Του Θάνου Ανδρίτσου
Μια μέρα πριν από την ανακατάληψη της Βίλας Αμαλίας και το όργιο καταστολής και φασιστικής προπαγάνδας που ακολούθησε, μια φωτογραφία δεν μπορούσε να σβηστεί από το μυαλό. Η σπαρακτική εικόνα ενός άστεγου, που σκυφτός εκλιπαρούσε για μερικά ψηλά ενώ στο σώμα του είχε αρχίσει να στρώνεται το χιόνι. Όλοι έπνιγαν τη χαρά τους για την πρώτη χιονισμένη μέρα του χειμώνα μπροστά στη σκέψη του κρύου τους σπιτιού, του αποπνιχτικού καπνού και στο φόβο για την επιβίωση των δεκάδων χιλιάδων άστεγων. Την ίδια μέρα, ένα δημοσίευμα ξένης εφημερίδας έδενε κόμπο το στομάχι με μια ανταπόκριση από την Αθήνα και εικόνες ανείπωτης κοινωνικής αβύσσου.
Η επανακατάκτηση της πόλης δεν θα κριθεί από τις καταλήψεις που προωθούν μεμονωμένες πολιτικές συλλογικότητες. Θα κριθεί από το κατά πόσο θα γίνει υπόθεση του ίδιου του ανασυγκροτημένου εργατικού – λαϊκού κινήματος, από το κατά πόσο θα υπάρξουν μαζικές κινηματικές πρωτοβουλίες.
Μια μέρα πριν από την ανακατάληψη της Βίλας Αμαλίας και το όργιο καταστολής και φασιστικής προπαγάνδας που ακολούθησε, μια φωτογραφία δεν μπορούσε να σβηστεί από το μυαλό. Η σπαρακτική εικόνα ενός άστεγου, που σκυφτός εκλιπαρούσε για μερικά ψηλά ενώ στο σώμα του είχε αρχίσει να στρώνεται το χιόνι. Όλοι έπνιγαν τη χαρά τους για την πρώτη χιονισμένη μέρα του χειμώνα μπροστά στη σκέψη του κρύου τους σπιτιού, του αποπνιχτικού καπνού και στο φόβο για την επιβίωση των δεκάδων χιλιάδων άστεγων. Την ίδια μέρα, ένα δημοσίευμα ξένης εφημερίδας έδενε κόμπο το στομάχι με μια ανταπόκριση από την Αθήνα και εικόνες ανείπωτης κοινωνικής αβύσσου.
Τι αδίστακτη βαρβαρότητα, τι θλιβερή απανθρωπιά, τι τερατόμορφη αναισθησία, τη στιγμή που συμβαίνουν αυτά, όλος ο κρατικός μηχανισμός και το επίσημο πολιτικό και δημοσιογραφικό κατεστημένο να βάζουν όλες τις δυνάμεις τους για να διώξουν κάποιους που αποφάσισαν να πάρουν εγκατελειμμένα κτίρια και αντί για ντουβάρια να τα μετατρέψουν σε ζωντανούς χώρους;
Η υποκρισία του όψιμου ενδιαφέροντος για τα δημόσια κτίρια που τελούν υπό κατάληψη ενώ Δήμος και η πολιτεία θέλουν να τα αξιοποιήσουν, συγκρίνεται σε γελοιότητα μόνο με τη δήλωση ότι οι καταλήψεις εμπόδιζαν την ανάπτυξη της χώρας. Οι πόλεις είναι γεμάτες από κουφάρια κτισμάτων, δημόσια και ιδιωτικά, με κλειδαμπαρωμένες πόρτες, με ή χωρίς «ενοικιάζεται» απ’ έξω, που οδηγούνται αργά στη φθορά και το θάνατο. Στον ίδιο θάνατο που οδηγούνται οι κολασμένοι που τριγυρνούν μπροστά τους.
Νεοκλασικά, μοντέρνα, παλιοί χώροι αναψυχής, ακόμα και ολόκληρα βιομηχανικά συγκροτήματα, καταδικασμένα να μαραζώνουν και να εγκαταλείπονται. Το κράτος όχι μόνο δεν χρειάζεται τα λιγοστά κατειλημμένα κτίρια για να κάνει κοινωνική πολιτική, αλλά καθημερινά εγκαταλείπει δεκάδες στο πλαίσιο των συγχωνεύσεων, του κλεισίματος δημόσιων υπηρεσιών και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Την ίδια στιγμή διαμάντια σύγχρονης και παλαιότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ακόμα και σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, αφήνονται στην καταστροφή. Ακόμα περισσότερα είναι τα ιδιωτικά κτίρια που μένουν για χρόνια κενά κελύφη, χωρίς καμιά προοπτική ενοικίασης ή αγοράς σε μια καταβαραθρωμένη κτηματαγορά.
Κι ενώ οι σοβάδες πέφτουν σε χιλιάδες ακίνητα, οι πόλεις γεμίζουν από καταδικασμένες ψυχές άστεγων. Για πάνω από 20.000 μιλούν οι εκτιμήσεις. Κι αυτοί, μήνες πριν, με τον αριθμό τους καθημερινά να μεγαλώνει. Από αυτούς το 65% έχασαν τη στέγη τους τα τελευταία δύο χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες και οι περισσότεροι έχουν ένα επίπεδο μόρφωσης. Πάνε τα χρόνια που ο αγαπητός Ζαμπέτας τραγούδαγε για τον Τζακ ο Χάρα, το φτωχό μπεκρή της γειτονιάς, που ένα κρύο βράδυ του χειμώνα πάγωσε στο δρόμο. Ήταν «της γειτονιάς το φρόκαλο». Πάνε τα χρόνια που οι άστεγοι ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό, που συνήθως το συνδέαμε με προσωπικές τραγωδίες και προβλήματα εξαρτήσεων ή αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά εξαθλιωμένους μετανάστες. Τώρα ο Τζακ ο Χάρα μπορεί να είναι ένας από εμάς, ο γείτονας που έχασε τη δουλειά του, ο φίλος που δεν μπόρεσε να πληρώσει το χαράτσι, ο ξάδερφος που δεν μπορεί να τον συντηρήσει η οικογένεια του.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεκάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι παραδίδονται στα ναρκωτικά και το νέο σκεύασμα, το γνωστό «ναρκωτικό των φτωχών» με υγρά μπαταρίας ή και χλωρίνη που μετατρέπεται σε μάστιγα «που καίει την ψυχή». Ακόμα περισσότερες Ελληνίδες και ξένες δένονται στα απάνθρωπα κυκλώματα της πορνείας, που είδε αύξηση 1.500% την τελευταία διετία. Οι λέξεις είναι λίγες για να περιγράψουν το βαθύ σκοτάδι που έχει καλύψει τις ελληνικές πόλεις.
Όμως αυτή η εικόνα, είναι ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας. Το άλλο είναι οι χιλιάδες καθημερινοί άνδρες και γυναίκες, «ντόπιοι» και μετανάστες που επιλέγουν να αντισταθούν μαζί στη μνημονιακή πολιτική και στις τραγικές συνέπειες της. Αυτοί που προσπαθούν «μες στα ερείπια του καιρού» να χτίσουν μια ζωή συλλογική, με αξιοπρέπεια. Που παλεύουν για να ανατρέψουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα και δημιουργούν δομές αλληλεγγύης για την πάλη και την επιβίωση.
Το πιο εξοργιστικό δεν είναι ότι η κυβερνητική συμμορία και ο θίασος των ΜΜΕ προβάλλουν στρεβλά την πραγματικότητα, έτσι ώστε να δικαιολογήσει την αυταρχική και ρατσιστική πολιτική. Δεν είναι μόνο ότι υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τους αδύναμους ενώ εμπνεύστηκαν την πολιτική που τους καταδίκασε. Είναι ότι επιτίθενται σε αυτούς που επιδιώκουν κάτι θετικό.
Οι καταλήψεις, με τη συμβολή και τις αδυναμίες τους, είναι κομμάτια ενός πολύ ευρύτερου αγωνιστικού τόξου, μαζί με άλλες πρωτοβουλίες, συνελεύσεις, επιτροπές σε γειτονιές. Όλοι αυτοί έχουν πετύχει πολύ περισσότερα στη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της πόλης, απ’ όσα ο Δένδιας και ο Καμίνης. Άλλωστε, η επίθεση σε αυτές, δεν φανερώνει απλώς ένα πόλεμο στον αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά είναι μια ακραία εκδήλωση σύγχρονου ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού, απέναντι σε όσους αντιστέκονται, σε όσους τολμούν να αμφισβητούν το μονόδρομο των μνημονίων.
Επιδιώκουν να σβήσουν όλες τις εστίες και τους χώρους ανυπακοής. Γι’ αυτό η μάχη για την ανατροπή τους, πέρα από τους χώρους δουλειάς, εκτυλίσσεται σήμερα και στην πόλη. Εκεί θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση και η νίκη του κόσμου της εργασίας.
Όμως για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα δεν αρκούν κάποιες καταλήψεις, συνήθως από πολιτικές συλλογικότητες του αναρχικού χώρου. Πρέπει η διεκδίκηση της πόλης, του δημόσιου χώρου, των κτιρίων να γίνουν πλευρά ενός ανασυγκροτημένου εργατικού – λαϊκού κινήματος. Να συγκροτηθούν όργανα και δομές αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, χώροι πολιτισμού και εκπαίδευσης, σε άλλες περιπτώσεις στέγη για άστεγους.
Μια τέτοια μαζική κινηματική δράση όχι μόνο θα απαντήσει στην αυταρχική κατρακύλα της κυβέρνησης, που δρα χέρι – χέρι με τη Χρυσή Αυγή, αλλά θα δώσει πνοή στο κίνημα και σημαντική βοήθεια στην καθημερινή ζωή του κόσμου, σε μια περίοδο που τόσο το έχει ανάγκη.
Η υποκρισία του όψιμου ενδιαφέροντος για τα δημόσια κτίρια που τελούν υπό κατάληψη ενώ Δήμος και η πολιτεία θέλουν να τα αξιοποιήσουν, συγκρίνεται σε γελοιότητα μόνο με τη δήλωση ότι οι καταλήψεις εμπόδιζαν την ανάπτυξη της χώρας. Οι πόλεις είναι γεμάτες από κουφάρια κτισμάτων, δημόσια και ιδιωτικά, με κλειδαμπαρωμένες πόρτες, με ή χωρίς «ενοικιάζεται» απ’ έξω, που οδηγούνται αργά στη φθορά και το θάνατο. Στον ίδιο θάνατο που οδηγούνται οι κολασμένοι που τριγυρνούν μπροστά τους.
Νεοκλασικά, μοντέρνα, παλιοί χώροι αναψυχής, ακόμα και ολόκληρα βιομηχανικά συγκροτήματα, καταδικασμένα να μαραζώνουν και να εγκαταλείπονται. Το κράτος όχι μόνο δεν χρειάζεται τα λιγοστά κατειλημμένα κτίρια για να κάνει κοινωνική πολιτική, αλλά καθημερινά εγκαταλείπει δεκάδες στο πλαίσιο των συγχωνεύσεων, του κλεισίματος δημόσιων υπηρεσιών και του ξεπουλήματος της δημόσιας περιουσίας. Την ίδια στιγμή διαμάντια σύγχρονης και παλαιότερης αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, ακόμα και σημαντικοί αρχαιολογικοί χώροι, αφήνονται στην καταστροφή. Ακόμα περισσότερα είναι τα ιδιωτικά κτίρια που μένουν για χρόνια κενά κελύφη, χωρίς καμιά προοπτική ενοικίασης ή αγοράς σε μια καταβαραθρωμένη κτηματαγορά.
Κι ενώ οι σοβάδες πέφτουν σε χιλιάδες ακίνητα, οι πόλεις γεμίζουν από καταδικασμένες ψυχές άστεγων. Για πάνω από 20.000 μιλούν οι εκτιμήσεις. Κι αυτοί, μήνες πριν, με τον αριθμό τους καθημερινά να μεγαλώνει. Από αυτούς το 65% έχασαν τη στέγη τους τα τελευταία δύο χρόνια. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι Έλληνες και οι περισσότεροι έχουν ένα επίπεδο μόρφωσης. Πάνε τα χρόνια που ο αγαπητός Ζαμπέτας τραγούδαγε για τον Τζακ ο Χάρα, το φτωχό μπεκρή της γειτονιάς, που ένα κρύο βράδυ του χειμώνα πάγωσε στο δρόμο. Ήταν «της γειτονιάς το φρόκαλο». Πάνε τα χρόνια που οι άστεγοι ήταν ένα πολύ μικρό ποσοστό, που συνήθως το συνδέαμε με προσωπικές τραγωδίες και προβλήματα εξαρτήσεων ή αφορούσε σχεδόν αποκλειστικά εξαθλιωμένους μετανάστες. Τώρα ο Τζακ ο Χάρα μπορεί να είναι ένας από εμάς, ο γείτονας που έχασε τη δουλειά του, ο φίλος που δεν μπόρεσε να πληρώσει το χαράτσι, ο ξάδερφος που δεν μπορεί να τον συντηρήσει η οικογένεια του.
Και δεν είναι μόνο αυτό. Δεκάδες χιλιάδες νέοι άνθρωποι παραδίδονται στα ναρκωτικά και το νέο σκεύασμα, το γνωστό «ναρκωτικό των φτωχών» με υγρά μπαταρίας ή και χλωρίνη που μετατρέπεται σε μάστιγα «που καίει την ψυχή». Ακόμα περισσότερες Ελληνίδες και ξένες δένονται στα απάνθρωπα κυκλώματα της πορνείας, που είδε αύξηση 1.500% την τελευταία διετία. Οι λέξεις είναι λίγες για να περιγράψουν το βαθύ σκοτάδι που έχει καλύψει τις ελληνικές πόλεις.
Όμως αυτή η εικόνα, είναι ένα μόνο μέρος της πραγματικότητας. Το άλλο είναι οι χιλιάδες καθημερινοί άνδρες και γυναίκες, «ντόπιοι» και μετανάστες που επιλέγουν να αντισταθούν μαζί στη μνημονιακή πολιτική και στις τραγικές συνέπειες της. Αυτοί που προσπαθούν «μες στα ερείπια του καιρού» να χτίσουν μια ζωή συλλογική, με αξιοπρέπεια. Που παλεύουν για να ανατρέψουν την καπιταλιστική βαρβαρότητα και δημιουργούν δομές αλληλεγγύης για την πάλη και την επιβίωση.
Το πιο εξοργιστικό δεν είναι ότι η κυβερνητική συμμορία και ο θίασος των ΜΜΕ προβάλλουν στρεβλά την πραγματικότητα, έτσι ώστε να δικαιολογήσει την αυταρχική και ρατσιστική πολιτική. Δεν είναι μόνο ότι υποκρίνονται πως ενδιαφέρονται για τους αδύναμους ενώ εμπνεύστηκαν την πολιτική που τους καταδίκασε. Είναι ότι επιτίθενται σε αυτούς που επιδιώκουν κάτι θετικό.
Οι καταλήψεις, με τη συμβολή και τις αδυναμίες τους, είναι κομμάτια ενός πολύ ευρύτερου αγωνιστικού τόξου, μαζί με άλλες πρωτοβουλίες, συνελεύσεις, επιτροπές σε γειτονιές. Όλοι αυτοί έχουν πετύχει πολύ περισσότερα στη βελτίωση της ζωής των κατοίκων της πόλης, απ’ όσα ο Δένδιας και ο Καμίνης. Άλλωστε, η επίθεση σε αυτές, δεν φανερώνει απλώς ένα πόλεμο στον αντιεξουσιαστικό χώρο, αλλά είναι μια ακραία εκδήλωση σύγχρονου ολοκληρωτισμού και αυταρχισμού, απέναντι σε όσους αντιστέκονται, σε όσους τολμούν να αμφισβητούν το μονόδρομο των μνημονίων.
Επιδιώκουν να σβήσουν όλες τις εστίες και τους χώρους ανυπακοής. Γι’ αυτό η μάχη για την ανατροπή τους, πέρα από τους χώρους δουλειάς, εκτυλίσσεται σήμερα και στην πόλη. Εκεί θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η επιβίωση και η νίκη του κόσμου της εργασίας.
Όμως για να κερδηθεί αυτό το στοίχημα δεν αρκούν κάποιες καταλήψεις, συνήθως από πολιτικές συλλογικότητες του αναρχικού χώρου. Πρέπει η διεκδίκηση της πόλης, του δημόσιου χώρου, των κτιρίων να γίνουν πλευρά ενός ανασυγκροτημένου εργατικού – λαϊκού κινήματος. Να συγκροτηθούν όργανα και δομές αυτοοργάνωσης και αλληλεγγύης, χώροι πολιτισμού και εκπαίδευσης, σε άλλες περιπτώσεις στέγη για άστεγους.
Μια τέτοια μαζική κινηματική δράση όχι μόνο θα απαντήσει στην αυταρχική κατρακύλα της κυβέρνησης, που δρα χέρι – χέρι με τη Χρυσή Αυγή, αλλά θα δώσει πνοή στο κίνημα και σημαντική βοήθεια στην καθημερινή ζωή του κόσμου, σε μια περίοδο που τόσο το έχει ανάγκη.
Ο αυταρχισμός, η «μάχη της ανάπτυξης» και η ανατροπή.
Ένα δημοσίευμα της Καθημερινής, λίγες μέρες πριν την αλλαγή του χρόνου είχε τίτλο «Στις πόλεις θα δοθεί η μάχη της ανάπτυξης». Πέρα από το πικρόχολο γέλιο που μας πιάνει συχνά με αυτές τις βαρύγδουπες δηλώσεις για την ανάπτυξη, εκφράζει μια πραγματικότητα. Ότι η σύγχρονη οικονομία βασίζεται πάρα πολύ στις πόλεις και την αστικοποίηση, απαιτώντας από αυτές να γίνουν επιχειρηματικές και ανταγωνιστικές. Σχέδιο ή ελπίδα των αστών, το σίγουρο είναι ότι για να το επιτύχουν διαλύουν τα δικαιώματα των εργαζομένων και τη νεολαίας.
Όμως «η μάχη της ανάπτυξης» πάει χέρι – χέρι με την καταστολή και τη διάλυση κάθε δημοκρατικής κατάκτησης. Η επίθεση στις δύο καταλήψεις (Αμαλίας και Πατησίων) εκφράζει το κλίμα ακραίου αυταρχισμού του σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Όλος ο εκφασισμένος συρφετός του πολιτικού συστήματος πρωτοστατεί σε μια άνευ προηγούμενου ιδεολογική επίθεση ενάντια στο κίνημα. Επιστρατεύουν τη λάσπη, τα ψέματα και κάθε είδους παρακρατικά σχέδια. Δεν είναι τυχαίο ότι «στο κάδρο» της συζήτησης μαζί με τις καταλήψεις, είναι το άσυλο, οι απεργίες, όλες οι μορφές δράσης και ο πολιτισμός του αγώνα. Εκφράζουν ό,τι πιο συντηρητικό υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, σε μια προσπάθεια να καταδικάσουν κάθε φωνή αντίστασης και κυρίως το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, ως παράνομο, ως εχθρό της μεγάλης «εθνικής προσπάθειας». Εν μέρει έχουν δίκιο, γιατί πράγματι, αν η διάλυση της κοινωνίας στο σφαγείο της ΕΕ και του ευρώ είναι ο εθνικός στόχος, τότε το κίνημα είναι ο εχθρός.
Όμως στην πόλη, αν κρίνεται η «μάχη της ανάπτυξης» και του αυταρχισμού, κρίνεται και η μάχη για την ανατροπή. Έτσι, μαζί με το διαρκή αγώνα ενάντια στην καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, οφείλουμε να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο για την διεκδίκηση της πόλης από τον κόσμο της εργασίας. Να κάνουμε τις γειτονιές μας εστίες αγώνα και ανατροπής, να δημιουργήσουμε δομές αλληλεγγύης και επιβίωσης. Δεν είναι πρωτοφανές για το εργατικό κίνημα. Για παράδειγμα, τα «σπίτια του λαού» ήταν αλληλένδετα με τα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο, στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ιταλία. Η ανακατάληψη της πόλης, οι απεργίες ενοικίων και οι καταλήψεις ήταν βασική πλευρά του παρατεταμένου ιταλικού Μάη.
Ήδη πρωτοβουλίες συνελεύσεων, λεσχών, κοινωνικών κέντρων κ.ά. έχουν μπει στο οπλοστάσιο του κινήματος. Είναι πλευρές ενός ανασυγκροτημένου εργατικού – λαϊκού κινήματος, που έχει ανάγκη η εποχή, για την ανατροπή της μνημονιακής λαίλαπας και το άνοιγμα μιας διαφορετικής πορείας για την κοινωνία.
Όμως «η μάχη της ανάπτυξης» πάει χέρι – χέρι με την καταστολή και τη διάλυση κάθε δημοκρατικής κατάκτησης. Η επίθεση στις δύο καταλήψεις (Αμαλίας και Πατησίων) εκφράζει το κλίμα ακραίου αυταρχισμού του σύγχρονου κοινοβουλευτικού ολοκληρωτισμού. Όλος ο εκφασισμένος συρφετός του πολιτικού συστήματος πρωτοστατεί σε μια άνευ προηγούμενου ιδεολογική επίθεση ενάντια στο κίνημα. Επιστρατεύουν τη λάσπη, τα ψέματα και κάθε είδους παρακρατικά σχέδια. Δεν είναι τυχαίο ότι «στο κάδρο» της συζήτησης μαζί με τις καταλήψεις, είναι το άσυλο, οι απεργίες, όλες οι μορφές δράσης και ο πολιτισμός του αγώνα. Εκφράζουν ό,τι πιο συντηρητικό υπάρχει στην ελληνική κοινωνία, σε μια προσπάθεια να καταδικάσουν κάθε φωνή αντίστασης και κυρίως το εργατικό και νεολαιίστικο κίνημα, ως παράνομο, ως εχθρό της μεγάλης «εθνικής προσπάθειας». Εν μέρει έχουν δίκιο, γιατί πράγματι, αν η διάλυση της κοινωνίας στο σφαγείο της ΕΕ και του ευρώ είναι ο εθνικός στόχος, τότε το κίνημα είναι ο εχθρός.
Όμως στην πόλη, αν κρίνεται η «μάχη της ανάπτυξης» και του αυταρχισμού, κρίνεται και η μάχη για την ανατροπή. Έτσι, μαζί με το διαρκή αγώνα ενάντια στην καταπάτηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων, οφείλουμε να επεξεργαστούμε ένα σχέδιο για την διεκδίκηση της πόλης από τον κόσμο της εργασίας. Να κάνουμε τις γειτονιές μας εστίες αγώνα και ανατροπής, να δημιουργήσουμε δομές αλληλεγγύης και επιβίωσης. Δεν είναι πρωτοφανές για το εργατικό κίνημα. Για παράδειγμα, τα «σπίτια του λαού» ήταν αλληλένδετα με τα εργατικά συμβούλια στο Τορίνο, στις αρχές του 20ού αιώνα στην Ιταλία. Η ανακατάληψη της πόλης, οι απεργίες ενοικίων και οι καταλήψεις ήταν βασική πλευρά του παρατεταμένου ιταλικού Μάη.
Ήδη πρωτοβουλίες συνελεύσεων, λεσχών, κοινωνικών κέντρων κ.ά. έχουν μπει στο οπλοστάσιο του κινήματος. Είναι πλευρές ενός ανασυγκροτημένου εργατικού – λαϊκού κινήματος, που έχει ανάγκη η εποχή, για την ανατροπή της μνημονιακής λαίλαπας και το άνοιγμα μιας διαφορετικής πορείας για την κοινωνία.
Πηγή: ΠΡΙΝ 13/1/13
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου