Tου Γιώργου Πετρόπουλου
«Τα λόγια μας, η ζωή και ο πόνος μας δεν είναι τίποτα. Ο θάνατός μας- ο θάνατος ενός παπουτσή κι ενός φτωχού ψαρά- είναι το παν για μας! Η τελευταία στιγμή μας ανήκει- η θανάσιμη αγωνία είναι ο θρίαμβός μας…».
Μπαρτολομέο Βαντσέττι
Στις 15 Απριλίου του 1920, δύο ταμίες του εργοστασίου υποδημάτων ΣΛΑΙΗΤΕΡ & ΜΟΡΙΛΛ, ο Φρέντερικ Πάρμεντερ και ο Αλεξάντερ Μπεραρντέλλι περπατούσαν στην Πολιτεία της Μασαχουσέτης των Ηνωμένων Πολιτειών, στον κεντρικό δρόμο του Σάουθ Μπραίηντρη. Μαζί τους κουβαλούσαν δύο μικρά χρηματοκιβώτια με 15.000 δολάρια. Λίγο πριν φτάσουν στην πόρτα του εργοστασίου- περί τις 3 μ.μ.- δέχτηκαν επίθεση από ένοπλους ληστές, που άρχισαν να τους πυροβολούν. Οι ληστές αφού εκτέλεσαν τα θύματά τους πήραν τα χρηματοκιβώτια και το έσκασαν με αυτοκίνητο που τους περίμενε γι’ αυτή τη δουλειά μαζί με άλλα μέλη της συμμορίας. Παρά το γεγονός ότι η ληστεία ήταν αιματηρή, δεν ήταν καθόλου ένα ασυνήθιστο γεγονός εκείνη την εποχή τόσο στην Πολιτεία της, Μασαχουσέτης όσο και γενικότερα στις ΗΠΑ. Οι αυτόπτες μάρτυρες περιέγραψαν τους ληστές ως ξένους, πιθανότατα Ιταλούς. Για το αυτοκίνητο που χρησιμοποιήθηκε στην ληστεία είπαν πως ήταν τύπου «Όβερλαντ».
Έχοντας αυτά τα στοιχεία η αστυνομία βρήκε πως κάποιος Ιταλός, ονόματι Μπόντα, είχε αφήσει για επισκευή στο «Γκαράζ Τζόνσον», ενός προαστίου της πόλης, ένα παλιό «Όβερλαντ». Όπως ήταν φυσικό το γκαράζ τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση και ο ιδιοκτήτης του κλήθηκε να ενημερώσει αμέσως τις αρχές στην περίπτωση που ο Μπόντα ή κάποιος άλλος ζητούσε να πάρει το αυτοκίνητο.
Είκοσι μέρες μετά τη ληστεία, τη νύχτα, στις 5 Μαΐου του 1920, ο Μπόντα με τρεις γνωστούς του πήγε στο γκαράζ για να πάρει το αυτοκίνητο. Ο Τζόνσον αμέσως έστειλε τη γυναίκα του να τηλεφωνήσει στην αστυνομία και οι τέσσερις ύποπτοι που αντιλήφθηκαν τις συνέβαινε προτίμησαν να φύγουν. Λίγο αργότερα η αστυνομία συνέλαβε τους τρεις ενώ ο Μπόντα κατάφερε να διαφύγει. Τον έναν απ’ αυτούς, τον Ορτσιάνι τον συνέλαβαν και την άλλη μέρα τον φυλάκισαν. Οι άλλοι δύο πήραν το τραμ του Μπρόκτον, συνελήφθησαν μέσα σ’ αυτό και οδηγήθηκαν στο αστυνομικό τμήμα. Εκεί έδωσαν τα ονόματά τους: Νικόλα Σάκκο και Μπαρτολομέο Βαντσέττι. Στην ανάκριση έπεσαν σε αντιφάσεις κι ήταν φανερό πως ήθελαν να κρύψουν πράγματα. Για τον Μπόντα και τον Ορτσιάνι δήλωσαν πως δεν τους ήξεραν αλλά δεν μπόρεσαν να εξηγήσουν για ποιο λόγο πήγαν μαζί με αυτούς τους δύο στο «Γκαράζ Τζόνσον» να πάρουν το «Όβερλαντ». Στην κατοχή τους βρέθηκαν δύο περίστροφα. Ο Σάκκο μάλιστα κουβαλούσε μαζί του και σφαίρες[1]. Η θέση τους- χωρίς φυσικά οι ίδιοι να γνωρίζουν τις ακριβώς τους περίμενε- ήταν αρκετά δύσκολη. Πριν όμως παρουσιάσουμε τη συνέχεια ας δούμε ποιοι ήταν οι δύο αυτοί άνθρωποι.
Δυο Ιταλοί μετανάστες στη γη της… επαγγελίας
Ο Νικόλα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι ήταν Ιταλοί που μετανάστευσαν στις Ηνωμένες Πολιτείες για μια καλύτερη ζωή. Ο Μπαρτολομέο έφτασε στη Νέα Υόρκη τον Ιούνιο του 1908 σε ηλικία 20 χρονών. Την ίδια χρονιά έφτασε στη Βοστώνη και ο Νικόλα μαζί με τον αδελφό του Σαμπίνο, ωθούμενος από την εμπειρία ενός φίλου του πατέρα του που ζούσε στη Μασαχουσέτη. Ήταν μόλις 17 ετών. Γρήγορα ο Σαμπίνο πήρε το δρόμο της επιστροφής κι έτσι ο Νικόλα συνέχισε μόνος σε μια χώρα δύσκολη, αχανή, που υποσχόταν όμως πολλά και σίγουρα ένα καλύτερο μέλλον απ’ αυτό που επιφύλασσε η πατρίδα. Η πρώτη επαφή με τις ΗΠΑ ήταν μάλλον ψυχρολουσία για τους δύο νεαρούς που εγκατέλειψαν την πατρίδα τους γεμάτοι όνειρα. Στα απομνημονεύματά του, που έγραψε στη φυλακή, με τίτλο «Η ιστορία της ζωής ενός Προλετάριου», ο Βαντσέττι γράφει: «Μέσα στη μαύρη απελπισία πήρα την απόφαση να φύγω από την Ιταλία και να πάω στην Αμερική. Στις 9 Ιουνίου του 1908 αποχαιρέτισα τα αγαπημένα μου πρόσωπα… Ταξιδεύοντας 2 μέρες με τραίνο μέσω Γαλλίας και μετά διασχίζοντας επί 7 μέρες τον ωκεανό, έφτασα στη γη της Επαγγελίας. Η Νέα Υόρκη ξεπρόβαλε απειλητικά στον ορίζοντα με όλο το μεγαλείο και την αυταπάτη της ευτυχίας που υποσχόταν. Απ’ τη γέφυρα του πλοίου προσπαθούσα να δω μέσα απ’ αυτό το πλήθος των κτηρίων που ξεπρόβαλε ελκυστικό και συνάμα απειλητικό στα μάτια των στριμωγμένων αντρών και γυναικών της γ’ θέσης. Στον σταθμό υποδοχής μεταναστών δοκίμασα την πρώτη μου μεγάλη έκπληξη. Είδα τους υπεύθυνους υπαλλήλους να μεταχειρίζονται τους επιβάτες της γ’ θέσης σαν ζώα. Δεν είχαν ούτε έναν καλό ή παρηγορητικό λόγο για να ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο του φόβου που ένιωθαν οι νιόφερτοι στις αμερικανικέ ακτές. Η ελπίδα που παρέσυρε τους μετανάστες στη νέα γη, εξανεμίστηκε μετά την πρώτη τους επαφή με τους σκληρούς αυτούς υπαλλήλους. Τα παιδάκια που θα ‘πρεπε να ΄ναι ενθουσιασμένα απ’ την προσμονή, είχαν γαντζωθεί στα φουστάνια των μανάδων τους, κλαίγοντας τρομοκρατημένα. Τέτοιο ήταν το εχθρικό πνεύμα που πλανιόταν στους χώρους υποδοχής των μεταναστών. Θυμάμαι σαν τώρα που στεκόμουν μόνος σαν έφτασα στο Μπάτερυ της Νέας Υόρκης, με τα φτωχικά μου υπάρχοντα, λίγα ρούχα δηλαδή και κάτι ψιλά στην τσέπη. Μέχρι χθες βρισκόμουν ανάμεσα σε ανθρώπους που με καταλάβαιναν. Το επόμενο πρωί μου φάνηκε πως ξύπνησα σε μια γη, στην οποία, για όποιον ήδη ζούσε εκεί, η γλώσσα μου δεν σήμαινε τίποτα περισσότερο (στο βαθμό που είναι ζήτημα νοήματος) από τους γεμάτους παράπονο ήχους ενός άλαλου ζώου. Που να πάω; Τι να κάνω; Αυτή ήταν η γη της επαγγελίας»[2].
Ο Βαντσέττι ήταν άνθρωπος που αγαπούσε τη γνώση και που φρόντιζε πάντοτε να διευρύνει τις γνώσεις του. «Αν και περιγράφεται- γράφει ο Έγκον Άις[3]- συνήθως ως ονειροπόλος, ήταν ο τυπικός ‘‘φιλόσοφος του καφενείου’’». Στην πραγματικότητα ήταν ένας εργάτης δοσμένος στο ιδανικό της διεκδίκησης μιας δικαιότερης κοινωνίας που μέσα από την ίδια του την πείρα είχε κατανοήσει βαθιά την απελευθερωτική δύναμη της γνώσης και για το λόγο αυτό διάβαζε συνεχώς προσπαθώντας να εμβαθύνει διαρκώς πάνω στα προβλήματα της εποχής των πρώτων δεκαετιών του 20ουαιώνα. Σας εργάτης στα λατομεία στο Κονέκτικατ, σαν ανειδίκευτος στο Γιάνγκσταουν, σαν χαλυβουργός στο Πίτσμπουργκ, σαν σιδηροδρομικός στη Μασαχουσέτη, σαν πωλητής ψαριών στο Πλίμουθ είχε πάντοτε μαζί του ένα βιβλίο διψώντας για μάθηση και ελευθερία. «Πόσες νύχτες- έγραφε αργότερα στο κελί της φυλακής- πέρασα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο στο φως του γκαζιού μέχρι το πρωί. Μόλις ακουμπούσα το κεφάλι μου στο μαξιλάρι ακουγόταν η σφυρίχτρα κι έτρεχα πάλι στο εργοστάσιο ή το λατομείο».
Ο Σάκκο ήταν ειδικευμένος τσαγκάρης. Ήταν κοντός και μυώδης, με μεγάλη όρεξη για ζωή. Αγαπούσε τη φύση, τα λουλούδια, τα δένδρα και ήταν σπουδαίος κηπουρός. Αντίθετα από τον Βαντσέττι, αυτός είχε δημιουργήσει οικογένεια. Το πρώτο του παιδί ήταν ο Ντάντε κι αργότερα προστέθηκε κι ένα κοριτσάκι, η Ινέζ. Με την οικογένεια του ζούσε αρμονικά και με τη γυναίκα του είχε μια πολύ όμορφη σχέση. Οι γείτονες συχνά έβλεπαν και τους δύο να επιστρέφουν πιασμένοι χέρι- χέρι από τον κυριακάτικο περίπατό τους στο δάσος[4]. Φαίνεται πως αυτοί οι περίπατοι ήταν από τις πιο όμορφες και πιο σημαντικές στιγμές του ζευγαριού. Στο τελευταίο του γράμμα προς το γιό του, ανάμεσα σε άλλα, ο Σάκκο γράφει[5]: «Γιέ μου, αντί να κλαις, γίνε δυνατός για να μπορέσεις να παρηγορήσεις τη μητέρα σου. Κι όταν θα θέλεις να την κάνεις να ξεχνά τη παγερή μοναξιά, θα σου πω τι θα κάνεις. Πήγαινε την έναν μεγάλο περίπατο στη εξοχή, μαζέψτε αγριολούλουδα, ξεκουραστείτε κάτω απ’ τη σκιά των δέντρων, δίπλα στο ρυάκι που τραγουδά σιγανά, και κοντά στη γλυκιά ηρεμία της μάνας φύσης. Είμαι σίγουρος πως όλα αυτά θα της δώσουν χαρά κι εσύ θα είσαι ευτυχισμένος».
Ο Σάκκο και ο Βαντσέττι ιδεολογικά και πολιτικά ήσαν αναρχικοί. Για την εποχή εκείνη, ανήκαν σ’ ένα υπαρκτό ρεύμα μέσα στο εργατικό κίνημα που σε γενικές γραμμές επαγγελλόταν τον κομμουνισμό χωρίς όμως να αναγνωρίζει τη μεταβατική περίοδο όπου το κράτος της εργατικής τάξης είναι ιστορικά αναγκαίο. Η δογματική αυτή θέση των αναρχικών να τοποθετούνται από θέση αρχής ενάντια σε κάθε εξουσία τους οδηγούσε στην τραγική αντίφαση να συμμετέχουν μεν- όπως έγινε και στη Ρωσία- στη επαναστατική δράση κατά της αστικής εξουσίας, αλλά μόλις αυτή υποχωρούσε, μόλις συντελούνταν το πέρασμα της εξουσίας στην εργατική τάξη, στρέφονταν κατά της δικτατορίας του προλεταριάτου, βοηθώντας έτσι αντικειμενικά την αντεπανάσταση. Εντούτοις για τους ιδεολόγους αναρχικούς, που ήταν δοσμένοι στις αρχές του αναρχισμού, δεν μπορεί να πει κανείς πως περνούσαν από την άλλη πλευρά. Ήταν ένας ιδεολογικοπολιτικός αντίπαλος στο ευρύτερο πλαίσιο των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων. Με τον ίδιο τρόπο έβλεπαν κι αυτοί τους κομμουνιστές. Σε ένα γράμμα του, γραμμένο στη φυλακή, στις 24 Γενάρη του 1924, τρεις ημέρες μετά το θάνατο του Λένιν, ο Βαντσέττι γράφει[6]: «Ο Λένιν πέθανε. Έχω πειστεί πως, χωρίς να το θέλει, κατάστρεψε τη ρωσική επανάσταση. Σκότωσε και φυλάκισε πολλούς από τους συντρόφους μου. Κι όμως υπέφερε πολύ, δούλεψε ηρωικά για κείνο που νόμιζε πως είναι η αλήθεια, και τα μάτια μου γέμισαν δάκρυα σαν διάβασα τις λεπτομέρειες του θανάτου του και της κηδείας του. Όσο για τους πουλημένους κοντυλοφόρους του καπιταλισμού, που παραποιούν τα γεγονότα και την αλήθεια, που ρίχνουν τη λάσπη της άθλιας ψυχής τους πάνω στον αγνό μου αντίπαλο, δεν μου μένει παρά να ουρλιάξω, όλη μου τη σιχαμάρα και την περιφρόνησή μου για δαύτους».
Αγωνιστές στις τάξεις του εργατικού κινήματος
Στις αρχές του 20ου αιώνα οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής ζούσαν στον πυρετό μιας αλματώδους οικονομικής ανάπτυξης και ξεπερνούσαν όλα τα άλλα κράτη στο επίπεδο της βιομηχανικής παραγωγής. Η μεταλλουργία των μαύρων μετάλλων και η εξόρυξη γαιάνθρακα αναπτυσσόταν τόσο πολύ γρήγορα που στα 1913 οι ΗΠΑ παρήγαγαν στους κλάδους αυτούς πιο πολλά προϊόντα από την Αγγλία, τη Γερμανία και τη Γαλλία μαζί. Οι εργάτες που δούλευαν στην εργοστασιακή βιομηχανία αυξήθηκαν από 4,7 εκατομμύρια που ήταν το 1889 σε 7 εκατομμύρια το 1914. Η συνολική αξία των βιομηχανικών προϊόντων στην περίοδο αυτή υπερδιπλασιάστηκε για να φτάσει τα 24,2 δισ. Δολάρια, ξεπερνώντας κατά πολύ την αξία των προϊόντων από την αγροτική οικονομία. Το κυριότερο χαρακτηριστικό της οικονομικής ανάπτυξης των Ηνωμένων Πολιτειών σ’ αυτή την περίοδο ήταν η ανάπτυξη των μονοπωλίων. Μέσα σε τέσσερα χρόνια για παράδειγμα, από το 1899 ως το 1902 συγκροτήθηκαν 82 τραστ με κεφάλαια 4.318 εκατ. Δολάρια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το 2% των επιχειρήσεων που το κεφάλαιο της καθεμιάς ξεπερνούσε τα 100 εκατ. Δολάρια είχα συγκεντρώσει στα χέρια τους το 29% των κεφαλαίων όλων των μονοπωλιακών συγκροτημάτων[7]. Η ανάπτυξη αυτή συνεχιζόταν με αμείωτους ρυθμούς και ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο με τον πρώτο ιμπεριαλιστικό πόλεμο.
Οι ανάγκες των αμερικανικών μονοπωλίων σε εργατικά χέρια είχαν ανοίξει διάπλατα τις πόρτες σε ξένους εργάτες που κυρίως έρχονταν από την Ευρώπη. Γενικά οι ΗΠΑ ήταν μια χώρα μεταναστών, αλλά η οικονομική έκρηξη που δημιούργησε το πέρασμα στον μονοπωλιακό καπιταλισμό έδωσε μία νέα ώθηση στο φαινόμενο. Έτσι από το 1901 μέχρι το 1920 συνέρρευσαν στη χώρα 14.531.000 μετανάστες. Από την Αυστρουγγαρία έφτασαν 3.042.000, από τη Ιταλία 3.155.000 και από τη τσαρική Ρωσία 2.519.000. Περιττό φυσικά να πούμε πως ανάμεσα στους ξένους εργάτες που περνούσαν στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού βρίσκονταν και πολλοί Έλληνες.
Μετά βέβαια το 1920 τα πράγματα δυσκόλεψαν. Το 1921 ψηφίστηκε ο νόμος του 3% βάσει του οποίου στις ΗΠΑ γίνονταν δεκτοί μετανάστες ίσοι με ποσοστό 3% των ομοεθνών τους που ήδη βρίσκονταν στη χώρα, σύμφωνα με την απογραφή του 1910. Το 1924 το ποσοστό έγινε 2% βάσει της απογραφής του 1890 και πάει λέγοντας[8].
Δίπλα στην ανάπτυξη των μονοπωλίων ξεδιπλώθηκε και η ανάπτυξη του εργατικού κινήματος. Το 1901 διάφορες σοσιαλιστικές ομάδες ενώθηκαν και δημιούργησαν το Σοσιαλιστικό Κόμμα της Αμερικής στις τάξεις του οποίου, από την πρώτη στιγμή εμφανίστηκαν δύο τάσεις: η δεξιά οπορτουνιστική και η αριστερή επαναστατική. Επίσης υπήρχε και το Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα, με ηγέτη τον Ντε Λεόν, που υποστήριζε τη «θεωρία του βιομηχανισμού», μια θεωρία που πρέσβευε ότι ο ηγέτης της εργατικής τάξης στον αγώνα της για κοινωνική απελευθέρωση δεν είναι η πολιτική αλλά η βιομηχανική οργάνωση[9].
Στις 27 Ιουνίου του 1905 η αριστερή πτέρυγα του Σοσιαλιστικού Κόμματος και το Σοσιαλιστικό Εργατικό κόμμα, ίδρυσαν την Οργάνωση «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου». Γράφει ο Ουίλλιαμ Φόστερ: «Η οργάνωση αυτή ξεκίνησε σαν διαμαρτυρία εναντίον της αντιδραστικής και διεφθαρμένης γραφειοκρατικής κλίκας του Γκρόμπερς (σ.σ. ηγέτης των δεξιών σοσιαλιστών). Οι γκρομπερσιστές ηγέτες ήταν προσκολλημένοι στις απαρχαιωμένες ιδέες τους για το στενό επαγγελματικό συνδικαλισμό και τη σαθρή αντίληψη της συνεργασίας των τάξεων…. Από τα πρώτο κιόλας συνέδριο των Βιομηχανικών Εργατών του Κόσμου υιοθετηθήκαν στο πρόγραμμα αναρχοσυνδικαλιστικές θέσεις». Μάλιστα στην πορεία αυτές οι θέσεις πήραν ευρύτερες διαστάσεις και στο 4ο Συνέδριο της Οργάνωσης το 1908 έγινε δεκτή η αναρχοσυνδικαλιστική θέση ότι «χάρη στην οργάνωσή μας κατά βιομηχανίες συγκροτούμε τη νέα κοινωνία μέσα από τα κέλυφος της παλιάς»[10].
Παρόλα αυτά οι «Βιομηχανικοί Εργάτες του Κόσμου» οργάνωσαν πολλές από τις μαχητικότερες απεργίας στην ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ, όπως για παράδειγμα η απεργία των 23.000 υφαντουργών στο Λώρενς της Μασαχουσέτης, μια απεργία που συγκέντρωσε την παγκόσμια προσοχή.
Σ’ αυτό το εργατικό κίνημα μπήκαν, ανδρώθηκαν κι έδωσαν όλο τους το είναι ο Νικόλα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι. Ταυτόχρονα ξεχωριστή δράση ανέπτυξαν και για την υπεράσπιση των αλλοδαπών. Η τεράστια είσοδο μεταναστών στις ΗΠΑ είχε φέρει στην επιφάνεια τον ρατσισμό και οι αιτίες γι’ αυτό ήταν πολλές. «Γύρω από τον πυρήνα των αμερικανικών μεγαλουπόλεων- γράφει ο Έγκον Άις[11]- σχηματίστηκαν ζώνες από κατοικίες ξένων μεταναστών. Οι εθνικές ομάδες έμεναν στενά ενωμένες γιατί έτσι δεν ένιωθαν χαμένες στην απέραντη χώρα. Έπαιρναν μαζί τους ένα μέρος της πατρίδας, διατηρώντας τους τρόπους ζωής, τα έθιμα, τη θρησκεία και προ παντός τη γλύκα της παλιάς τους χώρας. Έτσι, σχηματίστηκε τελικά μια αόρατη, αλλά ισχυρή διαχωριστική γραμμή ανάμεσα τις συνοικίες του αγγλόφωνου πληθυσμού και στα ‘‘σλαμς’’ των ξένων μεταναστών. Τυπικά ήταν κι εκείνοι Αμερικανοί, μα Αμερικανοί δευτέρας τάξεως. Ακόμα κι ο πιο φτωχός αγγλόφωνος γιάνκης, μπορούσε να κοιτάζει με συγκατάβαση ή και περιφρόνηση, τους συνωστισμένους μετανάστες με τις παράξενες συνήθειες και τη γελοία προφορά. Γρήγορα δημιουργήθηκαν ειρωνικά παρατσούκλια για ολόκληρες ομάδες πληθυσμού: ‘‘Κίκε’’ για τους Εβραίους, ‘‘Όλσεν’’ για τους Σκανδιναβούς και ‘‘Τζίννευ’’ ή ‘‘Ντάγκος’’ για τους Ιταλούς».
Αν και όλα αυτά περιγράφουν μια αντικειμενική πραγματικότητα, η αιτία του ρατσισμού δεν βρίσκεται εδώ. Οι μετανάστες αποτελούσαν τη φτηνή εργατική δύναμη, το σκλαβοπάζαρο του αναπτυσσόμενου μονοπωλιακού καπιταλισμού των ΗΠΑ που με αυτό τον τρόπο από την μια μεριά τους ξεζούμιζε κι από την άλλη τους διαχώριζε τεχνητά από το αγγλόφωνο εργατικό δυναμικό. Ο μέσος ετήσιος μισθός των ξένων εργατών το 1911 ήταν 385 δολάρια για τους άνδρες και 219 για τις γυναίκες σε αντίθεση με τους ντόπιους που κέρδιζαν 533 δολάρια οι άνδρες και 275 οι γυναίκες[12]. Μ’ αυτό τον τρόπο οι μονοπωλητές των Ηνωμένων Πολιτειών επιχειρούσαν να αποφύγουν την ενωμένη δράση των ξένων με τους αγγλόφωνους εργάτες δηλώνοντας στους τελευταίους ότι ήταν κοινωνικά ανώτεροι από τους πρώτους. Ο ρατσισμός είχε κοινωνικά αίτια, αναπαραγόταν συνεχώς από το κοινωνικό σύστημα. Στην πορεία, όταν πια οι ιθύνοντες των ΗΠΑ δεν ήθελαν τόσους πολλούς ξένους εργάτες στη χώρα κι όταν τα προβλήματα για το σύνολο της εργατικής τάξης διογκώνονταν, το δάχτυλο του καπιταλιστή ως αιτία έδειχνε τους ξένους: αυτοί ήταν που έπαιρναν τις δουλειές και εμφανιζόταν η ανεργία, αυτοί ήταν που «καρπώνονταν μέρος τους παραγόμενου πλούτου και δυσκόλευε η ζωή των υπολοίπων κ.ο.κ. Δεν είναι τυχαίο ότι το 1915 επανασυστάθηκε η ρατσιστική οργάνωση Κου Κλουξ Κλαν που αρχικά είχε ιδρυθεί το 1866. Η αναδημιουργημένη Κου Κλουξ Κλαν είχε ως σκοπό της- όπως και η παλιά οργάνωση- να περιφρουρήσει την υπεροχή των λευκών αλλά απέκλειε από τις τάξεις της, τους αλλοδαπούς, τους εβραίους και τους καθολικούς [13]. Επίσης ήταν ενάντια στα συνδικάτα γιατί τα θεωρούσε εκδήλωση του Κομμουνισμού[14]
Μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο η κατάσταση των ξένων εργατών στις ΗΠΑ γινόταν ακόμη πιο δύσκολη και οι επιθέσεις εναντίον τους έπαιρναν το χαρακτήρα της σταυροφορίας. «Το να είσαι ξένος- γράφει ο Τζώρτζιο Μάντζα[15]- σήμαινε ότι κινδυνέυεις, καθώς η υστερία έφτασε σταδιακά σε σημείο να θεωρούνται οι συλλήψεις και οι απελάσεις ως η σωτηρία (ολόκληρης) της Αμερικής. Όπως κάποτε διώκονταν οι υποστηρικτές της κατάργησης της δουλείας, έτσι τώρα καταδίωκαν τους μετανάστες σαν τις πέρδικες στα βουνά».
Για την δράση τους, λοιπόν, στο συνδικαλιστικό κίνημα και την υπεράσπιση των μεταναστών ο Νικόλα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι μπήκαν στο μάτι και στους φακέλους των αρχών. Αλλά και για έναν άλλο λόγο: Εναντιώθηκαν και οι δύο στον πρώτο παγκόσμιο και για να αποφύγουν τη στράτευση, μαζί με μια ομάδα Ιταλών κατέφυγαν στο Μεξικό όπου έμειναν ως το τέλος του πολέμου. Εκεί φαίνεται πως ισχυροποιήθηκε και η φιλία τους.
Ας επιστρέψουμε όμως από εκεί που αρχίσαμε, στη σύλληψη των δύο συντρόφων.
Όλα ήταν στημένα: Ο κατηγορίες, η δίκη και η καταδίκη
Την περίοδο που συνελήφθησαν ο Σάκκο και ο Βαντσέττι ο αντικομουνισμός στην Αμερική ήταν πλατιά εξαπλωμένος. Για τους συντηρητικούς πολιτικούς κύκλους και την άρχουσα τάξη είχε καταντήσει σχεδόν εμμονή. Κάτι τέτοιο δεν ήταν αδικαιολόγητο αφού τρία χρόνια πριν, η νικηφόρα Οκτωβριανή επανάσταση στη Ρωσία είχε δώσει άλλη τροπή στην παγκόσμια ταξική πάλη. Πολλές χώρες της Ευρώπης βρίσκονταν σε επαναστατική κατάσταση και η εντύπωση πως η ανθρωπότητα είχε μπει στην εποχή των προλεταριακών επαναστάσεων ήταν διάχυτη. Έτσι η αμερικανική ιθύνουσα τάξη δεν έκανε τίποτα περισσότερο από το να προσπαθεί να προστατεύσει τον εαυτό της καταπνίγοντας το επαναστατικό κίνημα πριν εκείνο την απειλήσει. Για την ακρίβεια καταδίωκε ο,τιδήποτε θεωρούσε επαναστατικό χωρίς να εξετάζει ιδεολογικές και πολιτικές διαφορές, τάσεις και χρώματα στις τάξεις των εργατών. «Οι Αμερικανοί- κεφαλαιοκράτες- γράφει ο Έγκον Άις[16]- δεν ενδιαφέρονταν πολύ γι’ αυτές τις λεπτές διαφορές. Γι’ αυτούς κάθε οργανωμένος εργάτης, ήταν απλούστατα «Κόκκινος», που πίστευε σε ριζοσπαστικές ξένες ιδέες. Κάθε μέσο ήταν δικαιολογημένο- κατά την άποψή τους- για την προστασία των ιερών και των οσίων του έθνους από αυτό το ξενοφερμένο σκυλολόι».
Λίγες ημέρες πριν τη σύλληψη, οι αρχές στη Νέα Υόρκη είχαν συλλάβει ένα φίλο των Σάκκο και Βαντσέττι, τον Ιταλό τυπογράφο Αντρέα Σαλσέντο, τον οποίο κράτησαν παρανόμως για οκτώ εβδομάδες. Η συνέχεια ήταν τραγική. Είτε από απόγνωση- είτε γιατί τον έσπρωξαν, ο Σαλσέντο από τον 14 όροφο βρέθηκε στο πεζοδρόμιο του υπουργείου Δικαιοσύνης και όπως ήταν φυσικό η αγανάκτηση των ξένων πολιτικοποιημένων εργατών- ιδιαίτερα των Ιταλών- έφτασε στο αποκορύφωμα. Ο Σάκκο και Βαντσέττι άρχισαν να οργανώνουν συγκέντρωση διαμαρτυρίας γι’ αυτό το ζήτημα η οποία μάλιστα είχε οριστεί να γίνει στο Μπρόκτον στις 9 Μαΐου του 1920. Για τους σκοπούς της συγκέντρωσης (μετακινήσεις, προπαγάνδα κ.λπ) επιχείρησαν να πάρουν από το «Γκαράζ Τζόνσον» το αυτοκίνητο του Μπόντα και ακριβώς για τον ίδιο λόγο- για την περιφρούρηση της οργάνωσης της συγκέντρωσης- έπεσαν σε αντιφάσεις στην αστυνομία όταν τους συνέλαβε. Δεν ήθελαν να προδώσουν τους συντρόφους τους, ούτε και τις προετοιμασίες που γίνονταν. Στο πλαίσιο αυτής της συνομωτικότητας πιθανόν δεν χρησιμοποίησαν και άλλοθι που στην πορεία τους ήταν απαραίτητα για να αποδείξουν την αθωότητά τους. Όσο για το γεγονός ότι οπλοφορούσαν κατά τη σύλληψη τους, αυτό δεν ήταν καθόλου παράξενο για έναν μετανάστη εκείνη την εποχή στις Ηνωμένες Πολιτείες. Ο ρατσισμός ήταν πλατιά εξαπλωμένος, η ζωή του κινδύνευε και, φυσικά είχε δικαίωμα να αμυνθεί.
Αρχικά η αστυνομία κατηγόρησε τους δύο φίλους για «επικίνδυνες ριζοσπαστικές δραστηριότητες» δεδομένου ότι βρήκε πάνω τους προκηρύξεις. Πολύ γρήγορα όμως τους συνέδεσε με την ληστεία του Σάουθ Μπραίηντρη στην οποία αναφερθήκαμε στην αρχή. Μάλιστα επιχειρήθηκε η σύνδεσή τους και με μια άλλη παρόμοια ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγούωτερ. Γι’ αυτή την τελευταία ο Σάκκο μπόρεσε εύκολα να αποδείξει πως είχε άλλοθι αλλά ο Βαντσέττι που ήταν πλανόδιος ιχθυοπώλης δεν μπορούσε να αποδείξει κάθε στιγμή και ώρα που βρισκόταν. Εν πάση περιπτώσει και για τις δύο ληστείες ο Ορτσιάνι που είχε συλληφθεί μαζί τους απέδειξε ότι δεν είχε σχέση και πως βρισκόταν στη δουλειά του. Έτσι αφέθηκε ελεύθερος. Ο Σάκκο απαλλάχτηκε στην προανάκριση για την ληστεία στο Μπρίτζγούωτερ αλλά δεν μπόρεσε να αποδείξει ότι βρισκόταν στο παπουτσάδικο που δούλευε, την ημέρα της ληστείας του Σάουθ Μπραίηντρη γιατί στις καταστάσεις της επιχείρησης φαινόταν πως είχε πάρει άδεια την 15ηΑπριλίου του 1920. Τέλος ο Βαντσέττι που λόγω της δουλειάς του δεν μπορούσε να αποδείξει τίποτα με απόλυτη βεβαιότητα, παραπέμφθηκε με την κατηγορία ότι συμμετείχε και στις δύο ληστείες. Για τη ληστεία μάλιστα του Μπρίτζγούωτερ οδηγήθηκε σε δίκη 49 ημέρες μετά τη σύλληψή του, χρόνος που ήταν πολύ σύντομος για μια τέτοια υπόθεση και μαρτυράει την πρόθεση των αρχών να τον καταδικάσουν πάση θυσία. Εξετάστηκαν 41 μάρτυρες και μόνο δύο ισχυρίστηκαν πως τον αναγνώρισαν ανάμεσα στους ληστές, αλλά όχι και με πολύ πειστικό τρόπο. Ο ένας δήλωνε σχεδόν βέβαιος αλλά όχι απόλυτα βέβαιος, ο άλλος έλεγε ότι από τον τρόπο που έτρεχαν οι ληστές κατάλαβε πως ήταν ξένοι κ.ο.κ. Τελικά, από αυτή την υπόθεση ο Μπαρτολομέο έφυγε με 15 χρόνια φυλακής στην πλάτη. Η υπόθεση πάντως που έμεινε στην ιστορία, γιατί σ’ αυτή έριχνε το μεγάλο βάρος το καθεστώς- αλλά και γιατί σφράγιζε τη ζωή του Σάκκο και του Βαντσέττι- ήταν αυτή της ληστείας Σάουθ Μπραίηντρη.
Η αστυνομία από την αρχή έκανε ότι μπορούσε για να χρεώσει τη ληστεία στους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Κατ’ αρχήν παραβίασε όλη τη διαδικασία αναφορικά με την αναγνώρισή τους από αυτόπτες μάρτυρες. Η διαδικασία αυτή προέβλεπε ότι ο ύποπτος έπρεπε να εκτίθεται στους μάρτυρες ανάμεσα σε μια σειρά από άτομα ούτως ώστε αν αναγνωριστεί, η αναγνώριση να έχει τη μεγαλύτερη αξιοπιστία. Ο Σάκκο και ο Βαντσέττι οδηγήθηκαν μπροστά στους μάρτυρες μόνο οι δύο τους κι ήταν σαν να έκανε την αναγνώριση η ίδια αστυνομία λέγοντας: «αυτοί είναι- δεν υπάρχουν άλλοι». Έτσι δεν ήταν καθόλου δύσκολο να υπάρξουν αναγνωρίσεις από τους μάρτυρες.
Οι αναγνωρίσεις σε συνδυασμό με τον γεγονός ότι οι δύο κατηγορούμενοι οπλοφορούσαν χωρίς άδεια όταν συνελήφθησαν, η αδυναμία των τελευταίων να έχουν ένα ατράνταχτο άλλοθι για τη μέρα της ληστείας στο Σάουθ Μπραίηντρη και τέλος ο ισχυρισμός της αστυνομίας πως ένα από τα θύματα της ληστείας είχε χτυπηθεί από σφαίρα που πιθανόν είχε φύγει από το όπλο του Σάκκο (τότε δεν υπήρχαν ακριβείς βαλλιστικές έρευνες), ήταν αρκετά …στοιχεία για να στηθεί μια δίκη που έμμελε ως γεγονός να γραφεί ανεξίτηλα στις σελίδες της ιστορίας.
Δικαστής των Σάκκο και Βαντσέττι ορίστηκε ο Ουέμπστερ Θάγιερ, ένας ακραιφνής συντηρητικός που, όπως γράφει ο Έγκον Άις[17], «δεν έβλεπε τους ‘‘κόκκινους’’ σαν αντιπάλους, αλλά τους καταδίωκε μ’ ένα μίσος που ήταν σχεδόν θρησκευτικό». Ήταν ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση, αν υποθέσουμε πως το καθεστώς ήθελε μια καταδίκη για να τρομοκρατήσει τους πολιτικοποιημένους ξένους εργάτες.
Πριν όμως πάμε στη δίκη, οφείλουμε να σταθούμε λίγο στη λειτουργία του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης για να κατανοήσουμε καλύτερα όσα επακολούθησαν.
Φορέας της ανώτατης δικαστικής εξουσίας στις ΗΠΑ είναι ο λαός. Στο όνομα του λαού αποδίδονται οι κατηγορίες, ο λαός φέρεται ότι είναι εναντίον του κατηγορούμενου και οι πράξεις για τις οποίες κατηγορείται ο τελευταίος πρώτα και κύρια θεωρούνται πράξεις που στέφονται κατά του λαού και μετά οτιδήποτε άλλο. Ο λαός στο δικαστήριο αντιπροσωπεύεται από 12 ενόρκους που συνήθως επιλέγονται σύμφωνα με την κοινωνική τους συμπεριφορά, δηλαδή από το πώς είναι διακείμενοι απέναντι στην κοινωνική κατάσταση. Άλλωστε στο όνομα αυτής της κατάστασης δικάζουν, κι όταν ο κατηγορούμενος θεωρείται ότι πρωτίστως στρέφεται, με τις πράξεις του, κατά της κοινωνίας, αυτό σημαίνει ότι απειλεί την κοινωνική συνοχή μιας κατεστημένης πραγματικότητας. Ο Αμερικανός δικαστής προεδρεύει και κατευθύνει την ακροαματική διαδικασία και εγγυάται- κατά το νόμο τουλάχιστον- την αμεροληψία των μεθόδων που χρησιμοποιούνται τόσο από την κατηγορούσα αρχή όσο και από την υπεράσπιση. Εγγυάται ακόμη τον σεβασμό της κοινωνικής πραγματικότητας μέσα στο δικαστήριο και προσανατολίζει προς αυτή την κατεύθυνση τη συζήτηση. Τόσο ο δικαστής, όσο και ο εισαγγελέας των αμερικανικών δικαστηρίων είναι πρωτίστως πολιτικά πρόσωπα. Δεν είναι επαγγελματίες δικαστικοί, διορίζονται από την πολιτική εξουσία και συχνά η σταδιοδρομία τους στα δικαστήρια είναι εφαλτήριο για να κάνουν καριέρα στην πολιτική.
Την απόφαση περί ενοχής ή αθωότητας του κατηγορουμένου την παίρνουν οι ένορκοι και πρέπει να είναι ομόφωνη. Γι’ αυτό συχνά οι ένορκοι μένουν για μέρες κλεισμένοι στις αίθουσες των συνεδριάσεων ώσπου να αποφασίσουν με ομοφωνία για την τύχη ενός κατηγορουμένου. Στην απόφασή τους μεγάλο ρόλο παίζει ο πρόεδρος των ενόρκων, ένας δηλαδή απ’ αυτούς τον οποίο διορίζει πρόεδρο ο Δικαστής. Αυτός λοιπόν «οδηγεί» στους ενόρκους ώστε να καταλήξουν σε ομόφωνη απόφαση.
Στην περίπτωση που οι ένορκοι καταλήγουν σε απόφαση ενοχής, ο δικαστής ανακοινώνει το μέγεθος της ποινής που ορίζει με σαφήνεια ο νόμος. Όμως δεν είναι υποχρεωμένος να ορίσει την ποινή αμέσως. Όσο η υπεράσπιση ασκεί ένδικα μέσα κατά της καταδίκης ο δικαστής μπορεί να μην ορίσει το μέγεθος της ποινής. Τα ένδικα αυτά μέσα, συνήθως κρατούν πολύ κι όλο αυτό το χρονικό διάστημα ο καταδικασμένος μένει στη φυλακή χωρίς να γνωρίζει για πόσο χρονικό διάστημα καταδικάστηκε. Χρόνια μπορεί να βρίσκεται κάποιος στη φυλακή χωρίς να ξέρει την ποινή του.
Θα ‘λεγε κανείς, έχοντας μια γενική εικόνα του αμερικανικού συστήματος απονομής της δικαιοσύνης, ότι αυτό φτιάχτηκε για να υπάρχουν εξασφαλισμένες καταδίκες των αντιπάλων του καθεστώτος στις πολιτικές δικές. Είναι αδύνατο ένας επαναστάτης που θα συρθεί στα δικαστήρια να γλυτώσει.
Στη δίκη των Σάκκο και Βαντσέττι το δικαστικό σύστημα αποδείχτηκε πολύ αποτελεσματικό. Ο δικαστής Θάγιερ, ακραιφνής συντηρητικός, αντικομουνιστής και γενικά εχθρός ακόμη και των πιο ακίνδυνων ριζοσπαστικών αντιλήψεων ήταν- όπως είπαμε- ο κατάλληλος άνθρωπος στην κατάλληλη θέση. Ο εισαγγελέας Φρεντ Κάτσμαν ήταν του ιδίου φυράματος. Οι δύο αυτοί ευυπόληπτοι Αμερικανοί δικαστικοί λειτουργοί είχαν καταδικάσει τον Βαντσέττι στην πρώτη δίκη για τη ληστεία που είχε γίνει τα Χριστούγεννα του 1919 στο Μπριτζγούωτερ. Οι ένορκοι, τώρα, όπως ήταν φυσικό επιλέχτηκαν από ανθρώπους της… κοινωνικής τάξεως και ηθικής. «Εκείνα τα πυρετώδη μεταπολεμικά χρόνια- γράφει ο Έγκον Άις[18]- δεν υπήρχε, για τους περισσότερους δικαστικούς και αστυνομικούς της Πολιτείας της Μασαχουσέτης καμία αμφιβολία για το ζήτημα ποιοι αντιπροσώπευαν τον πραγματικό ‘‘λαό’’. Ήταν οι λευκοί, αγγλόφωνοι, θρήσκοι και αξιοσέβαστοι αστοί, οι λεγόμενοι 100% Αμερικανοί. Οι νέγροι που ήταν γεννημένοι στις Πολιτείες, οι μετανάστες, που είχαν αποκτήσει αμερικανική υπηκοότητα και οι ριζοσπάστες, ακόμα κι αν προέρχονταν από αριστοκρατικές οικογένειες, δεν ανήκαν απλούστατα στον αμερικανικό λαό, που αποφαίνεται κυρίαρχα και αλάνθαστα στα ζητήματα της Δικαιοσύνης…».
Στην δίκη του Σάκκο και του Βαντσέττι χρησιμοποιήθηκε μεταφραστής γιατί οι δύο κατηγορούμενοι δεν μιλούσαν καλά την αγγλική γλώσσα. Όμως κι εδώ οι αρχές δεν άφησαν κανένα περιθώριο αμεροληψίας. Μεταφραστής ήταν κουμπάρος του εισαγγελέα αφού ο τελευταίος του είχε βαφτίσει το γιό. Επρόκειτο για έναν πρώην Ιταλό που παλιά ονομαζόταν Τζουζέπε Ρόσσι και τώρα που είχε γίνει Αμερικανός τον φώναζαν Τζόζεφ Ροςς. Ο Ροςς ήταν τόσο μεροληπτικός στη διερμηνεία του σε βάρος των κατηγορουμένων που συχνά- πυκνά στη δίκη ο Σάκκο γινόταν έξαλλος μαζί του αν και ήξερε λιγότερα αγγλικά από τον Βαντσέττι. Όταν αργότερα επιχειρήθηκε να εξεταστεί σε βάθος η αμεροληψία του Ροςς ο… εντιμότατος αυτός κύριος βρισκόταν στη φυλακή γιατί είχε πάρει χρήματα από Ιταλούς για να δωροδοκήσει Αμερικανούς υπαλλήλους.
Ο δικαστής Θάγιερ, την πέμπτη ημέρα της δίκης διόρισε πρόεδρο των ενόρκων, κάποιον, ανάμεσά τους, δήθεν τυχαία. Επρόκειτο για τον Ουώλτερ Ρίπλευ, που τότε ήταν αρχηγός της αστυνομίας στο Κουΐνσι και γνωστός εχθρός των Ιταλών, που τους ανέφερε πάντοτε με το υβριστικό προσωνύμιο «Ντάγκο». Αυτός λοιπόν έμπαινε στο δικαστήριο, χαιρετούσε τη σημαία, πράγμα που έδειχνε τον ακραίο εθνικισμό του και τη βαθιά του προκατάληψη εναντίον των ριζοσπαστών και όλων αυτών που το καθεστώς τους ονόμαζε γενικά «κόκκινους». Μάλιστα δεν έκρυβε την αντιπάθειά του προς τους κατηγορούμενους και την πίστη του στην ενοχή τους.
Υπό αυτές τις συνθήκες έγινε η δίκη του Σάκκο και του Βαντσέττι κι ασφαλώς δεν υπάρχει λογικός άνθρωπος που να μην αντιλαμβάνεται πως οι δύο κατηγορούμενοι ήταν τελειωμένοι πριν ακόμη ξεκινήσει τις εργασίες του το δικαστήριο.
Η δίκη άρχισε στις 31 Μαΐου του 1921. Οι κατηγορούμενοι οδηγήθηκαν εκεί αλυσοδεμένοι. Κατέθεσαν 107 μάρτυρες υπεράσπισης και 67 μάρτυρες κατηγορίας[19]. Οι περισσότεροι δασκαλεμένοι από την αστυνομία για το τι θα καταθέσουν. Ο δικαστής Θάγιερ παρότρυνε τους ενόρκους να κρίνουν με βάση το κυρίαρχο πατριωτικό πνεύμα «Σας καλώ- έλεγε- να προσφέρετε τις υπηρεσίες σας εδώ με το ίδιο πνεύμα πατριωτισμού που έδειξαν οι στρατιώτες μας πέρα από τον ωκεανό»[20].
Στις 14 Ιουλίου του 1921 βγήκε η απόφαση. Οι κατηγορούμενοι είχαν κριθεί ένοχοι!!!
Η διεθνής αλληλεγγύη δεν μπόρεσε να αποτρέψει την ηλεκτρική καρέκλα
Στις 29 Οκτωβρίου του 1921 ξεκίνησε μια τεραστία εκστρατεία- η οποία πλαισιωμένη από ένα ισχυρό κίνημα αλληλεγγύης σ’ ολόκληρο τον κόσμο- στόχευε στην ανατροπή της καταδικαστικής απόφασης.
Οι πρώτες εκδηλώσεις υποστήριξης στους Σάκκο και Βαντσέττι ήρθαν από τη χώρα τους, την Ιταλία, όπως φανερώνει το γράμμα, που τον Αύγουστο του 1921 έστειλε η Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης Συνδικάτων της Ρώμης στον πρόεδρο των ΗΠΑ Χάρτιγκ. Από τον Οκτώβρη όμως του 1921 η διεθνής εκστρατεία για την σωτηρία των δύο αγωνιστών θα πάρει τεράστιες διαστάσεις όταν, όπως γράφει ο Patric Kessel«η Κομμουνιστική Διεθνής θα ρίξει στη ζυγαριά το βάρος της»[21] .
Στο 4ο Συνέδριό της, το Δεκέμβρη του 1922 η Κομμουνιστική Διεθνής πήρε μια απόφαση «Για βοήθεια στα θύματα της καπιταλιστικής καταπίεσης» που συμπεριελάμβανε και την υπόθεση Σάκκο και Βαντσέττι. Η απόφαση αυτή ήταν η εξής[22]: «Η επίθεση του καπιταλισμού σε όλες τις αστικές χώρες οδηγεί στην αύξηση του αριθμού των κομμουνιστών και των ακομμάτιστων εργατών που αγωνίζονται εναντίον του καπιταλισμού και στενάζουν στα μπουντρούμια. Το 4οΣυνέδριο ζητάει από όλα τα κομμουνιστικά Κόμματα να δημιουργήσουν μια οργάνωση που σκοπό θα έχει να βοηθήσει υλικά και ηθικά τους φυλακισμένους του καπιταλισμού και χαιρετίζει την πρωτοβουλία των οργανώσεων των παλιών Ρώσων μπολσεβίκων που άρχισαν να δημιουργούν μια διεθνή ένωση τέτοιου είδους οργανώσεων». Έτσι, χάρη στις στη «Διεθνή Εργατική Βοήθεια» θα οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα συμπαράστασης στους Σάκκο και Βαντσέττι. Στη Γαλλία από τον Σεπτέμβρη του 1921 δημιουργείται μια «Κεντρική Επιτροπή συμπαράστασης» και στις 24 Οκτωβρίου του ιδίου έτους οργανώθηκε μια τεράστια διαδήλωση που ανάγκασε την γαλλική αστική τάξη να περιφρουρήσει την αμερικανική πρεσβεία με 10.000 αστυνομικούς και 18.000 στρατιώτες[23]. Το κίνημα αλληλεγγύης απλώθηκε παντού και διατηρήθηκε ακμαίο και ισχυρό σ’ όλη τη διάρκεια που ο Σάκκο και ο Βαντσέττι ήταν ζωντανοί στη φυλακή. Στην Ιταλία, στη Γαλλία, στην Ελβετία, στο Βέλγιο, στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στις Σκανδιναβικές χώρες, στη Σοβιετική Ένωση, στη Γερμανία, στην Ινδία, στην Άπω Ανατολή στην Κεντρική και Νότιο Αμερική κ.ο.κ., εκατομμύρια εργάτες ζητούσαν την απελευθέρωση των δύο Ιταλών αγωνιστών. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτοί. «Ένας εντυπωσιακός αριθμός διανοουμένων και συγγραφέων- γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς[24]- , ανάμεσα στους οποίους η Ντόροθυ Πάρκερ, ο Μπέρναρντ Σω και ο Τζων Γκλασγουόρθυ, υποστήριξαν την αθωότητα των δύο Ιταλών και ζήτησαν την απόλυσή τους». Σ’ αυτούς μπορούν να προστεθούν ο Ανατολ Φρανς, ο Ρομαίν Ρολάν, ο Άλμπερτ Αϊνστάιν και πολλοί άλλοι.
Από δικαστικής απόψεως η υπεράσπιση κατάφερε επί της ουσίας να τινάξει όλη τη σκευωρία στον αέρα. Απέδειξε ότι για να μπορέσει να στηριχθεί η καταδικαστική απόφαση δεν είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία. Αποκάλυψε τους στημένους μάρτυρες. Ορισμένοι μάλιστα από αυτούς αναίρεσαν τις αρχικές τους καταθέσεις που ενοχοποιούσαν τους δύο Ιταλούς αγωνιστές. Η χαριστική βολή όμως ήρθε το Φθινόπωρο του 1925 όταν ο Σελεστίνο Μαντέιρος, ένας νεαρός Πορτογάλος που ήταν στην ίδια φυλακή με τον Σάκκο (καταδικασμένος σε θάνατο για ληστεία τράπεζας και φόνο), κατέθεσε πως συμμετείχε στη ληστεία του Σάουθ Μπραίηντρη κι ότι ο Σάκκο και ο Βαντσέττι δεν είχαν καμία σχέση μ’ αυτή. Εντούτοις το καθεστώς δεν έλαβε τίποτα απ’ όλα αυτά υπόψη. Από τον Οκτώβρη του 1921 ως τον Αύγουστο του 1927 έγιναν 7 αιτήσεις επανεκδίκασης της υπόθεσης και απορρίφθηκαν και οι επτά.
Η τελευταία αίτηση απευθύνθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της Πολιτείας της Μασαχουσέτης και εξετάστηκε- για να απορριφθεί- σε συνεδριάσεις και συσκέψεις του από τις 27 Ιανουαρίου ως τις 5 Απριλίου του 1927. Τα ένδικα μέσα είχαν τελειώσει. Τώρα είχε έρθει η ώρα να ανακοινωθεί η ποινή: Ο Νικόλα Σάκκο και ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι θα οδηγούνταν στην Ηλεκτρική Καρέκλα. «Τότε- γράφει ο Τζ. Μ. Ρόμπερτς[25]- έγινε στον κυβερνήτη Ταφτς Φούλλερ της Μασαχουσέτης μια τελευταία έκκληση για να επιδείξει επιείκεια. Στην προσπάθειά του να απαλλαγεί από μια δύσκολη κατάσταση διόρισε μια επιτροπή από δύο πανεπιστημιακούς κι από έναν τέως δικαστικό για να μελετήσει την υπόθεση. Η επιτροπή αποφάνθηκε πως η ετυμηγορία του 1921 ήταν δίκαιη»
Έντεκα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα της 22 Αυγούστου του 1927, όταν το ημερολόγιο είχε περάσει στην 23η ημέρα του μήνα, Ο Σάκκο κάθισε στην ηλεκτρική καρέκλα. Εννέα λεπτά αργότερα τον ακολούθησε και ο Βαντσέττι. Μαζί τους πέθανε και ο Μαντέιρος. Η αμερικανική αστική τάξη προχωρούσε σε έναν ακόμη συμβολισμό. Έβαλε να πεθάνουν μαζί δύο κοινωνικοί αγωνιστές κι ένας ποινικός για να δείξει ότι γι’ αυτήν διαχωρισμός δεν υπήρχε… Έχει άραγε τέλος η ταξική της βαρβαρότητα;
Την επόμενη ημέρα ο Ριζοσπάστης φιλοξένησε την είδηση ως βασικό θέμα στην πρώτη του σελίδα όπου, στον τίτλο έγραφε: «ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ- Ο ΣΑΚΚΟ ΚΑΙ Ο ΒΑΝΖΕΤΤΙ ΕΔΟΛΟΦΟΝΗΘΗΣΑΝ ΧΘΕΣ ΕΠΙ ΤΗΣ ΗΛΕΚΤΡΙΚΗΣ ΚΑΡΕΚΛΑΣ- ΑΝΤΙΚΡΥΣΑΝ ΜΕ ΚΑΤΑΠΛΗΣΣΟΥΣΑΝ ΨΥΧΡΑΙΜΙΑΝ ΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟΝ – ΕΞΕΓΕΡΣΙΣ ΕΙΣ ΟΛΟΝ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟΝ- ΚΟΛΟΣΣΙΑΙΑΙ ΔΙΑΔΗΛΩΣΕΙΣ».
Υπάρχει και μια άλλη πτυχή της υπόθεσης Σάκκο και Βαντσέττι την οποία αφήσαμε τελευταία. Τον Ιούλιο του 1977 οι αρμόδιες αρχές της Πολιτείας της Μασαχουσέτης εξετάζοντας την υπόθεση των δύο Ιταλών αγωνιστών κατέληξαν στο συμπέρασμα «ότι οι Σάκκο και Βαντσέττι κατεδικάσθησαν και εκτελέσθηκαν αδίκως». Συνεστήθη μάλιστα στον τότε κυβερνήτη της Πολιτείας, τον ελληνικής καταγωγής Μιχαήλ Δουκάκη να προβεί σε μία δήλωση για το θέμα. Εκείνος το έπραξε. Αναγνώρισε την αθωότητα των δολοφονηθέντων και κήρυξε την Τρίτη 23 Αυγούστου 1977, την ημέρα δηλαδή που συμπληρώνονταν 50 χρόνια από το θάνατό τους- «Ημέρα Μνήμης των Νικόλα Σάκκο και Μπαρτολομέο Βαντσέττι»[26]. Η αμερικανική αστική τάξη μπορεί να αργεί αλλά στο τέλος αποδίδει δικαιοσύνη. Πότε όμως; Τότε που δεν την έχει κανείς ανάγκη παρά μόνο η ίδια.
------------------------------------
[1] Έγκον Άις: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης- Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις ΑΡΣΕΝΙΔΗ, τόμος 1ος, σελ. 167- 168
[2] Τζων Ντος Πάσος: «Μπροστά την ηλεκτρική καρέκλα- η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ. 97- 98
[3] Έγκον Άις: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης- Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις ΑΡΣΕΝΙΔΗ, τόμος 1ος, σελ. 169
[4] Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ- Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 371- 373
[5] «Πολιτικά γράμματα: Σάκο- Βαντσέττι», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, σελ. 29
[6] «Πολιτικά γράμματα: Σάκο- Βαντσέττι», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, σελ. 47- 48
[7] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 631- 632
[8] Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ- Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 369- 370
[9] Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ: «Παγκόσμια Ιστορία», τόμος Ζ2, σελ. 635- 636
[10] Ουίλλιαμ Φόστερ: «Ιστορία του Παγκόσμιου Εργατικού Κινήματος», εκδόσεις Μόρφωση, τόμος Α’, 1956, σελ. 204- 205
[11] Έγκον Άις: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης- Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις ΑΡΣΕΝΙΔΗ, τόμος 1ος, σελ. 164
[12] Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ- Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 366
[13] ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ου αιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος σελ. 1154- 1155
[14] Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ- Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 367
[15] Τζώρτζιο Μάντζα: «Ιστορικο- κριτικές σημειώσεις σχετικά με τον συνδικαλισμό που γνώρισαν στην Αμερική ο Μπαρτολομέο Βαντσέττι και ο Νικόλα Σάκκο την περιόδο 1908- 1923». Βλέπε στο: Τζων Ντος Πάσος: «Μπροστά την ηλεκτρική καρέκλα- η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ. 21
[16] Έγκον Άις: «Η ψευδαίσθηση της Δικαιοσύνης- Οι μεγάλες δίκες της ιστορίας», εκδόσεις ΑΡΣΕΝΙΔΗ, τόμος 1ος, σελ. 166
[17] Έγκον Άις, στο ίδιο, σελ.170
[18] Έγκον Άις, στο ίδιο, σελ.178
[19] ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ου αιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος σελ. 1159
[20] Ρίτσαρντ Ο. Μπόγιερ- Χέρμπερτ Μ. Μόρε: «Η άγνωστη ιστορία του εργατικού κινήματος των ΗΠΑ», εκδόσεις Σ.Ε., σελ. 375
[21] «Πολιτικά γράμματα: Σάκο- Βαντσέττι», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, σελ. 11
[22] Η Κομμουνιστική Διεθνής: Θέσεις και αποφάσεις του 4ου Παγκόσμιου Συνέδριου», εκδόσεις Πρωτοποριακή Βιβλιοθήκη, σελ. 106
[23] PatricKessel, στο «Πολιτικά γράμματα: Σάκο- Βαντσέττι», εκδόσεις Διεθνής Βιβλιοθήκη, σελ. 12
[24] Τζ. Μ. Ρόμπερτς «Η νέα εποχή: Η Αμερική στη δεκαετία 1920- 1930». Βλέπε στο: ΠΑΡΝΕΛ: «Ιστορία του 20ουαιώνα», εκδόσεις Χρυσός Τύπος, τόμος 3ος σελ. 1159- 1160
[25] Τζ. Μ. Ρόμπερτς, στο ίδιο σελ. 1160
[26] Ολόκληρη η δήλωση Δουκάκη και τα σχετικά με αυτήν, στο: Τζων Ντος Πάσος: «Μπροστά την ηλεκτρική καρέκλα- η ιστορία των Σάκκο και Βαντσέττι», εκδόσεις Ελεύθερος Τύπος, σελ. 200- 203
Joan Baez - Here's to you (Nicola and Bart)
Πηγή:Εργατικός Αγώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου