Του Νίκου Σταθόπουλου
Τελικά, αυτή η πολυσυζητημένη «Μεταπολίτευση» είναι απέθαντη! Χρόνια τώρα, «διαπιστώνεται» και «διακηρύσσεται» το «τέλος» της, αλλά αυτό το ασύλληπτο ξωτικό επιμένει να χλευάζει την προπέτειά μας, δηλώνοντας παρών με χίλιους τρόπους. Μάλλον, διότι οι «πολιτικές εποχές», απλώς, μόνο περιέχουν τη συμβατικότητα των πολιτικών θεσμών – μορφών, και διότι η «Μεταπολίτευση» ήταν / είναι πέραν του «πολιτικού», ένας αυτοτελής (υπο)πολιτισμός.
Η σημειολογία της μετάβασης ίσως είναι αποκαλυπτική: ο στρατηγός Φαίδων Γκιζίκης παραδίδει τα «κλειδιά της χώρας» στον «Παριζιάνο» πλέον παλαιοκομματικό Κωνσταντίνο Καραμανλή. Στην μπίζνα της Eurovision συμμετέχουμε με έναν νεοδημώδη θρήνο για την Κύπρο και με δαλιανίδειας αισθητικής και αμερικανιάς μελωδικά ενσταντανέ από λίγο κρασί, λίγη θάλασσα κι ένα αγόρι! Κάτι σαν «η Ελλάς αλλάζει, κύριοι» ταυτόχρονα με τη φιλαρμονική του Δήμου να παιανίζει το «η Ελλάδα ποτέ δεν πεθαίνει». Οι «προβληματικές βιομηχανίες» της χουντικής λεηλασίας, υπογραμμίζουν το μεγαλοφάνταστο φιάσκο του «προγράμματος Ζολώτα», μετά τον πόλεμο.
Ολοκληρωμένη πολιτισμική σύνθεση (διαφοροποιημένη μεν αλλά ουδόλως ανατρεπτική ως προς το εθνικό πολιτισμικό συνεχές):
- αρθρωτικός της άξονας ο παρασιτισμός (αντιπαραγωγική μεσολάβηση-διεκπεραίωση)
- λειτουργικό της σύστημα η αυτοαναιρετική εξωστρέφεια (μια κοινωνία που απεχθάνεται το παρελθόν της και «ονειρεύεται» μέσω της δυτικής μαζικής κουλτούρας)
- αναπαραγωγική της συνθήκη η κατανάλωση (όχι στατικά ως υπερμεγεθυμένο οικονομικό μέγεθος, που δεν υπήρξε ποτέ, αλλά βασικά ως νοοτροπία και κοινωνικό έθος)
- οργανωτικό της μοντέλο η πελατειακότητα (από την τυπική μορφή του «κομματικού μέσου» μέχρι την πλατιά θέσμιση ενός «κοινωνικού συμβολαίου» αυτοδίκαιης μετοχής των πάντων στη «δημόσια στοργή»)
- αυτοαναγνωριστική της ιδεολογία η «έξοδος στον κόσμο»
Αυτά όλα ήταν οι πολιτισμικοί καθοριστικοί παράγοντες και των προηγούμενων περιόδων, αλλά από το 1974 (πάντα, ως συμβατικό ορόσημο) η γενετική διαλεκτική τους εντείνεται στο έπακρο, καθώς: η ταυτοποιητική προσδοκία – αίτημα του παλιού καιρού (ο «εκσυγχρονισμός», σε όλες τις βαριάντες του, εκτός από εκείνη της ΕΑΜίτικης αναγέννησης) προσλαμβάνεται, πλέον, ως χειροπιαστή εγγύηση στο πλαίσιο της «Ενωμένης Ευρωπαϊκής Οικογένειας» (Κοινή Αγορά, ΕΟΚ, Ευρωπαϊκή Ένωση). Τόσο η «ευρωπαϊκή» Δεξιά, όσο και η «ευρωκομμουνιστική» «Αριστερά», παρουσίασαν την «ευρωπαϊκή προοπτική» ως το εκ της μοίρας ορισμένο γιατροσόφι για την εξάλειψη των ιστορικών μας παθογενειών ενώ, κατ’ ουσίαν, αυτός ο μύθος – δεδομένων και των δομικών «αναγκαιοτήτων» του καπιταλισμού και των αναπόφευκτων συνεπειών κάθε ανισόμετρης σχέσης – «νομοτελειακά» πραγματώνεται ως διασκευαστική απολυτοποίηση αυτών ακριβώς των παθογενειών. Η μετατροπή της παλαιάς «μετακέννωσης» σε «οργανική ενσωμάτωση» καταδικάζει μοιραία την παρασιτική Ελλάδα σε κατακερματιστική επίταση του παρασιτισμού της.
Ο Μαρξ, σε… διαφωνία με τους απλοϊκούς χυδαιοϋλιστές «επιγόνους» του, υπογράμμιζε το, κολοσσιαίας σημασίας, γεγονός ότι ο εργάτης, οι υποτελείς τάξεις συμμετέχουν στην κατάφαση και αναπαραγωγή των κυρίαρχων κοινωνικών σχέσεων με το όλον της ύπαρξής τους. Άρα, με βαρύνοντα τον ρόλο της «συνείδησης»! Ακριβώς αυτός είναι ο «κρίσιμος παράγων», σε τούτα τα πεδία: η «συνείδηση», δηλαδή η βούληση, η σκέψη, η ψυχολογία, η φαντασία των ανθρώπων. Η «μνημονιακή εποχή», αυτή η τρομακτική εμπειρία γενικευμένης καταστροφής, παρόλες τις «μεταρρυθμίσεις» (που ανταποκρίνονται στην παραδοσιακή «κριτική των κακώς κειμένων») δεν ενταφιάζει τη «Μεταπολίτευση», απλούστατα διότι ο αποικιοποιητικός άξονας της μνημονιακής στρατηγικής ανακαθορίζει τις μεταπολιτευτικές συντεταγμένες και παραμέτρους, δεν τις αναιρεί.
Τα 3,5 εκατομμύρια φτωχών και δυστυχισμένων Ελλήνων ζουν την απροσδόκητη τραγωδία τους, ως «υποκείμενα της Μεταπολιτευτικής χίμαιρας». Με ήθος «πελάτη» και πολιτισμό «καταναλωτή», ανδράποδα μιας γενικής μεσσιανικής σχέσης με τη ζωή, προσπαθούν να καταλάβουν τι τους βρήκε! Σύντομα θα υπερψηφίσουν «αλλαγή νο.2», επιβεβαιώνοντας έναν πολιτικό πρωτογονισμό αέναων παλινδρομήσεων
Ο παλιός μυστακοφόρος ψευδοαντάρτης των «αριστερών κουτουκιών», ύστερα από μάταιες και καταρρακωτικές περιπλανήσεις στα Θεάματα της «ισχυρής Ελλάδας», θα κραυγάσει την ιστορική του μετάλλαξη σε «πολίτη» της ανεύθυνης και απαίδευτης «κουλτούρας του ρεαλισμού». Το ΠΑΣΟΚ ήταν ο βαλκάνιος «σοσιαλισμός» της «προοδευτικής» μικροϊδιοκτησίας, ο Σύριζα (και οι φυσικοί του σύμμαχοι..) θα είναι η «προσγειωμένη» επανίδρυση της «ευρωπαϊκής εξαχρείωσης».
Η εμμονική ανακύκλωση των ρητορικών περί «Μεταπολίτευσης» γίνεται σχεδόν οικτρή παραπλάνηση που και μια «αστοχία ανάλυσης» εμπεδώνει, και μια πολιτική τύφλωση βαθαίνει. Το ίδιο το «θέμα» φέρει καθαυτό μια πλήρη χροιά «πολιτισμικότητας». Αλλά, όσο κι αν η «πολιτισμική εστίαση» είναι το πλαίσιο (αποποιούμενοι έναν στενοκέφαλο και κοντόθωρο οικονομικοταξικό προσανατολισμό), η υπεραπλούστευση της διαλεκτικής της παραμορφώνει τις παραστάσεις και καταχωνιάζει τις πραγματικές πρωτεύουσες αντιθέσεις και αντιφάσεις. Λείπει, βέβαια, ο σχετικός πλατύς διάλογος, αλλά ακριβώς γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί, καθώς κινδυνεύουμε από μια χαοτική και επιδεκτική ποικίλων «μηδενισμών» γενικολογία.
Το αιματοβαμμένο «πρόγραμμα στήριξης» είναι μια οργανωμένη επίθεση των διεθνών οικονομικών ολιγαρχιών υπό τη γερμανική ηγεμονία στη δυναμική μιας νέας αποικιοκρατίας. Δεν είναι μια «σκοτεινή συνωμοσία της μερκελικής φατρίας», ούτε μια «βάσκανος μοίρα» που και πάλι έπληξε το «ανάδελφον έθνος», ούτε το «μοιραίο επακόλουθο» ενός καταναλωτικού κρεσέντου. Είναι μια ορισμένη διαχειριστική στρατηγική στο πλαίσιο της βαθιάς και παρατεταμένης κρίσης του όλου καπιταλιστικού συστήματος. Οι ενδοτικές εθνικές ελίτ της μεταπρατικής Ελλάδας συνεργάζονται με την γερμανοκρατούμενη διεθνή «υποστηρικτική ληστεία» σε ένα ανόσιο έργο εθνικού αφανισμού.
Η επίθεση / (αυτό)διαχείριση του Κεφαλαίου στα «κέντρα» είναι προφανώς διαφορετική. Εδώ, όμως, σε αυτό το σοκαριστικό πείραμα κοινωνικής μηχανικής, τα επίπεδα σύνθεσης αυτής της επίθεσης είναι: το «εθνικό μοντέλο συσσώρευσης» και οι «εξωτερικές σχέσεις» της χώρας. Με άλλα λόγια: η σύσταση και η «κίνηση» της πατρίδας. Πουθενά το οικονομικοταξικό δεν είναι «αεθνικό» (τι παραλογισμός!τι μονομερής και ανόητα φανατική ανάγνωση της θεωρίας!..), αλλά στη λεγόμενη «περιφέρεια» η ουσία αφορά καίρια τις διαδικασίες και δομές «ταυτοποίησης» της πατρίδας.
Κατά τη «Μεταπολίτευση» (με όλες τις διαχειριστικές μορφές που εμφανίστηκαν), η «υλική» και «ιδεολογική» ευρωστρατηγική, έδινε στο αρχαίο αίτημα του «εκσυγχρονισμού της πατρίδας» την πρακτική διάσταση του «εξευρωπαϊσμού της χώρας». Η εκποίηση δεν ήταν πλέον μια πολιτική επιλογή εθνικής προδοσίας, αλλά το αποδεκτό περιεχόμενο μιας νέας «Μεγάλης Ιδέας», οι βιωνόμενες σημασίες μιας εκτυλισσόμενης αποδεκτής εθνικής πορείας. Ο διαρκής δανεισμός, ας πούμε, δεν ήταν μια μονιμοποιημένη «παρά φύσιν» τακτική των κυβερνώντων αλλά ο «τρόπος» οικονομικής ανάπτυξης δια της συμμετοχής «στην Ευρώπη», το εντελώς λογικό αποτέλεσμα μιας διαρκώς ελλειμματικής οικονομίας(λόγω ευρώ και άνισων ανταλλαγών). Μέσω μιας αδιέξοδης πραγματικότητας-αλλά πραγματικότητας, και όχι υποσχεσιολογικής καθεστωτικής ρητορικής- ο λαός πείστηκε για το εφικτόν των «πόθων» του. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα κρίση βιώνεται ως «συγκυριακή κακοτυχία» (η παγκόσμια οικονομική κρίση) και ως «αποτυχία των διαχειριστών» (ανικανότητα και διαφθορά του κομματικού συστήματος).
Αυτό που έχει αποσυντεθεί (και, με τη σειρά του, αποσυνθέτει την κοινωνία) είναι η συλλογική πατριωτική συνείδηση, αφού το «κοινωνικό συμβόλαιο» της «Μεταπολίτευσης» δεν ήταν διαχωριστικό / ηγεμονικό αλλά «συμμετοχικό». Το σύστημα το ίδιο ως «όλον» λειτουργούσε και διυπήρχε έτσι! Από αυτή την άποψη, ναι, ήταν χλευαστικά εύστοχη η..χονδροειδής ρήση «όλοι μαζί τα φάγαμε», με δεδομένο, προφανώς, ότι μιλάμε αυτονοήτως για ταξική κοινωνία, οπότε ας λείπουν οι «αριστεροί» λαϊκισμοί. Εδώ μιλάμε για τη δομική σύσταση/συγκρότηση του συστήματος, δηλαδή, εκτός των άλλων, για τις διαδικασίες σχηματισμού και λειτουργίας της ίδιας της ταξικότητας. Τόσο με χειροπιαστούς τρόπους(πίστωση) όσο και φαντασιακά, οι υποτελείς τάξεις ένιωσαν «εταίροι» σε μια πατρίδα-εταιρεία, χωρίς να αντιλαμβάνονται και το φενακισμένον του πράγματος αλλά και το προδιαγεγραμμένο της καταστροφής. Σε επίπεδο συνείδησης, το κρυστάλλωμα ήταν/είναι μια επιβιωτίστικη συναίνεση. Σήμερα, η άρνηση πολιτικής προσαρμογής σε αυτό το θανάσιμο δεδομένο, παγιώνει την κοινωνική αδράνεια και ισχυροποιεί τον «πολιτισμό της, μνημονιακής αναμόρφωσης». Δημιουργεί μια νέα συναίνεση, μια νωθρή κακομοιριά που υποτάσσει δια της δυσφορίας. Η Αριστερά, που έσωσε-εντελώς χωροφυλακίστικα..- το Κοινοβούλιο τον Φεβρουάριο του 12, δεν έδειξε ούτε την τόλμη ούτε την αρετή μιας ριζοσπαστικής μετασχηματιστικής δύναμης: ευλόγησε τη μιζέρια της εκρηκτικής σύγχυσης, πετυχαίνοντας έτσι και τη Χρυσή Αυγή να δυναμώσει αλλά και την μεταπολιτευτική πελατειακότητα να αναστυλώσει. Η συντριβή της πατρίδας, η διαλυτική κρίση της χρεοκοπημένης ελληνικής αστικής δημοκρατίας, και η αποδιάρθρωση της οικονομίας και κοινωνίας είναι η αιματηρή «ενότητα εμπειρίας» που δείχνει τη φονική βία του «μεταπολιτευτικού μοντέλου» και καθορίζει αυτοτελείς αναγκαιότητες αντίδρασης.
Παράλληλα με τη νάρκωση της πατριωτικής συνείδησης, σαν «φυσιολογικό» συμπλήρωμα της πολιτισμικής αλλοτρίωσης, «καθοδηγήθηκε» και η «κουλτούρα του απολιτίκ». Ο παρασιτικός μπαξές των καταναλωτικών ψευδαισθήσεων δεν έχει χώμα για τα «ζιζάνια» της πολιτικής συνείδησης: ο «πολίτης» της «παγκόσμιας επαρχίας» είναι ένας αδιάφορος ιδιώτης με ανακλαστικά κοινωνικού συμπεριφορισμού. Η πενιχρή συμμετοχή σε κινητοποιήσεις, πέραν των ύπουλων τακτικών της συστημικής «αριστεράς» και της εύλογης λαϊκής απογοήτευσης, αντανακλά και την άμβλυνση των κοινωνικών ευαισθησιών, την αναδίπλωση σε ένα άλλοτε «περιούσιο» και τώρα μίζερο ιδιωτικό. Αυτό δείχνουν, και η πολυδιασπορά της ψήφου και οι διαδεδομένοι τρόποι αντίδρασης στα πολιτικά γεγονότα (γενικώς ανθρωπιστικό και συναισθηματικό πνεύμα). Ας έχουμε σταθερά στον νου μας ότι η αλλοτρίωση εκδηλώνεται ανάλογα με τη γενική κατάσταση της ζωής.
Η ισχυρή παρουσία ενός «προοδευτικού» αντιμνημονιακού λόγου αφοσιωμένου στο «ευρωκεντρικό ιδεώδες» καταφάσκει, αντικειμενικά, με πολλαπλασιαστική ισχύ το βαθιά παρακμιακό συλλογικό φαντασιακό της «Μεταπολίτευσης». Δεν αμφισβητεί τις ουσίες της αλλά την διαχειριστική της κουλτούρα, και, μάλιστα, περισσότερο με όρους «βασικού εποικοδομήματος». Η ρητορική περί «αποικίας χρέους», όσο κι αν ηχεί «πατριδοκεντρικά αντιστασιακή», στην ουσία είναι ένας τυπικός οικονομισμός με λογική «δημοκρατικής αυτοτέλειας της μονάδας» στο πέραν πάσης αμφισβητήσεως υπερεθνικό πλαίσιο. Δεν είναι η Πατρίδα-Πρόσωπο που εξεγείρεται ενάντια στη βία που την αφανίζει, αλλά η Χώρα-«Επιχείρηση» που διεκδικεί αναδιευθέτηση των όρων προσαρμογής της σε μια ευρεία «συγχώνευση». Πλέον, και πέρα από περιστασιακές δημαγωγίες εκλογικίστικου χαρακτήρα, η «ανάλυση»/πρόταση έχει όλο το απολιτίκ ενός μαρκετινίστικου τεχνοκρατισμού. Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο η.. ωριμάζουσα «Αριστερά» ενσωματώνει χειραγωγικά την κοινωνική δυσφορία, πετυχαίνοντας: και την αδράνεια(δια του καθολικώς προαγόμενου..νέου Μεσσιανισμού) αλλά και/κυρίως την εμβάθυνση της ιδεολογικής υποτέλειας. Την ίδια στιγμή, οι κατεξοχήν συστημικές συνιστώσες (ΝΔ, ΠΑΣΟΚ) παλινδρομούν σε μια παραδοσιακή δεξιά αυταρχία: και λόγω του εγγενούς της βίας στον ολοκληρωτικό καπιταλισμό, αλλά και λόγω του διαρκούς της Μεταπολιτευτικής Απάτης, δηλαδή της επίγνωσης του χειραγωγικού ψεύδους της «συμμετοχικότητας» που παράγει ενοχοποιημένες παθητικές συνειδήσεις. Αλλιώς δεν θα «περνούσαν» με τόση εξευτελιστική άνεση οι μεγαλύτερες «κωλοτούμπες» που έχει γνωρίσει αυτός ο τόπος.
Από τις «Συνθήκες της Ανεξαρτησίας» και εντεύθεν, είμαστε μια ρευστή πατρίδα- μια συλλογική οντότητα που αυτοβιώνεται μέσω συνεχών «μετα-»: μετεπαναστατική Ελλάδα, μεταοθωνική Ελλάδα, Ελλάδα «μετά το 1897», μεταμικρασιατική Ελλάδα, μεταπολεμική/μετεμφυλιακή Ελλάδα, μεταπολιτευτική Ελλάδα! Μακράν από συνείδηση και πράξη ενός «Είναι», ως αποτέλεσμα διαρκούς εξάρτησης και παραλυτικών δομικών εσωτερικών διχασμών, τρέχουμε, ιδρώνοντας αίμα, πίσω από τον χρόνο, δημιουργώντας μια αρνητική παθητική ψευδοαυτογνωσία. Η καταραμένη παλιόγρια με το όνομα «Μεταπολίτευση» είναι ίσως η έσχατη ευκαιρία μας να μεταβούμε δημιουργικά σε μια συλλογική υπαρκτική συνθήκη «προς…». Ούτε εύκολο είναι, ούτε γρήγορο, ούτε απλό. Κυρίως διότι αφορά τις αλλοτριωμένες δομές συνείδησης. Είμαστε ενώπιον της πρόκλησης για μια Νέα Αναγέννηση! Κι αυτό, ως πολιτισμική στρατηγική στις παρούσες συνθήκες (τοπικά και πλανητικά), αρθρώνεται σε δύο επίπεδα.
Πρώτα α ρ ν η τ ι κ ά. Επιθετική ανασκευαστική στάση έναντι των περιστάσεων-μορφών της παρακμής. Αυτό προαπαιτεί μελέτη και κατανόησή τους, εντελώς πέρα από τα στερεότυπα της δεξιάς και «αριστερής» πολιτισμικής κοινωνιολογίας. Αυτός ο «διάλογος», αυτή η κρίσιμη «έρευνα», πρέπει να αποκοπούν από τις εισαγόμενες ή γραικύλικες φενάκες και να ανασυγκροτήσουν το «εθνικό» με όρους ζωντανής σχέσης με την ιστορική επικαιρότητα. Η μεταπολεμική διανόηση(κυρίως στη μεταπολιτευτική της επανίδρυση), έχει επιβάλει ως «κοινούς τόπους» αξιωματικού χαρακτήρα μια σειρά από ψεύδη(«αφηγήσεις»..) που αποθεώνουν προπαγανδιστικά μια αντιδραστική «ηγεμονία» της δυτικότροπης «κοσμοθεωρίας». Αυτό που πρέπει να ανασκευαστεί είναι το εξιδανικευμένο «δυτικό παράδειγμα», σε όλες τις μορφές και απεικονίσεις του. Από την φιλοσοφία της «ανάπτυξης» μέχρι τα γραφικά του «μπαρόβιου και Μυκονιάτικου πολιτισμού».
Δυστυχώς, ακόμα και άνθρωποι με εμπεδωμένες αντιμοντερνιστικές πεποιθήσεις, «βάζουν νερό στο κρασί» τους είτε σωπαίνουν αυτοενοχοποιημένοι διότι φοβούνται και την κοινωνική απομόνωση αλλά και διότι κάπου μέσα τους «παίζει» και η αμφιβολία. Αυτό που (τους) λείπει είναι μια στέρεη και συγκροτημένη κριτική ανασκευή των νέων καθεστωτικών μυθολογιών. Καμιά ουσιώδης ανατροπή δεν έγινε δυνατή χωρίς μια περίοδο προπαρασκευής σε επίπεδο σκέψης, στοχασμού, τέχνης, εθνικολαϊκού πολιτισμού. Από το Διαδίκτυο μέχρι τον χώρο των εκδόσεων, κι από ανοιχτές πολιτισμικές δράσεις μέχρι την ίδρυση αυτόνομων «χώρων» πολιτισμού: να αναπτύξουμε ένα εξωθεσμικό και εξωκομματικό «κίνημα» πολιτισμικής αυτογνωστικής ανασυγκρότησης. Από τις διαλυτικές ηλιθιότητες του κάθε παπα-Σούρα και τα «λογικώς αυτονόητα» του Τζήμερου και της Κουτσίκου, από την ατεκμηρίωτα «αυτονοητοποιημένη» ηγεμονία των κατευθυνόμενων ιδεολογημάτων του «προοδευτισμού»(της αγοράς, των ΜΚΟ, των «ιδρυμάτων», των τμημάτων δημοσίων σχέσεων των πολυεθνικών, κ.λπ.) και την εκ δυσμών «μοντέρνα επιστημονικότητα» της αναπαλαίωσης των κατασκευών του Φαλμεράιερ, από το «είναι κακό να περνάς καλά;» του μετακουτσαβάκη καραλαμόγιου Κωστόπουλου και τις «αθώες» φενάκες περί «χειραφέτησης» μέσω Κοντσίτα και «συμφώνου συμβίωσης»: να περάσουμε με πνευματική δύναμη στην σύγχρονη κριτική των νεοαστικών και παγκοσμιοποιητικών ιδεοκατασκευών.
Η θ ε τ ι κ ή αντίδραση αφορά δράσεις παρέμβασης στο συνολικό γίγνεσθαι, εκτός καθιερωμένων ιδεολογικών οριοθετήσεων και κομματικών σχημάτων, με επιδίωξη την επίδραση επί των εξελίξεων και την ανάδυση πρακτικών μορφών πολιτισμικής διαφορετικότητας. Στόχος δεν πρέπει να είναι η «εκλογική κάθοδος», η ωραιοποιημένη συμμετοχή στον ηγεμονικό τζόγο της παρακμής, αλλά η σταδιακή δημιουργία δραστικών εστιών μιας ριζοσπαστικής εθνικολαϊκής συνείδησης. Εννοούμε, συνολικά, υλοποιημένα περιεχόμενα του «άλλου λόγου» με άξονες: την πατριωτική αυτοσυνειδησία και αυτοάμυνα, την δημοκρατική κοινοτική κουλτούρα της συμμετοχής-αυτοδιαχείρισης, την αυτόκεντρη παραγωγική ανάπλαση με όρους ριζοσπαστικής οικολογικής μέριμνας, την παιδεία της παράδοσης που θα γονιμοποιείται στις σημερινές δυνατότητες και εξελίξεις, την εξωτερική αντίληψη της αλληλεγγύης και των συνεργασιών σε πνεύμα αμοιβαιότητας και ανατροπής του πλανητικού status κυριαρχίας, την προαγωγή του «πολιτισμού της ευθύνης, του χρέους και της κοινωνικής συνείδησης».
«Μοίρα του λαού μου είσαι η δική μου μοίρα», μας κληροδοτεί την σοφία του ο ποιητής. Οι κροκόδειλοι του «πένθους» για τη Γάζα, έδειξαν τα χυδαία όρια μιας «προοδευτικότητας» χωρίς το ελάχιστο φιλότιμο αντίστασης με ηθική συλλογικής συνείδησης. Σε μια κραυγαλέα περίπτωση φονικής σύγκρουσης του κανιβαλικού εθνικισμού με τον υπερήφανο πατριωτισμό, αυτοί, οι απεχθείς αναμεταδότες των δυτικών υποκρισιών, ουσιαστικώς έμειναν αδρανείς. Είναι οι ζωντανές μαρτυρίες του ακμαίου μεταπολιτευτικού αίσχους, της κοινωνικά αναίσθητης «δημοκρατίας των τύπων». Είναι μια σπουδαία αφορμή να εμβαθύνουμε στην εμπειρία μας, στην υπέροχη ανάγκη μας να τελειώνουμε με την παρακμή της δυτικής αστικής προόδου.
Πηγή:Το Περιοδικό
Πηγή:Το Περιοδικό
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου