Του Νικόλα Γανιάρη
"... Η κατασκευασμένη φιγούρα του μετανάστη-εγκληματία μας πληροφορεί ποιοι χωράνε σε αυτή την κοινωνία και ποιοι όχι, ποιοι έχουν αναλάβει την προστασία αυτής της κοινωνίας και ποιους πρέπει να απωθήσουν..."
Το 2006, μία μαθήτρια από τη Βουλγαρία καταγγέλλει το βιασμό της από τέσσερις συμμαθητές της στην Αμάρυνθο. Τα ΜΜΕ από την πρώτη στιγμή παίρνουν το μέρος των θυτών, κατηγορώντας μάλιστα και το θύμα ότι το ίδιο προκάλεσε το βιασμό του. Η εθνικότητα του θύματος, αλλά και η καταγωγή (εθνική και ταξική) των θυτών, υπαγορεύει στα κυρίαρχα μέσα την υπεράσπιση των ελληνοπαίδων παρά τα αδιάσειστα στοιχεία που φαίνεται να υπάρχουν εναντίον τους. Εξάλλου, οι βιαστές είναι γόνοι των καλύτερων οικογενειών της Αμαρύνθου.
Στις 22 Ιουλίου του 2012, μία 15χρονη γίνεται θύμα βάναυσης επίθεσης και βιασμού που έχει ως αποτέλεσμα τη μεταφορά της στην εντατική. Η σκληρότητα και η φύση της επίθεσης, το νεαρό της ηλικίας του θύματος, η περιορισμένη σχέση που μπορεί να έχει μια μικρή κοινωνία όπως αυτή της Πάρου με το εγκληματικό φαινόμενο, αλλά κυρίως η πιθανότητα ο δράστης να είναι μετανάστης αποτέλεσαν μερικούς μόνο από τους παράγοντες που έδωσαν πανελλαδικό ενδιαφέρον στην είδηση. Ο δεύτερος αυτός βιασμός, όμως, θα αντιμετωπιστεί πολύ διαφορετικά από τα μέσα ενημέρωσης.
Δεν έχει περάσει ούτε μία μέρα από τότε, χωρίς η ελληνική δημοσιογραφία να μην μας παράσχει νέες, ολοένα και πιο σκληρές πληροφορίες για την επίθεση αυτή. Μπροστά στους δέκτες, αλλά και στις εφημερίδες, από τις 22 Ιουλίου έχει οργανωθεί μια περίεργη αφήγηση - συνδυασμός εγκληματολογικής ορολογίας, πρωτοφανούς ωμότητας και χυδαίου ρατσισμού. Το μέρος που έγινε η επίθεση, η διάρκειά της, τα ακριβή τραύματα, πόση ώρα το θύμα διατήρησε τις αισθήσεις του, τα χτυπήματα στα βράχια, συνδυάζονται με πιθανολογήσεις ως προς το ποσοστό των βιασμών που γίνονται από μετανάστες και την πιθανότητα γονιδιακής τους προδιάθεσης, ενώ η ίδια η 15χρονη παρουσιάζεται ως νεκρή («Η μικρή που δε θα ξαναδεί ηλιοβασίλεμα», όπως έγραφε ο Θέμος Αναστασιάδης).
Παίρνοντας «εκδίκηση» για την υπόθεση της Αμαρύνθου, τα μέσα αποφαίνονται οριστικά επί της υπόθεσης πριν λάβει χώρα οποιαδήποτε νομική διαδικασία, ενώ ολόκληρη η κοινωνία έχει αναγνωρίσει στο πρόσωπο ενός 21χρονου μετανάστη τον δράστη. Του έχει αποδώσει μάλιστα και τον γνωστό χαρακτηρισμό που αποδίδεται στους βιαστές: δράκος, ενώ ταυτόχρονα φαίνεται να απουσιάζει η μνήμη του τελευταίου διαβόητου δράκου της Ελλάδας (ο δράκος του Σέιχ Σου), ελληνικής καταγωγής, που εκτελέστηκε έπειτα από δίκη-παρωδία.
Με την προσαγωγή του πιθανού δράστη, ενός 21χρονου Πακιστανού, οι εγκληματολογικές αναλύσεις των δημοσιογράφων δεν σταματούν. Ο λόγος τώρα πια βασίζεται στην καταγωγή του δράστη, που φαίνεται να δικαιολογεί τα πάντα και να έχει από πριν διαγράψει την αλληλουχία των πράξεων που οδήγησαν στην επίθεση. Ένα έμφυλο έγκλημα ερμηνεύεται με βάση το στοιχείο της αλλοδαπότητας.
Η βία του άντρα απέναντι στη γυναίκα μετατρέπεται σε βία των μεταναστών απέναντι σε μία ολόκληρη κοινωνία, που μάλιστα φαίνεται να υιοθετεί γυναικεία χαρακτηριστικά: Η απροστάτευτη Ελλάδα απέναντι στον μολυσματικό ξένο εχθρό, η ελληνική οικογένεια που απειλείται από την βία των παράνομων εισβολέων. Με τον τρόπο αυτό, η ελληνική δημοσιογραφία φτιάνει την εικόνα του παραβάτη στην Ελλάδα του 2012. Βασικό στοιχείο του εγκληματικού αυτού προτύπου (που βέβαια χτίζεται εδώ και χρόνια από το ελληνικό κράτος) είναι η εθνικότητα.
Η διαφορετική από την ελληνική καταγωγή συνιστά επιβαρυντικά στοιχείο, «προνομιακό» για την πλήρωση των υποστάσεων των εγκλημάτων, σε τέτοιο βαθμό μάλιστα που η δίκη να καθίσταται περιττή διαδικασία. Πριν από την υποψία οποιασδήποτε αξιόποινης πράξης έχει τελεστεί μία άλλη, τόσο σημαντική, που να δικαιολογεί την μελλοντική καταδίκη: η κατοχή διαφορετικής ιθαγένειας.
Το πρότυπο του εγκληματία-μετανάστη που οικοδομείται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα δεν είναι άσκηση για την αλλαγή της ατζέντας (όπως λαθεμένα πιστεύει ακόμα η αριστερά) και έχει προ πολλού ξεφύγει από τα πλαίσια ενός μικροπολιτικού παιχνιδιού εντυπώσεων. Η συγκρότηση αυτού του εγκληματικού υποκειμένου, σε συνδυασμό με την γνωστή ρητορεία των τελευταίων τριών χρόνων για τις ρίζες της ελληνικής κρίσης (που εστιάζονται στους αλλοδαπούς μικροπωλητές του κέντρου) δικαιολογεί την προσαγωγή 6.690 μεταναστών, τη σύλληψη 1.555, τη διαρκή παρουσία χιλιάδων αστυνομικών στο κέντρο της Αθήνας, τη στρατιωτική επιχείρηση από ΜΑΤ και ΟΠΚΕ στο Σταθμό Λαρίσης.
Πάνω στο πρότυπο του αλλοδαπού εγκληματία, των a priori επικίνδυνων αυτών ομάδων εξαθλιωμένων, μπορεί να στηριχθεί η διαμόρφωση ενός πιο αυταρχικού κράτους, η ραγδαία αύξηση της καταστολής ενάντια σε όσους θα αντιδράσουν στη νεοφιλελεύθερη επίθεση, να χτιστεί μία κοινωνία τάξης και ασφάλειας. Η συγκρότηση του μετανάστη-εγκληματία δεν είναι πια ψηφοθηρικό παιχνίδι, αλλά στρατηγική επιλογή.
Οι ομάδες όμως που απειλούν τη συνοχή αυτής της κοινωνίας διαρκώς διευρύνονται. Ξεκινώντας από τους μετανάστες, ο εσωτερικός εχθρός ολοένα και μεγαλώνει, ώστε να χωρά τους τοξικοεξαρτημένους, τις εκδιδόμενες γυναίκες και τους αστέγους. Την ίδια στιγμή, οι κρατικοί μηχανισμοί παρουσιάζονται αδύναμοι να τα βάλουν με τις πολλαπλές αυτές εστίες ανομίας στην κοινωνία.
Είναι ανάγκη, επομένως, να επιστρατευθεί ένας βοηθός και αυτή τη φορά να μη λειτουργεί πια στο παρασκήνιο (όπως στην εξέγερση του Δεκέμβρη), αλλά να είναι ξεκάθαρα κομμάτι της τιμωρίας. Ο βοηθός αυτός δε μπορεί να είναι άλλος από τα μέλη τη Χρυσής Αυγής. Η τελευταία δε, ανταποκρίθηκε στο ρόλο με την πρώτη ευκαιρία: περιμένοντας να λιντσάρει τον 21χρονο Πακιστανό πριν μπει στο πλοίο, αναλαμβάνοντας την εκκαθάριση του Αιτωλικού από τους Ρομά, αλλά και θέτοντας τα μέλη της σε διαθεσιμότητα και επίσημα πια για την υπεράσπιση του κέντρου της Αθήνας. Το πρότυπο του παραβατικού μετανάστη, λοιπόν, δε διαμορφώνει στη συνείδηση της κοινωνίας μόνο τον εχθρό-εγκληματία, αλλά και τον βοηθό-υπερασπιστή. Ο τελευταίος δεν είναι πια μόνο οι κρατικοί μηχανισμοί (η οργανωμένη έννομη τάξη, που θα έλεγαν κάποιοι), αλλά και τα μέλη της Χρυσής Αυγής.
Η κατασκευασμένη φιγούρα του μετανάστη-εγκληματία μας πληροφορεί ποιοι χωράνε σε αυτή την κοινωνία και ποιοι όχι, ποιοι έχουν αναλάβει την προστασία αυτής της κοινωνίας και ποιους πρέπει να απωθήσουν. Κι αν οι μετανάστες, οι τοξικοεξαρτημένοι, οι εκδιδόμενες (και σε λίγο οι άνεργοι, οι φτωχοί και οι διαδηλωτές) θα θεωρούνται από πριν ύποπτοι, τα καλά παιδιά της Αμαρύνθου μπορούν να κοιμούνται ήσυχα. Έτσι κι αλλιώς, έχουν τον υπερασπιστή με το μέρος τους.
Πηγή: Red Notebook
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου