Κυριακή 10 Αυγούστου 2014

Μανιφέστο της Αριστεράς στην Ισπανία: Ελπίδα ή αδιέξοδο;

Του Βασίλη Λιόση

Μέσα στον Ιούλιο δημοσιοποιήθηκε στην Ισπανία ένα Μανιφέστο υπό τον τίτλο. 

Το Μανιφέστο υπογράφηκε από τους Κάγιο Λάρα και Αλμπέρτο Γκαρθόν της Ενωμένης Αριστεράς, Πάμπλο Ιγκλέσιας και Τερέσα Ροντρίγκεθ του Podemos, Χοσέ Λουίς Θεντέγια Γ.Γ. του Κομμουνιστικού κόμματος, Χάϊμε Παστόρ της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, Γιάγιο Ερέρο των Οικολόγων σε Δράση, Εστέρ Βίβας της Καταλάνικης «Συντακτικής Διαδικασίας», Ενρίκ Ντουράν του κινήματος για την Απομεγέθυνση, Φλοράν Μαρσεγιεσί των Πράσινων Equo, Χόρχε Ρίτσμαν θεωρητικού του οικοσοσιαλισμού και σημαντικές προοδευτικές προσωπικότητες της χώρας (συμπεριλαμβανόμενης της Καταλονίας και της Χώρας των Βάσκων), που τοποθετούνται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας και φτάνουν μέχρι και τον αναρχοσυνδικαλισμό.


Σε μια εποχή που η κρίση σοβεί παγκόσμια, η λήψη κοινών πρωτοβουλιών, ο συντονισμός της κοινωνικής πάλης και η δημιουργία ενός κοινωνικοπολιτικού μετώπου, είναι απολύτως αναγκαία (όπως βεβαίως απολύτως αναγκαία είναι και η ύπαρξη ενός κομμουνιστικού επαναστατικού φορέα που θα βάλει τη σφραγίδα του σε αυτό το Μέτωπο). Το ερώτημα, λοιπόν, είναι τούτο: το ισπανικό Μανιφέστο ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εργατικής τάξης και του λαϊκού κινήματος; Μπορεί να δώσει ελπίδα στο χειμαζόμενο λαό της Ισπανίας και να αποτελέσει πυξίδα και παράδειγμα για τα λαϊκά, ανά την Ευρώπη, κινήματα; 

Παραθέτουμε αυτούσια μια από τις πρώτες εκτιμήσεις του Μανιφέστου: «Αυτή είναι παραπάνω από μια οικονομική και καθεστωτική κρίση: Είναι μια κρίση πολιτισμού». Η διατύπωση αυτή είναι κατά τη γνώμη μας προβληματική. Τι ακριβώς σημαίνει κρίση πολιτισμού; Η έννοια του πολιτισμού είναι κάπως ασαφής και κατά καιρούς έχουν υπάρξει διάφορες νοηματοδοτήσεις. Η διατύπωση παράλληλα υπονοεί πως η οικονομική και πολιτική κρίση είναι παράγωγα της πολιτιστικής, αντιστρέφοντας την πραγματικότητα. Η οικονομική κρίση είναι αυτή που γεννά όλες τις υπόλοιπες, αν και η διαλεκτική αντιμετώπιση του ζητήματος πρέπει να δει και τους αλληλοκαθορισμούς. Το κλειδί, ωστόσο, είναι να μη χάσουμε το κύριο και αυτό είναι η καπιταλιστική κρίση.

Όταν ένα κείμενο υπογράφεται από ένα πλήθος δυνάμεων, δηλαδή όταν πρόκειται για ένα κείμενο με μετωπικά χαρακτηριστικά, δεν μπορείς να έχεις την απαίτηση να είναι ένα κείμενο συνεπούς μαρξιστικής ανάλυσης. Δεν είναι απαραίτητο ένα τέτοιο κείμενο να μιλάει για την κρίσεις υπερσυσσώρευσης και υπερπαραγωγής και για την πτωτική τάση του ποσοστού κέρδους. Δεν είναι απαραίτητο να κάνει κριτική στη θεωρία υποκατανάλωσης και στη θεωρία που βλέπει ως υπαίτιο της κρίσης το νεοφιλελεύθερο μοντέλο διαχείρισης, αντιπροτείνοντας ένα νεοκεϋνσιανό. Αν βεβαίως οι πολιτικές δυνάμεις που συνυπογράφουν ένα τέτοιο κείμενο συμφωνούν με τη μαρξική ερμηνεία της κρίσης, τότε έχει καλώς, αλλά αυτή η περίπτωση είναι σχεδόν αδύνατη. Όμως, ένα τέτοιο κείμενο θα έπρεπε τουλάχιστον να περιγράφει τις επιπτώσεις της καπιταλιστικής κρίσης και να διαπιστώνει ότι η υπέρβασή της επιχειρείται εις βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Τέτοια διαπίστωση στο κείμενο δεν υπάρχει.

Στη συνέχεια του κειμένου υπάρχει μια εκτενής αναφορά στα περιβαλλοντικά προβλήματα του πλανήτη. Η σχετική ανάλυση καταλαμβάνει τη μεγαλύτερη έκταση του Μανιφέστου. Οπωσδήποτε τα περιβαλλοντικά προβλήματα δεν είναι αμελητέα. Το φαινόμενο του θερμοκηπίου, η τρύπα του όζοντος, η μόλυνση των θαλασσών, τα γενετικά τροποποιημένα φυτά, τα δάση που αποψιλώνονται, οι μολυσμένες πόλεις, θα έπρεπε να βρίσκονταν ψηλά στην πολιτική ατζέντα της αριστεράς αλλά δυστυχώς έχουν υποτιμηθεί. Όμως, απαιτούνται ορισμένες διευκρινίσεις: 

α) Δεν μπορείς να μιλάς γενικά για προβλήματα οικολογικά χωρίς να κατονομάζεις τον υπεύθυνο και ο υπεύθυνος δεν είναι άλλος από τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής που έχει ως θεό του το κέρδος αδιαφορώντας για τις συνέπειες στο περιβάλλον και τις ζωές των ανθρώπων.

β) Αν γενικά καταγγέλλεις τον καταναλωτισμό κινδυνεύεις να υποπέσεις σε μια χίπικη αντίληψη που πρεσβεύει μια μικροαστική, ουτοπική και ελευθεριακή θεώρηση των πραγμάτων. Ας γίνουμε πιο συγκεκριμένοι: το πρόβλημα του καταναλωτισμού και της υπερβολής δεν είναι πρόβλημα που χαρακτηρίζει όλες τις κοινωνικές τάξεις. Η σπατάλη, η προκλητική επίδειξη πλούτου, τα τεράστια χρηματικά ποσά που ξοδεύονται για πολυτελή σπίτια και αυτοκίνητα, η κακόγουστη και χυδαία διασκέδαση με σαμπάνιες χιλιάδων ευρώ που χύνονται στη θάλασσα, δε χαρακτηρίζει τους άνεργους, την εργατική τάξη και τμήματα των μεσαίων στρωμάτων. Αντιθέτως, είναι σύμφυτα με την αστική τάξη. Αν αυτές οι διαπιστώσεις απουσιάζουν, τότε καταλήγεις σε γενικές ηθικολογικές εκκλήσεις για την προστασία του πλανήτη και καθιστάς το σύνολο του πληθυσμού υπεύθυνο για την οικολογική καταστροφή.

γ) Επιπλέον, μπορείς πολύ εύκολα να καταλήξεις σε μια άποψη απολύτως βολική για την ολιγαρχία: η μείωση των μισθών και η κάθοδος του βιοτικού επιπέδου των λαϊκών στρωμάτων, μπορεί να είναι και προοδευτικό φαινόμενο, αφού συμβάλλει στη μείωση της κατανάλωσης και άρα στην προστασία του πλανήτη. Την παραπάνω άποψη δεν την υποθέτουμε, αφού έχει ακουστεί και γραφτεί ουκ ολίγες φορές σε διάφορα ΜΜΕ.

δ) Αν πάλι δεν τίθεται το ζήτημα από τους συντάκτες του κειμένου με αυτό τον τρόπο που το θέσαμε, αλλά αναφέρονται στις μορφές ενέργειας που επιβαρύνουν το περιβάλλον, στη μη ανακύκλωση των σκουπιδιών, στην έλλειψη βιολογικών καθαρισμών κ.λπ. τότε το πρόβλημα παραμένει: δε φταίει γενικά ο κόσμος αλλά το κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που υποστηρίζεται και αναπαράγεται από τις κυρίαρχες τάξεις. Αυτή ή θα ειπωθεί με καθαρότητα ή θα μιλάς γενικά για τον άνθρωπου που καταστρέφει τη φύση. 


Ποια είναι, όμως, η πολιτική πρόταση του Μανιφέστου; Οι συντάκτες του τοποθετούνται με τον εξής τρόπο: «Ωστόσο, είναι αποφασιστικής σημασίας να συνειδητοποιήσουν τα εναλλακτικά σχέδια τις συνέπειες που έχουν τα όρια της μεγέθυνσης και να επεξεργαστούν πολύ πιο τολμηρές εναλλακτικές προτάσεις. Η καθεστωτική και η οικονομική κρίση θα μπορέσουν να ξεπεραστούν μόνο αν ξεπεραστεί ταυτόχρονα και η οικολογική κρίση. Με αυτή την έννοια, δεν αρκούν οι πολιτικές που γυρνάνε πίσω στις συνταγές του κεϋνσιανού καπιταλισμού. Αυτές οι πολιτικές μας οδήγησαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, σε ένα επεκτατικό κύκλο που μας έφερε στο κατώφλι των ορίων του πλανήτη. Ένας νέος επεκτατικός κύκλος είναι ανέφικτος: Δεν υπάρχουν η υλική βάση, ούτε ο οικολογικός χώρος και οι φυσικοί πόροι που θα μπορούσαν να τον στηρίξουν».

Η παραπάνω διαπίστωση είναι αρκούντως προβληματική και αυτό για τους παρακάτω λόγους:

Πρώτο, δε διευκρινίζεται σε όλο το κείμενο με μια έστω σχετική σαφήνεια ποιο είναι το εναλλακτικό σχέδιο.
Δεύτερο, για ποιο λόγο η καθεστωτική και οικονομική κρίση θα ξεπεραστεί με ταυτόχρονη λύση του οικολογικού προβλήματος; Είναι διαφορετικό να πει κάποιος «μάχομαι σε όλα τα επίπεδα» και άλλο να θέτει ως προϋπόθεση υπέρβασης της πολιτικοοικονομικής κρίσης, την ταυτόχρονη υπέρβαση και της οικολογικής.
Τρίτο, σωστά διαπιστώνεται πως η λύση δε βρίσκεται σε μια επιστροφή στο κεϋνσιανό μοντέλο. Όμως, η κριτική που ασκείται στο κεϋνσιανό μοντέλο διαχείρισης είναι λανθασμένη. Το ζήτημα δεν είναι πως ο κεϋνσιανισμός έφτασε τον πλανήτη στα όριά του, αλλά το ότι ήταν ένας καπιταλιστικός τρόπος διαχείρισης που κάποια στιγμή έφτασε στα όριά του με την κρίση της δεκαετίας του ‘70.

Στο κείμενο υπάρχει μια διαπίστωση με βάση την οποία « […] αυτός ο Μεγάλος Μετασχηματισμός (σ.σ. που απαιτείται) αντιμετωπίζει δυο τιτάνια εμπόδια: Την αδράνεια του καπιταλιστικού τρόπου ζωής και τα συμφέροντα των προνομιούχων ομάδων. Για να αποφύγουμε το χάος και τη βαρβαρότητα προς τις οποίες σήμερα κατευθυνόμαστε, έχουμε ανάγκη από μια βαθειά πολιτική ρήξη με την παρούσα ηγεμονία, και από μια οικονομία που έχει ως σκοπό την ικανοποίηση των κοινωνικών αναγκών μέσα στα όρια που επιβάλει η βιόσφαιρα, και όχι η αύξηση του ιδιωτικού κέρδους».

Η διαπίστωση αυτή θα μπορούσε να είναι θετική, αλλά δεν είναι τέτοια, αφού δε διευκρινίζεται ο δρόμος που θα φτάσουμε στο μετασχηματισμό. Δεν εννοούμε πως θα έπρεπε να αναφέρεται η κοινωνική επανάσταση ως η λύση. Αν προϋπόθεση σχηματισμού ενός Μετώπου είναι η αποδοχή της κοινωνικής επανάστασης από όλες τις δυνάμεις που το απαρτίζουν, τότε το Μέτωπο ή θα ήταν κομμουνιστικό (άρα επί της ουσίας θα ήταν Μέτωπο στα χαρτιά) ή απλώς δε θα υπήρχε. Ωστόσο απαιτείται ένα μίνιμουμ πρόγραμμα συμφωνίας με συγκεκριμένους άξονες. Με την παραπάνω σκέψη μας εννοούμε κάτι άλλο. 

Στη χώρα μας έχει διαμορφωθεί ένα πακέτο προτάσεων από διάφορες δυνάμεις της αριστεράς ως άμεση πολιτική και οικονομική απάντηση στην κρίση: κατάργηση των δανειακών συμβάσεων και των μνημονίων, εθνικοποίηση βασικών μέσων παραγωγής, έλεγχος κίνησης κεφαλαίων, διεκδίκηση των γερμανικών επανορθώσεων, έξοδος από την ΕΕ και το ΝΑΤΟ κ.λπ. Όλα αυτά δε θα καθιστούσαν τη χώρα σοσιαλιστική, αλλά υπό προϋποθέσεις θα μπορούσαν να συσπειρώσουν ευρύτερες κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις, να ριζοσπαστικοποιήσουν πλατιά στρώματα των εργαζομένων και τελικά να ανοίξουν το δρόμο προκειμένου να φτάσουμε στον τελικό προορισμό. Στοιχεία ενός τέτοιου ριζοσπαστικού προγράμματος δεν υπάρχουν ούτε κατά διάνοια στο κείμενο στο οποίο αναφερόμαστε.

Και δυο λόγια για το Podemos για το οποίο έχει γίνει πολύ κουβέντα. Όπως είπαμε εισαγωγικά είναι ένας εκ των φορέων που υπέγραψαν το κείμενο. Το κόμμα αυτό εμφανίστηκε στην ισπανική πολιτική σκηνή τρεις μήνες πριν τη διεξαγωγή των τελευταίων ευρωεκλογών και κατόρθωσε να αποσπάσει το 8% του εκλογικού σώματος. Οι ιδρυτές του αυτοχαρακτηρίζονται ως αριστεροί και θεωρούν ότι είναι η συνέχεια του κινήματος των πλατειών. 

Είναι θετικό να γεννιέται κάτι αυθόρμητα και να έχει ριζοσπαστικά χαρακτηριστικά, έστω και θολά. Αν υπάρχει επαναστατικός φορέας οφείλει να το προσεγγίσει και να μην το χαρίσει στο άλλο στρατόπεδο. Οφείλει να επιδιώξει συμμαχίες μαζί του. Όπως οφείλει και να του ασκήσει κριτική όποτε χρειάζεται. Το Podemos συγκροτήθηκε από διανοούμενους και πανεπιστημιακούς. Ασφαλώς και δεν είναι πρόβλημα να υπάρχουν τέτοιοι άνθρωποι. Ίσα ίσα η πολυπλοκότητα της εποχής μας απαιτεί επιστημονικές αναλύσεις κι όχι συνθήματα και ταμπέλες. 

Το ερώτημα είναι αν ένα τέτοιο κόμμα συνδέεται στοιχειωδώς και με την εργατική τάξη. Ελλείψει στοιχείων δεν μπορούμε να διατυπώσουμε μια σχετική κρίση, απλώς θέτουμε τον προβληματισμό. Από όσο μπορέσαμε να ενημερωθούμε ψάχνοντας στο διαδίκτυο οι ηγέτες του Podemos εμπνέονται από θεωρητικούς όπως ο Νέγκρι. Οι θεωρητικές κατασκευές του Νέγκρι είναι ένα μείγμα ελευθεριακών και σοσιαλδημοκρατικών απόψεων, πολύ μακριά από το Μαρξισμό. Όλα αυτά δεν αποτελούν απαραίτητα εμπόδια για συντονισμούς και κοινούς αγώνες. Τα αναφέρουμε, όμως, γιατί δε συμφωνούμε με τις αποθεωτικές κρίσεις που εμφανίστηκαν στον ελληνικό Τύπο για το εν λόγω κόμμα.

Δεν υπάρχουν σχόλια :