Της Μαρίας Γραμμένου
Η κυβέρνηση βρίσκεται ακόμη στη θέση της, ο ΣΥΡΙΖΑ παρά το γεγονός ότι έχει αναδειχτεί πλέον στο κυρίαρχο κόμμα που κινεί τα νήματα της πολιτικής σκηνής, δεν κατάφερε να συσπειρώσει το επιδιωκόμενο μέρος του εκλογικού σώματος και το ίδιο (ή σε χειρότερο βαθμό) συνέβη και με ριζοσπαστικότερα μέρη της αριστεράς. Παρόλα αυτά δεν πραγματοποιούμε αυτήν την ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων για να εκφράσουμε μία ακραία πεσιμιστική θέση.
Τα δύο στοιχεία που αντλούμε από τα δεδομένα των ευρωεκλογών και τα οποία θεωρούμε αναγκαίο να συζητηθούν είναι, πρώτον, αυτό του μεγάλου και ολοένα αυξανόμενου ποσοστού της αποχής από την εκλογική διαδικασία και, κυριότερα, ο αυξανόμενος και πλέον σταθερός στην πολιτική σκηνή ρόλος των ακροδεξιών κομμάτων.[1] Θα υποστηρίξουμε την θέαση αυτών των δύο χαρακτηριστικών ως ένα μέρος της διαδικασίας αυταρχικοποίησης του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. [2]
Κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια, ανάλογα με την χώρα και το είδος των εκλογών, ο «κυρίαρχος λαός» εγκαλείται στις κάλπες προκειμένου να νομιμοποιήσει ένα καθεστώς που εξ αρχής μπορεί να ειδωθεί ως κατ’ επίφαση μόνο δημοκρατικό. Και αυτό οφείλεται στη φύση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος στο οποίο στηρίζεται για χρόνια τώρα ο δυτικός καπιταλισμός. Το σύστημα αυτό διαπνέεται από την πεποίθηση της έκφρασης της γενικής βούλησης του λαού μέσα από τις εκλογές. Αυτή, έπειτα, πραγματώνεται από τους αντιπροσώπους του στην Βουλή. Πέρα από τα προβλήματα αυτού του συστήματος και την αδυναμία έκφρασης της γενικής βούλησης μέσα από μία τέτοια πλειοψηφία, ο αστικός κοινοβουλευτισμός καταφέρνει με αυτόν τον τρόπο να εξισώσει τα συμφέροντα και τις διαφορές που το ίδιο το οικονομικό του σύστημα έχει γεννήσει και να καταλήξει σε μία συναίνεση δια του αποκλεισμού.[3]
Καθώς αναφερόμαστε στις επιπτώσεις του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος αξίζει να αναφερθούμε σε μία μετατόπιση που μπορεί αν προκαλέσει σύγχυση. Αρχικά το δίπολο αριστερά – δεξιά είχε ένα σαφές νόημα.
Πηγή: Κοίτα τον Ουρανό
Οι φετινές ευρωεκλογές παρότι συντελέστηκαν μόλις δύο χρόνια μετά τις εθνικές εκλογές, απέκτησαν σε μεγάλο βαθμό, ή με μία πιο προσεγμένη διατύπωση, δόθηκε η προσπάθεια να αποκτήσουν, χαρακτήρα εθνικών εκλογών, ώστε να κλονίσουν την δεδηλωμένη της κυβέρνησης. Κάτι τέτοιο δεν συνέβη.
Η κυβέρνηση βρίσκεται ακόμη στη θέση της, ο ΣΥΡΙΖΑ παρά το γεγονός ότι έχει αναδειχτεί πλέον στο κυρίαρχο κόμμα που κινεί τα νήματα της πολιτικής σκηνής, δεν κατάφερε να συσπειρώσει το επιδιωκόμενο μέρος του εκλογικού σώματος και το ίδιο (ή σε χειρότερο βαθμό) συνέβη και με ριζοσπαστικότερα μέρη της αριστεράς. Παρόλα αυτά δεν πραγματοποιούμε αυτήν την ανάγνωση των εκλογικών αποτελεσμάτων για να εκφράσουμε μία ακραία πεσιμιστική θέση.
Τα δύο στοιχεία που αντλούμε από τα δεδομένα των ευρωεκλογών και τα οποία θεωρούμε αναγκαίο να συζητηθούν είναι, πρώτον, αυτό του μεγάλου και ολοένα αυξανόμενου ποσοστού της αποχής από την εκλογική διαδικασία και, κυριότερα, ο αυξανόμενος και πλέον σταθερός στην πολιτική σκηνή ρόλος των ακροδεξιών κομμάτων.[1] Θα υποστηρίξουμε την θέαση αυτών των δύο χαρακτηριστικών ως ένα μέρος της διαδικασίας αυταρχικοποίησης του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος. [2]
Κάθε τέσσερα με πέντε χρόνια, ανάλογα με την χώρα και το είδος των εκλογών, ο «κυρίαρχος λαός» εγκαλείται στις κάλπες προκειμένου να νομιμοποιήσει ένα καθεστώς που εξ αρχής μπορεί να ειδωθεί ως κατ’ επίφαση μόνο δημοκρατικό. Και αυτό οφείλεται στη φύση του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος στο οποίο στηρίζεται για χρόνια τώρα ο δυτικός καπιταλισμός. Το σύστημα αυτό διαπνέεται από την πεποίθηση της έκφρασης της γενικής βούλησης του λαού μέσα από τις εκλογές. Αυτή, έπειτα, πραγματώνεται από τους αντιπροσώπους του στην Βουλή. Πέρα από τα προβλήματα αυτού του συστήματος και την αδυναμία έκφρασης της γενικής βούλησης μέσα από μία τέτοια πλειοψηφία, ο αστικός κοινοβουλευτισμός καταφέρνει με αυτόν τον τρόπο να εξισώσει τα συμφέροντα και τις διαφορές που το ίδιο το οικονομικό του σύστημα έχει γεννήσει και να καταλήξει σε μία συναίνεση δια του αποκλεισμού.[3]
Καθώς αναφερόμαστε στις επιπτώσεις του αστικού κοινοβουλευτικού συστήματος αξίζει να αναφερθούμε σε μία μετατόπιση που μπορεί αν προκαλέσει σύγχυση. Αρχικά το δίπολο αριστερά – δεξιά είχε ένα σαφές νόημα.
Οι συντηρητικοί – δεξιοί ήταν ενάντιοι σε κάθε εξέλιξη των κανόνων, καθώς κάθε παρέμβαση σε αυτούς θα αποτελούσε ύβρη βασιζόμενοι σε μία απαισιόδοξη οπτική της ανθρώπινης φύσης σύμφωνα με την οποία οι ηθικές δυνατότητες του ανθρώπου είναι περιορισμένες. Παράλληλα, και αυτό στο οποίο θα θέλαμε να δώσουμε περισσότερη προσοχή είναι ότι υποστήριζαν την ιεραρχία ως μοναδική εγγύηση της κοινωνικής ευταξίας και συνεπώς, η πλειοψηφία του λαού δεν έχει, δεν θα έχει και ούτε θα έπρεπε να έχει την απαραίτητη κρίση για να αποφασίζει επί των πολιτικών ζητημάτων. Οι φιλελεύθεροι που ανήκαν στην αριστερά, καθόσον μιλάμε για τις απαρχές του αστικού κοινοβουλευτισμού, θεωρούσαν τις μεταβολές όχι μόνο φυσιολογικές, αλλά και αναπόφευκτες. Τάσσονταν υπέρ της ιεραρχικής δομής, η οποία θεωρούνταν κάτι το φυσικό ή εγγενές στην ανθρώπινη φύση και απλώς αντιτάσσονταν στις κληρονομικές ιεραρχίες. Εκείνοι που μπορούν να έχουν το δικαίωμα απόφασης είναι μορφωμένοι, οι ειδικοί.
Η σημερινή κρίση του διπόλου αριστερά – δεξιά δεν είναι σε καμία περίπτωση κρίση ιδεολογίας. Είναι απλώς το αποτέλεσμα της κρίσης ενός πολιτικού μοντέλου που προσιδιάζει σε καιρούς ομαλότητας, οικονομικής ευημερίας και κοινωνικής ειρήνης. Στην παρούσα ιστορική συγκυρία, όπου το σύστημα αντιμετωπίζει μία ακόμη οικονομική κρίση, δομική αυτήν την φορά, τείνει να την ξεπεράσει με μία αυταρχική στροφή. Η αυταρχικοποίηση, που υποστηρίζει ο νεοφιλελευθερισμός, ο οποίος βρίσκεται πλέον προς τα δεξιά, παίρνει τον χαρακτήρα θετικού σημαίνοντος με εκφράσεις όπως η ανάπτυξη.
Ενώ, η αριστερά έχει περιοριστεί στην προστασία «των κεκτημένων του παρελθόντος», όπως συχνά χαρακτηρίζει. Αυτό το γεγονός φαίνεται να έχει αντιστρέψει τα δίπολα αριστερά – δεξιά και προοδευτικότητα – συντηρητισμός. Η ίδια η απάντηση των φιλελεύθερων κυβερνήσεων στην κρίση (κυβερνήσεις τεχνοκρατών και φασισμός) μάλλον μπορούν έμπρακτα να αποδείξουν (με την βοήθεια των ιστορικών δεδομένων που παραθέσαμε προηγουμένως) ότι δεν αποτελούν ασυνέχεια στην φιλελεύθερη ιδεολογία.
Πρόκειται για αυτό που ο Slavoj Žižek αποκαλεί «καπιταλισμός χωρίς δημοκρατία» ή «καπιταλισμός με ασιατικό πρόσωπο». «Δεν υπάρχει ένα ενιαίο μοντέλο, αλλά πολλά διαφορετικά. Ο άμεσος αυταρχισμός των λεγόμενων ουδέτερων τεχνοκρατών είναι ένα από αυτά τα μοντέλα, όλα τα μοντέλα όμως οδηγούν άμεσα ή έμμεσα στην ακύρωση της δημοκρατίας. Η ιδέα είναι ότι σας αφήνουμε να παίζετε με την δημοκρατία μόνο υπό όρους. Όταν τα πράγματα σοβαρεύουν, η εξουσία περνάει στους ειδικούς, δεν έχουμε καιρό να παίζουμε τα παιχνίδια σας. Στον δικό μας καπιταλισμό, ας τον ονομάσουμε μετα-δημοκρατικό, ο αυταρχισμός, τουλάχιστον στην επιφάνεια δεν θα είναι τόσο αυταρχικός όσο στην Σιγκαπούρη ή την Κίνα.» [4]
Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να πούμε ότι μία μορφή που παίρνει η μεταμόρφωση του καπιταλιστικού κοσμοσυστήματος όσον αφορά στο πολιτικό του σκέλος, τον αστικό κοινοβουλευτισμό, συμπυκνώνεται στην αυξανόμενη τάση αποκλεισμού από την δυνατότητα λήψης πολιτικών αποφάσεων. Το συγκεκριμένο παιχνίδι συμπερίληψης και αποκλεισμού από τα πολιτικά δικαιώματα αποτελεί βασικό συστατικό του αστικού κοινοβουλευτισμού ήδη από τις καταβολές του (αν επανεξετάσουμε τα ιστορικά δεδομένα που παρατέθηκαν παραπάνω). Οι προεκλογικές υποσχέσεις του παρελθόντος μετατρέπονται σε εκβιασμούς και καταστολή, ενώ οποιαδήποτε αναφορά στα συναισθήματα ή στον λαό ως σημαίνον κατακρίνεται με την κατηγορία ως λαϊκιστικού. Και σε αυτό το σημείο κρίνουμε σκόπιμο να αναδείξουμε την σημασία του λαϊκισμού για το καταρρέον αστικό κοινοβουλευτικό σύστημα.
Ο λαϊκισμός μπορεί να γίνει να εννοιολογικό εργαλείο για την εξασφάλιση της συναίνεσης ή της κινητοποίησης. Τείνει να γίνεται εννοιολογικό εργαλείο αποπροσανατολισμού και αναπαραγωγής της νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας ιδιαίτερα σε τέτοιες περιόδους. Ιδιαίτερα στην Ελλάδα της κρίσης είναι ενδιαφέρον να εξετάσουμε τις συνέπειές του σε συνδυασμό με τη θεωρία των δύο άκρων. Με βάση την κυριαρχία της στον καθημερινό πολιτικό λόγο και την καταδίκη του λαϊκιστικού λόγου, αλλά και οποιουδήποτε λόγου με διαφορετικό περιεχόμενο, θεωρώντας εναλλακτικές προτάσεις λαϊκιστικές και αντισυνταγματικές, η κυβέρνηση στην Ελλάδα θέλησε να απενοχοποιήσει τις δικές της πολιτικές πρακτικές σαν νόμιμες και ακίνδυνες για τη δημοκρατία. Η ειρωνεία έφτασε μάλιστα σε τέτοιον βαθμό, ώστε συχνά η οικονομική κατάσταση της χώρας να αποδίδεται στο λαϊκισμό. Η αναφορά στο λαό και ο συγκινησιακός παράγοντας στον πολιτικό λόγο δεν θα έπρεπε να αποκλείονται από τον πολιτικό λόγο.
Αναρωτιόμαστε, συνεπώς, αν σηματοδοτεί κάτι αυτή η μεταστροφή στην προσέγγιση του ψηφοφόρου: με υποσχέσεις ή ψυχολογικούς εκβιασμούς και καταστολή.
Η αύξηση των ποσοστών αποχής από της εκλογές σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, θεωρείται σύμφωνη με όσα αναφέραμε ως τώρα. Κινδυνεύοντας να ταυτίσουμε την απολιτικοποιημένη στάση με την επιλογή αποχής από την εκλογική διαδικασία ως μορφή έκφρασης αντίθεσης προς τον αστικό κοινοβουλευτισμό, θα μπορούσαμε να εκθέσουμε την άποψη ότι η δεύτερη μορφή της αποχής δεν φαίνεται να έχει την απαραίτητη δυναμική ώστε να διαρθρωθεί γύρω από ένα συνειδητό αίτημα κατάργησης του συστήματος προς ένα ριζοσπαστικότερο καταλήγοντας να συγχέεται με την πρώτη, όσον αφορά στην παθητική της κατάληξη. Μπορεί κάτι να αλλάξει μέσα από τις εκλογές; Θα μπορούσαμε να απαντήσουμε αφήνοντας ένα κενό στην ενδεχομενικότητα, ναι, σε επίπεδο πολιτικής τακτικής χωρίς αυτό να σημαίνει ότι τις θεωρούμε απαραίτητο συστατικό στοιχείο του στρατηγικού μας στόχου. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα μπορέσουμε να αλλάξουμε τον κόσμο μέσα αυτές, όμως «η ουσία είναι ίσως τελικά να είσαι παρών σε όλες τις μάχες, είτε δίνονται σε μία κάλπη είτε στους δρόμους γιατί αν χάσεις έστω και μία κινδυνεύεις να χάσεις όλον τον πόλεμο» [5]
Εν συντομία, προσπαθήσαμε να δικαιολογήσουμε τα δύο, κεντρικότερα κατά τη γνώμη μας, δεδομένα των παρερχόμενων ευρωεκλογών, αυτό της ανόδου των ακροδεξιών κομμάτων και της αύξησης του ποσοστού της αποχής υπό το πρίσμα της αυταρχικοποίησης του αστικού κοινοβουλευτισμού και του καπιταλιστικού συστήματος εν γένει. Γιατί, όπως είχε αναφέρει και ο Alain Badiou, ο εχθρός δεν ονομάζεται σήμερα καπιταλισμός ή αυτοκρατορία, ονομάζεται δημοκρατία. [6]
Σημειώσεις:
[1] Η μαύρη ήπειρος, Lenin Reloaded
http://leninreloaded.blogspot.gr/2014/05/blog-post_5876.html
[2] Δεν θεωρούμε παρόλα αυτά την αυταρχικοποίηση του καπιταλισμού ως την μόνη δυνατή εξήγηση, ειδικά για τον δεύτερο παράγοντα. Στο συγκεκριμένο άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε αυτήν την πλευρά μόνο ως μέρος ενός ευρύτερου επιχειρήματος.
[3] Κάτω από αυτήν την οπτική μάλλον στεκόμαστε με σκεπτικισμό απέναντι στα επιχειρήματα για μεταδημοκρατία.
[4] Χατζηστεφάνου, Άρης, Η δικτατορία των τεχνοκρατών, Infowar http://info-war.gr/2012/04/h-%CE%B4%CE%B9%CE%BA%CF%84%CE%B1%CF%84%CE%BF%CF%81%CE%B9%CE%B1-%CF%84%CF%89%CE%BD-%CF%84%CE%B5%CF%87%CE%BD%CE%BF%CE%BA%CF%81%CE%B1%CF%84%CF%89%CE%BD/
[5] Χατζηστεφάνου, Άρης, Το τέλος του ΘΑ στις εκλογές, Infowar, http://info-war.gr/2012/05/%CF%84%CE%BF-%CF%84%CE%AD%CE%BB%CE%BF%CF%82-%CF%84%CE%BF%CF%85-%CE%B8%CE%B1-%CF%83%CF%84%CE%B9%CF%82-%CE%B5%CE%BA%CE%BB%CE%BF%CE%B3%CE%AD%CF%82/
[6] Θεωρούμε άξιο να διευκρινιστεί ότι σε καμία περίπτωση δεν ταυτίζουμε τον ολοκληρωτισμό με την αστική δημοκρατία, ούτε θεωρούμε ότι ο Alain Badiou στρεφόταν ενάντια στα κεκτημένα της αστικής δημοκρατίας, ο τρόπος με τον οποίο είναι προσφορότερο να ερμηνεύσουμε την ρήση του είναι ως προτροπή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου