηρίζει την ελληνική πολιτική σκηνή. Τα δύο αστικά κόμματα εξουσίας που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία τα τελευταία σαράντα χρόνια έπεσαν σε ιστορικά χαμηλά ποσοστά, ανάλογα μόνο με αυτά που αφορούσαν σε περιόδους ιστορικών πολιτικών και κοινωνικών κρίσεων. Ειδικά η συντριβή του ΠΑΣΟΚ, στα μεγάλα αστικά κέντρα και στις εργαζόμενες τάξεις θα βαθύνει τα στοιχεία της πολιτικής κρίσης. Από κοντά και οι μνημονιακοί τους εταίροι ΛΑΟΣ και ΔΗΣΥ, συνετρίβησαν πολιτικά.
Αναμφίβολα η μαζική αποδέσμευση, των εργαζόμενων τάξεων από την επιρροή του δικομματισμού, αποτελεί το βασικό στοιχείο των βουλευτικών εκλογών και αντανακλούν όχι μόνο την κοινωνική δυσαρέσκεια και την κρίση νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού προσωπικού, αλλά και αντανακλούν τις επιπτώσεις σε πολιτικό επίπεδο των μεγάλων κοινωνικών αγώνων της προηγούμενης διετίας. Με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, κατέρρευσε η διαίρεση μεταξύ των δύο κομμάτων που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία και που χαρακτήρισε την πολιτική σκηνή μεταπολιτευτικά και καθόρισε και την μορφή των πολιτικών σχέσεων αλλά και σε σημαντικό βαθμό την κοινωνική στρατηγική του κεφαλαίου. Οπως είχαμε προβλέψει, σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές που προαναγγέλθηκε το τέλος της μεταπολίτευσης που πέρναγε μέσα από την κρίση του ΠΑΣΟΚ (1989, 2004), αυτή τη φορά η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ. στο σύνολο της πολιτικής του και η ανάδειξη του στο βασικό φορές των νεοφιλελεύθερων κατευθύνσεων στη συγκυρία της κρίσης, είχε σαν αποτέλεσμα την αναντιστρεπτή διάρρηξη των σχέσεων με βασικές κοινωνικές κατηγορίες της κοινωνικής του εκπροσώπησης. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί και την ποιο κεντρική τάση της πολιτικής σκηνής που παράγει και την αστάθεια του πολιτικού σκηνικού. Δηλαδή, την διάρρηξη των σχέσεων μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων, με ένα κόμμα που θα μπορούσε να ενσωματώσει τμήματα των επιδιώξεων τους στο πολιτικό σύστημα και να τις μετασχηματίσει σε ενεργητική στήριξη της αστικής στρατηγικής. Η ανασυγκρότηση μίας τέτοιας πολιτικό ιδεολογικής σχέσης είναι βασικό ζητούμενο για το αστικό πολιτικό σύστημα, αν και βραχυπρόθεσμα δύσκολα εφικτό στο βαθμό που δεν υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για μία τέτοια ενσωμάτωση, και ανασυγκρότηση των πολιτικό ιδεολογικών σχέσεων.
Αναμφίβολα η μαζική αποδέσμευση, των εργαζόμενων τάξεων από την επιρροή του δικομματισμού, αποτελεί το βασικό στοιχείο των βουλευτικών εκλογών και αντανακλούν όχι μόνο την κοινωνική δυσαρέσκεια και την κρίση νομιμοποίησης του αστικού πολιτικού προσωπικού, αλλά και αντανακλούν τις επιπτώσεις σε πολιτικό επίπεδο των μεγάλων κοινωνικών αγώνων της προηγούμενης διετίας. Με τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, κατέρρευσε η διαίρεση μεταξύ των δύο κομμάτων που εναλλάσσονταν στην κυβερνητική εξουσία και που χαρακτήρισε την πολιτική σκηνή μεταπολιτευτικά και καθόρισε και την μορφή των πολιτικών σχέσεων αλλά και σε σημαντικό βαθμό την κοινωνική στρατηγική του κεφαλαίου. Οπως είχαμε προβλέψει, σε αντίθεση με τις προηγούμενες φορές που προαναγγέλθηκε το τέλος της μεταπολίτευσης που πέρναγε μέσα από την κρίση του ΠΑΣΟΚ (1989, 2004), αυτή τη φορά η ταύτιση του ΠΑΣΟΚ με τη Ν.Δ. στο σύνολο της πολιτικής του και η ανάδειξη του στο βασικό φορές των νεοφιλελεύθερων κατευθύνσεων στη συγκυρία της κρίσης, είχε σαν αποτέλεσμα την αναντιστρεπτή διάρρηξη των σχέσεων με βασικές κοινωνικές κατηγορίες της κοινωνικής του εκπροσώπησης. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί και την ποιο κεντρική τάση της πολιτικής σκηνής που παράγει και την αστάθεια του πολιτικού σκηνικού. Δηλαδή, την διάρρηξη των σχέσεων μεγάλων τμημάτων των εργαζόμενων τάξεων, με ένα κόμμα που θα μπορούσε να ενσωματώσει τμήματα των επιδιώξεων τους στο πολιτικό σύστημα και να τις μετασχηματίσει σε ενεργητική στήριξη της αστικής στρατηγικής. Η ανασυγκρότηση μίας τέτοιας πολιτικό ιδεολογικής σχέσης είναι βασικό ζητούμενο για το αστικό πολιτικό σύστημα, αν και βραχυπρόθεσμα δύσκολα εφικτό στο βαθμό που δεν υπάρχουν οι υλικές προϋποθέσεις για μία τέτοια ενσωμάτωση, και ανασυγκρότηση των πολιτικό ιδεολογικών σχέσεων.
2. Από την άλλη πλευρά, η εκτίμηση ότι ο συνασπισμός εξουσίας θα προέκρινε μία πολιτική λύση μετατόπισης της πολιτικής σκηνής σε ποιο αυταρχική κατεύθυνση με την συγκρότηση του κυβερνητικού κέντρου με άξονα τις δυνάμεις της Ν.Δ. και με την υποστήριξη άλλων δεξιών δυνάμεων όπως του ΛΑΟΣ και τη στήριξη του ΠΑΣΟΚ, ανακόπηκε με πάταγο λόγω της εκλογικής αποστοίχισης, από το μπλοκ της Ν.Δ ευρύτατων μαζών που στράφηκαν πρωτίστως στο κόμμα του Καμμένου, αλλά και στη Χ.Α ή και σε άλλες πολιτικές δυνάμεις. Η εξέλιξη αυτή αποτελεί ένα δεύτερο στοιχείο κρίσης εκπροσώπησης που ενέτεινε τα στοιχεία πολιτικής κρίσης, οδηγώντας στην έλλειψη δυνατότητας συγκρότησης κυβέρνησης από τις αστικές πολιτικές δυνάμεις παρά την πριμοδότηση του εκλογικού νόμου. Πρόκειται για ένα στοιχείο που πρέπει να το λάβουμε υπ όψη μας στο βαθμό που θεωρούσαμε ότι η Ν.Δ. λόγω των κοινωνικών και ιδεολογικών χαρακτηριστικών της εκλογικής της βάσης θα διατηρούσε ένα εκλογικό μπλοκ ποιο συμπαγές. Ωστόσο, αν και το βασικό στοιχείο που έχει θετικά χαρακτηριστικά είναι η σχετική αποδιάρθρωση του εκλογικού μπλοκ της Ν.Δ. και ο κατακερματισμός της δεξιάς, η εκλογική της επιρροή, σαν σύνολο παραμένει υψηλή – αθροιστικά τα κόμματα που αναφέρονται με κάποιο τρόπο σε αυτή Ν.Δ. – ΔΗΣΥ – ΛΑΟΣ – Δράση - Χ.Α – Αν Ελληνες – Δημιουργία Ξανά – ξεπερνούν το 46 %. Το γεγονός αυτό όπως και οι γενικότερες τάσεις θα καταστήσουν απαραίτητα για το αστικό πολιτικό σύστημα, την προσπάθεια ανασυγκρότησης της ενότητας της δεξιάς και της αναζήτησης βραχυμεσοπρόθεσμα μίας πολιτικής λύσης με άξονα τη δεξιά παράταξη και μετατοπισμένο τον πολιτικό λόγο στα ζητήματα νόμου και τάξης.
3. Η αριστερά (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, Ανταρσύα, άλλες δυνάμεις της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς) απέσπασε 1.700.000 ψήφους και κατέλαβε ένα ποσοστό 27 %, το υψηλότερο από τον εμφύλιο και μετά. Όμως αποτελεί αρνητικό στοιχείο ότι η βασική κερδισμένη δύναμη είναι ο ΣΥΡΙΖΑ, ο οποίος όλη την προηγούμενη περίοδο και ειδικά πριν τις εκλογές υιοθέτησε μία φιλο ΕΕ και φιλο ΟΝΕ στάση, αποφεύγοντας να απαντήσει στα τρομοκρατικά διλήμματα και λειτουργώντας ως ανάχωμα, απέναντι, σε μία ποιο αντισυστημική μετατόπιση. Αντίστοιχα η πολιτική συμμαχία με τους διαφωνούντες του ΠΑΣΟΚ, που όλα τα προηγούμενα χρόνια στήριξαν τη νεοφιλελεύθερη πολιτική τουλάχιστον στην Αττική φαίνεται ότι θα έχει επιπτώσεις και στην διάρθρωση της κοινοβουλευτικής του ομάδας, ενισχύοντας πιθανά μια σοσιαλδημοκρατική του κατεύθυνση. Έτσι αυτές οι εκλογές παρά τις συνθήκες της οξύτατης κοινωνικής και πολιτικής κρίσης εξέφρασαν μία αλλαγή των συσχετισμών στην αριστερά και την ενίσχυση των φιλο ΕΕ και φιλο ΟΝΕ δυνάμεων και την καθήλωση των αντι ΕΕ δυνάμεων. Η εξέλιξη αυτή αντανακλά ότι η επίδραση πτυχών της κυρίαρχης ιδεολογίας όπως η παραμονή στην ΟΝΕ, δεν είναι εύκολο να ξεπεραστεί παρά τις κοινωνικές συνθήκες της κρίσης. Οπως φαίνεται και στο διαχρονικό βαθμό υποστήριξης της παραμονής στο Ευρώ – παρά το γεγονός ότι γενικά οι δημοσκοπήσεις ειδικά σε θέματα που δεν μπορούν να αποτυπωθούν στην κάλπη είναι παραποιημένες καταγράφουν κάποιες τάσεις – η αποδοχή της ένταξης στο Ευρώ και στην Ε.Ε. παραμένει αρκετά ισχυρή και αυτό αποτελεί μία ιδεολογική αντανάκλαση και της οικονομικής ανόδου των τελευταίων δεκαπέντε χρόνια που συνέδεσε με υλικούς όρους σημαντικά τμήματα των μικροαστικών στρωμάτων αλλά και των τμημάτων των άλλων εργαζόμενων τάξεων. Αντανακλά επίσης μία ενδιάμεση κατάσταση πρόθεση επαναφοράς σε μία κατάσταση προ μνημονίου, χωρίς μία «καταστροφική» ρήξη με την Ε.Ε. που θα σημάνει ακόμα μεγαλύτερη πτώση του βιοτικού επιπέδου όπως την αντιλαμβάνονται τμήματα των εργαζόμενων τάξεων
4. Από ορισμένους συντρόφους τίθεται το ερώτημα γιατί αυτή η ψήφος δεν κατευθύνθηκε πρωτίστως προς την ΔΗΜΑΡ. Πρώτα απ΄ όλα ένα σημαντικό μέγεθος αυτής της ψήφου κατευθύνθηκε προς τη ΔΗΜΑΡ, κάτι που αντανακλά και τη σχετική ανθεκτικότητα της στις δημοσκοπήσεις μετά τις εκλογές. Από την άλλη πλευρά μία ψήφος προς την ΔΗΜΑΡ, για σημαντικά τμήματα του κόσμου, που ψήφισε το ΣΥΡΙΖΑ, δεν θα είχε αντιμνημονιακό χαρακτήρα, στο βαθμό που πολλοί θα θεωρούσαν και βάσιμα ότι η ΔΗΜΑΡ, θα μπορούσε να συμμετάσχει στο σχηματισμό κυβέρνησης με τις μνημονιακές δυνάμεις. Ετσι η ψήφος στο ΣΥΡΙΖΑ, έχει άλλη ποιότητα από ότι στη ΔΗΜΑΡ, είναι μία ψήφος αριστερόστροφα χαρακτηριστικά, η οποία όμως παραμένει σε ένα ενδιάμεσο επίπεδο σε σχέση με τα πραγματικά διλήμματα της συγκυρίας. Η εκλογική άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ και η προνομιμοποίηση του πολιτικού σχεδίου μιας αριστερής διαχείρισης μέσα στα πλαίσια της Ε.Ε. και της Ο.Ν.Ε., σε αντίθεση με τα αρνητικά αποτελέσματα των δυνάμεων της αριστεράς που προωθούν μία περισσότερο αντισυστημική πολιτική κατεύθυνση ρήξης με την Ε.Ε. και την Ευρωζώνη, αντανακλά το γεγονός ότι για πλατιά τμήματα των λαϊκών στρωμάτων η πρόσδεση στην «ευρωπαϊκή στρατηγική» και την Ευρωζώνη παραμένει ισχυρή, αποτέλεσμα τόσο υλικών παραμέτρων, όσο και της διαμόρφωσης ενός ιδεολογικού συσχετισμού που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί ακόμα και στο πλαίσιο της κρίσης. Η συνεπής και διαρκής, από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ, διαβεβαίωση ότι υπάρχει εναλλακτική διέξοδος η οποία να συνδυάζει την άρση των μέτρων του μνημονίου και την παραμονή στην Ευρωζώνη αποτελεί το κεντρικό σημείο που οδήγησε στην εκλογική του άνοδο.
5. Το ζήτημα της αποδοχής της ΟΝΕ και της Ε.Ε. και της απόρριψης του μνημονίου, αποτελεί μία ιδεολογική και πολιτική μάχη που δεν έχει κερδηθεί ακόμα, και δεν θα ήταν εύκολο αυτό να γίνει από δυνάμεις όπως η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η πολιτική δύναμη η οποία εν μέρει με μία άλλη στρατηγική θα μπορούσε, να βαθύνει την αντίθεση με την ΟΝΕ και να την καταστήσει ηγεμονική στην αριστερά, αλλά και με βαρύνουσα σημασία σε τμήματα των λαϊκών μαζών, θα μπορούσε να είναι το ΚΚΕ. Αν την περίοδο της ανάπτυξης της οικονομικής κρίσης, αλλά και της κρίσης μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και του διαχωρισμού της ΔΗΜΑΡ, ακολουθούσε μία μετωπική πολιτική, αποδεχόμενο το μεταβατικό πρόγραμμα διεξόδου από την κρίση και καθιστώντας την ρήξη με την ΟΝΕ, ως ένα ενδεχόμενο ανακούφισης των λαϊκών τάξεων από την κρίση, και όχι μία πτυχή του σοσιαλιστικού προγράμματος, που θα υλοποιείτο από την εργατική εξουσία, θα μπορούσε να μετατοπίσει το ΣΥΡΙΖΑ, άλλωστε υπήρχαν και υπάρχουν σοβαρές δυνάμεις στο εσωτερικό σε ανάλογη κατεύθυνση και να αλλάξει τους ιδεολογικούς συσχετισμούς στις λαϊκές τάξεις μέσα από την παρουσία ενός αριστερού κοινωνικό πολιτικού μετώπου. Αντίθετα το ΚΚΕ, ακολούθησε μία αντιδραστική και καταστροφική πολιτική γραμμή α) απομονωτισμού και διαχωρισμού όχι μόνο από τις άλλες πολιτικές δυνάμεις της αριστεράς αλλά ακόμα και από τις εκδηλώσεις του κοινωνικού κινήματος που δεν καθοδηγούνταν άμεσα από αυτές, όπως οι κινητοποιήσεις στις πλατείες, οι λαϊκές συνελεύσεις κ.λ.π. β) συσκότισε την πραγματική σημασία της εξόδου από την ΟΝΕ και την αποκατάσταση εθνικής νομισματικής πολιτικής ως αναγκαία αλλά όχι ικανή συνθήκη για μία εναλλακτική πολιτική διεξόδου από την κρίση με την τοποθέτηση του τύπου είτε με ευρώ είτε με δραχμή ο λαός θα υποφέρει ενισχύοντας ουσιαστικά την αστική πολιτική αλλά και την πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ γ) συνέδεσε το άμεσο πρόγραμμα πάλης με τη μελλοντική λαϊκή εξουσία διαλυτοποιώντας τα αναγκαία μεταβατικά βήματα και κυρίως διαμορφώντας σύγχυση στις λαϊκές μάζες που είναι αδύνατον να ταυτιστούν στο καπιταλισμό του 21ου αιώνα με το σοσιαλισμό τύπου Σ.Ε.
6. Οι σοβαρές πολιτικές αδυναμίες και υστερήσεις εκείνων των πολιτικών δυνάμεων που έχουν διακηρυκτικά αντισυστημικό λόγο και πρώτα και κύρια του ΚΚΕ και η αποτυχία της στρατηγικής του αντανακλάται στο γεγονός ότι η προοπτική εξόδου από την ΟΝΕ, συγκεντρώνει καταφατικά πολύ υψηλότερα ποσοστά από τις δυνάμεις που το υποστηρίζουν. Το ΚΚΕ, απέτυχε να διαμορφώσει ένα πολιτικό μέτωπο που να ενσωματώσει ένα τμήμα των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που πολώνονταν καταφατικά σε αυτή την αντίθεση. Η πολιτική του καθήλωση σε μία τέτοια συγκυρία, όπου εκτοξεύθηκαν ένα σύνολο αντιμνημονιακών, δεξιών και αριστερών δυνάμεων, η περιχαράκωση του στα αστικά κέντρα, στις εργαζόμενες τάξεις και στις δυναμικές ηλικίες, και η πίεση που θα δεχθεί στις επόμενες εκλογές είναι αποτέλεσμα αυτής της πολιτικής στρατηγικής. Ωστόσο η πολιτική του στρατηγική βαθαίνει, τη κρίση εν΄όψει των επόμενων εκλογών. Ακολουθεί μία πολιτική σεκταριστική, αλλά και αντι ΣΥΡΙΖΑ από αντιδραστική σκοπιά, προσπαθώντας να παίξει με τις φοβίες των λαϊκών μαζών, για ενδεχόμενη κυβερνητική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ. Σπέρνει ταυτόχρονα αυταπάτες συγκρίνοντας το ΣΥΡΙΖΑ με την κεντροαριστερά και ένα μοντέλο εναλλακτικής κεντροαριστερής διαχείρισης που προσομοιάζει με το ΠΑΣΟΚ του 1981, όταν σήμερα κάτι τέτοιο δεν μπορεί να συμβεί.
7. Το αποτέλεσμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, είναι αναντίστοιχο με τη συγκυρία και τις απαιτήσεις της. Είναι γεγονός ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ τριπλασίασε τις επιδόσεις της σε σχέση με τις βουλευτικές εκλογές του 2009 ενώ εμφανίζει και εξαπλάσια ποσοστά από τις μέσες εκλογικές επιδόσεις της άκρας αριστεράς σε όλες τις εκλογές από το 1974 έως το 2009. Όμως αν συνεκτιμηθεί η κοινωνική συγκυρία, η πολιτική της κατεύθυνση που διακηρυκτικά είχε μαζικά χαρακτηριστικά και μπορούσε να αποτελέσει μία εναλλακτική πολιτική πρόταση τότε το αποτέλεσμα αποτελεί αποτυχία και θα δημιουργήσει πιέσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν κατάφερε να αποκρυσταλλώσει ένα επαρκές τρίτο διακριτό ρεύμα στην αριστερά, λαμβάνοντας υπ όψη και την εκλογική άνοδο του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελεί ένα ανταγωνιστικό πολιτικό σχέδιο. Υπάρχουν αντικειμενικοί παράγοντες που έπαιξαν ρόλο, ο εκλογικός νόμος, το ναρκοθετημένο πεδίο των εκλογών, τα ισχυρά διαχρονικά διλήμματα υπέρ του ευρώ, η ιστορική χαμηλή εκλογική απήχηση της άκρας αριστερά, με όλο το φορτίο που παράγει. Ωστόσο, κυρίως αυτό που βαραίνει σε σχέση με ένα εκλογικό αποτέλεσμα που θα μπορούσε να υπερβαίνει σημαντικά την επίδοση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και να κάνει τη διαφορά, αφορά την ίδια την πολιτική της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ειδικά μετά τις περιφερειακές εκλογές του 2010, όπου αποτυπώθηκε μία σημαντική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ απέφυγε, να κάνει οποιοδήποτε άνοιγμα σε άλλες δυνάμεις που εμφάνιζαν μία αντι ΟΝΕ και αντι ΕΕ κατεύθυνση και συνέκλιναν με το πρόγραμμα της, όχι μόνο για να διευρυνθεί πολιτικά, αλλά και για να οικοδομήσει πολιτικές σχέσεις στη βάση, σε επίπεδο συνοικιών, τοπικών πρωτοβουλιών, σωματείων με δυνάμεις, ρεύματα και αντιλήψεις που διαφοροποιούνταν από την δεξιόστροφη πολιτική μετατόπιση της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ και τη σεκταριστική πολιτική του ΚΚΕ.
Αποκορύφωμα αυτής της πολιτικής ήταν η απόρριψη της πολιτικής συνεργασίας με δυνάμεις του ΜΑΑ λίγες μέρες πριν τις εκλογές, παρά την ταύτιση τους με το πρόγραμμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, γεγονός που επέδρασε αρνητικά α) στην αποδυνάμωση του λόγου της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, που θα είχε μεγαλύτερη διεισδυτικότητα σε ένα ευρύτερο λαϊκό ακροατήριο, στο βαθμό θα εκφραζόταν και από ιστορικά στελέχη της αριστεράς, β) εμφανίζοντας την αναξιόπιστη σε σχέση με την πραγματική της πρόθεση για μία ευρύτερη μετωπική πολιτική και να ενισχύσει την επιχειρηματολογία του ΣΥΡΙΖΑ για τα αριστερίστικα χαρακτηριστικά της, τη λογική της χαμένης ψήφου κ.λ.π. Παράλληλα όλο το προηγούμενο διάστημα, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αντί να κατευθυνθεί προς τις μάζες με ένα μετωπικό πολιτικό πρόγραμμα, ανάλωσε υπερβολικές δυνάμεις, στους εσωτερικούς συσχετισμούς, τις μικροισορροπίες και τους μικροηγεμονισμούς, μεταξύ οργανώσεων, ή και προσώπων και τάσεων εντός των οργανώσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι τη σημαντικότερη περίοδο κοινωνικών αγώνων και κρίσης του πολιτικού συστήματος το Σεπτέμβριο – Οκτώβριο του 2011, η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ασχολείτο με την Συνδιάσκεψη της με τις γνωστές μεθοδολογίες και αποτελέσματα. Αλλά και οι πολιτικές επιλογές της προεκλογικής περιόδου (όπως η μη συνεργασία με τις δυνάμεις του ΜΑΑ) αλλά και εν μέρει ο τρόπος διεξαγωγής της προεκλογικής εκστρατείας έφερε τη σφραγίδα των επιδιώξεων, και των ισορροπιών μεταξύ οργανώσεων και των βασικών τους τάσεων. Ακόμα περισσότερο η απογείωση των τελευταίων ημερών της προεκλογικής περιόδου, περισσότερο έβλαψε μακροπρόθεσμα το εγχείρημα, παρά το βοήθησε. Δεν έλειψε η “επάρκεια και το στρατηγικό βάθος των προγραμματικών απαντήσεων” αλλά το άνοιγμα σε ευρύτερα ακροατήρια που έστω και δημοσκοπικά ασπάζονται τις θέσεις μας (παύση πληρωμών, έξοδος από ΟΝΕ κλπ). Αντίστοιχα στην ιδιαίτερη σημερινή συγκυρία, δεν ήταν η έλλειψη, ενός επαναστατικού κομμουνιστικού ανανεωτικού ρεύματος που καθόρισε την οριοθέτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά η αδυναμία της να υλοποιήσει μία μαζική πολιτική γραμμή σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Νομίζουμε ότι πολιτικές κατευθύνσεις για την οικοδόμηση του νέου κομμουνιστικού κόμματος, ή ενός νέου κομμουνιστικού φορέα, ή ακόμα χειρότερα η οικοδόμηση σχέσεων και προσωπικής προβολής, μέσω δικτύων διανοουμένων της αριστεράς, όπως φαίνεται και από τα αποτελέσματα είναι μακριά από τις απαιτήσεις της συγκυρίας.
8. Ανεξάρτητα από τα παραπάνω και τις δυσκολίες που θα αντιμετωπίσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί μία σημαντική πολιτική παρακαταθήκη η οποία πρέπει να ενισχυθεί. Αυτό που πρέπει να γίνει, είναι α) να αναπροσανατολισθεί η πολιτική της κατεύθυνση, σε μία πολιτική συμμαχιών στη βάση, επιχειρώντας να αξιοποιήσει τις υπαρκτές αντιφάσεις και διαθέσεις ενός σημαντικού δυναμικού που υποστήριξε την αριστερά και στις δύο βασικές της εκδοχές β) να επιχειρήσει να διευρυνθεί, να ενισχύσει την πολιτική δραστηριότητα της και να λειτουργήσει ως αυτό που πραγματικά είναι, ως μέτωπο και όχι ως πρόπλασμα μίας νέας οργάνωσης,.
9. Εκτός από την ενίσχυση της αριστεράς οι εκλογές αυτές κατέγραψαν μία μεγάλη άνοδο της ακροδεξιάς, κάτι που αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα και ποιο αρνητικά μηνύματα τους. Η τάση αυτή, αποκρυσταλλώνεται κυρίως στο αποτέλεσμα της Χ.Α., αλλά όχι μόνο. Ειδικά, η άνοδος της Χ.Α. με τα ιδιαίτερα φιλοναζιστικά, και τρομοκρατικά χαρακτηριστικά της, πρέπει να μελετηθεί, στο βαθμό που αναπτύσσεται ομοιογενώς σε περιοχές που δεν υπάρχουν μετανάστες και αντανακλά ευρύτερα αντιδραστικά χαρακτηριστικά, το ρατσισμό, το σεξισμό, τον αντικομμουνισμό, τον ατομισμό και τη ροπή προς τη βία, που αναπτύσσονται σε τμήματα της νεολαίας, των ανέργων και των μικροαστικών στρωμάτων μέσα στο νεοφιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα και οξύνονται μέσα στη κρίση. Για την εκτόξευση αυτή σίγουρα παίζει ρόλο η ενίσχυση του αυταρχισμού μέσω του μνημονίου, η ένταση της πολιτικής του κοινωνικού αυτοματισμού και διάσπασης της εργατικής τάξης (έλληνες εναντίον ξένων, εργάτες κατά δημοσίων υπαλλήλων κλπ), η μετατόπιση δηλαδή της πολιτικής συζήτησης σε πεδία που ενισχύουν τις πιο μαύρες πλευρές του συστήματος. Ρόλο παίζει και το αυξημένο βάρος των απασχολούμενων στους κρατικούς κατασταλτικούς μηχανισμούς ( αστυνομία, στρατός, δικαιοσύνη) ως ποσοστό των εργαζόμενων τάξεων στην Ελλάδα, που στις συνθήκες της κρίσης και της πόλωσης τροφοδότησε εκλογική και ιδεολογικά την ακροδεξιά. Η αριστερά είτε υποτίμησε αυτές τις τάσεις και την ανάγκη για αντιπαράθεση μαζί τους, είτε επιχείρησε να το κάνει, με τρόπους εξωτερικούς από τις ανάγκες και τις συνθήκες ύπαρξης των λαϊκών στρωμάτων στα οποία απευθύνεται η ακροδεξιά. H αριστερά δεν κατάφερε να αναδείξει ότι η ΧΑ είναι κατ’εξοχήν τμήμα του συστήματος (αποδοχή δανειακής σύμβασης και ΕΕ, συνεργασία με αστυνομία) και άφησε ελεύθερο το πεδίο στη ΧΑ χωρίς να αντιπαρατεθεί στις πρακτικές της που εγκλωβίζουν τμήματα της νεολαίας που νιώθει ιδιαίτερα την πίεση της ανεργίας. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί ότι υπάρχει ένας ισχυρός πυρήνας ψηφοφόρων του νεοναζισμού που θα ενισχυθεί με κρατικές χρηματοδοτήσεις, θα επενδύσει σε δίκτυα και επιχειρήσεις που θα αναπαράγουν τις ιδεολογικές πρακτικές της ΧΑ (εταιρείες security, γυμναστήρια) και θα λειτουργούν ως μηχανισμοί αλληλεγγύης και πελατείας με αποτέλεσμα τη διόγκωση του προβλήματος, όσο και αν ξεφουσκώσει συγκυριακά σε επόμενη εκλογική μάχη. Αλλωστε η ισχυρή και αυτόνομη καταγραφή δυνάμεων της λαϊκής δεξιάς και ακροδεξιάς (από το ΛΑΟΣ, μέχρι την ΧΑ) που ερίζουν για την ιδεολογική εκπροσώπηση των νικητών του εμφυλίου, τελικά (και σε συνθήκες κοινωνικής και πολιτικής πόλωσης μεταξύ δεξιάς και αριστεράς) θα ενισχύσει παρά θα πλήξει τη ΧΑ.
10. Είναι επιτακτική σήμερα η οικοδόμηση ενός μετώπου όλων των δυνάμεων της αριστεράς, αλλά ακόμα και αστικοδημοκρατικών δυνάμεων (ΔΗΜΑΡ, οικολόγοι κ.λ.π.), που με συγκεκριμένο και ενιαίο τρόπο και σε πολιτικό επίπεδο, αλλά κυρίως σε επίπεδο εργασιακών χώρων και συνοικιών, να αποκαλύπτει τις θέσεις και το ρόλο της ακροδεξιάς να αντιπαρατίθεται σε αυτές, αλλά και να την αντιμετωπίζει και πρακτικά σε κάθε επίπεδο και με κάθε πρόσφορο μέσο.
11. Τα εκλογικά αποτελέσματα σε μία πρώτη φάση φαίνεται να μην δίνουν διέξοδο στο αστικό πολιτικό σύστημα, και να οξύνουν τα στοιχεία πολιτικής κρίσης, κάτι που θα εντείνει και την κοινωνικό οικονομική κρίση. Αναμφίβολα αυτό θα συσπειρώσει τα κέντρα εξουσίας του πολιτικού συστήματος σε ποιο αυταρχικές κατευθύνσεις, ενιοποίησης των αστικών πολιτικών δυνάμεων, έντασης του αυταρχικού λόγου και πρακτικής, γιατί δεν υπάρχει σήμερα κάποια εναλλακτική διέξοδος κευνσιανού χαρακτήρα παρά μόνο η ένταση της συνολικότερης επίθεσης στα λαϊκά στρώματα. Στο πλαίσιο αυτό η επανάληψη, των εκλογών, θα εντείνει τα τρομοκρατική διλήμματα. Ωστόσο η γενικότερη συγκυρία είναι τέτοια, που η ρευστότητα θα παραμείνει και θα υπάρξουν σημαντικές δυνατότητες για τις αριστερές αντικαπιταλιστικές τάσεις στο βαθμό που θα αναπτύξουν μία συνεκτική μετωπική πολιτική κυρίως στους κοινωνικούς και εργασιακούς χώρους και θα αναπτύσσουν κοινές πρακτικές και πολιτικές σχέσεις με άλλες δυνάμεις και τάσεις στο εσωτερικό της αριστεράς.
12. Στη σημερινή συγκυρία υπάρχει πάντα ο κίνδυνος (και οι κινήσεις που γίνονται από πλευράς ΣΥΡΙΖΑ τον ενισχύουν) να εκτονωθεί η λαϊκή δυσαρέσκεια και αποφασιστικότητα με λογικές «ανάθεσης» της επίλυσης των προβλημάτων σε μια «αριστερή κυβέρνηση» στα πλαίσια της ΕΕ. Κατ’αρχήν καμιά «αριστερή» κυβέρνηση δεν μπορεί να σταθεί χωρίς ένα ρωμαλέο κίνημα ανατροπής στους χώρους δουλειάς, στη νεολαία, στις γειτονιές, Κατά δεύτερο και σημαντικότερο, η λογική της εξασφάλισης κοινοβουλευτικής στήριξης οδηγεί σε διαρκείς μετατοπίσεις προς τα δεξιά: από τη στάση πληρωμών περάσαμε στην τριετή αναστολή και στο μορατόριουμ, ενώ στα 5 σημεία της κυβερνητικής πρότασης δεν περιλαμβάνεται καν η καταγγελία της δανειακής σύμβασης. Αντίστοιχα ο συμβολικός και ουσιαστικός χαρακτήρας, της πρότασης της θέσης του Υπηρεσιακού Υπουργού από το Γ. Αρσένη, αντανακλά αυτή την μετατόπιση και την αγωνιώδη προσπάθεια για πολιτική συμμαχία με δυνάμεις σοσιαλφιλελεύθερου προσανατολισμού αλλά και την υποβολή διαπιστευτηρίων στα πραγματικά κέντρα εξουσίας. Yπό τον παρόντα κοινωνικό συσχετισμό όλες οι μερίδες του κεφαλαίου συνασπίζονται με όλα τα όπλα τους (ΔΝΤ, ΕΕ, ΕΚΤ, επιτρόπους, πιέσεις των αγορών κλπ) στο πρόγραμμα επίθεσης ενάντια στους εργαζομένους και αναίρεσης κάθε κοινωνικής κατάκτησης προηγούμενων χρόνων προκειμένου να μεταφερθούν τα βάρη της καπιταλιστικής κρίσης στη πλάτη των λαϊκών στρωμάτων. Η ΕΕ είναι ένας μηχανισμός στην αιχμή του δόρατος για την εφαρμογή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών και οι συσχετισμοί στο εσωτερικό της δεν αλλάζουν ούτε με την εκλογή σοσιαλδημοκρατικών κυβερνήσεων. Για να αλλάξει αυτός ο κοινωνικός συσχετισμός απαιτείται το δυνάμωμα και η ταξική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, απαιτείται όμως ταυτόχρονα και η ανάπτυξη ενός πλατιού αγωνιστικού μετώπου ρήξης και ανατροπής που θα βάλει στην προμετωπίδα του το αναγκαίο σήμερα πρόγραμμα για μια διέξοδο από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων, της νεολαίας, των πλατιών λαϊκών στρωμάτων (στάση πληρωμών-διαγραφή του χρέους-έξοδο από ΟΝΕ-ρήξη, σύγκρουση και αποδέσμευση από ΕΕ- εθνικοποιήσεις τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων χωρίς αποζημίωση και με εργατικό έλεγχο- απαγόρευση των απολύσεων-αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις). Στην γραμμή και την κατεύθυνση αυτή είναι αναγκαίο το λαϊκό κίνημα με τα δικά του όργανα (ταξικά συνδικάτα, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές καταλήψεων και αγώνα) να οργανωθεί προκειμένου να ανταποκριθεί στα κρίσιμα καθήκοντα. Η υιοθέτηση της πολιτικής που προβάλει ο ΣΥΡΙΖΑ (καταγγελία του μνημονίου μέσα στην ΟΝΕ-δημόσιο έλεγχο αντί για εθνικοποίηση των τραπεζών) είτε θα οδηγήσει στην ενσωμάτωση και στην διαχείριση της ίδιας μνημονιακής πολιτικής αλλάζοντας απλώς πολιτικό προσωπικό (αφού «δεν γίνεται αλλιώς» προκειμένου να παραμείνουμε στο ευρώ, όπως είναι και το σχέδιο Κουβέλη), είτε στη διαφυγή των κεφαλαίων στο εξωτερικό από την πρώτη κόλας μέρα καταγγελίας της δανειακής σύμβασης, αφού οι τράπεζες δεν θα έχουν εθνικοποιηθεί και δεν θα έχουν επιβληθεί μέτρα απαγόρευσης εξαγωγής κεφαλαίων (που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την πολιτική της ΕΕ). Η Αριστερά θα χρεωθεί σε αυτή την περίπτωση με ένα κοινωνικό χάος που θα την καθηλώσει για τις επόμενες δεκαετίες. Η καταγγελία της δανειακής σύμβασης ή θα συνδυασθεί με πολιτικές διάσωσης του λαϊκού εισοδήματος που έρχονται σε ευθεία σύγκρουση με την ΟΝΕ και την πολιτική της ΕΕ (ανάκτηση εθνικού νομίσματος, εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση, έλεγχο της αγοράς, επιβολή δασμών, ρήξη με επιταγές απελευθέρωσης του τομέα ενέργειας-μεταφορών-επικοινωνιών, ρήξη με ΚΑΠ, ρήξη με επιβαλλόμενα εμπάργκο κλπ) ή απλά θα είναι ένα σύνθημα χωρίς αντίκρυσμα, καλό για μια σοσιαλδημοκρατία έτοιμη να το ξεπουλήσει στην πρώτη στροφή. Υπό αυτή την έννοια δεν μπορεί να υπάρξει το επόμενο χρονικό διάστημα και ένα κοινό ψηφοδέλτιο της αριστεράς στο οποίο να συμμετάσχει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ αφού ούτε είναι δυνατόν να αποκρύψεις την πραγματικότητα, ούτε να αντιμάχονται μεταξύ τους οι συνυποψήφιοι. Ακόμα και αν εκλεγούν με αυτό το ψηφοδέλτιο βουλευτές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ τι στάση θα κρατήσουν; Θα ψηφίσουν την καταγγελία της δανειακής σύμβασης, χωρίς να παρθούν τα αναγκαία μέτρα;
13. Υπάρχει ένα σκεπτικό που διαπερνά οριζόντια μια σειρά οργανώσεις και ρεύματα, και διατυπώνεται ως εξής στο βαθμό που δεν υπάρχει μία εναλλακτική διαχείριση αποδεκτή από τον αστικό συνασπισμό εξουσίας σε εθνικό και διεθνές επίπεδο με άρση του μνημονίου και επαναφορά σε μία στρατηγική ορισμένων συμβιβασμών με τα λαϊκά στρώματα, η άνοδος του ΣΥΡΙΖΑ στην κυβερνητική εξουσία, και οι αναπόφευκτες αντιδράσεις θα οδηγήσουν αναγκαστικά στην έξοδο από το ευρώ, και σε μία ρήξη με το σύστημα πολιτικής εξουσίας. Πρόκειται για ένα εσφαλμένο συλλογισμό α) διότι η «δημαροποίηση» του ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι καθόλου αναπόφευκτη, αντίθετα ο πολιτικός του λόγος την τελευταία περίοδο μετατοπίζεται όλο και περισσότερο σε μία τέτοια κατεύθυνση β) διότι υποτιμά το σαθρό χαρακτήρα, της πολιτικής πρότασης του ΣΥΡΙΖΑ, και τις επιπτώσεις που έχει το γεγονός ότι αντιμάχεται τόσο λυσσασμένα κάθε συζήτηση για οικονομική οργάνωση εκτός της ΟΝΕ. Στο πλαίσιο αυτό η πολιτική του είναι περισσότερο πιθανόν να οδηγήσει σε μία πολιτική και οικονομική ήττα παρά στην έξοδο από την ΟΝΕ. Στο πλαίσιο αυτό δεν πρόκειται να υπάρξει μία φυσιολογική διαδοχή ακύρωση του μνημονίου – έξοδος από την ΟΝΕ καταναγκαστικά – οικοδόμηση μίας άλλης οικονομικής πολιτικής.
14. Ανάλογα το ίδιο το ζήτημα της ανάληψης της κυβερνητικής εξουσία που ξαφνικά παράγει μεγάλη έλξη σε ένα δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, διαμορφώνει ένα πολιτικό άλμα στη παρούσα συγκυρία. 1) Η κυβερνητική εξουσία δεν ταυτίζεται με την πραγματική εξουσία και σήμερα δεν υπάρχει ο οργανωτικός, πολιτικός και ιδεολογικός συσχετισμός για να τεθεί το ζήτημα της πραγματικής εξουσίας πολύ περισσότερο από ένα πολιτικό μπλοκ με τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ 2) Στο βαθμό που ο ΣΥΡΙΖΑ, επιμένει όλο και ποιο σθεναρά ότι δεν υπάρχει κανένα σχέδιο εναλλακτικής πολιτικής εκτός της Ε.Ε. ακόμα και στην περίπτωση, που η ρήξη καταστεί αναπόφευκτη είτε θα απολέσει την κυβερνητική εξουσία, είτε θα ενσωματωθεί πλήρως στην αστική στρατηγική, είτε θα οδηγήσει σε μία άτακτη χρεοκοπία και στην πολιτική πτώση του κυβερνητικού μπλοκ. Ο ΣΥΡΙΖΑ εγκλωβισμένος στη πολιτική του στρατηγική και στην κοινωνική εκπροσώπηση, δεν επιδιώκει να αρθρώσει μία πολιτική συμμαχία στη βάση έστω ενός εναλλακτικού σεναρίου διαχείρισης μίας εξόδου από την ΟΝΕ, υπό το βάρος ενός καταναγκασμού όπως αυτό που περιγράφει ο Α. Αλαβάνος. Ετσι η διαφορά μεταξύ μίας άτακτης χρεοκοπίας για την οποία έχουν ευθύνη οι αστικές πολιτικές δυνάμεις και στο πλαίσιο της οποίας υπάρχουν δυνάμεις της αριστεράς που είχαν προετοιμάσει τις μάζες για ένα τέτοιο ενδεχόμενο και μεταξύ μίας άτακτης χρεοκοπίας για την οποία την κυβερνητική ευθύνη έχουν δυνάμεις της αριστεράς που έσπερναν αυταπάτες είναι τεράστια και στις υλικές και στις πολιτικές της διαστάσεις.
15. Η περίοδος θέτει σημαντικές προκλήσεις και κινδύνους για τις δυνάμεις εκείνες που θέλουν να κινηθούν σε μία αντισυστημική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, γιατί και ο αντικειμενικός ιδεολογικός συσχετισμός δυνάμεων αλλά και τα λάθη και οι ανεπάρκειες, των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων, παράγει πιέσεις. Ωστόσο αποτελεί στρατηγικό διακύβευμα η ανεξαρτησία της αντικαπιταλιστικής και επαναστατικής αριστεράς, όχι μόνο σε πολιτικό και οργανωτικό επίπεδο αλλά και σε επίπεδο πολιτικών και ιδεολογικών θέσεων απέναντι στο φιλο ΕΕ ρεύμα και στη στρατηγική του κυβερνητισμού. Τις πιέσεις που παράγει η συγκυρία πρέπει να τις αντιμετωπίζουμε στη βάση ενός στρατηγικού ορίζοντα. Σήμερα η κρίση του νεοφιλελεύθερου καπιταλιστικού υποδείγματος, και της διεθνοποίησης του κεφαλαίου είναι βαθιά και συστημική. Πέντε χρόνια μετά το ξέσπασμα της κρίσης παρά την περιοδική ανάκαμψη, δεν έχουν καταφέρει να επιλύσουν τα στοιχεία της κρίσης του καθεστώτος συσσώρευσης. Δεν είναι μόνο οι χώρες του Νότου της Ε.Ε. που έχουν πληγεί σκληρά από την κρίση, σαν αποτέλεσμα των επιπτώσεων αναδιάρθρωσης – αποδιάρθρωσης σε αυτές τις οικονομίες μέσα από την άνιση ανάπτυξη του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού, αλλά ακόμα και στις ηγεμονικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις υφίσταται σημαντική αστάθεια. Αν και πρέπει να αποφύγουμε τη λογική του καταστροφισμού, αν και παραμένει το γεγονός ότι η πολιτικό ιδεολογική ταξική πάλη θα είναι καθοριστική για τη γενίκευση της καπιταλιστικής κρίσης στα ιμπεριαλιστικά κέντρα και σήμερα κάτι τέτοιο δεν είναι εμφανές στον ορίζοντα, είναι πιθανόν σε μια σειρά κράτη, η κρίση θα γενικευθεί. Στο πλαίσιο αυτό η χρεοκοπία της Ελλαδας και η έξοδος από την Ευρωζώνη είναι ένα πιθανό ενδεχόμενο, που θα δημιουργήσει εντελώς απρόβλεπτες συνθήκες. Είναι καθήκον της αριστεράς σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο συστημικής κρίσης να έχει προετοιμάσει το λαό και να έχει χαράξει μία στρατηγική για την όξυνση της κρίσης και την επιβολή ενός εναλλακτικού πολιτικού σχεδίου και όχι να διαμορφώνει αυταπάτες που αφοπλίζουν το λαϊκό κίνημα.,
16. Στο πλαίσιο της στρατηγικής των δυνάμεων του κεφαλαίου για μια σταδιακή μεταβολή του καθεστώτος συσσώρευσης που θα διατηρεί τα βασικά χαρακτηριστικά του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, σε κατεύθυνση όμως μεγαλύτερης συμπίεσης των λαϊκών στρωμάτων και με δεδομένη την κεντρική σημασία της Ε.Ε και της Ο.Ν.Ε. στην εμπέδωση και επιβολή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής στα καράτη – μέλη δεν υπάρχει καμία προοπτική αναίρεσης της πολιτικής των μνημονίων στα πλαίσια της Ευρωζώνης. Υπό αυτήν την έννοια το ζήτημα της ρήξης με την Ο.Ν.Ε. και η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα αποτελεί σήμερα κεντρικό και αναγκαίο στοιχείο για μια πολιτική κατεύθυνση που να μπορεί πραγματικά να συγκροτεί μια εναλλακτική στρατηγική διεξόδου από την κρίση προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, ενώ τα πολιτικά σχέδια στο εσωτερικό της αριστεράς που αναπαράγουν μια κατεύθυνση απεμπλοκής από τα μνημόνια με παράλληλη παραμονή στην Ευρωζώνη καλλιεργούν επικίνδυνες αυταπάτες
17. Είναι συνεπώς αναγκαίο παρά ποτέ να ανοίξει ένας πλατύς διάλογος μέσα στην αριστερά και μέσα στο μαχητικό κίνημα για το ποια είναι σήμερα η διέξοδος από την κρίση και με ποιον τρόπο και από ποιες δυνάμεις μπορεί να επιβληθεί. Πιστεύουμε ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να προτείνει σε όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς και του μαχόμενου ταξικού κινήματος την λειτουργία πλατιών συνελεύσεων σε κάθε χώρο δουλειάς, νεολαίας, γειτονιάς προκειμένου να οργανωθεί η αναγκαία κοινή δράση, η αλληλεγγύη και ο πλατύς διάλογος. Μ’αυτό τον τρόπο θα δημιουργηθεί η κρίσιμη μάζα που μπορεί να βάλει φραγμό σε κάθε προσπάθεια επαναφοράς της πολιτικής του μνημονίου απ΄όπου κι αν προέρχεται. Ηδη άλλωστε προετοιμάζονται και άλλα (πέραν του Κουβέλη, των Οικολόγων, του ΛΑΟΣ) δεκανίκια χρήσιμα για κάθε μνημονιακή συγκυβέρνηση όπως η ενοποίηση των (νέο) φιλελεύθερων δυνάμεων.
18. Το στοίχημα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν είναι συνεπώς να υποταχθεί σε ένα θολό αντιμνημονιακό-φιλοευρωπαϊκό λόγο, αλλά να αξιοποιήσει τις δυνάμεις της για την ανατροπή των συσχετισμών στην κοινωνία και την αριστερά. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει ούτε μέσα από τον απομονωτισμό τύπου ΚΚΕ (που δεν δικαιώθηκε για τις επιλογές του), αλλά προς την ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση: την απεύθυνση και την κοινή δράση με όλο τον κόσμο της αριστεράς και των κινημάτων, χωρίς αγκυλώσεις. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνεπώς οφείλει να υποβάλει πρόταση σε όλες τις δυνάμεις που ενστερνίζονται την αναγκαία αντιμνημονιακή, αντι-ΟΝΕ, αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση και κυρίως τις δυνάμεις του ΜΑΑ που υποστηρίζουν μία τέτοια κατεύθυνση- έτσι ώστε και να οργανωθεί από κοινού η παρέμβαση, ακόμα και αν δεν μπορεί να καταγραφεί ενιαία εκλογικά αυτή η αναγκαία πολιτική κατεύθυνση. Σε κάθε περίπτωση η ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να δώσει την εκλογική μάχη, προβάλλοντας μία πραγματική εναλλακτική στρατηγική για τα λαϊκά στρώματα απέναντι στις δυνάμεις της ενσωμάτωσης.. Το καθήκον είναι δύσκολο και κόντρα στο αυθόρμητο ρεύμα, αλλά είναι το μόνο που μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη και όχι στην υποχώρηση των αγώνων.
19. Η σημερινή κρίση, πιέζει το σύνολο των πολιτικών δυνάμεων της αριστεράς, ιδιαίτερα της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, που τις τελευταίες δεκαετίες πολιτεύονταν σαν το αριστερό άκρο της ρεφορμιστικής αριστεράς σε μία ποιο κεντρομόλο κατεύθυνση. Η έλξη του ανοδικού ρεύματος, των ήπιων πολιτικών παρεμβάσεων, του κυβερνητισμού στις συνθήκες της κρίσης παράγει αποτελέσματα. Υπάρχουν τακτικές και στρατηγικές ανάγκες που καθιστούν αναγκαία, την αυτοτέλεια ενός επαναστατικού ρεύματος σκέψης και πρακτικής στην ελληνική κοινωνία και γενικότερα στους κοινωνικούς σχηματισμούς του καπιταλιστικού κέντρου. Η ύπαρξη ενός τέτοιου ρεύματος έχει αξιακά χαρακτηριστικά και δεν μπορεί να υποταχθεί σε βραχυπρόθεσμες συγκυρίες, πολύ περισσότερο να ενσωματωθεί σε ένα αστικό ρεφορμιστικό σχέδιο όπως αυτό που εκπροσωπεί το ρεύμα του ΣΥΡΙΖΑ. Θα ήταν διαφορετική η περίπτωση ενός κοινωνικό πολιτικού μετώπου της αριστεράς, στη βάση του μεταβατικού προγράμματος εξόδου από την κρίση με κατεύθυνση ρήξης με τις δομές και την πολιτική της Ε.Ε. και μία στρατηγική αποδέσμευσης από την ΟΝΕ όπου θα υπήρχε μέσα και το ΚΚΕ, τμήματα του ΣΥΡΙΖΑ και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και εντελώς διαφορετική η εκλογική συνεργασία ή η κριτική στήριξη του ΣΥΡΙΖΑ. Την πρόταση της συγκρότησης ενός αριστερού κοινωνικό πολιτικού μετώπου σε αυτό το πλαίσιο πρέπει να την αναδείξουμε, ωστόσο πάντοτε διασφαλίζοντας την αυτοτέλεια ενός επαναστατικού κομμουνιστικού ρεύματος. Η κριτική στήριξη στο ΣΥΡΙΖΑ, ή ακόμα περισσότερη η εκλογική συνεργασία μαζί του ακυρώνει μία τέτοια προοπτική και καθιστά τις δυνάμεις που αναφέρονται στην επαναστατική και κομμουνιστική προοπτική συμπληρώματα μίας στρατηγικής ενσωμάτωσης και ήττας. Είναι προφανώς τελείως διαφορετικό ένα αριστερό μέτωπο στη βάση του μεταβατικού προγράμματος και τελείως διαφορετικό ένα αριστερό μέτωπο στη βάση του αντιμνημόνιου, το οποίο αν προκρίνει κάποιος θα πρέπει να κάνει και την αυτοκριτική του γιατί δεν το υποστήριξε και στις προηγούμενες εκλογές. Εάν τα μέτωπα δεν τα βλέπουμε σε προγραμματική βάση αλλά στη βάση του πόσο κόσμο συσπειρώνουν ή έστω στο τι απήχηση έχουν στις εργατικές μάζες (που ακόμα και αυτό είναι διακύβευμα με βάση τις σημερινές οργανωτικές δομές του ΣΥΡΙΖΑ) τότε υποκύπτει σε λογικές εισοδισμού που η ιστορία δείχνει ότι δεν επέφεραν ποτέ αποτελέσματα για τους φορείς τους.
20. Η ΑΡΑΣ παρά τις δυσκολίες, τις υστερήσεις και τις αντιφάσεις έδωσε την μάχη των εκλογών μέσα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχοντας ορισμένες επιτυχίες παρά τους φραγμούς που έθεσαν άλλες πολιτικές δυνάμεις εντός της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η ίδια η συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αποτελεί ένα κεκτημένο στο οποίο η ΑΡΑΣ έχει συμβάλλει σημαντικά, ενώ η ποιο σημαντική επιτυχία είναι το γεγονός ότι μετά το εκλογικό αποτέλεσμα η πολιτική κατεύθυνση της ΑΡΑΣ για διεύρυνση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ αλλά και για τη συγκρότηση ενός κοινωνικό πολιτικού μετώπου στη βάση με τις αριστερές και λαϊκές δυνάμεις κατέστη πλειοψηφική. Η ΑΡΑΣ θα δώσει τη μάχη των επικείμενων εκλογών μέσα από το μέτωπο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ με ακόμα μεγαλύτερη αποφασιστικότητα, και παράλληλα θα προβάλλει στην περίοδο των εκλογών αλλά και μετά τις πολιτικές της θέσεις συστηματικοποιώντας ακόμα περισσότερο τη λειτουργία του site και την έκδοση του περιοδικού αλλά και την εξώστρεφη παρουσία της. Θα προβάλλει αταλάντευτα την ανάγκη συγκρότησης ενός αριστερού κοινωνικο πολιτικού μετώπου στη βάση του μεταβατικού προγράμματος. Θα βαθύνει τη συζήτηση προς τη Β’ Πανελλαδική Συνδιάσκεψη, τις μορφωτικές διαδικασίες, τις διαδικασίες κριτικής και αυτοκριτικής, συστηματικοποιώντας την λειτουργία των πυρήνων, ορίζοντας νέες καθοδηγήσεις στους πυρήνες και στις πόλεις που σήμερα εκλείπει, καλώντας όλα τα μέλη της να πλαισιώσουν τους τοπικούς πυρήνες της ΑΡΑΣ, ξεπερνώντας αδυναμίες και ηττοπάθεια.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου