Γράφει ο Σφυροδρέπανος*
Ich bin ein Berliner, έλεγε κάποτε πονόψυχα ο Κένεντι μπροστά στο τείχος του Βερολίνου, κρατώντας με κόπο τα κροκοδείλια δάκρυά του γι’ «αυτήν την πόλη που στα δυο έχει σχιστεί».
Αν και η δική του υποκρισία δεν έπιανε μία μπρος στους σύγχρονους αστούς πολιτικούς και την άφατη στενοχώρια τους για τη διαίρεση «αυτής της κοινωνίας που σε τάξεις έχει σχιστεί». Πολιτικούς εθνικής εμβέλειας, που υπερβαίνουν τα στενά, ταξικά τείχη και γίνονται, ανάλογα με τις ανάγκες της περίστασης, ένας από εμάς, απλοί καθημερινοί άνθρωποι ή «Charlie» -για να μην ξεχνιόμαστε- και στο τσακίρ κέφι εργάτες και μεταλλωρύχοι από τις Σκουριές. Καλή ώρα σαν τον μπαρουτοκαπνισμένο προλετάριο της φωτογραφίας, που δούλευε, λέει, από τα 18 του. Κάθε βουλευτής που σέβεται την παράδοση του τόπου του, έχει να διηγηθεί για τον εαυτό του ένα παρόμοιο σαξές στόρι αυτοδημιούργητου, για να τονίζει πόσο λαϊκός και καπάτσος ταυτόχρονα είναι.
Τον φαντάζεσαι λοιπόν να φωνάζει μαζί με άλλους… «συναδέλφους» του «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» και πίσω του να έχει μουσική υπόκρουση το «πάγωσε η τσιμινιέρα» και το «μη βροντοχτυπάς τις χάντρες (η Βουλή κάνει τους άντρες, ρωτήστε και το Σαμαρά που είναι της αντρικής σχολής)». Να καταγγέλλει στις κάμερες την αντεργατική πολιτική της κυβέρνησης και την αυθαιρεσία των ΜΑΤ –που επέλεξαν πάντως, όλως τυχαίως, να χτυπήσουν την αντισυγκέντρωση. Να οργανώνει την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων και το ταξικό ραντεβού της Πρωτομαγιάς.
Ποιον; Αυτόν που τσίριζε για το εμπορικό κέντρο της Αθήνας, ότι μαραζώνει από τις συνεχείς διαδηλώσεις, και γι’ αυτό δεν μπορούν να σταυρώσουν πελάτη οι μαγαζάτορες. Αυτόν που είχε αλλεργία σε κάθε εργατική διεκδίκηση. Και τους φιλελέδες ομοίους του, που φρίττουν μόλις ακούνε το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» να απειλεί, έστω και φραστικά, τα δικά τους ιερά και όσια, το νόμο του κέρδους και της απαραβίαστης, καπιταλιστικής ιδιοκτησίας. Αυτόν που δεν ήταν ποτέ στους δρόμους, γιατί είχε πιάσει στασίδι στα κανάλια. Τα οποία βρήκαν, όλως τυχαίως και αυτά, μπόλικο χρόνο για την εκτενή κάλυψη του θέματος· όσο δεν είχαν αφιερώσει ποτέ για καμία απεργία ή πχ για τον αγώνα των ηρωικών χαλυβουργών –όπου και πάλι, έδιναν τον πρώτο και τελευταίο τηλεοπτικό λόγο στη γνωστή, υστερική απεργοσπάστρια.
Ποιος θα τολμήσει λοιπόν να αμφισβητήσει μετά από αυτά, τις ευαισθησίες τους και τα φιλεργατικά τους αισθήματα; Μπόμπολας και εργατιά, ενωμένοι, μια γροθιά. Γροθιά στο κατεστημένο και τα μεγάλα συμφέροντα που χτυπάνε το Σταύρο Θεοδωράκη –άσχετο, αλλά ο Ποτάμης κολλάει παντού.
Κι αν όλα αυτά δεν είναι παρά μια τρολιά της κακιάς ώρας, που κακώς της δίνουμε περισσότερη σημασία απ’ όση έχει –και μάλιστα όταν εμπλέκεται ένα από τα πλέον έμπειρα τρολ της ελληνικής βουλής, που τρέφεται από τέτοιες στιγμές, για να παραμένει στη δημοσιότητα; Μήπως πρέπει να τους πληρώσουμε και εμείς με το ίδιο νόμισμα; Πόλεμος στον πόλεμο και τρολάρισμα στις τρολιές των κυρίαρχων; Να γράφουμε πχ στο διαδίκτυο «Θέλω να ψωνίσω και με εμποδίζει ο διαδηλωτής Άδωνις. Διαδώστε». Να γκρινιάζουμε για το μποτιλιάρισμα που προκλήθηκε στο κέντρο της πρωτεύουσας από μια θορυβώδη μειοψηφία. Ή να (αν)αρχίσουμε τα οπαδικά-αναρχικά συνθήματα για «πτηνά με κράνη» που.. «τι να καταλάβουνε από λευτεριά;». Είναι κι αυτή μια κάποια λύσις…
Μακάρι βέβαια να ήταν τόσο απλό το πρόβλημα, που να συμπυκνωνόταν σε αυτό το σχετικά ακίνδυνο κομμάτι. Το βασικό πρόβλημα όμως, και το νέο, επικίνδυνο, ποιοτικό στοιχείο, που προκύπτει από την υπόθεση, είναι πως αντί να αγωνιστούν οι εργάτες να κάνουν νόμο το δικό τους δίκιο, παλεύουν κάτω από ξένες σημαίες. Και δεν εννοώ μόνο τη συνύπαρξή τους με το φαιδρό, κρανοφόρο, κεκράκτη τηλεπωλητή –που κι αυτή από μόνη της, θα έπρεπε να τους υποψιάσει και να τους προβληματίσει για το αν βαδίζουν στο σωστό δρόμο. Ούτε και τις ροζ αυταπάτες μιας άλλης μερίδας της τάξης μας για φιλολαϊκές ομελέτες, χωρίς να σπάσουν αυγά, ή για τον πραγματικό ρόλο του αστικού κράτους, που είναι σε κάθε περίπτωση, παντού και πάντα, εναντίον μας, όποια και αν είναι η μορφή διαχείρισής του.
Το πιο προβληματικό είναι πως βλέπουμε εργάτες με πλήρως αλλοτριωμένη συνείδηση, σε βαθμό που να ταυτίζουν τα δικά τους συμφέροντα με αυτά της εργοδότριας εταιρίας και να παλεύουν να τα προασπίσουν πάση θυσία. Ακόμα κι αν οι Σκουριές γίνουν τελικά κρανίου τόπος από τη… ζωοφόρο επένδυση, και μείνουν να χτυπάν τα κράνη τους στον τοίχο και τα ταξικά τείχη, που ποτέ δεν πέφτουν μόνα τους, σε αυτή την εκ-μεταλλευτική κοινωνία. Κι αν δεν ήταν τόσο τραγικό ως γεγονός, θα μπορούσε συνειρμικά να θυμίζει εκείνη την κωμική σκηνή από τον Αστερίξ (στις δάφνες του Καίσαρα), όπου προσπαθεί να πουληθεί σε ένα σκλαβοπάζαρο, για να βρει τρόπο να εισχωρήσει στο παλάτι. Και σε ένα σημείο λέει: δεν πάμε πουθενά! Κι αν χρειαστεί, θα παλέψουμε για τη σκλαβιά μας…
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου