Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

Πόσο απέχουν τα Σεπόλια από τη Νέα Υόρκη;

Του Χρίστου Κατσούλα
“Το τελευταίο που χρειάζεται η χώρα είναι η κλιμάκωση της έντασης και της κοινωνικής σύγκρουσης”, δήλωσε ο Αλέξης Τσίπρας από την Αμερική. 
Πρόκειται για το πιο ήπιο δείγμα δηλώσεων εξευμενισμού που περίσσεψαν από την ηγεσία της αξιωματικής αντιπολίτευσης τις τελευταίες μέρες. Υπήρξαν και άλλες, πολύ χειρότερες: “Στα χνάρια του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ” γράφει για τον Ομπάμα η υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής του Σύριζα. 
“Υπάρχει κάτι να φοβηθεί κανείς από την Αριστερά στην Ελλάδα; Με ποιο τρόπο είμαστε ριζοσπαστικοί;” αναρωτήθηκε ο Α.Τσίπρας. Συμπλήρωσε αναφερόμενος στις σχέσεις ΗΠΑ - Ελλάδας: “Πιστεύουμε ότι στην εξωτερική πολιτική υπάρχει συνέχεια και συνέπεια”. Ενώ κλιμάκωσε τα μαθήματα οικονομίας και νομισματικής με τη μνημειώδη δήλωση ότι “το ευρώ είναι το εθνικό μας νόμισμα”. Ευτυχώς δεν ακούσαμε κάτι για τη “δημιουργική καταστροφή” του καπιταλισμού ή για το “αόρατο χέρι της αγοράς”.

Το πρόβλημα δεν είναι απλά οι άτυχες, ανιστόρητες, και σε ένα βαθμό προκλητικές για την ιστορία της Αριστεράς, δηλώσεις. Το πρόβλημα είναι η πολιτική που τις γεννά.

Η πρώτη δήλωση είναι η πιο επικίνδυνη. Ως αντίληψη γεννά διαρκείς μετατοπίσεις, υποχωρήσεις, δείγματα καλής θέλησης και εξευμενισμού του αντιπάλου. Όσοι θέλουν μπορούν να βαυκαλίζονται ότι πρόκειται για μια πολιτική εφησυχασμού της λαϊκής πλειοψηφίας. Ή ακόμα χειρότερα, ότι είναι μια λαμπρή τακτική που έχει ζαλίσει τον Ομπάμα, τη Μέρκελ και τον διεθνή καπιταλισμό.

Η αλήθεια είναι ότι δεν υπάρχει ανάγκη εφησυχασμού του λαού, αλλά οργάνωσης, κινητοποίησης, συνειδητοποίησής του. Ο βρεγμένος τη βροχή δεν τη φοβάται. Και ο λαός μας έχει βραχεί πολύ. Για την ακρίβεια έχει βουλιάξει μέχρι το λαιμό και αργοπεθαίνει. Και ο εφησυχασμός του λαού χάριν της κατάκτησης του μεσαίου χώρου, στην πραγματικότητα είναι κατευνασμός του αντιπάλου, χαρίζοντας του όμως χρόνο και όπλα, και συμβάλλοντας στις μυθολογίες των μονόδρομων.

Τηρουμένων των αναλογιών και αποφεύγοντας τις ιερόσυλες συγκρίσεις, ας σκεφτούμε την αποδοτικότητα της πολιτικής κατευνασμού που οι Αγγλογάλλοι εφάρμοσαν απέναντι στον Χίτλερ. Η “κοινή γνώμη” τις θεώρησε λογικές παραχωρήσεις μπας και εξευμενιστεί η μαινόμενη γερμανική μηχανή. Τακτικές κινήσεις που θα εξασφαλίσουν την ειρήνη. Η ιστορία έδειξε ότι αυτή ακριβώς η πολιτική κατευνασμού, οδήγησε στην κλιμάκωση της επιθετικότητας, στην καλύτερη οργάνωση του αντιπάλου, στην ολοκληρωτική καταστροφή του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Νταλαντιέ μετά την υπογραφή της συμφωνίας του Μονάχου το 1938, επιστρέφοντας στο Παρίσι βρήκε ένα πλήθος να τον επευφημεί.

Ο Α.Τσίπρας με τις δηλώσεις του παγώνει τον κόσμο της Αριστεράς καθώς και τα κοινωνικά στρώματα που βουλιάζουν στην απόγνωση χωρίς να ενδιαφέρονται για τον κατευνασμό της τρόικας. Ίσως εξαιρείται ένα τμήμα κομματικού μηχανισμού που μπορεί να δικαιολογήσει τα πάντα, διότι ο γάιδαρος είναι γνωστόν ότι πετάει πετάει.

Τις μέρες του ταξιδιού στη Νέα Υόρκη ξέσπασε η μάχη του Μετρό στα Σεπόλια. Ήταν μια πικρή αλλά και διδακτική ιστορία για ένα ερώτημα που είχε ήδη τεθεί: Ποιες μάχες δίνονται και ποιες όχι; Υπάρχουν μάχες που αν και “δίκαιες” δεν πρέπει να δίνονται γιατί έχουν πολιτικό κόστος; Τι μπορούσε να κάνει μια αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση, που έχει κηρύξει προ μηνών μάλιστα «ανένδοτο αγώνα»; Τι μπορούσε να κάνει μια κοινοβουλευτική δύναμη πολλών δεκάδων αριστερών βουλευτών απέναντι στην επιστράτευση;

Αν το κριτήριο είναι να καταλαγιάσει η ένταση και η κοινωνική σύγκρουση, η απάντηση που δόθηκε ήταν αναμενόμενη. Αρχική ανακοίνωση από το “Τμήμα Μεταφορών και Δικτύων” (!) του ΣΥΡΙΖΑ, δήλωση αλληλεγγύης και –στην πράξη- χλιαρή συμπαράσταση. Οι πύρινες δηλώσεις κατόπιν εορτής δεν σώζουν παρά μόνο τα προσχήματα. Η γενική γραμμή ήταν «δεν μιλάμε γιατί θα μας το χρεώσει ο Κεδίκογλου». Είναι προφανές ότι άλλες ήταν οι ανάγκες.

Στην περίπτωση της συγκεκριμένης απεργίας, μια επιμέρους διεκδίκηση μετατράπηκε από τον αστισμό σε κεντρική πολιτική και κοινωνική σύγκρουση. Ο Σαμαράς προσωπικά επέλεξε να κεντρικοποιήσει με πρωτοφανή οξύτητα μια μερική εργατική απεργία. Με πρωτοβουλία των απέναντι, το θέμα ξεφεύγει από την ένταξη στο ενιαίο μισθολόγιο κάποιων εργαζόμενων. Αφορά το Μνημόνιο, την κυβέρνηση και την αξιοπιστία της. Άρα με πρωτοβουλία της Αριστεράς το θέμα έπρεπε να ξεφύγει από τα πλαίσια μιας μερικής απεργίας. Θα έπρεπε να αφορά το τσαλάκωμα της εφαρμογής του Μνημονίου, την ήττα της κυβέρνησης. Οι εργαζόμενοι στο Μετρό με όλα τα προβλήματά τους, κάλεσαν σε πολιτικό αγώνα. Ουδεμία απόκριση.

Γιατί η απεργία δεν αφορούσε το συνδικαλιστικό κίνημα. Ακόμα κι αν η ΓΣΕΕ δεν ήταν κρυμμένη στα υπόγεια της Ιπποκράτους, αυτή η απεργία δεν περιοριζόταν στα συνδικάτα. Αφορούσε την Αριστερά και την κεντρική μάχη. Τον παρατεταμένο λαϊκό πόλεμο. Τον κοινωνικό ανένδοτο. Τον πολιτικό αγώνα. Ωραία συνθήματα που έμειναν συνθήματα, σε μια στιγμή που θα μπορούσαν να δοκιμαστούν στην πραγματική ζωή.

Η κατάληξη δεν θα καθοριζόταν από τα όρια του συνδικαλισμού, αλλά από τα όρια της αριστερής πολιτικής. Τα οποία μετρήθηκαν και βρέθηκαν λειψά. Και γεννούν εκ νέου, και για πολλοστή φορά, όρους απογοήτευσης, αποστράτευσης, ανάθεσης, ιδιώτευσης, εκλογικού κρετινισμού. Αφήνοντας πίσω το μικροαστικό χόλωμα για τον κόσμο που δεν καταλαβαίνει.

Ο Σύριζα βάζει την πολιτική του στην προκρούστεια κλίνη του τι είναι αρεστό δημοσκοπικά. Αντί να διαμορφώνει δυναμικά τον συσχετισμό επιχειρεί φωτογραφικά να τον εκφράσει. Αντί να επιλέγει και να οικοδομεί κοινωνικές συμμαχίες με τον κόσμο της απόγνωσης, τσαλαβουτά με το μέσο νοικοκυραίο της “κοινής γνώμης”. Αντί να ετοιμάζεται για σκληρή και μεγάλη σύγκρουση οργανώνοντας τις υποτελείς τάξεις, νομίζει ότι θα εφαρμόσει αναίμακτα ένα πρόγραμμα “οικονομικής ανάπτυξης” ευχάριστο στους πάντες.

Η θεωρία του πολιτικού κόστους μέχρι σήμερα αφορούσε τα κόμματα του νεοφιλελευθερισμού όταν περνούσαν αντιλαϊκά μέτρα. Σήμερα αφορά την αριστερή αξιωματική αντιπολίτευση όταν τολμά να ψιθυρίσει την αλήθεια ή να υποστηρίξει στοιχειώδεις ελευθερίες και δικαιώματα. Επειδή στην αριστερά οι τσιτατολόγοι περισσεύουν μπορούν να το δικαιολογήσουν και με παραπομπές από τον ανταρτοπόλεμο: “όταν ο εχθρός προελαύνει, υποχωρώ”. Μόνο που υπάρχει αυθαιρεσία ιστορικών διαστάσεων: Γιατί σήμερα δεν έχουμε ανταρτοπόλεμο. Έχουμε μετωπική σύγκρουση εφόλης της ύλης. Και για τους εραστές των πολεμικών αφηγήσεων στη σημερινή συγκυρία ταιριάζει περισσότερο ο Θουκυδίδης: “για να νικήσει η φάλαγγα δεν πρέπει να σπάσει η γραμμή των οπλιτών”.

Το πικρό συμπέρασμα από την τελευταία βδομάδα είναι ότι τις μάχες τις επιλέγει σωρηδόν ο αντίπαλος. Δεν είναι μόνο επικοινωνιακές, είναι και πολιτικές και κοινωνικές. Και έχει επιστρατεύσει μέσα πέρα από κάθε προηγούμενο. Όταν φτάνει σε σημείο να παραχαράσσει βίντεο και να ζητά στη βάση της παραχάραξης να συλληφθεί βουλευτής, είναι προφανές ότι τα πράγματα έχουν ξεφύγει. Πιστεύει κανείς ότι η κυβέρνηση θα σταματήσει αν ο Σύριζα υποχωρήσει; Ότι θα επικρατήσει σύνεση και λογική στο πολιτικό προσωπικό της συγκυβέρνησης που λυσσασμένα δίνει τη μάχη υπέρ της τάξης του;

Εκτός κι αν όλες αυτές οι αντιπαραθέσεις είναι μπανανόφλουδες. Αν είναι επικοινωνιακά τρικ του επιτελείου Σαμαρά που επιδιώκει να στριμώξει τον Σύριζα. Αν είναι έτσι, η Αριστερά μπορεί απλά να αποσυρθεί. Και σε ένα βαθμό το κάνει. Το “μην πατάμε τις μπανανόφλουδες” είναι μια ισχυρή πολιτική τάση της περιόδου.

Μπανανόφλουδα λοιπόν η Βίλα Αμαλίας. Μπανανόφλουδα και η αναρχία του Διαμαντόπουλου. Μπανανόφλουδα και η μάσκα του Καραγιαννίδη. Μπανανόφλουδα μήπως και το Μετρό και η απεργία του; Εδώ φτάνουμε στον πάτο της λογικής και της αριστερής πολιτικής.

Η κυβέρνηση Σαμαρά έχει ξεκινήσει μια μεγάλη χειμερινή αντεπίθεση μετά το καλοκαιρινό σοκ των δύο εκλογικών αναμετρήσεων που έφεραν τον ΣΥΡΙΖΑ σε απόσταση αναπνοής από την εξουσία. Ο πρώτος στόχος είναι να ηττηθεί η Αριστερά. Ο δεύτερος, που διαρκώς δουλεύεται παραλλήλως με τον πρώτο, είναι η ενσωμάτωσή της. Αυτή η αντεπίθεση είναι αδιάκοπη, ερειστική, πρωτοφανής, ανυποχώρητη. Προχωρά με λύσσα, σημείο το σημείο, βήμα το βήμα. Διεκδικεί όχι απλά το δημοσκοπικό προβάδισμα, αλλά το πολιτικό τσάκισμα της Αριστεράς και το μόνιμο γονάτισμα της κοινωνίας. Και δυστυχώς η απάντηση είναι η υποστολή της σημαίας.

Υπερβολή; Κι όμως, να ένα ακόμα λαμπρό δείγμα υποστολής: “Με την ενίσχυση του ΣΥΡΙΖΑ κινδυνεύουν η μονόπλευρη λιτότητα, η ύφεση και τα καρτέλ της διαπλοκής. Όχι η συμμετοχή στο Ευρώ και η οικονομική ανάπτυξη”. Πρωταγωνιστεί στη ρητορική του εξευμενισμού ο Δ.Παπαδημούλης. Προσέξτε: Δεν κινδυνεύει καν η σκέτη λιτότητα. Κινδυνεύει η “μονόπλευρη”.

Και η ρητορική Τσίπρα για το νεκρό μνημόνιο είναι δεξιά, όσο δεξιά ήταν η αλήστου μνήμης διαπίστωση του Μπερτινότι ότι ο νεοφιλελευθερισμός έχει πεθάνει, λίγο πριν τον εφαρμόσει η συγκυβέρνηση Πρόντι.

Δυστυχώς το μνημόνιο δεν είναι νεκρό. Εφαρμόζεται καθημερινά. Με νόμους, ρυθμίσεις, διατάγματα και πράξεις νομοθετικού περιεχομένου. Παγιώνει ένα μεσαιωνικό κοινωνικό και οικονομικό συσχετισμό. Το μνημόνιο δεν είναι πολιτική διακήρυξη, είναι κοινωνική και οικονομική κατάσταση. Θα πεθάνει όταν τα εφαρμοστικά μέτρα του μνημονίου ακυρωθούν. Θα ακυρωθούν πράγματι από μια κυβέρνηση Τσίπρα; Πώς να σκοτώσεις όμως κάτι όταν το έχεις ήδη βαφτίσει νεκρό;

ΥΓ. Η στασιμότητα του ΣΥΡΙΖΑ θα πυροδοτήσει κύκλο εσωτερικής κριτικής και αντιπαράθεσης. Καλό είναι να μην την πληρώσουν οι Διαμαντόπουλοι, όπως αχνοφαίνεται από τους λαγούς του επιτελείου. Το πρώτο πρόβλημα δεν είναι ούτε η επικοινωνιακή απειρία, ούτε ο ατομικός αυθορμητισμός. Είναι το πολιτικό πρόσημο και η κοινωνική γείωση. 
Δύο παραδείγματα: 
Πρώτον. Αν θεωρείς ότι μόνο με τα λεφτά των εταίρων μπορεί να κρατηθεί στη ζωή η χώρα, τότε διαγκωνίζεσαι με τον Σαμαρά για το ποιος θα εξασφαλίσει τη δόση. Και από εκεί προκύπτει η μνημειώδης τοποθέτηση “φαίνεται ότι η δόση δεν διασφαλίζεται από την κυβέρνηση Σαμαρά”. 
Δεύτερον. Αν θεωρείς ότι η λογική του ώριμου φρούτου είναι αριστερή πολιτική θα εξαγγείλεις βλακωδώς ότι ο Σαμαράς θα πέσει μέχρι την άνοιξη. Διαφορετικά θα υλοποιούσες για παράδειγμα -με αφορμή το Μετρό- τη δήλωση για “σπίθα για θα ανάψει μια μεγάλη εξεγερτική φωτιά η οποία θα ανατρέψει μια κυβέρνηση που οδηγεί τον τόπο κατευθείαν στην καταστροφή”.
Αυτά έβλαψαν το λαό και την Αριστερά πολύ περισσότερο από τη δήλωση Κουράκη για τους μισθούς των παπάδων. Και η μήτρα τους είναι η πολιτική και όχι η επικοινωνία.

Πηγή: antapo/crisis

Δεν υπάρχουν σχόλια :