Του Σταύρου Μαυρουδέα.
Το παρακάτω κείμενο αποτέλεσε εισήγηση στην ημερίδα του Τμήματος Πολιτικής Οικονομίας του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών (Ο.Μ.Ε.)
Α. Η παγκόσμια δομική καπιταλιστική κρίση και η οικονομική θεωρία
1. Η παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007-8 έχει βάλει τον παγκόσμιο καπιταλισμό σε μία μακρά περίοδο αναταραχής. Η κρίση αυτή είναι μία βαθειά δομική κρίση του καπιταλιστικού συστήματος. Οι ρίζες της βρίσκονται στην προηγούμενη μεγάλη κρίση του καπιταλιστικού συστήματος, που εκδηλώθηκε στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και κράτησε όλη τη δεκαετία του 1970. Η τελευταία ήταν μία κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου (δηλαδή μία τυπική κρίση α-λα-Μαρξ βασισμένη στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους). Ξεκίνησε από την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους λόγω της ανοδικής τάσης της οργανικής σύνθεσης του κεφαλαίου, που οδήγησε στην υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου (δηλαδή στην αδυναμία επαρκώς κερδοφόρας επένδυσης του διαθέσιμου και κυρίως του πρόσθετου κεφαλαίου) και τελικά στο μπλοκάρισμα και την αναστροφή της μεγέθυνσης του συστήματος που είχε συμβεί κατά τη διάρκεια της «χρυσής εποχής» της καπιταλιστικής συσσώρευσης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου.
Η κρίση αυτή είχε τις ρίζες της, όπως όλες οι μεγάλες καπιταλιστικές κρίσεις, στη βασική σφαίρα λειτουργίας του συστήματος δηλαδή στη σφαίρα της παραγωγής. Τα θεμελιακά αυτά προβλήματα εκφράσθηκαν – όπως πάντα γίνεται – και στη σφαίρα της ανταλλαγής με την εμφάνιση του φαινομένου του στασιμοπληθωρισμού όταν έγινε προσπάθεια η κρίση να αντιμετωπισθεί με τόνωση της ζήτησης από το κράτος. Η κρίση της δεκαετίας του 1970 έβαλε το παγκόσμιο καπιταλιστικό σύστημα σε μία μακρά περίοδο αναδιαρθρώσεων σε όφελος του κεφαλαίου και σε βάρος της εργατικής τάξης στην προσπάθεια να βρεθεί μία λύση στο δομικό πρόβλημα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και χαμηλής κερδοφορίας του συστήματος. Τα κύματα αυτά καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων πήραν διάφορες μορφές με κυρίαρχη αυτή του νέο-φιλελευθερισμού. Αντικειμενικός στόχος αυτών των πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης ήταν η ανάσχεση της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους, μέσω της κινητοποίησης όλων εκείνων των δυνάμεων που δρουν ενάντια στο νόμο. Ιδιαίτερα κρίσιμες ανάμεσα σε αυτές ήταν α) η αύξηση της εκμετάλλευσης της εργασίας και η εξεύρεση νέων αγορών και πεδίων εκμετάλλευσης με σκοπό την αύξηση της μάζας της υπεραξίας και των κερδών και (β) η ελεγχόμενη απαξίωση ή καταστροφή υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων έτσι ώστε το σύστημα να απαλλαγεί από μη-επαρκώς κερδοφόρα ατομικά κεφάλαια και να ξαναρχίσει την λειτουργία του από πιο μικρή αλλά ταυτόχρονα εξυγιανθείσα και δυναμικότερη βάση. Επειδή η τελευταία διαδικασία για πολιτικούς αλλά και οικονομικούς λόγους δεν μπορούσε παρά να είναι περιορισμένης έκτασης, όλη η περίοδος καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων που ακολούθησαν την κρίση της δεκαετίας του 1970, από το 1982 και έπειτα δεν μπόρεσε να δώσει μέχρι σήμερα λύση στο συστημικό πρόβλημα υπερσυσσώρευσης κεφαλαίου και χαμηλής κερδοφορίας. Χαρακτηριστικά, οι φάσεις ανάκαμψης της οικονομίας στην περίοδο της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού δεν κατάφεραν ποτέ να φθάσουν τα επίπεδα από τα οποία ξεκίνησε η κρίση σε όρους κερδοφορίας, ρυθμού αύξησης παραγωγικότητας, επενδύσεων, κλπ. Γι’ αυτό και δικαιολογημένα έχει χαρακτηρισθεί ως περίοδος της σιωπηρής ύφεσης ή της μεγάλης κάμψης. Η αδυναμία απάντησης στο συστημικό πρόβλημα οδήγησε από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 σε μία φυγή του συστήματος προς τα εμπρός με τη μορφή της «χρηματιστικοποίησης». Ενεργοποιήθηκαν ιδιαίτερα οι διαδικασίες δημιουργίας πλασματικού κεφαλαίου με στόχο την εξεύρεση κερδοφόρων διεξόδων στη χρηματοπιστωτική σφαίρα και την εξομάλυνση των δομικών συστημικών προβλημάτων. Όμως, όπως έχει γίνει και σε προηγούμενες κρίσεις, η μέθοδος αυτή δίνει μία ανάπαυλα και δημιουργεί μία περίοδο τεχνητής οικονομικής ευφορίας αλλά δεν αντιμετωπίζει τα βασικά προβλήματα ελλιπούς κερδοφορίας και υπερσυσσώρευσης. Αντίθετα τα παροξύνει. Το συνεπακόλουθο είναι κάποια στιγμή τα συσσωρευμένα θεμελιακά προβλήματα (κυρίως στη σφαίρα της παραγωγής) να σπάσουν την επιφανειακά ήρεμη εικόνα (ιδιαίτερα στη σφαίρα της κυκλοφορίας) της καπιταλιστικής οικονομίας. Καθώς πάντα τα κέρδη που αποκομίζουν οι δραστηριότητες της σφαίρας της κυκλοφορίας (και ιδιαίτερα το χρηματοπιστωτικό σύστημα) προέρχονται και εξαρτώνται από την κερδοφορία της σφαίρας της παραγωγής, αργά ή γρήγορα τα προβλήματα της τελευταίας ανακαλούν στη πραγματικότητα την φυγή προς τα εμπρός που οδηγεί η πρώτη. Αυτό συνέβη με την σημερινή κρίση που ξέσπασε το 2007-8. Η τελευταία είναι μία κρίση που επίσης έχει τις ρίζες της στην σφαίρα της παραγωγής και θα έχει μία μακρά διαδρομή και ακόμη πιο οδυνηρές επιπτώσεις για την εργατική τάξη και την πλειοψηφία του πληθυσμού.
2. Η κρίση αυτή σηματοδότησε την αποτυχία τόσο της κυρίαρχης αστικής οικονομικής θεωρίας όσο και των εκπορευόμενων από αυτή κυρίαρχων οικονομικών πολιτικών καθώς και οι δύο απέτυχαν να προβλέψουν την κρίση και στη συνέχεια να κατορθώσουν να την αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά. Δηλαδή η σημερινή παγκόσμια καπιταλιστική κρίση σηματοδοτεί και την κρίση των αστικών Οικονομικών. Η κρίση αυτή εκφράσθηκε κατ’ εξοχήν σαν κρίση των ορθόδοξων αστικών Οικονομικών. Τα τελευταία (ιδιαίτερα στις σκληρές νεο-φιλελεύθερες εκδοχές τους) αποτελούν την κυρίαρχη σήμερα αστική θεωρία που εξ ορισμού θεωρεί ότι το καπιταλιστικό σύστημα είναι ένα υπό κανονικές συνθήκες τέλειο σύστημα και συνεπώς δεν μπορεί να μπει σε οικονομική κρίση. Η τελευταία μπορεί να προκύψει μόνο σαν αποτέλεσμα άστοχων ενεργειών και παρεμβάσεων που «παραμορφώνουν την εύρυθμη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς (δηλαδή μη κανονικών συνθηκών). Μάλιστα τα τελευταία χρόνια η κυρίαρχη αστική οικονομική θεωρία έφθασε μέχρι και να αμφισβητήσει όχι μόνο τις κρίσεις αλλά ακόμη και τις απλές κυκλικές διακυμάνσεις της οικονομίας. Αυτές οι αρτηριοσκληρωτικές απόψεις (που βόλευαν το σύστημα σαν ιδεολογικά προπαγανδιστικά εργαλεία) οδήγησαν ακόμη και κρίσιμα κέντρα και επιτελεία του στην ανικανότητα ρεαλιστικής κατανόησης της πραγματικής κίνησης της οικονομίας. Επιπλέον, η προϊούσα και αυξανόμενη ενασχόληση της κυρίαρχης αστικής οικονομικής θεωρίας (αλλά και των ετερόδοξων, αιρετικών αστικών απόψεων) με τα νομισματικά ζητήματα και η εξ ορισμού αδυναμία της να μελετήσει την βασική σφαίρα της οικονομικής δραστηριότητας (αυτήν της παραγωγής) επέτεινε αυτό το πρόβλημα.
3. Η κρίση των αστικών Οικονομικών όμως αφορά και τις αιρετικές ετερόδοξες (κυρίως νέο-κεϋνσιανές και θεσμιστικές) θεωρίες. Είναι δηλαδή και κρίση των ετερόδοξων αστικών Οικονομικών. Η μακρόχρονη νεο-φιλελεύθερη κυριαρχία προκάλεσε μία άτακτη υποχώρηση όλων των αιρετικών, ετερόδοξων αστικών οικονομικών θεωριών. Ιδιαίτερα στο βασικό εναλλακτικό αστικό ρεύμα, τον Κεϋνσιανισμό, η νεο-φιλελεύθερη κυριαρχία προκάλεσε μία ραγδαία συντηρητική μετάλλαξη (κυρίως με την μορφή των νέων Κεϋνσιανών). Η κριτική στις δομικές αδυναμίες της καπιταλιστικής οικονομίας υποχώρησε σε μία απλή υπόμνηση ότι η υπερβολική ευφορία βλάπτει και ότι υπάρχουν κάποια σοβαρά προβλήματα που έχουν να κάνουν κυρίως με τις «ακαμψίες» των πραγματικών αγορών. Έτσι οι ετερόδοξες αστικές οικονομικές απόψεις απέτυχαν επίσης να διαβλέψουν την κρίση. Στην καλύτερη περίπτωση απλά επεσήμαιναν το ενδεχόμενο κάποιων προβλημάτων. Επιπλέον, οι προτάσεις τους για την αντιμετώπιση της κρίσης είναι ένας δειλός και αναποτελεσματικός Κεϋνσιανισμός με ισχυρές δόσεις φιλελευθερισμού (γι’ αυτό όχι άδικα οι απόψεις αυτές έχουν χαρακτηρισθεί ως σοσιαλ-φιλελεύθερες). Αυτός ο συντηρητικός Κεϋνσιανισμός, που επιδιώκει να αντιμετωπίσει την κρίση υπερσυσσώρευσης με πολιτικές τόνωσης της ζήτησης, οι οποίες εστιάζουν κυρίως στη στήριξη των επιχειρήσεων και τη νομισματική πολιτική και ελάχιστα ή καθόλου στους μισθούς, αδυνατεί να αντιμετωπίσει την κρίση και φυσικά δεν απαλύνει καν την θέση των εργαζομένων.
4. Όσον αφορά την σημερινή οικονομική κρίση, όλες οι αστικές οικονομικές θεωρίες (ορθόδοξες και ετερόδοξες) την αντιμετωπίζουν κυρίως σαν μία χρηματοπιστωτική κρίση. Για τις μεν ορθόδοξες αστικές θεωρίες προήλθε λόγω της πλεονεξίας των καπιταλιστών του χρηματοπιστωτικού συστήματος (το οποίο προηγουμένως όμως επαινούσαν και τώρα προστατεύουν). Για τις δε ετερόδοξες αστικές θεωρίες προήλθε από τη νεο-φιλελεύθερη αφαίρεση ή χαλάρωση των ρυθμιστικών (ελεγκτικών) μηχανισμών της οικονομίας. Αυτό είναι φυσιολογικό για την σημερινή αστική οικονομική θεωρία στο σύνολο της (ορθόδοξη και ετερόδοξη) γιατί αυτή αποτελεί κυριολεκτικά οικονομικά της σφαίρας της κυκλοφορίας (με πρόδηλη ανικανότητα κατανόησης της σφαίρας της παραγωγής η οποία, στην καλύτερη περίπτωση, υποβαθμίζεται σε ένα απλό τομέα της Μικροοικονομικής). Όλες οι οικονομικές κρίσεις από τον 20ο αιώνα μέχρι σήμερα (ξεκινώντας από την κρίση του 1929) ερμηνεύονται σαν χρηματοπιστωτικές κρίσεις. Η θεωρητική αυτή αγκύλωση της αστικής οικονομικής θεωρίας έχει, μεταξύ άλλων, δύο σημαντικές πλευρές. Η πρώτη πλευρά είναι ότι η αστική οικονομική θεωρία είναι απασχολημένη με την διαχείριση του συστήματος και πλέον στον ώριμο καπιταλισμό (και μετά την οδυνηρή εμπειρία της κρίσης του 1929) η νομισματική πολιτική παίζει κρίσιμο ρόλο στη διαχείριση (αλλά όχι στην οριστική επίλυση) των οικονομικών κρίσεων. Η δεύτερη πλευρά είναι ότι μία τέτοια θεώρηση αφήνει εύκολα στο απυρόβλητο τα εγγενή δομικά προβλήματα του καπιταλιστικού συστήματος (που οδηγούν στην υπό κανονικές συνθήκες εκδήλωση κρίσεων) και αποδίδει τις κρίσεις στις ενέργειες κάποιων παραγόντων ή κοινωνικών τάξεων που παραβίασαν την «εύρυθμη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς» (συγκαλύπτοντας δηλαδή ότι είναι η ίδια η «εύρυθμη λειτουργία των δυνάμεων της αγοράς» που παράγει κατά διαστήματα οικονομικές κρίσεις). Έτσι, όταν χρειασθεί, παράγεται εύκολα ένας αποδιοπομπαίος τράγος του συστήματος που όμως αφήνει ανέγγιχτο το σύστημα στο σύνολο του.
5. Όμως και στο χώρο της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας η κρίση αναδεικνύει σοβαρότατα προβλήματα. Τα μολυβένια χρόνια του νέο-συντηρητισμού και της νεο-φιλελεύθερης κυριαρχίας οδήγησαν επίσης σε μία ραγδαία υποχώρηση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας που κυριολεκτικά αντιμετώπισε μακαρθικές επιστημονικές διώξεις. Το αποτέλεσμα ήταν, ιδιαίτερα στη Δύση και στον ακαδημαϊκό χώρο, να υπάρξει μία σημαντική υποχώρηση. Αυτή εκφράσθηκε τόσο με τον περιορισμό της απήχησης, όσο και με την αποριζοσπαστικοποίηση αρκετών οικονομολόγων της μαρξιστικής παράδοσης αλλά και με την αλλαγή της ατζέντας πολλών άλλων (που ουσιαστικά προσπάθησαν να καλυφθούν πίσω από τις επίσης υποχωρούσες ετερόδοξες αστικές θεωρίες). Έτσι το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης βρήκε, κατά πλειοψηφία τουλάχιστον, τη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία αδύναμη να την προβλέψει, να την ερμηνεύσει αλλά και να βοηθήσει το εργατικό κίνημα στην αντιμετώπισή της. Αυτό αποτελεί μία τραγική αντίφαση καθώς η Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία είναι το επιστημονικό ρεύμα που κατ’ εξοχήν εστιάζει στο ζήτημα της οικονομικής κρίσης και έχει παράξει μία πλούσια θεωρία των οικονομικών κρίσεων. Η υποχώρηση αυτή εκφράσθηκε με την ισχυρή επιρροή των ούτως ή άλλως φθινουσών και συντηρητικοποιούμενων αστικών ετερόδοξων οικονομικών θεωριών. Έτσι είναι εξαιρετικά δημοφιλείς απόψεις που αποδίδουν την κρίση απλώς σε προβλήματα υποκατανάλωσης ή/και χρηματιστικοποίησης. Οι δύο αυτές ερμηνείες έχουν διατυπωθεί είτε ανεξάρτητα είτε σε συνδυασμό μεταξύ τους.
Η νεότερη και δημοφιλέστερη θεωρία της χρηματιστικοποίησης (financialisation) υποστηρίζει ότι η τρέχουσα κρίση είναι απότοκος της ενίσχυσης του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος και του χρήματος στο σύγχρονο καπιταλισμό, την οποία θεωρεί πρωτοφανή και την ανάγει σε νέο δομικό χαρακτηριστικό του συστήματος που, συνήθως, συνδέεται με ένα νέο στάδιο του (π.χ. η νεοφιλελεύθερη χρηματιστικοποίηση ως μία νέα δομή κοινωνικής συσσώρευσης). Προέρχεται ουσιαστικά από μετα-κεϋνσιανές νομισματικές θεωρίες. Στο εμπειρικό επίπεδο ξεκινά από το αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι τα τελευταία χρόνια η σφαίρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος είχε διογκωθεί υπέρμετρα σε σχέση με το παραγωγικό κεφάλαιο. Ξεχνά βέβαια ότι αυτό δεν είναι κάτι πρωτόγνωρο αλλά είναι συνηθισμένο σε περιόδους επώασης της κρίσης. Υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές που κοινή συνισταμένη τους είναι ότι η σημερινή κρίση δεν είναι μία κρίση α-λα-Μαρξ (δηλαδή που ξεκινά από την σφαίρα της παραγωγής) αλλά μία κρίση που ξεκινά από τον χρηματοπιστωτικό τομέα, την αυτονόμηση του από το υπόλοιπο κύκλωμα του κεφαλαίου και την ηγεμονία του πάνω σ’ αυτό. Η θεωρία της χρηματιστικοποίησης υπάρχει σε διάφορες παραλλαγές. Η παλιότερη είναι αυτή του καπιταλισμού-καζίνο, που υποστηρίζει ότι ο σύγχρονος καπιταλισμός έχει μεταλλαχθεί και πλέον στο επίκεντρο δεν βρίσκεται ο βιομήχανος αλλά ο τραπεζίτης (με την ευρεία έννοια). Δηλαδή για συγκεκριμένους θεσμικούς και πολιτικούς λόγους μία μερίδα του κεφαλαίου που δρα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα έχει ηγεμονεύσει πάνω στο κεφάλαιο που δρα στους παραγωγικούς τομείς της οικονομίας και καταφέρνει να απομυζά υπέρμετρα κέρδη από αυτό και ταυτόχρονα το οδηγεί στην επενδυτική ασφυξία. Πρόκειται για μία νεο-σοσιαλδημοκρατική προσέγγιση με σαφή δάνεια από μετα-κεϋνσιανές θεωρίες που ανακαλύπτει νέους ραντιέρηδες και καλεί, εμμέσως πλην σαφώς, το εργατικό κίνημα να συμμαχήσει με το παραγωγικό κεφάλαιο ενάντια στους τελευταίους. Η ερμηνεία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει πειστικά πώς μπορεί να υπάρξει μακροχρόνια ένας τέτοιος καπιταλισμός όπου ο τόκος (το μερίδιο του χρηματικού κεφαλαίου) δεν προέρχεται από την υπεραξία που εξάγεται από το παραγωγικό κεφάλαιο. Δηλαδή πως μπορεί να επιβιώσει για δεκαετίες ένα σύστημα υπεξαίρεσης πλούτου που πνίγει την μηχανή που τον παράγει. Επιπλέον, η θεωρία αυτή αδυνατεί να εξηγήσει τις πολλαπλές συμφύσεις του «παράσιτου» με το παραγωγικό κεφάλαιο και τις σοβαρές διευκολύνσεις που το πρώτο παρέχει στο δεύτερο. Μία νεώτερη εκδοχή υποστηρίζει ότι ο «νέος καπιταλισμός» χαρακτηρίζεται από την πλήρη αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου. Το τελευταίο δεν αντλεί πλέον τα εισοδήματα του από την αναδιανομή της υπεραξίας που εξάγει το παραγωγικό κεφάλαιο αλλά εκμεταλλεύεται το ίδιο κατευθείαν τους εργαζόμενους. Επιδίδεται δηλαδή σε μία «χρηματική εκμετάλλευση» ή «χρηματική ιδιοποίηση» που δεν διαφέρει από την τοκογλυφία. Μάλιστα υποστηρίζεται ότι ο νέος αυτός τύπος χρηματικού κεφαλαίου έχει συστηματικά μεγαλύτερα ποσοστά κερδοφορίας από το παραγωγικό και εμπορικό κεφάλαιο. Κατά τα άλλα, όσον αφορά την εξήγηση του μηχανισμού της σημερινής κρίσης η θεωρία αυτή ακολουθεί την πεπατημένη των μετα-κεϋνσιανών νομισματικών θεωριών (ιδιαίτερα της παράδοσης του Μίνσκυ) και φυσικά αποφαίνεται ότι δεν πρόκειται για μία κρίση α-λα-Μαρξ. Αυτή η εκδοχή ενός νεο-τοκογλυφικού χρηματικού καπιταλισμού έχει επίσης σοβαρά αναλυτικά και εμπειρικά προβλήματα. Όσον αφορά την ανάλυση αρνείται την μαρξιστική θεωρία για τον τρόπο λειτουργίας του χρηματεμπορικού και του τοκοφόρου κεφαλαίου και ουσιαστικά δημιουργεί ένα νέο τύπο τοκογλυφικού χρηματικού κεφαλαίου που όμως απέχει δραματικά από την πραγματικότητα. Επίσης η θέση ότι αυτό το νέο χρηματικό κεφάλαιο δεν υπόκειται μακροχρόνια στην διαδικασία εξίσωσης του ποσοστού κέρδους είναι μη-ρεαλιστική. Αλλά πάνω απ’ όλα η ερμηνεία αυτή δίνει την εικόνα ενός καπιταλισμού που στο κέντρο του δεν είναι η σχέση πληρωμένου – απλήρωτου χρόνου στην σφαίρα της παραγωγής (δηλαδή η υπεραξία) αλλά μία τοκογλυφική υπεξαίρεση στην σφαίρα της κυκλοφορίας. Είναι γεγονός ότι, βραχυχρόνια, τμήματα του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορούν να λειτουργήσουν τοκογλυφικά. Όμως αυτό δεν μπορεί να γίνει μακροχρόνια και δομικά γιατί πλέον δεν μιλά κανείς για καπιταλισμό αλλά για κάποιο άλλο σύστημα το οποίο μάλλον περί επιστημονικής φαντασίας πρόκειται. Πολιτικά αυτή η ερμηνεία πάσχει επίσης από τα προαναφερθέντα προβλήματα. Πέρα από έντονες καταγγελίες των τοκογλύφων χρηματιστών – που άλλωστε ακόμη και ακροδεξιά μικροαστικά κόμματα δεν έχουν πρόβλημα να εκφωνήσουν – αδυνατεί να βάλει στο επίκεντρο την εκμετάλλευση των εργαζομένων και να συμβάλλει σε μία κατεύθυνση επαναστατικής αντιμετώπισης της κρίσης.
Από την άλλη πλευρά η υποκαταναλωτική (underconsumptionist) προσέγγιση της κρίσης, με μεγάλη ιστορική διαδρομή μέσα στη Μαρξιστική Πολιτική Οικονομία, καθώς συνδυάζεται εύκολα με την προσφιλή στην αριστερά καταγγελία των ανισοτήτων (αλλά με ταυτόχρονη αποσιώπηση της εκμετάλλευσης ως του βασικού συστατικού στοιχείου του καπιταλισμού) που παράγει το νεοφιλελεύθερο υπόδειγμα τείνει να γίνει η κυρίαρχη αντίληψη για την κρίση στο εσωτερικό της αριστεράς. Τοποθετώντας το γενεσιουργό μηχανισμό της κρίσης στη σφαίρα της διανομής μπορεί να αποτελεί πρόοδο σε σχέση με τις θεωρίες χρηματιστικοποίησης που αποδίδουν την κρίση αποκλειστικά στην υπέρμετρη διόγκωση του χρηματοπιστωτικού τομέα, αλλά, παραλείποντας την εξέταση της σφαίρας της παραγωγής περιορίζει τα αίτια της κρίσης σε διανεμητικά και μόνο παραβλέποντας έτσι τον δομικό, συστημικό χαρακτήρα της.
Οι απόψεις αυτές αποτελούν καρικατούρες της Μαρξιστικής οικονομικής ανάλυσης και ουσιαστικά προσχωρούν στο ετερόδοξο αστικό στρατόπεδο. Κατ’ αναλογία, το πολιτικό συμπέρασμα στο οποίο οδηγούν οι απόψεις αυτές είναι η (κριτική είτε άκριτη) στήριξη αστικών μεταρρυθμιστικών πολιτικών που συνήθως κινούνται γύρω από μια «πιο δίκαιη» κατανομή του εισοδήματος είτε μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας είτε μεταξύ χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων και της υπόλοιπης οικονομίας αδιάκριτα, αλλά πάντα μέσα στο πλαίσιο του συστήματος.
6. Είναι σήμερα περισσότερο αναγκαία από ποτέ η επανεδραίωση της Μαρξιστικής Πολιτικής Οικονομίας σαν αυτοτελούς και ανεξάρτητου επιστημονικού ρεύματος, βοηθού του εργατικού κινήματος στην πάλη του ενάντια στο κεφάλαιο. Αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο στη σημερινή συγκυρία. Απαιτεί μία συγκροτημένη ανάλυση της σημερινής παγκόσμιας και ελληνικής καπιταλιστικής κρίσης που να μην υποτάσσεται στα αστικά (ορθόδοξα και ετερόδοξα) ιδεολογήματα και πολιτικές. Η παρούσα προσπάθεια της ομάδας Πολιτικής Οικονομίας του Ομίλου Μαρξιστικών Ερευνών εντάσσεται στην κατεύθυνση αυτή. Ιδιαίτερα εστιάζει στην ελληνική κρίση και αποσκοπεί στην ανάλυση της και στην πρόταση πολιτικών και μέτρων που να στηρίζουν και να βοηθούν τους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες και την μαρξιστική Αριστερά.
Β. Αστικές, ριζοσπαστικές και μαρξιστικές ερμηνείες της ελληνικής κρίσης
7. Η Ελλάδα προβάλλεται σήμερα από τα κυρίαρχα αστικά κέντρα σαν ένας από τους βασικούς αιτίους της παγκόσμιας αστάθειας και της κρίσης της ευρωζώνης. Παρουσιάζεται ως μία σπάταλη χώρα, μαστιζόμενη από χρόνια διαφθορά, που εκμεταλλεύθηκε την ευρωπαϊκή καλοσύνη αντλώντας πόρους από την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και παραβίασε τους «χρηστούς» κανόνες της Συνθήκης του Μάαστριχτ με την εκτεταμένη χρήση παραποιημένων στατιστικών στοιχείων (των διαβόητων πλέον «ελληνικών στατιστικών»). Μαζί της, με παραπλήσιες αναλύσεις, ενοχοποιούνται και μία σειρά άλλες χώρες της περιφέρειας της ΕΕ – που συλλογικά γελοιοποιούνται ως «γουρούνια» (PIGS) – ως υπαίτιοι για τα σημερινά προβλήματα της ΕΕ. Τα τελευταία επιδεινώνουν την ήδη ασταθή κατάσταση της παγκόσμιας οικονομίας λόγω της σημερινής παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και κινδυνεύουν να την βυθίσουν περισσότερο σ’ αυτή. Η ερμηνεία αυτή προβάλλεται τόσο από διεθνή όσο και από εθνικά κέντρα, οργανισμούς, κυβερνήσεις και πολιτικούς φορείς. Συνιστά την επίσημη εξήγηση για τα προβλήματα που παρουσιάζονται σήμερα μέσα στην ΕΕ και ιδιαίτερα όσον αφορά τις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες κυρίως του ευρωπαϊκού Νότου. Αυτή η επίσημη ερμηνεία βασίζεται στην θέση των κυρίαρχων Οικονομικών ότι η σημερινή οικονομική κρίση (όπως και κάθε άλλη) οφείλεται όχι σε οργανικά και δομικά προβλήματα του καπιταλιστικού συστήματος αλλά σε συγκυριακά λάθη και άστοχες επιλογές επιμέρους παραγόντων που στρέβλωσαν την κατά τα άλλα τέλεια λειτουργία του συστήματος. Κατ’ αναλογία, τα ιδιαίτερα προβλήματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν οφείλονται στα ανυπέρβλητα εγγενή, δομικά της προβλήματα (κεφάλαια με διαφορετική «παραγωγικότητα», ανισόμετρη ανάπτυξη, διαφορετικά έθνη-κράτη με βαθιές ιστορικές διαφορές κλπ.) αλλά στα «άτακτα/σπάταλα παιδιά» του ευρωπαϊκού Νότου.
Οι επίσημες αστικές ερμηνείες αποσυνδέουν εντελώς την ελληνική κρίση αλλά και τη κρίση της ΕΕ από την παγκόσμια δομική καπιταλιστική κρίση του 2007-8. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι οι περισσότερες επίσημες αστικές ερμηνείες είχαν εξαγγείλει – μερικές ήδη από το 2009 – το ξεπέρασμα της κρίσης και την εμφάνιση «πράσινων ριζών» (green shoots) ανάκαμψης. Βέβαια οι στρουθοκαμηλικές αυτές απόψεις έχουν πλέον αναθεωρηθεί καθώς η οικονομική κάμψη του 2012 επαναφέρει τους φόβους για μία «διπλή βουτιά» (double dip) και την επιστροφή της κρίσης με ακόμη χειρότερους όρους.
Έτσι το ελληνικό πρόβλημα παρουσιάζεται σαν ένα κατά βάση εσωτερικό ελληνικό πρόβλημα δίδυμων ελλειμμάτων. Η ελληνική διαφθορά (που οφείλεται στο πελατειακό σύστημα που υποστηρίζεται ότι «χάιδεψε» ιδιαίτερα τους εργαζόμενους και τους μικρομεσαίους) μαζί με την απληστία (που οδήγησε στην υπερκατανάλωση, δηλαδή στη διαβίωση της μεγάλης πλειοψηφίας του πληθυσμού σε επίπεδα ευημερίας πλουσιότερα απ’ ότι άξιζε με βάση την παραγωγική του επίδοση) οδήγησε σε δυσθεώρητα δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό γιατί το κράτος υποστηρίζεται ότι είναι μεγαλύτερο απ’ ότι έπρεπε και έδινε και δίνει πλούσιες παροχές, ιδιαίτερα στην εργατική τάξη, τα μεσαία και τα φτωχά στρώματα. Αυτά τα δημοσιονομικά ελλείμματα συντηρήθηκαν με υπέρογκο εξωτερικό δανεισμό (εκμεταλλευόμενοι τις ευνοϊκές συνθήκες χρηματοδότησης που έδωσε το ευρώ) και οδήγησαν σε έκρηξη του εξωτερικού χρέους. Συνοπτικά, σύμφωνα με αυτήν τη θεώρηση οι υπέρογκες δημόσιες (κοινωνικές κυρίως) δαπάνες δημιούργησαν τα δημοσιονομικά ελλείμματα και οδήγησαν σε εξωτερικό χρέος που πλέον είναι αδύνατο να εξυπηρετηθεί. Έτσι η ελληνική περίπτωση ερμηνεύεται εν τέλει σαν μία κρίση χρέους.
Αυτή η αρχική ερμηνεία διαφοροποιήθηκε σιωπηρά στη συνέχεια όταν, με τη Μνημονιακή πολιτική, η επίθεση του κράτους και του κεφαλαίου επεκτάθηκε όχι μόνο στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα (δραστική μείωση των κατώτατων αλλά και όλων γενικά των μισθών και ημερομισθίων, διάλυση της προστασίας των εργασιακών σχέσεων, δραματική μείωση του άμεσου και έμμεσου εργασιακού κόστους, κλπ.). Τότε ξαφνικά (αλλά και αναπόφευκτα αφού η κρίση έχει τη βάση της στην «πραγματική» οικονομία) ανακαλύφθηκε ότι το ελληνικό πρόβλημα έχει και μία δομική διάσταση, δηλαδή ότι η «ελληνική οικονομία» (δηλαδή το ελληνικό κεφάλαιο σε σχέση με τα ανταγωνιστικά του κεφάλαια) υστερεί σε διεθνή ανταγωνιστικότητα. Συνεπώς πρέπει να μειωθεί το εργατικό κόστος, ως εύκολος στόχος παρότι συνήθως αναγνωρίζεται ότι δεν είναι αυτό ο βασικός υπαίτιος της ελλιπούς ανταγωνιστικότητας. Έτσι, στους συνηθισμένους υποστηρικτικούς δείκτες προστέθηκε και αυτός του (ονομαστικού) μοναδιαίου κόστους εργασίας που δήθεν ανήλθε αδικαιολόγητα.
Συνεπώς, η επίσημη ερμηνεία του ελληνικού προβλήματος το αντιμετωπίζει σαν κρίση χρέους. Δειλά και όποτε χρειάζεται προβάλλει και το επιχείρημα της δομικής διάστασης που όμως εντοπίζεται στο εργατικό κόστος, τον υποτιθέμενα μεγάλο δημόσιο τομέα και στο υποτιθέμενα εχθρικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις, ή στον άλλο μεγάλο μύθο που διακινεί ό ο αστισμός δηλαδή τα αντικίνητρα που δημιουργεί η μεγάλη φορολόγηση του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.
Η επίσημη αστική ερμηνεία είναι μία «ιδεολογική» ερμηνεία δηλαδή συνειδητά παραμορφώνει την πραγματικότητα για να δικαιολογήσει τις κυρίαρχες πολιτικές και ιδιαίτερα αυτή του Μνημονίου. Δεν συνδέει την ελληνική περίπτωση με την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση. Υποκρύπτει το ρόλο της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης από τις ισχυρότερες οικονομίες της ΕΕ. Συγκαλύπτει την επίπτωση στα δημοσιονομικά ελλείμματα των «επιδοτήσεων» στο ελληνικό κεφάλαιο και της ανοχής στην ανοικτή φοροδιαφυγή ή συγκεκαλυμμένη φοροαποφυγή του, την ταξική φύση και προσανατολισμό ολόκληρης της δημοσιονομικής δομής. Μη έχοντας άλλη διέξοδο, καταλήγει να ενοχοποιήσει τους μισθούς και τις κοινωνικές δαπάνες που απαρτίζουν τον ακαθάριστο κοινωνικό μισθό ως υπαίτιους για την κρίση με τον ίδιο ακριβώς αδικαιολόγητο και αστήρικτο τρόπο που συνέβη και για την κρίση της δεκαετίας του 1970 στις αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες.
8. Εκτός από την κυρίαρχη αστική ερμηνεία υπάρχουν και μία σειρά ετερόδοξες ερμηνείες. Αυτές αντιπαρατίθενται, ολικά ή μερικά, στη Μνημονιακή πολιτική αλλά αδυνατούν να συλλάβουν τις βαθιές δομικές διαστάσεις της ελληνικής κρίσης. Ακολουθούν συνήθως κεϋνσιανές λογικές ή ένα μίγμα μαρξιστικής και κεϋνσιανής προσέγγισης και, πέρα από ένα καταγγελτισμό της ανισότητας που πολλές φορές επιδεικνύουν, καταλήγουν σε μία σειρά από «έξυπνες»/«κατάλληλες» μεταρρυθμιστικές προτάσεις διάσωσης του συστήματος που τονώνουν τους μισθούς, την κατανάλωση και συνήθως την επένδυση, η αύξηση της οποίας αντιμετωπίζεται ως απλή πολιτική επιλογή. Οι ερμηνείες αυτές θέτουν σαν αποκλειστικό αντικείμενο κριτικής το νεο-φιλελευθερισμό και γι’ αυτό προβάλλουν «εύκολα», πλατιά αντι-νεοφιλελεύθερα μέτωπα με στόχο την εγκατάλειψη της «νεοφιλελεύθερης λιτότητας» για χάρη ενός νέου (ανέφικτου όμως στις σημερινές συνθήκες δομικής οικονομικής κρίσης) σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου, απασχόλησης ανάπτυξης και κοινωνικής συνοχής με άμεσα μέτρα την αύξηση των μισθών και των κοινωνικών δαπανών.
9. Σε αντίθεση τόσο με τις κυρίαρχες όσο και με τις ετερόδοξες αστικές θεωρήσεις η Μαρξιστική ανάλυση πρέπει να εστιάσει στα βασικά θεμελιακά χαρακτηριστικά της ελληνικής κρίσης. Η ελληνική κρίση δεν είναι πρωτίστως μία κρίση χρέους ή διπλών ελλειμμάτων. Αντιθέτως, είναι πολύ πιο βαθειά και δομική και θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί μία δίδυμη κρίση. Αυτό γιατί έχει δύο διαστάσεις – την εσωτερική και την εξωτερική – που αλληλοτροφοδοτούνται. Η εσωτερική διάσταση αφορά την καπιταλιστική κρίση της ελληνικής οικονομίας. Ο ελληνικός καπιταλισμός βιώνει και αυτός την καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης που ξεκίνησε το 2007-8 και συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό μέχρι σήμερα. Η εξωτερική διάσταση αφορά την παγκόσμια καπιταλιστική κρίση και το γεγονός ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης επιδεινώνεται λόγω της συμμετοχής, από μία υποδεέστερη θέση, στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός φορτώνεται δυσανάλογα βάρη από ισχυρότερους απ’ αυτόν ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς. Το πρόβλημα των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και της φθίνουσας ανταγωνιστικότητας είναι παράγωγο αυτών των δύο κρισιακών διαστάσεων και όχι το κύριο αίτιο της κρίσης, επιδεινώνουν όμως σημαντικά την κατάσταση.
10. Η εσωτερική διάσταση της ελληνικής κρίσης απορρέει από την «ανεπαρκή κερδοφορία» του συστήματος λόγω της λειτουργίας σε μακροπρόθεσμο χρονικό ορίζοντα του νόμου της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους που προκαλείται από την αύξηση της οργανικής σύνθεσης κεφαλαίου, δηλαδή την αντικατάσταση της ζωντανής εργασίας (μεταβλητό κεφάλαιο) με νεκρή εργασία (σταθερό κεφάλαιο). Αυτή είναι και η θεμελιώδης αιτία (η συσσώρευση κεφαλαίου που συνοδεύεται από τη σχετική υποχώρηση της ζωντανής εργασίας, την ανεπαρκή δημιουργία αξίας, υπεραξίας και τη μείωση της καπιταλιστικής κερδοφορίας) που μαζί με τη μείωση του βαθμού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης στην πρώτη δεκαετία της μεταπολίτευσης μείωσαν δραστικά την καπιταλιστική κερδοφορία μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1980. Εξ αιτίας αυτής της μείωσης της κερδοφορίας δημιουργήθηκαν οι πιο πρόσφατες διαδοχικές «φούσκες» (του χρηματιστηρίου και των κατοικιών) και τα συστηματικά δημοσιονομικά ελλείμματα στο πλαίσιο των συνεχών προσπαθειών του συστήματος (κεντρικών τραπεζών και κυβερνήσεων) για την τόνωση της ζήτησης, όταν οι αναδιανεμητικές υπέρ του κεφαλαίου νεοφιλελεύθερες πολιτικές εξάντλησαν τη δυναμική τους.
Παρόμοια με τον καπιταλιστικό κόσμο στο σύνολο του, η σημερινή κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού έχει τις ρίζες της στη βαθειά δομική κρίση της δεκαετίας του 1970, η οποία ήταν διπλά επιβαρυντική. Πρώτον, τερματίσθηκε η μεταπολεμική «χρυσή εποχή» του, της ραγδαίας ανάπτυξης και συσσώρευσης κεφαλαίου. Δεύτερον, η κρίση αυτή συνδέθηκε με την έξαρση της ταξικής πάλης που σημάδεψε την πτώση της δικτατορίας. Η προηγηθείσα «χρυσή εποχή» συνδέθηκε άρρηκτα με την αυταρχική μετεμφυλιακή κυριαρχία του αστισμού και την ουσιαστική παρανομία της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος, γεγονός που βοήθησε σημαντικά την κερδοφορία του κεφαλαίου. Η μεταπολιτευτική ενίσχυση της Αριστεράς και του εργατικού κινήματος επιβάρυνε την ήδη φθίνουσα καπιταλιστική κερδοφορία καθώς επέβαλε στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο μία ουσιαστική αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος της εργασίας καθώς και μία αντίστοιχη βελτίωση των εργασιακών συνθηκών. Συνεπακόλουθα, αντίθετα με τις διεθνείς τάσεις, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο εφαρμόσθηκαν στην Ελλάδα φιλολαϊκές Κεϋνσιανές πολιτικές κρατικής ρύθμισης και εισοδηματικής αναδιανομής, που συνδύαζαν την ενίσχυση της ανάπτυξης με μία ελεγχόμενη φιλεργατική αναδιανομή εισοδήματος η οποία όμως δεν θα έθιγε δραματικά τα καπιταλιστικά κέρδη. Οι πολιτικές αυτές βελτίωσαν την θέση της εργασίας και ταυτόχρονα συνέβαλαν στην εκτόνωση του μεταπολιτευτικού λαϊκού ριζοσπαστισμού και στην ενσωμάτωση του στο σύστημα κυρίως μέσω ενός εκτεταμένου συστήματος πελατειακών σχέσεων. Απέτυχαν όμως να αντιμετωπίσουν την οικονομική κρίση επειδή εφάρμοζαν μεταπολεμικές συνταγές σε μία εντελώς διαφορετική συγκυρία. Οι πολιτικές αυτές έβγαλαν την οικονομία από την δομική κρίση του 1929-30 αφού όμως η διάρκεια και το βάθος της Μεγάλης Ύφεσης και ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος είχαν προηγουμένως προκαλέσει μία δραστική απαξίωση υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων και μπορούσε να ακολουθήσει η επανεκκίνηση της καπιταλιστικής συσσώρευσης από μικρότερες και υγιέστερες βάσεις.
Γι’ αυτό, από το 1985 και μετά, μόλις ο άμεσος κίνδυνος κοινωνικο-πολιτικών εκρήξεων αποσοβήθηκε, η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης επανήλθε στην κορυφή της κυρίαρχης ατζέντας και υιοθετήθηκαν νέο-συντηρητικές πολιτικές καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Αυτή η επανευθυγράμμιση με τις κυρίαρχες διεθνείς τάσεις ενισχύθηκε από την ένταξη στην ΕΟΚ. Οι πρώτες ήταν συντηρητικές Κεϋνσιανές πολιτικές που στόχευσαν στην μείωση του εργασιακού κόστους ενώ επιδοτήθηκαν ιδιωτικά κεφάλαια, αναλήφθηκε η λειτουργία άλλων που ήταν «προβληματικά», υπήρξε πιστωτική και νομισματική επέκταση και δοκιμάσθηκε να προστατευθούν τα εγχώρια κεφάλαια από τον ξένο ανταγωνισμό με υποτιμήσεις. Η πίεση για τέτοιες παρεμβάσεις είχε ενταθεί λόγω της ένταξης στην ΕΟΚ και του ανοίγματος της οικονομίας που πίεζε τα ελληνικά κεφάλαια. Χαρακτηριστικά, το πρόγραμμα σταθερότητας του 1985 μετατόπιζε τα βάρη από τα κέρδη στους μισθούς. Την ίδια περίοδο αρχίζει αυθόρμητα να εμφανίζεται και στην Ελλάδα η τάση αύξησης του πραγματικού χρόνου εργασίας, που αυξάνει τον απλήρωτο χρόνο εργασίας και συνεπώς το ποσοστό υπεραξίας (το βαθμό εκμετάλλευσης της εργασίας). Όμως παρά την κρατική στήριξη και την επαναφορά του μηχανισμού απόσπασης απόλυτης υπεραξίας η συνολική κερδοφορία του συστήματος δεν μπόρεσε να ανακάμψει, οι δε κρατικές δαπάνες μετατρέπονταν σε μη-παραγωγικά και συσσωρευόμενα ελλείμματα ακριβώς επειδή δεν υπήρξε μία οργανωμένη ανάταξη της διαδικασίας υπεξαίρεσης υπεραξίας και κυρίως μία συστηματική και οργανωμένη απαξίωση των υπερσυσσωρευμένων κεφαλαίων.
Από το 1990 και μετά υιοθετήθηκαν ρητά οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές και η χρονική υστέρηση των ελληνικών καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων έναντι των διεθνών εξαλείφθηκε. Μάλιστα, καθώς ο ελληνικός καπιταλισμός είχε ήδη υστερήσει σημαντικά, δεν προχώρησε πρώτα σε μία καθαρόαιμη μονεταριστική φάση αλλά προωθήθηκαν κατευθείαν στοιχεία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών δεύτερης γενεάς. Σε αυτό καθοριστικό ρόλο έπαιξαν οι επιταγές της ΕΕ και η προσπάθεια του ελληνικού κεφαλαίου να ενταχθεί στην ευρωζώνη. Η νεοφιλελεύθερη ατζέντα περιλάμβανε: ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές κοινωνικής ασφάλισης, ευνοϊκότερη φορολόγηση των πλουσιοτέρων στρωμάτων, απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων και εισαγωγή ελαστικών μορφών εργασίας.
Όμως και στην ελληνική περίπτωση, όπως και διεθνώς, οι αναδιαρθρωτικές αυτές πολιτικές δεν κατόρθωσαν να διορθώσουν ουσιαστικά τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση του 1973-75. Κατάφεραν να συμπιέσουν το εργατικό κόστος και να αυξήσουν τον βαθμό εκμετάλλευσης αλλά δεν μπόρεσαν να ανατάξουν αποτελεσματικά την διαδικασία παραγωγής. Οι ιδιωτικοποιήσεις παρείχαν νέα πεδία κερδοφορίας αλλά, από ένα σημείο και μετά, η απόσυρση του κράτους – συλλογικού κεφαλαιοκράτη από πεδία στρατηγικής σημασίας για τη συνολική αναπαραγωγή του συστήματος οδήγησε σε σοβαρά προβλήματα ρύθμισης και συντονισμού. Η διεθνοποίηση και το άνοιγμα της οικονομίας – ιδιαίτερα τα ιμπεριαλιστικά κέρδη από την επέλαση στα Βαλκάνια των ελληνικών κεφαλαίων – λειτούργησαν κλασσικά σαν παράγοντες που αντισταθμίζουν την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους αλλά πλέον δείχνουν να έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες τους. Έτσι σήμερα, μετά από σχεδόν μία τριακονταετία καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων ο ελληνικός καπιταλισμός χτυπήθηκε από την τρέχουσα οικονομική κρίση με τον χειρότερο δυνατό τρόπο.
Συγκεκριμένα, παρά την επίθεση στο εισόδημα, τις εργασιακές συνθήκες και τις κοινωνικές παροχές της εργατικής τάξης στην περίοδο του νεοφιλελευθερισμού, η κερδοφορία και η συσσώρευση του κεφαλαίου δεν έγινε δυνατό να ανακάμψουν ικανοποιητικά ώστε να τροφοδοτήσουν ένα νέο ανοδικό «μακρό κύμα» καπιταλιστικής συσσώρευσης. Η διανομή της προστιθέμενης αξίας εξελίχθηκε σε όφελος του κεφαλαίου, το ποσοστό εκμετάλλευσης αυξήθηκε σημαντικά και οι εισοδηματικές ανισότητες οξύνθηκαν. Όμως η καταστροφή ή/και απαξίωση του κεφαλαίου δεν πραγματοποιήθηκαν σε επαρκή βαθμό (καθώς το σύστημα δεν μπορούσε να αντέξει εκτεταμένες χρεοκοπίες και ποσοστά ανεργίας παρόμοια με αυτά της Μεγάλης Ύφεσης), η μη παραγωγική εργασία και γενικά οι μη παραγωγικές δραστηριότητες δεν περιορίστηκαν (όντας πιο αναγκαίες παρά ποτέ για ένα παρακμάζον σύστημα με αυξημένες ανάγκες αστυνόμευσης, σωφρονισμού, «δικαιοσύνης», στρατιωτικές δαπάνες κλπ) συνεχίζοντας να απορροφούν ένα σημαντικό μέρος της παραγόμενης υπεραξίας. Το αποτέλεσμα ήταν η μερική μόνο ανάκαμψη του ποσοστού κέρδους που κράτησε την επένδυση, το ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της εργασίας και την ανάπτυξη σε χαμηλά επίπεδα αφήνοντας στάσιμους ή και μειωμένους τους πραγματικούς μισθούς και σε ψηλά επίπεδα το ποσοστό ανεργίας. Έτσι, η όποια ασθενική ανάπτυξη της τελευταίας δεκαπενταετίας επιτεύχθηκε, ήταν στηριγμένη στην αύξηση της κατανάλωσης που προέκυψε από τις «επιδράσεις πλούτου» των διαδοχικών χρηματοπιστωτικών «φουσκών». Όταν αυτές εξέλιπαν με την εκδήλωση της κρίσης το 2007-8, τα ασθενικά θεμέλια της πραγματικής οικονομίας αποκαλύφθηκαν και είναι αυτά που κρατούν ακόμη την παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία και ιδίως την ελληνική, σε στασιμότητα και κρίση.
Επειδή η μειωμένη κερδοφορία αποτελεί τη θεμελιώδη αιτία της κρίσης, όπως συμβαίνει πάντοτε άλλωστε στην ιστορία του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, γι αυτό το πρόβλημα δεν λύνεται με την αναδιανομή σε βάρος των υποτίθεται άφθονων κερδών όπως ισχυρίζονται οι υποκαταναλωτικές θεωρίες, και ενίσχυση της ζήτησης μέσω της αύξησης των μισθών. Γι αυτό επίσης, η όποια αύξηση της ρευστότητας καταλήγει σε αγορές κρατικών ομολόγων με υψηλή απόδοση αντί να χρηματοδοτήσει επενδύσεις στην πραγματική οικονομία λόγω ακριβώς της χαμηλής κερδοφορίας (απόδοσης) στην τελευταία. Η τόνωση της ζήτησης αποδίδει μόνο μετά την καταστροφή του παγίου κεφαλαίου και συνεπώς όταν έχουν αποκατασταθεί οι συνθήκες ικανής κερδοφορίας του κεφαλαίου. Είναι η κερδοφορία του κεφαλαίου που ρυθμίζει και καθορίζει την κίνηση της καπιταλιστικής οικονομίας και όχι η ενεργός ζήτηση.
11. Η εξωτερική διάσταση αφορά το γεγονός ότι η κρίση υπερσυσσώρευσης του ελληνικού καπιταλισμού επιδεινώνεται λόγω της συμμετοχής, από μία υποδεέστερη θέση, στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Αυτό σημαίνει ότι ο ελληνικός καπιταλισμός φορτώνεται δυσανάλογα βάρη από ισχυρότερους απ’ αυτόν ηγεμονικούς ευρωπαϊκούς καπιταλισμούς.
Η ένταξη στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση αποτελεί την μεταπολεμική «Μεγάλη Ιδέα» του ελληνικού κεφαλαίου. Φιλοδοξούσε με αυτή να αναβαθμισθεί μέσα στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Ιδιαίτερα στόχευε:
(1) Βραχυπρόθεσμα, στη διασφάλιση του συστήματος στην ταραγμένη πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο (που ονομάσθηκε «εδραίωση της δημοκρατίας»)
(2) Μακροπρόθεσμα, στη διευκόλυνση των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων για την αντιμετώπιση της δομικής κρίσης
(3) Ακόμη πιο μακροπρόθεσμα, στην αναβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού από δεύτερης γενιάς, μεσαίου βεληνεκούς καπιταλισμού με περιορισμένες ικανότητες ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης άλλων χωρών σε εταίρο ενός από τα βασικά παγκόσμια ιμπεριαλιστικά μπλοκ.
Όμως αυτή η «Μεγάλη Ιδέα» (όπως και οι προηγούμενες της) ενέχουν αξιοσημείωτους κινδύνους:
(1) Το άνοιγμα της οικονομίας και ο ανταγωνισμός με τα πιο αναπτυγμένα δυτικο-ευρωπαϊκά κεφάλαια υποβάθμισε τα ελληνικά σε «φτωχούς συγγενείς».
(2) Όσο βαθαίνει η ευρωπαϊκή ενοποίηση η εκχώρηση πολιτικών αλλά και οικονομικών εξουσιών στα κέντρα της ΕΕ, που υπηρετούν τον σκληρό δυτικο-ευρωπαϊκό πυρήνα στερούν βαθμούς ελευθερίας του ελληνικού κεφαλαίου και υπάγουν τα συμφέροντα του σε αυτά των πρώτων.
Φαίνεται ότι τελικά οι κίνδυνοι υπερισχύουν των ευκαιριών. Η πρώτη και η δεύτερη δυνατότητα εκπληρώθηκαν. Όμως, όπως αποδεικνύει η σημερινή κρίση, και οι δύο κίνδυνοι γίνονται πραγματικότητα με αποτέλεσμα να αμφισβητείται η τρίτη δυνατότητα (που αποτελεί και τον βασικό στρατηγικό στόχο του ελληνικού κεφαλαίου).
Ο ελληνικός καπιταλισμός, πριν από την ένταξη στην ΕΟΚ, είχε μία σχετικά συνεκτική παραγωγική δομή (κυρίως γύρω από παραδοσιακούς κλάδους και με ισχυρή προστασία) που όμως ήταν ανταγωνιστική έναντι των ευρωπαϊκών κεφαλαίων (όπως φαίνεται και από το σχετικό εμπορικό ισοζύγιο) αλλά και άλλων (ιδιαίτερα μεσογειακών) κεφαλαίων. Με το άνοιγμα της οικονομίας λόγω της ένταξης αυτή η παραγωγική δομή διασαλεύθηκε. Όπως αναγνωρίζουν ακόμη και υποστηρικτές της ένταξης, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ΕΕ και η δημιουργία της ενιαίας αγοράς δεν ενίσχυσαν την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές. Το αντίθετο μάλιστα: το άνοιγμα της οικονομίας λόγω ένταξης αποδιάρθρωσε την παραγωγική δομή και την ανταγωνιστικότητα του ελληνικού κεφαλαίου, οξύνοντας τα όποια υπάρχοντα προβλήματα με αποτέλεσμα την μετατροπή του εμπορικού ισοζυγίου με την ΕΟΚ από θετικό σε αρνητικό. Αφετέρου, οι κατά καιρούς εισροές ξένων κεφαλαίων και οι συμπράξεις με τα ελληνικά έγιναν με εξαιρετικά επωφελείς για τα πρώτα όρους (π.χ. μεγάλα έργα υποδομής). Βέβαια, για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα, ο ελληνικός καπιταλισμός επωφελήθηκε από πακέτα βοήθειας που δόθηκαν σε εποχές οικονομικής ευφορίας στις λιγότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες (ΜΟΠ, ΚΠΣ, ΕΣΠΑ κλπ.) με σκοπό την υποτιθέμενη σύγκλιση τους με τις πιο αναπτυγμένες χώρες. Οι μεταβιβαστικές αυτές πληρωμές όμως διασπαθίστηκαν σε αμφίβολης αξίας προγράμματα (εξυπηρέτησης του αστικού πελατειακού συστήματος) ή σε πολυέξοδες υποδομές που κυρίως ωφελούσαν σχεδιασμούς των δυτικο-ευρωπαϊκών κεφαλαίων. Τελικά αποδείχθηκαν ουσιαστικά εμπορικές πιστώσεις των δυτικο-ευρωπαίων για την χρηματοδότηση επιλογών τους και την αγορά εμπορικών προϊόντων τους. Επιπρόσθετα, η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας του ελληνικού κεφαλαίου δεν συνέβη μόνο έναντι των ευρωπαϊκών (που λόγω ενιαίας αγοράς εκεί είχαν στραφεί οι περισσότερες κεφαλαιακές ροές) αλλά και έναντι άλλων κεφαλαίων.
Η είσοδος στην ΟΝΕ (δηλαδή η προσπάθεια του ελληνικού καπιταλισμού να ενταχθεί στον «σκληρό πυρήνα» της εξελισσόμενης ενοποίησης) χειροτέρεψε ακόμη περισσότερο τα πράγματα. Η απώλεια της δυνατότητας άσκησης συναλλαγματικής πολιτικής και η υψηλή συναλλαγματική ισοτιμία (καθώς το ευρώ ισχυροποιήθηκε έναντι του δολαρίου και άλλων νομισμάτων) επιδείνωσε συνολικά την ελληνική ανταγωνιστικότητα. Η εμφανής πλέον δόμηση της ΕΕ ως μίας ιμπεριαλιστικής ενοποίησης όπου ο «σκληρός πυρήνας» γύρω από την Γερμανία επιβάλλει περίπου νεο-μερκαντιλιστικές πολιτικές στις περιφερειακές λιγότερο αναπτυγμένες χώρες (καθώς οι δομές της ΕΕ ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα και τα εμπορικά πλεονάσματα του «σκληρού πυρήνα» σε βάρος των εμπορικών ελλειμμάτων των περιφερειακών χωρών) βρίσκεται πίσω από αυτή την στρατηγική υποβάθμιση. Η υποβάθμιση αυτή έχει γίνει αισθητή σε έναν άλλο τομέα: τον βαθμό σύγκλισης της ελληνικής οικονομίας προς τον μέσο όρο της ΕΕ. Μετά από μία περίοδο σύγκλισης, οι τάσεις απόκλισης ενισχύθηκαν δραματικά, ιδιαίτερα μετά την ΟΝΕ.
Όλη αυτή η στρατηγική υποβάθμιση απαλύνθηκε για ένα χρονικό διάστημα καθώς η ΟΝΕ διευκόλυνε τον φθηνό δανεισμό των λιγότερο αναπτυγμένων μελών της και οδήγησε σε μία τεχνητή ανάπτυξη. Έτσι, όλα τα σημερινά «γουρούνια» προβλήθηκαν στο παρελθόν ως οικονομικά θαύματα (Ιρλανδία, Πορτογαλία, ακόμη και η Ελλάδα, κλπ.). Έκφραση αυτού ήταν οι υψηλοί ελληνικοί ρυθμοί ανάπτυξης αμέσως μετά την είσοδο στην ΟΝΕ, γεγονός στο οποίο βοήθησε σημαντικά και η προετοιμασία των Ολυμπιακών Αγώνων. Αυτό ενίσχυσε σημαντικά την από μακρού δοκιμαζόμενη κερδοφορία του ελληνικού κεφαλαίου. Βέβαια, από αυτή την τεχνητή ανάπτυξη επωφελήθηκαν τα μέγιστα τα δυτικο-ευρωπαϊκά κεφάλαια παίρνοντας προνομιακά μεγάλα έργα και διευρύνοντας μερίδια αγοράς και ιδιοκτησίας. Χαρακτηριστική περίπτωση οι δαπανηρότεροι στην ιστορία Ολυμπιακοί Αγώνες της Αθήνας το 2004 με τα άχρηστα και υπερτιμολογημένα έργα και τα τεράστια διασπαθισμένα δημόσια κονδύλια. Ουσιαστικά δηλαδή, η φθηνή χρηματοδότηση και η τεχνητή ανάπτυξη λειτούργησαν σαν «εμπορική πίστωση» των δυτικο-ευρωπαϊκών κεφαλαίων για να επεκτείνουν ιδιοκτησιακά δικαιώματα και αγορές.
Την ίδια περίοδο η συμμετοχή του ελληνικού κεφαλαίου στην ΕΕ βοήθησε καταλυτικά στην οικονομική επέλαση του στα Βαλκάνια και στην Ανατολική Ευρώπη και την ιμπεριαλιστική οικονομική εκμετάλλευση των χωρών αυτών και στήριξε για ένα σημαντικό χρονικό διάστημα την χειμαζόμενη κερδοφορία του.
Το ξέσπασμα της σημερινής κρίσης έθεσε τέλος σε όλη αυτή την ευφορία. Πρώτον, επανήλθε στην επιφάνεια η σοβούσα κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου. Δεύτερον, ο ετεροχρονισμός της μέσω του πλασματικού κεφαλαίου πήρε τέλος καθώς οι αγορές χρήματος «στέγνωσαν». Τρίτον, η ιμπεριαλιστική «επιδότηση» της κερδοφορίας περιορίσθηκε απότομα. Οι Βαλκανικές και ανατολικο-ευρωπαϊκές οικονομίες χτυπήθηκαν από τις πρώτες και ιδιαίτερα άσχημα καθώς εκτός από τα εσωτερικά τους προβλήματα επωμίσθηκαν και βάρη των ιμπεριαλιστικών οικονομιών που τις εκμεταλλεύονται. Ταυτόχρονα όμως αγρίεψαν και οι ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί με αποτέλεσμα οι πιο αδύναμοι (και μεταξύ αυτών ο ελληνικός καπιταλισμός) να χάσουν έδαφος και κερδοφορία.
12. Η δίδυμη ελληνική κρίση πήρε την μορφή των «διπλών ελλειμμάτων» (δημοσιονομικό έλλειμμα και εξωτερικό χρέος) σαν αποτέλεσμα της κρίσης υπερσυσσώρευσης και της οικονομικής εκμετάλλευσης από τους ισχυρότερους δυτικούς ιμπεριαλισμούς. Με το ξέσπασμα της κρίσης όλα τα αστικά κράτη εγκατέλειψαν, απότομα και για ένα διάστημα, τις νεοφιλελεύθερες δοξασίες και παρείχαν αφειδώς νομισματική αλλά και δημοσιονομική στήριξη στα ιδιωτικά κεφάλαια (και ιδιαίτερα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα). Συνεπώς, από το 2008 τα δημόσια ελλείμματα εκτινάχθηκαν στα ύψη και ακολούθησε το δημόσιο χρέος καθώς η στήριξη αυτή χρηματοδοτήθηκε κυρίως με δανεισμό. Έτσι για πολλές χώρες η κρίση μετατράπηκε σε δημοσιονομική κρίση, καθώς ο υπαρκτός κίνδυνος της παρατεταμένης ύφεσης ή της «δεύτερης βουτιάς» θέτει εν αμφιβόλω τη δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων.
Αυτό συνέβη και στην περίπτωση της Ελλάδας με ορισμένες επιπρόσθετες ιδιομορφίες. Ο ελληνικός καπιταλισμός ιστορικά χαρακτηρίζεται από (συγκριτικά με άλλες χώρες) υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα. Αυτό δεν είναι σπάνιο για αναπτυσσόμενες καπιταλιστικές οικονομίες όπου το κράτος σαν συλλογικός καπιταλιστής επωμίζεται σημαντικά βάρη της οικονομικής δραστηριότητας ακριβώς γιατί τα ιδιωτικά κεφάλαια αρνούνται, στα αρχικά στάδια της αναπτυξιακής διαδικασίας, να επωμισθούν τους κινδύνους της. Επιπλέον, ιδιαίτερα στη μεταπολεμική περίοδο, η υστέρηση των δημόσιων εσόδων έναντι των εξόδων οφείλεται όχι στους υπερβολικούς μισθούς στο δημόσιο τομέα αλλά στην κραυγαλέα φοροδιαφυγή και φοροαποφυγή της αστικής τάξης και των συμμαχικών της μεσοστρωμάτων. Τα ετήσια δημόσια ελλείμματα που μεταφράζονται σε τεράστιο συσσωρευμένο δημόσιο χρέος οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στους χαμηλούς έως ανύπαρκτους φόρους εισοδήματος και πλούτου των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων, ένα αδιαμφισβήτητο συμπέρασμα που αποτελεί τη νομιμοποιητική βάση για την άρνηση του χρέους εκ μέρους μιας κυβέρνησης που εκφράζει τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα. Επιπλέον, κατά την τελευταία δεκαπενταετία τα δημόσια ελλείμματα και το χρέος επιβαρύνθηκαν ακόμη περισσότερο από την πληρωμή υπέρογκων τόκων δημοσίου χρέους, ένα κονδύλι που ήταν ακριβώς ίσο με το μέσο ετήσιο έλλειμμα της περιόδου. Όμως, και σε άλλες πρόσφατες μεταπολεμικές περιόδους ο ελληνικός καπιταλισμός είχε υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα αλλά κατόρθωσε να τα χρηματοδοτήσει (εξαιρουμένων βέβαια των προπολεμικών χρεωκοπιών του). Το κατόρθωσε όμως σε περιόδους παγκόσμιας οικονομικής ανόδου. Επιπλέον, βοήθησε το γεγονός ότι μπορούσε να καλύψει, σε μεγάλο βαθμό, τα δημοσιονομικά ελλείμματα με ελεγχόμενο εσωτερικό δανεισμό. Το τελευταίο πλέον ουσιαστικά εμποδίζεται από την Συνθήκη της ΟΝΕ που επιβάλλει διαδικασίες ανοικτής και μάλιστα διεθνούς αγοράς στην πώληση κρατικού χρέους. Αυτό, σε συνδυασμό με τα χαμηλά επιτόκια που παρείχε η υιοθέτηση του ευρώ αλλά και την φθίνουσα εγχώρια αποταμίευση (που προκάλεσε πάλι το ευρώ με την συγκεκαλυμμένη αύξηση του πληθωρισμού ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης και οι πολιτικές λιτότητας), οδήγησε ώστε τα δημοσιονομικά ελλείμματα να καλυφθούν σε μεγάλο βαθμό με εξωτερικό δανεισμό (ο οποίος, σε συνδυασμό με την φθίνουσα ελληνική ανταγωνιστικότητα, οδήγησε σε αύξηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου πληρωμών). Συνεπώς, τα λεγόμενα διπλά ελλείμματα (και συνεπώς το πρόβλημα του χρέους) είναι παράγωγα (με σαφές ταξικό πρόσημο ως προς τη δημιουργία τους) και όχι αίτια της ελληνικής κρίσης.
Γ. Τα Μνημόνια με ΕΕ-ΔΝΤ-ΕΚΤ: η κυρίαρχη στρατηγική των ηγεμονικών ευρωπαϊκών αστικών τάξεων και της ελληνικής αστικής τάξης για την αντιμετώπιση του ελληνικού προβλήματος
Το ξέσπασμα της κρίσης επέτεινε όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα καθώς οι ηγεμονικές δυτικοευρωπαϊκές χώρες επεδίωξαν και φόρτωσαν μεγάλο μέρος των προβλημάτων τους και των προβλημάτων της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής συμμαχίας στους πιο αδύνατους «εταίρους» τους. Έτσι επιβλήθηκαν προγράμματα δραστικής αναδιάρθρωσης τους – μέσω των Μνημονίων ΕΕ-ΔΝΤ – που στόχευαν σε (α) μείωση του μεριδίου των λιγότερο ισχυρών χωρών από ιμπεριαλιστικά κέρδη, (β) απόκτηση περιουσιακών στοιχείων σε αυτές έναντι πινακίου φακής, (γ) δραματική μείωση των μισθών έτσι ώστε να αποτελέσουν πεδία κερδοφόρων καπιταλιστικών δραστηριοτήτων (τόσο για εγχώρια άλλα κυρίως για δυτικοευρωπαϊκά κεφάλαια), (δ) απομύζηση τους μέσω τοκογλυφικού δανεισμού και (ε) στην ελαχιστοποίηση του κόστους διατήρησης τους σαν εξαρτημάτων της ΕΕ (ιδιαίτερα στην ελαχιστοποίηση του κόστους διαχείρισης των ελλειμμάτων στα οποία είχαν οδηγηθεί και σαν αποτέλεσμα της συμμετοχής τους στην ΕΕ). Η κατακλείδα των προγραμμάτων αυτών είναι η υποβάθμιση των δανειζόμενων χωρών στην ιμπεριαλιστική πυραμίδα και η τελική μετατροπή τους ουσιαστικά σε οικονομικά και πολιτικά προτεκτοράτα.
Με τον τρόπο αυτό οι ηγεμονικοί ιμπεριαλισμοί της ΕΕ επιδιώκουν μία «κινεζοποίηση» της ευρω-περιφέρειας, δηλαδή την δημιουργία μέσα στην ΕΕ μία «κινεζικής» ειδικής οικονομικής ζώνης υψηλής εκμετάλλευσης.
Η ελληνική αστική τάξη συναίνεσε και συνδιαμόρφωσε σε κάποιο βαθμό αυτά τα προγράμματα αφενός γιατί η μείωση του εργατικού κόστους ωφελεί και τη δική της δυνητική κερδοφορία και αφετέρου γιατί είναι τόσο βαθειά ενσωματωμένη στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση που αδυνατεί να αντιταχθεί στους ευρωπαίους ηγεμόνες. Έτσι όμως βαδίζει ήδη προς την στρατηγική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού σε χώρα υπό κηδεμονία και την εξαγορά των επιχειρήσεων και των πλουτοπαραγωγικών πόρων του από ξένα κεφάλαια έναντι πενιχρού αντιτίμου.
Τα ελληνικά Μνημόνια βαδίζουν πάνω σ’ αυτή την κατευθυντήρια γραμμή. Η προσπάθεια εκμηδένισης των ελλειμμάτων μειώνει μισθούς και δαπάνες που σχετίζονται με τις λειτουργίες του κράτους πρόνοιας, και ενώ αυξάνει τους φόρους σε μισθωτούς και συνταξιούχους, τους μειώνει σε ψηλά εισοδηματικά στρώματα και επιχειρήσεις προσδοκώντας αύξηση των επενδύσεων σύμφωνα με την κατεστημένη οικονομική σκέψη. Όμως, η δραματική μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος της πλειοψηφίας του πληθυσμού, η μεγάλη πτώση στην ιδιωτική κατανάλωση σε συνδυασμό με την πτώση στη δημόσια κατανάλωση αποθαρρύνουν τις επενδύσεις δημιουργώντας τη βαθύτερη ύφεση από τα τέλη του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου και αποτρέποντας τη σοβαρή μείωση του δημοσίου ελλείμματος, ενώ ταυτόχρονα ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ συνεχίζει να αυξάνει. Το πρόβλημα της συνύπαρξης μεγάλων δημοσίων ελλειμμάτων και μεγάλης ύφεσης οδηγεί στην προσπάθεια προσαρμογής μέσω της αγοράς εργασίας και της μείωσης των μισθών στον ιδιωτικό τομέα έτσι ώστε η αύξηση του προϊόντος να έλθει είτε μέσω της προσέλκυσης άμεσων ξένων επενδύσεων, είτε μέσω της αύξησης των καθαρών εξαγωγών. Η δεύτερη εκδοχή είναι πολύ δύσκολο να πραγματοποιηθεί σε συνθήκες διεθνούς οικονομικής στασιμότητας και κρίσης, με την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη και την ανατιμημένη συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ, ενώ η πρώτη επίσης συγκεντρώνει ελάχιστες πιθανότητες και πάλι λόγω της συνεχιζόμενης στασιμότητας και ύφεσης στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια οικονομία. Στην πραγματικότητα το ακολουθούμενο οικονομικό πρόγραμμα έχει σαν στόχο την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας σε μακροπρόθεσμο ορίζοντα λειτουργώντας σαν μοχλός ενεργοποίησης των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης δηλαδή α) τη «συμμόρφωση» της ελληνικής εργατικής τάξης και την αποδοχή εκ μέρους της ιστορικά πρωτοφανών μειώσεων μισθών β) την απαξίωση μεγάλου μέρους του αποθέματος παγίου κεφαλαίου σε όφελος μερίδας του εγχώριου και ιδίως του ευρωπαϊκού κεφαλαίου, και γ) τον παραδειγματισμό των μισθωτών εργαζομένων, της εργατικής τάξης, σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ελλάδα χρησιμοποιείται σαν παράδειγμα για την επιβολή δημοσιονομικής πειθαρχίας διεθνώς, και ακόμη περισσότερο σαν φόβητρο για την ευρωπαϊκή εργατική τάξη έτσι ώστε να αποδεχθεί ευκολότερα μειώσεις μισθών και κοινωνικών παροχών.
Το αποτέλεσμα αυτών των επιλογών είναι μια συρρίκνωση της οικονομικής δραστηριότητας παρόμοια με αυτήν της Μεγάλης Ύφεσης (σωρευτικά περίπου 20% του ΑΕΠ μέχρι τώρα στα πρώτα πέντε χρόνια της κρίσης) δηλαδή της τελευταίας περίπτωσης που απειλήθηκε σοβαρά το κοινωνικοοικονομικό σύστημα. Οι υλικές αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για να εκφρασθεί και πάλι μια τέτοια απειλή και αμφισβήτηση. Καθώς είναι προφανές ότι η αγορά και το «αόρατο χέρι» απέτυχαν και πάλι να κατανείμουν τους πόρους αποτελεσματικά, η αμφισβήτηση του συστήματος οφείλει πλέον να είναι όχι μόνο από την άποψη μιας πιο «δίκαιης» διανομής του εισοδήματος αλλά και από την άποψη της οικονομικής αποτελεσματικότητας, της διεύθυνσης της οικονομίας και της αλλαγής των σχέσεων ιδιοκτησίας.
Δ. Για μία αριστερή στρατηγική αντιμετώπισης της κρίσης και υπέρβασης του συστήματος.
Η σημερινή κρίση καταδεικνύει τα ιστορικά όρια του καπιταλιστικού συστήματος. Σε μία περίοδο πλήρους κυριαρχίας του και με το εργατικό κίνημα γονατισμένο, ο καπιταλισμός, δέσμιος των εγγενών αντιφάσεων του, μπήκε σε μία σοβαρότατη κρίση που, παρά την χρήση των πολυάριθμων και πολυσχιδών εργαλείων διαχείρισης της, αδυνατεί να ξεπεράσει τουλάχιστον με σχετικά ομαλό τρόπο. Πλέον, η υπερσυσσώρευση του κεφαλαίου δεν αντιμετωπίζεται μόνο με την βάρβαρη υποτίμηση της αξίας της εργασιακής δύναμης αλλά απαιτεί την μαζική καταστροφή κεφαλαίων, δηλαδή τα πιο επώδυνα μέτρα σχεδόν για ολόκληρο το σύστημα. Η απάντηση της Αριστεράς (ιδιαίτερα της κομμουνιστικής) σ’ αυτό δεν μπορεί να είναι η προσφυγή σε συμμαχίες με χειμαζόμενα τμήματα του κεφαλαίου και του συστήματος για μια δήθεν φιλάνθρωπη ή ακόμη και «φιλολαϊκή» μεταρρύθμιση του συστήματος. Οι διάφορες αντινεοφιλελεύθερες συμμαχίες που στοιχίζονται πίσω από νεο-κεϋνσιανές προτάσεις και επικλήσεις μιας τάχα φιλολαϊκά προσανατολισμένης ΕΕ είναι είτε βαθύτατα υποκριτικές είτε εθελοτυφλούν στηριζόμενες σε αναδιανεμητικές αυταπάτες.
Η πρόταση της Αριστεράς πρέπει να ξεκινά από τη σύγχρονη αναγκαιότητα του σοσιαλισμού. Όσο και αν αυτό, σε τέτοιες συνθήκες ήττας του εργατικού κινήματος, να ακούγεται εξωπραγματικό είναι η μόνη ιστορικά βάσιμη διέξοδος στο αδιέξοδο που έχει οδηγήσει την ανθρωπότητα ο καπιταλισμός. Η Αριστερά οφείλει να προβάλει ευθαρσώς το στρατηγικό ζήτημα αυτό και να μην υποκύπτει σε κοντόθωρες οπτικές που βάζουν την τακτική μπροστά από την στρατηγική, όσο απάνθρωπη και αν έχουν κάνει την τρέχουσα συγκυρία για την πλειοψηφία του πληθυσμού οι ακολουθούμενες πολιτικές. Ταυτόχρονα όμως η μετάβαση στο σοσιαλισμό δεν είναι μία στιγμιαία πράξη, μία ηρωική έφοδος αλλά είναι μία διαδικασία με προϋποθέσεις, βήματα και καμπές. Γι’ αυτό δεν αρκεί να επικαλείται κανείς την σοσιαλιστική διέξοδο αλλά πρέπει να δείχνει με βάση ένα μεταβατικό πρόγραμμα πως θα πραγματοποιηθεί αυτή. Το μεταβατικό πρόγραμμα είναι η γέφυρα μεταξύ της στρατηγικής και τακτικής με βάση τις συγκεκριμένες ιστορικές συνθήκες και φυσικά δεν συνιστά κανένα ενδιάμεσο ιστορικό στάδιο όπως διάφορες λανθασμένες αντιλήψεις υποστηρίζουν.
Ο βασικός κόμβος ενός τέτοιου προγράμματος είναι η ολόπλευρη ρήξη με το κεφάλαιο παράλληλα με την αποδέσμευση από την ΕΕ από μια λαϊκή εργατική κυβέρνηση ακριβώς γιατί συμπυκνώνει στη σημερινή συγκυρία (και όχι σε κάποια ιδεατή άλλη) το σύνολο σχεδόν των αντιθέσεων και διαχωρίζει την αστική από την προλεταριακή στρατηγική.
Η αποδέσμευση από την ΕΕ θα ξαναδώσει στη χώρα αναγκαία εργαλεία οικονομικής πολιτικής (νομισματική, δημοσιονομική, βιομηχανική, εμπορική, συναλλαγματική, κλπ.) που έχουν εκχωρηθεί στα κέντρα της ΕΕ. Για να υλοποιηθεί μία τέτοια στρατηγική απαιτούνται οι ακόλουθοι βραχυπρόθεσμοι και μεσοπρόθεσμοι άξονες πολιτικής:
(1) Στάση πληρωμών (για απαλλαγή από το εξωτερικό χρέος).
(2) Επιβολή ελέγχων στην κίνηση των κεφαλαίων (για αποτροπή της φυγής κεφαλαίων στο εξωτερικό).
(3) Κοινωνικοποίηση/εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος (για να επιβιώσει και να χρησιμοποιηθεί για την χρηματοδότηση της οικονομίας).
(4) Σύστημα προοδευτικής φορολογίας (για να εξευρεθούν πόροι από την φορολόγηση του εισοδήματος και του πλούτου του κεφαλαίου) με την ταυτόχρονη πάταξη της φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής του κεφαλαίου και των ανώτερων εισοδηματικά στρωμάτων.
(5) Ελεγχόμενη διολίσθηση της ισοτιμίας του νομίσματος (για να διευκολυνθεί η ανταγωνιστικότητα) σε συνδυασμό με ένα σύστημα ελέγχου των τιμών (για να μην υπάρξουν αδικαιολόγητες πληθωριστικές αυξήσεις ιδιαίτερα στα είδη μαζικής κατανάλωσης). Η πολιτική αυτή θα διευκολύνει επίσης την παραγωγική αναγέννηση της οικονομίας με την υποκατάσταση εισαγωγών.
Το πιο κρίσιμο όμως στοιχείο της πρότασης και το επιστέγασμα ενός τέτοιου προγράμματος είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση (δηλαδή με την κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των στρατηγικών οικονομικών κλάδων). Δηλαδή απαιτείται η εκπόνηση ενός ρεαλιστικού και συνεκτικού προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας σε σοσιαλιστική βάση. Όλα τα προηγούμενα μέτρα είναι κυρίως «αμυντικού» χαρακτήρα που διευκολύνουν αλλά δεν επιλύουν από μόνα τους τον πυρήνα του προβλήματος, την οικονομική κρίση. Για να ξαναπάρει μπροστά η ελληνική οικονομία, να ξεπερασθεί η αποβιομηχάνιση και η διάλυση της παραγωγικής δομής και για να αξιοποιηθούν οι πλουτοπαραγωγικοί πόροι προς όφελος του λαού χρειάζεται ένα συγκροτημένο σχέδιο στόχων και πολιτικών. Καμία ιδιωτική πρωτοβουλία δεν θα επωμισθεί το κόστος και τον κίνδυνο μιας τέτοιας αναδιάρθρωσης, ιδιαίτερα μέσα σε συνθήκες οξυμένης ταξικής σύγκρουσης. Μόνο ένα ρεαλιστικό σχέδιο σοσιαλιστικής οικονομικής οικοδόμησης μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο. Καθώς η οικονομική καταστροφή της χώρας και του λαού της συνεχίζεται είναι καιρός η συλλογική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής να αντικαταστήσει τον σφετερισμό του πλούτου και των παραγωγικών δυνάμεων του τόπου από μια μικρή μάζα πλουτοκρατών και των πολιτικών υπαλλήλων τους που οδηγούν, για άλλη μια φορά, τη χώρα στην καταστροφή.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου