Του Πέτρου Παπακωνσταντίνου - "Επίκαιρα"
Το μαθητευόμενο μάγο του παραμυθιού που δεν μπορεί να ελέγξει τα πνεύματα τα οποία ο ίδιος απελευθέρωσε θυμίζει η στάση της Δύσης και του Ισραήλ απέναντι στις δραματικές εξελίξεις στην Αίγυπτο.
Αρχικά στήριξαν, αν δεν υποκίνησαν κιόλας, το στρατιωτικό πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου που ανέτρεψε τον ισλαμιστή Πρόεδρο Μοχάμεντ Μόρσι -το μοναδικό δημοκρατικά εκλεγμένο ηγέτη στη μακραίωνη ιστορία της χώρας-, προσδοκώντας ότι θα επικρατήσει γρήγορα και σχετικά αναίμακτα. Μετά την τρομακτική σφαγή των τελευταίων ημερών -με την οποία οι Αιγύπτιοι στρατοκράτες ξεπέρασαν κατά πολύ τις χειρότερες στιγμές του καθεστώτος Άσαντ στη Συρία- οι μεγάλες δυνάμεις της Δύσης έχουν αποδυθεί σε πυρετώδεις διπλωματικές προσπάθειες, πασχίζοντας να ξεπλύνουν τα χέρια τους από το αίμα των αθώων, ενώ η μεγαλύτερη και ισχυρότερη χώρα του αραβικού κόσμου διολισθαίνει προς έναν εμφύλιο πόλεμο που απειλεί να αποσταθεροποιήσει για δεκαετίες την ευρύτερη περιοχή.
Ασφαλώς ο Μοχάμεντ Μόρσι μπορεί να κατηγορηθεί για πολλά πράγματα, όχι όμως γι' αυτά που επικαλέστηκαν την επομένη του πραξικοπήματος οι στρατηγοί και οι «Πόντιοι Πιλάτοι» της Δύσης.
Στους έντεκα μήνες της προεδρίας του αποξένωσε μεγάλο μέρος της αιγυπτιακής κοινωνίας όχι επειδή προσπάθησε τάχα να την εξισλαμίσει -ορισμένοι υποστηρικτές του πραξικοπήματος, όπως το κόμμα των υπερσυντηρητικών «σαλαφιστών» Νουρ και η ανώτατη θρησκευτική Αρχή των Σουνιτών μουσουλμάνων, το Ινστιτούτο Αλ Άζαρ, ήταν εκείνοι που πίεζαν ανεπιτυχώς τον Μόρσι να επιβάλει τη Σαρία, δηλαδή τον ισλαμικό νόμο-, αλλά γιατί δεν τόλμησε να προωθήσει ριζοσπαστικές αλλαγές στο πνεύμα της λαϊκής εξέγερσης του 2011 που ανέτρεψε την τυραννία του Χόσνι Μουμπάρακ.
Στο οικονομικό πεδίο ακολούθησε κατά βάση τη νεοφιλελεύθερη πολιτική των προκατόχων του, επιδιώκοντας δανειοδότηση από το ΔΝΤ, κάτι που ο Έλληνας αναγνώστης μπορεί πολύ εύκολα να καταλάβει πού ακριβώς οδηγούσε.
Στη σφαίρα της εσωτερικής πολιτικής είχε την αφέλεια να εμπιστευτεί τη νέα στρατιωτική ηγεσία, προσέχοντας περισσότερο τις συντηρητικές θέσεις του αρχηγού, των Ενόπλων Δυνάμεων, στρατηγού Ελ Σίσι υπέρ του Ισλάμ και λιγότερο τις δεσμεύσεις του απέναντι στις ΗΠΑ, από στρατιωτική ακαδημία της οποίας είχε αποφοιτήσει.
Οι θέσεις-κλειδιά και το «βαθύ κράτος»
Ο Μόρσι και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι είχαν μεν τον πρώτο λόγο στην κυβέρνηση της Αιγύπτου, έχοντας επικρατήσει πέντε φορές σε ελεύθερες εκλογικές αναμετρήσεις, αλλά δεν διέθεταν την πραγματική εξουσία.
Οι άνθρωποι του παλαιού καθεστώτος διατηρούσαν θέσεις-κλειδιά στη Δικαιοσύνη, την Αστυνομία και τη Δημόσια Διοίκηση, υπονομεύοντας την κυβέρνηση των μετριοπαθών ισλαμιστών σε κάθε της βήμα.
Οχι κάποιο φιλικό προς τους ισλαμιστές έντυπο, αλλά η ναυαρχίδα του αμερικανικού Τύπου, οι New York Times, αποκάλυψαν ότι το «βαθύ κράτος» είχε ξεκινήσει εδώ και μήνες εκστρατεία υπονόμευσης του Μόρσι, με την Αστυνομία να αποσύρεται από τους δρόμους και το σύστημα ηλεκτροδότησης να καταρρέει με αλλεπάλληλα μπλακάουτ.
Κυβερνώντας χωρίς να διαθέτουν πραγματική εξουσία, ο Μόρσι και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι χρεώθηκαν την αποδιάρθρωση της οικονομίας και την κατάρρευση κάθε έννοιας δημόσιας τάξης και ασφάλειας, γεγονός που πύκνωνε από μήνα σε μήνα το στρατόπεδο των αγανακτισμένων διαδηλωτών. Μ'αυτά και μ'αυτά, το πραξικόπημα της 3ης Ιουλίου είχε όντως, σε πρώτη φάση, σημαντικό λαϊκό έρεισμα. Παραδόξως, από την 4η Ιουλίου τα μπλακάουτ σταμάτησαν ως εκ θαύματος και η Αστυνομία επανήλθε στους δρόμους, εξασφαλίζοντας μια κάποια ασφάλεια απέναντι στο κοινό έγκλημα.
Την επομένη του πραξικοπήματος ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, Τζον Κέρι, και ο πρώην πρωθυπουργός της Βρετανίας Τόνι Μπλερ δήλωσαν ότι η παρέμβαση των στρατηγών «αποκατέστησε τη Δημοκρατία» στην Αίγυπτο! Η κυβέρνηση και οι μυστικές υπηρεσίες του Ισραήλ είδαν με καλό μάτι το πραξικόπημα, όπως έγραψε το σύνολο του ισραηλινού Τύπου, προτιμώντας τους στρατηγούς, με τους οποίους έχουν συνθήκη ειρήνης από το 1979, από τους απρόβλεπτους ισλαμιστές και τον ακόμη πιο απρόβλεπτο «όχλο».
Ο Μπαράκ Ομπάμα όχι μόνο δεν έκοψε την αμερικανική βοήθεια προς τον αιγυπτιακό στρατό, ύψους 1,3 δις δολαρίων το χρόνο, αλλά έσπευσε να στείλει άλλα έξι Ρ-16 στην Αίγυπτο, διαμηνύοντας ότι θα συνεχίσει τις... business as usal. Παράλληλα, ο φιλοδυτικός, «φιλελεύθερος» πολιτικός Μοχάμεντ Ελ Μπαραντέι ανέλαβε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης που διόρισε η χούντα, λειτουργώντας ως φύλλο συκής.
Τίποτα δεν άλλαξε ούτε στις 8 Ιουλίου, στην πρώτη σφαγή που προκάλεσε η στρατοκρατία εναντίον άοπλων διαδηλωτών που ζητούσαν την αποφυλάκιση του συλληφθέντος Μόρσι, στο Κάιρο. Με την αιδήμονα σιωπή τους, οι Δυτικοί ουσιαστικά έδωσαν το «πράσινο φως» για την ακόμη πιο άγρια καταστολή, που εκδηλώθηκε στις 14 Αυγούστου, συσσωρεύοντας μέσα στο επόμενο τριήμερο πάνω από 1.000 νεκρούς, σύμφωνα με την κυβέρνηση των στρατιωτικών - απολογισμός που πιθανότατα είναι πολύ μετριοπαθής. Παρ' όλα αυτά, η μόνη χειρονομία του Μπαράκ Ομπάμα ήταν να ακυρώσει μια προγραμματισμένη κοινή στρατιωτική άσκηση με την Αίγυπτο, έτσι, για τα μάτια του κόσμου.
Ακόμη και ο «ιέραξ» γερουσιαστής ΜακΚέιν, υποψήφιος των Ρεπουμπλικάνων στις προεδρικές εκλογές του 2008, εμφανίστηκε πολύ δημοκρατικότερος από το Δημοκρατικό Ομπάμα, ζητώντας το αυτονόητο, δηλαδή τη διακοπή της αμερικανικής στρατιωτικής βοήθειας και την επιβολή διεθνούς διπλωματικής καραντίνας στους αιμοσταγείς πραξικοπηματίες.
Οι στρατηγοί και η «νέα τάξη πραγμάτων»
Έχοντας εξασφαλίσει, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, την ανοχή της Δύσης, οι στρατηγοί νιώθουν λυτά τα χέρια τους για να θωρακίσουν διά πυρός και σιδήρου τη «νέα τάξη πραγμάτων» στην Αίγυπτο. Μια νέα τάξη που μπορεί να αποδειχθεί χειρότερη και από εκείνη της εποχής Μουμπάρακ. Ο «τελευταίος των Φαραώ» είχε δημιουργήσει ένα καθεστώς απολυταρχικό μεν, αλλά όχι ολοκληρωτικό. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι ήταν μισονόμιμοι - μισοπαράνομοι, μπορούσαν να κατέβουν στις εκλογές και να εκλέξουν βουλευτές, οι πολιτικές συναθροίσεις ήταν μέχρις ενός σημείου ανεκτές και ο στρατός ουδέποτε είχε ανοίξει πυρ εναντίον πολιτών, αφήνοντας τη βρώμικη δουλειά στην Αστυνομία. Σήμερα, όμως, ο στρατός επιστρατεύεται ανοιχτά εναντίον μιας δύναμης που εκφράζει τουλάχιστον το ένα τρίτο της κοινωνίας, επιβάλλεται κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και απαγόρευση νυχτερινής κυκλοφορίας, ενώ στρατηγοί διορίζονται κυβερνήτες 19 εκ των 25 επαρχιών της χώρας.
Διατυπώνονται βάσιμες εικασίες ότι οι στρατιωτικοί προκαλούν συνειδητά τους Αδελφούς Μουσουλμάνους ώστε να τους εξωθήσουν σε βίαιες ή και τρομοκρατικές ενέργειες, κάτι που θα χρησιμοποιηθεί στη συνέχεια ως πρόσχημα για την ολοκληρωτική τους διάλυση - ήδη όταν γράφονταν αυτές οι γραμμές η κυβέρνηση των στρατιωτικών συζητούσε το ενδεχόμενο να τους θέσει εκτός νόμου. Οι σχετικές ενδείξεις αφθονούν: Η κυβέρνηση εξαπέλυσε πραγματική στρατιωτική επιχείρηση εναντίον δύο ειρηνικών κατασκηνώσεων διαδηλωτών, γνωρίζοντας ότι θα προκαλέσει πραγματική εκατόμβη. Ο στρατός δεν δίστασε να βεβηλώσει τζαμί στην πλατεία Ραμσή, το οποίο στέγαζε αυτοσχέδιο νοσοκομείο και ανταποκριτές διεθνών μέσων ενημέρωσης. Στο πογκρόμ εναντίον των Αδελφών Μουσουλμάνων δολοφονήθηκαν ο γιος και η ανήλικη κόρη δύο εκ των κορυφαίων ηγετών τους, των Μπαντεΐ και Μπελτάγκι αντίστοιχα - και οι δύο άοπλοι. Πάνω από 1.000 στελέχη της οργάνωσης έχουν κλειστεί στη φυλακή.
Με αυτά τα δεδομένα, όλες οι γέφυρες πολιτικής διευθέτησης της κρίσης φαίνεται να έχουν ανατιναχθεί. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι -ένα ισχυρό, πανεθνικά οργανωμένο κοινωνικό και πολιτικό δίκτυο με ιστορία 85 χρόνων και μακρά πείρα στην παρανομία-δεν πρόκειται βέβαια να μείνουν με σταυρωμένα χέρια. Ο μεγάλος φόβος είναι ότι, από τη στιγμή που τους κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα της πολιτικής και των εκλογών, ο μόνος δρόμος που τους προσφέρεται για να επιβιώσουν είναι εκείνος της βίας. Αλλά ακόμη κι αν η ηγεσία τους στραφεί προς τη συνδιαλλαγή, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα την ακολουθήσουν οι πάντες.
Ένα σημαντικό κομμάτι είναι πιθανό να ριζοσπαστικοποιηθεί και να στραφεί σε πολύ επικίνδυνες κατευθύνσεις, όπως άλλωστε διδάσκει η όχι και τόσο μακρινή ιστορική πείρα: Τη δεκαετία του 70, ένας ακτιβιστής φοιτητής από οικογένεια ευπατρίδων εγκατέλειψε τους -παράνομους τότε- Αδελφούς Μουσουλμάνους, απογοητευμένος από τις τάσεις συνδιαλλαγής με το καθεστώς που επικρατούσαν στην ηγεσία τους. Στη συνέχεια συνελήφθη, βασανίστηκε και ριζοσπαστικοποιήθηκε ακόμη περισσότερο. Στα 62 του χρόνια σήμερα, ο άνθρωπος αυτός ονομάζεται Αϊμάν αλ Ζαουάχρι και είναι ο αρχηγός της Αλ Κάιντα μετά το θάνατο του Οσάμα μπιν Λάντεν..
Πηγή:Βαθύ Κόκκινο
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου