Ο σχολιασμός μου για τις εκλογές στην Ελλάδα, με τίτλο "Ο ΣΥΡΙΖΑ πληρώνει την αμφισημία του", (διαβάστε εδώ) προκάλεσε έντονη συζήτηση στο διαδίκτυο.
Στην ενδιαφέρουσα συζήτηση συμμετείχαν και μέλη της ιταλικής αριστεράς.
Μεταφέρω παρακάτω μια συνέντευξη μου στον Τonino Bucci, στην οποία, μεταξύ άλλων, επαναλαμβάνω και αναπτύσσω τις απόψεις μου για τις ελληνικό εκλογές.
EMILIANO Brancaccio: " Η αριστερά χρειάζεται μια στρατηγική εξόδου από το ευρώ"
Του Tonino Bucci
Υποτίθεται ότι θα ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για το ευρώ. Αντί γιαυτό, οι ελληνικές εκλογές, πριν καν ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψήφων, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα,από την επομένη άρχισαν και πάλι οι επιθέσεις των κερδοσκόπων στα ισπανικά κρατικά ομόλογα. Ακόμη και το ότι στην Ελλάδα κέρδισε ένα κόμμα προγραμματικά υπέρ της λιτότητας, δεν κατάφερε να ηρεμήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Από όσα έγιναν θα πρέπει να βγάλουμε δύο συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι οι παράγοντες που προκαλούν την κρίσης του ευρώ δεν είναι τα κινήματα διαμαρτυρίας ή της ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η κρίση οφείλεται στην αστάθεια του συστήματος και στις εσωτερικές αντιφάσεις του υπάρχοντος νομισματικού συστήματος. Δεύτερον, η νίκη των πολιτικών δυνάμεων που επιθυμούν τη συνέχιση των προγραμμάτων λιτότητας, δεν βοηθά καθόλου στην επίλυση αυτής της κρίσης, η οποία μάλιστα αναπαράγεται στη ζώνη του ευρώ έχοντας μια δικιά της δυναμική. Από εδώ, μέχρι το σενάριο της πιθανής κατάρρευσης – ας πούμε, από δικούς του λόγους– του ενιαίου νομίσματος, η απόσταση είναι μικρή. Με άλλα λόγια, η πιθανότητα να καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα του νομίσματος από μόνο του μέσα σε λίγους μήνες είναι μια υπόθεση αληθοφανής.
Σε μια τέτοια περίπτωση τι θα συνέβαινε; Ποιες δυνάμεις και προς το συμφέρον τίνος θα διαχειριζόντουσαν ενδεχομένως την έξοδο από το ευρώ; Ο οικονομολόγος Εμιλιάνο Μπρανκάτσιο, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του μια θέση που ανακατεύει τα χαρτιά στο τραπέζι. "Αν το σκεφτούμε καλύτερα - γράφει ο οικονομολόγος - δεν είναι σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές λόγω του ριζοσπαστισμού του."
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει, σύμφωνα με τον Μπρανκάτσιο, οφειλόταν στην έλλειψη σαφούς επιλογής εξόδου από το ευρώ. Τι θα έκανε αυτό το κόμμα αν "η Γερμανία και οι ευρωπαϊκές αρχές αρνιόντουσαν να γίνει μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους "; Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, "απέφυγε να παραδεχθεί ότι, τότε, θα ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει την κρίση εγκαταλείποντας το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα και θα αμφισβητούσε, εάν χρειαζόταν, και την ενιαία αγορά κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Πολλοί Έλληνες ψηφοφόροι μπορεί να αντιλήφθησαν αυτή την αμφισημία".
Αν και τις εκλογές στην Ελλάδα, που θεωρήθηκε ότι είχαν τεράστια σημασία για το μέλλον της ευρωζώνης, τις κέρδισαν οι συντηρητικοί της Νέας Δημοκρατίας, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στα κρατικά ομόλογα, δεν σταμάτησαν. Είναι προφανές λοιπόν, ότι αυτό που κάνει το ευρώ να είναι επισφαλές, δεν είναι η ριζοσπαστική αριστερά ή τα κινήματα διαμαρτυρίας, αλλά μια εσωτερική συστημική αστάθεια. Ετσι δεν είναι;
Η ανάπτυξη των κινημάτων διαμαρτυρίας μπορεί να επιταχύνει την κρίση στη ζώνη του ευρώ, αλλά οι καθοριστικοί παράγοντες αυτής της κρίσης εξαρτώνται από τις συγκρούσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και τις εντάσεις που αυτά δημιουργούν στο χώρο της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Όπως η κα Μέρκελ μας έχει υπενθυμίσει πολλές φορές, η Ένωση οικοδομήθηκε πάνω σε βάσεις ανταγωνιστικές. Στις αρχές των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, δεν περιλαμβάνεται βέβαια η αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων.
Με τα χρόνια, αυτός ο ανταγωνισμός έχει οξυνθεί, και έχει προκαλέσει μια αυξανόμενη ανισορροπία στις εμπορικές συναλλαγές των ευρωπαϊκών χωρών.Η Γερμανία, ειδικότερα, έχει συσσωρεύσει εμπορικά πλεονάσματα προς το εξωτερικό, δηλαδή συστηματικά οι εξαγωγές της υπερβαίνουν τις εισαγωγές. Αντίθετα, η Ιταλία και άλλες περιφερειακές χώρες της ΕΕ έχουν συσσωρεύσει εμπορικά ελλείμματα, δηλαδή περισσότερες εισαγωγές απ’ ότι εξαγωγές.
Οι ανισορροπίες αυτές οδήγησαν στη συσσώρευση πιστώσεων προς το εξωτερικό από τη μεριά της Γερμανίας και την αύξηση, αντίστοιχα, του εξωτερικού χρέους των περιφερειακών χωρών της Ένωσης. Χρέος,που καλά θα κάνουμε να το θυμόμαστε αυτό, τόσο δημόσιο όσο και ιδιωτικό. Πριν από το 2008, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη που βασιζόταν στην αμερικανική χρηματοδότηση έκανε τις ανισορροπίες αυτές ανεκτές.
Αλλά από τότε που το σύστημα της παγκόσμιας συσσώρευσης υπό την καθοδήγηση της Wall Street αντιμετωπίζει κρίση, οι διαφορές στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης αποδείχθηκαν μη βιώσιμες. Και οι περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα δεν συνέβαλαν στην άμβλυνση των διαφορών, αλλά αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν πιο έντονες.
Γιατί οι περιοριστικές πολιτικές δεν λύνουν τις ανισορροπίες;
Ένας λόγος έχει να κάνει με τις συνέπειες αυτού που στην αργκό ορίζεται ως "αποπληθωρισμός χρέους". Οι χώρες της περιφέρειας καλούνται να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες τους και να αυξήσουν τους φόρους για να μειωθεί το δημόσιο χρέος τους.
Αλλά αυτή η πολιτική επιδείνωσε την οικονομική κρίση και συμπίεσε ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα. Οπότε, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η αποπληρωμή του χρέους, όχι μόνο του δημόσιου αλλά και των ιδιωτών.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά από τις χώρες της περιφέρειας να περικόψουν τους μισθούς ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα τους και να μειωθεί το εξωτερικό τους έλλειμμα. Αλλά έτσι μειώνεται ακόμη περισσότερο η αξία των εισοδημάτων και, γίνεται πιο δύσκολη η αποπληρωμή των δανείων. Επιπρόσθετα, η μείωση των μισθών δεν μπορεί να αυξήσει ούτε στο ελάχιστο, την ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών.
Ο λόγος είναι απλός: ακόμη και η πιο ισχυρή χώρα, όπως είναι η Γερμανία, ακολουθεί μια πολιτική συγκράτησης των μισθών ως προς την παραγωγικότητα. Μεταξύ 2000 και 2010, η αγοραστική δύναμη των μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα στην Ευρώπη, μειώθηκε κατά μέσο όρο, περίπου μισή εκατοστιαία μονάδα, ενώ στη Γερμανία μειώθηκε κατά τρεις περίπου μονάδες.
Τους τελευταίους μήνες, η διαφορά αυτή μειώθηκε μόνο κατά ένα μικρό ποσοστό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μηδενίστηκε. Αλλά αν η πιο ισχυρή χώρα, που έχει ήδη συσσωρεύσει πλεονάσματα και δάνεια προς ξένες χώρες, επιμείνει στην μείωση των μισθών, οι αδύναμες χώρες δεν θα μπορέσουν ποτέ να την ανταγωνιστούν με ένα αγώνα δρόμου περικοπής των μισθών. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που στην ευρωζώνηεξακολουθούν να υπάρχουν ανισορροπίες.
Μοιάζει με φαύλο κύκλο ...
Ναι, και για το λόγο ότι τροφοδοτεί τα στοιχήματα σχετικά με ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης. Οι κερδοσκόποι αναμένουν ότι κάποια στιγμή οι περιφερειακές χώρες θα αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους και ανταγωνιστικότητας με έξοδο τους από το ευρώ και συνακόλουθη υποτίμηση του νομίσματος και των τίτλων.
Η πρόβλεψη αυτή κάνει τις χρηματοπιστωτικές αγορές να απαιτούν υψηλότερα επιτόκια για λόγους προστασίας από τον κίνδυνο κατάρρευσης της αξίας των τίτλων των περιφερειακών χωρών. Η αύξηση, όμως, του χάσματος μεταξύ αύξησης των επιτοκίων και στασιμότητας των εισοδημάτων ή ακόμη και μείωσης, επιδεινώνει τη θέση των χωρών αυτών, κάτι που κάνει ακόμη πιο πιθανή την φυγή τους από το ενιαίο νόμισμα. Εν ολίγοις, ο μηχανισμός είναι εσωτερικά αντιφατικός.
Πολλοί μιλούν για επικείμενο κίνδυνο διάλυσης της ζώνης του ευρώ. Την εκτίμηση αυτή τη θεωρείται ρεαλιστική;
Ο Τζορτζ Σόρος θεωρείται ένας από τους αρχιτέκτονες της κερδοσκοπικής επίθεσης το καλοκαίρι του 1992,που έφερε τη διάλυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, τον πρόδρομο του ευρώ.
Ο Σόρος δήλωσε πρόσφατα ότι μας μένουν μόνο τρεις μήνες για να σώσουμε την ευρωζώνη. Δεν είναι ο μόνος που το σκέφτεται έτσι. Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Christine Lagarde, έκανε και αυτή, την ίδια προειδοποίηση.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν έχουν δίκιο ή όχι. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξετάσουμε μεταξύ των διαφόρων πιθανοτήτων μήπως αυτό το καλοκαίρι εκδηλωθεί ακριβώς ένα κύμα πωλήσεων στις αγορές τέτοιου μεγέθους που να τινάξει στον αέρα την Ένωση.
Πάντως, ακόμα κι αν η τελική επίθεση δεν συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως προβλέπουν Σόρος και ΔΝΤ, δε θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι οι ανισορροπίες που χαρακτηρίζουν τη ζώνη του ευρώ, αυξάνονται. Με το ρυθμό αυτό, αργά ή γρήγορα, η κατάρρευση της ζώνης του ευρώ προχωρά σχεδόν αμείλικτα.
Και αυτό τι σημαίνει, ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση να πρέπει να χαράξουμε μια στρατηγική εξόδου από το ευρώ όχι τόσο σαν πολιτική επιλογή, αλλά πιο πολύ για να αντιμετωπίσουμε αντικειμενικές καταστάσεις;
Ο ιστορικός υλισμός μας διδάσκει ότι δεν υπάρχει μια αντικειμενική διαδικασία με όρους απόλυτους, όπως και δεν υπάρχει μια πολιτική απόφαση, με όρους απόλυτους.
Κατ 'αρχήν θα μπορούσε, οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση να δεχθούν παθητικά τις συνέπειες της παραμονής της χώρας τους, έναντι του όποιου κόστους, στη ζώνη του ευρώ.
Δηλαδή, μπορεί να δεχθούν παθητικά οι χώρες τους να υφίστανται αυτό που ο Κρούγκμαν ονόμασε διαδικασία "Νοτιοποίησης".
Δηλαδή,την καταστροφή ολόκληρου του παραγωγικού ιστού, με πάρα πολλές επιχειρήσεις να χρεοκοπούν ή να εξαγοράζονται από ξένους φορείς,κι άλλη αύξηση της ανεργίας και μαζική μετανάστευση. Αφήστε, που αυτή η "Νοτιοποίηση" των περιφερειακών χωρών έχει ήδη δρομολογηθεί και είναι η άλλη όψη του μηχανισμού του γερμανικού ηγεμονισμού μέσω του οποίου η ΕΕ θα γίνει ένα είδος "Μεγάλης Γερμανίας".
Το ερώτημα είναι αν αυτή η διαδικασία θα μπορέσει να προχωρήσει χωρίς αντιστάσεις. Με δεδομένες τις εσωτερικές αντιφάσεις της, μου φαίνεται απίθανο μια δυναμική αυτού του τύπου να μπορεί να προχωρήσει χωρίς αναταραχές στην πολιτική τάξη.
Οι πολιτικές δυνάμεις που επικαλούνται την έξοδο από το ευρώ υπάρχουν ήδη σε πολλές χώρες, και η συναίνεση που συγκεντρώνουν αυξάνεται σημαντικά. Εκτός κι αν γίνουν βαθιές αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι κάποια στιγμή οι δυνάμεις κατά του ευρώ θα επικρατήσουν.
Το ερώτημα, λοιπόν που τίθεται είναι να επιλέξουμε μεταξύ δύο στρατηγικών: η μία είναι αυτή που στοχεύει στην παραμονή στο ενιαίο νόμισμα, επιδιώκοντας την αλλαγή των κανόνων της υπάρχουσας κατάστασης. Η άλλη, αντίθετα, στοχεύει στην έξοδο από το ευρώ και την ανάκτηση της κυριαρχίας με την επιστροφή της στο εθνικό νόμισμα. Ποια από τις δύο επιλέγετε;
Στο βιβλίο που έγραψα με τον Marco Passarella, Η λιτότητα είναι της δεξιάς. Και καταστρέφει την Ευρώπη, υποστηρίξαμε ότι στην πραγματικότητα οι δύο στρατηγικές, λογικά μεταξύ τους, είναι αλληλένδετες. Για να είναι αξιόπιστες, τα αιτήματα για μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών Συνθηκών θα πρέπει να συνοδεύονται από ρητή προειδοποίηση προς τη Γερμανία ότι χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη δομή της Ένωσης, όχι μόνο το ενιαίο νόμισμα βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά και ότι μπορεί επίσης να διαλυθεί η κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Οι ομάδες συμφερόντων που επικρατούν στη Γερμανία είναι πρόθυμες να κάνουν χωρίς το ευρώ, αλλά τους συμφέρειιδιαίτερα η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και εμπορευμάτων στην Ευρώπη. Εάν αυτή η ελεύθερη διακίνηση τεθεί ξεκάθαρα υπό αμφισβήτηση, τότε οι γερμανικές αρχές θα μπορούσαν να φανούν πιο διαλλακτικές σε μία ουσιαστική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε ο στόχος της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των δανείων που περιλαμβάνονται στο «Μνημόνιο» της Επιτροπής, αλλά αποκλειόταν η υπόθεση της εξόδου από το ευρώ. Σε πρόσφατο άρθρο σας αναφέρετε ότι η θέση αυτή εμπεριέχει ένα στοιχείο αμφισημίας. Γιατί;
Λέγεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και δεν κατέκτησε την πλειοψηφία ,ωστόσο θεωρείται αυτός ο νικητής. Σέβομαι την άποψη αυτή, αλλά φοβάμαι ότι είναι μια παρηγοριά. Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια τεράστια αύξηση σε ψήφους.
Αλλά το αποτέλεσμα αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ευρωπαϊκή πολιτική σήμερα περνάει μια φάση πλήρους αναταραχής, στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση η αστάθεια στις μετακινήσεις του εκλογικού σώματος είναι πλέον συγκρίσιμη μόνο με αυτή των αρχών της δεκαετίας του τριάντα. Στην ουσία, τα στοιχεία της μετατόπισης του εκλογικού σώματος μας λένε ότι η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο βαθμό ερμηνεύεται ως συνέπεια της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ.
Είναι απολύτως προφανές ότι σε τέτοιες συνθήκες οι ψηφοφόροι μετατοπίζουν τις προτιμήσεις τους σε μια απελπισμένη αναζήτηση να βρουν συγκεκριμένες λύσεις στην κρίση που περνάνε. Με αυτή την έννοια, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ περιείχε μια αντίφαση που έβγαζε μάτια.
Το κόμμα είχε επιλέξει όντως, την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά επειδή ήταν πολύ πιθανό το αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης να απορριφτεί, τι θα γινόταν αμέσως μετά; Πώς θα αντιδρούσε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτή ήταν η πιο συχνή ερώτηση που υπέβαλαν οι δημοσιογράφοι στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Αλλά απάντηση δεν υπήρχε. Η υπόθεση της μονομερούς ακύρωσης του μνημονίου, άρα και του χρέος θα έθετε άμεσα ένα πρόβλημα τεχνικής φύσης. Μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τις εισαγωγές της μόνιμα μεγαλύτερες από τις εξαγωγές της, θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί για να καλύψει το εξωτερικό χρέος της.
Όμως, μια χώρα που ενώ από τη μία δεν αναγνωρίζει το χρέος, στη συνέχεια, έρχεται και σας ζητάει να αναχρηματοδοτήσετε το εξωτερικό έλλειμμα της, πέφτει σε μια αντίφαση που οι διεθνείς δανειστές σε υποχρεώνουν να την πληρώσεις ακριβά. Ο μόνος τρόπος να προσδώσει αξιοπιστία στο αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου θα ήταν να αποδεχτεί τη δυνατότητα ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας σε περίπτωση που αποτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις. Δηλαδή, έξοδο από το ευρώ και σχέσεις οριακές με την κοινή ευρωπαϊκή αγορά.
Με αυτή την έννοια, ευχόμουν να πάρουν σαφή θέση ζυγίζοντας τις συνέπειες αυτής της επιλογής με τη συνέχιση της σημερινής κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως επέλεξε να αποκλείσει αυτή την υπόθεση. Ετσι, ο προεκλογικός αγώνας διεξάχθηκε στο έδαφος των ιδεολογικών ταμπού που επέβαλαν οι κυρίαρχοι παίκτες.
Αυτός ο παράγοντας μπορεί να επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα περισσότερο και από ό, τι είμαστε διατεθειμένοι να παραδεχθούμε.
Ο φόβος, τώρα, είναι, ότι μια δυναμική όπως αυτή μπορεί να αναπαραχθεί και σε άλλες χώρες, σε μελλοντικές εκλογές.
Η ευρωπαϊκή αριστερά θα μπορούσε δηλαδή να συνεχίσει να επιβεβαιώνει δουλικά την πίστη της στη Ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος.
Ετσι,όμως, οι αριστεροί θα δήλωναν απρόθυμοι να διαχειριστούν μία ενδεχόμενη κατάρρευση της ευρωζώνης και τότε άλλα υποκείμενα, μακριά από τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, θα κληθούν να διαχειριστούν αυτή την κατάρρευση.
Αυτή η προοπτική θα ήταν μοιραία, γιατί οι τρόποι χειρισμού μιας πιθανής κατάρρευσης του ευρώ είναι διαφορετικοί, και ο καθένας έχει την τάση να δίνει προτεραιότητα στα συμφέροντα ορισμένων κοινωνικών ομάδων σε σχέση με άλλες.
Μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της ζώνης του ευρώ, ποια θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική σε όφελος των λαϊκών συμφερόντων, σε αντίθεση με μια συντηρητική στρατηγική προάσπισης των συμφερόντων της ολιγαρχίας του πλούτου;
Η ιστορία μας λέει ότι όταν πρόκειται να καταρρεύσει αμετάκλητα ένα σταθερό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών - και η ζώνη του ευρώ είναι ένα σύστημα τέτοιου τύπου - υπάρχουν διάφοροι τρόποι να ξεφύγεις από αυτό.
Υπεραπλουστεύοντας στο μέγιστο βαθμό, υπάρχουν τρόποι που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε ως τρόπους " της δεξιάς" και τρόποι που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε "της αριστεράς".
Ένας "δεξιός" τρόπος αντιμετώπισης θα ήταν να αφήσουμε τα κεφάλαια να φύγουν ελεύθερα από τη χώρα, και να φορτώσουμε το κόστος της υποτίμησης του νομίσματος στους μισθούς.
Στην πραγματικότητα, είναι αυτό ακριβώς που συνέβη στην Ιταλία μετά την κατάρρευση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1992.
Εκείνη την εποχή η υποτίμηση της ιταλικής λιρέτας έγινε σε συνδυασμό με το πάγωμα των μισθών, μετά από μια περιβόητη συμφωνία για το κόστος της εργασίας.
Ετσι, όμως οι εργαζόμενοι πληρώνουν ολόκληρο το ποσό της υποτίμησης του νομίσματος. Η τιμή των εισαγόμενων αγαθών ανεβαίνει και επειδή οι μισθοί δεν μπορούν να ακολουθήσουν την αύξηση, πέφτει η αγοραστική τους δύναμη.
Η άλλη λύση θα ήταν η διαχείριση της διαδικασίας εξόδου με τρόπο που τα βάρη να μην πέσουν μόνο στις πλάτες των εργαζόμενων. Για να γίνει αυτό, ίσως πρέπει να θυμηθούμε το παλιό σύστημα περιορισμού της κυκλοφορίας των κεφαλαίων και, σε τελική ανάλυση, των αγαθών, τη δεκαετία του πενήντα που σταδιακά καταργήθηκε.
Με την τρέχουσα μηχανογράφηση των συναλλαγών ο έλεγχος τους θα ήταν πιο εύκολος.
Συστήματα τέτοιου τύπου θα επιτρέψουν την διαχείριση της υποτίμησης και των επιπτώσεων της πάνω στους μισθούς. Υπάρχει και ένα ζήτημα που έχει να κάνει με την εθνικότητα των κεφαλαίων, εθνικά ή ξένα, μιας χώρας, ξεκινώντας από τα τραπεζικά κεφάλαια.
Μια ενδεχόμενη έξοδος από τη ζώνη του ευρώ συνεπάγεται την υποτίμηση των κεφαλαίων και, επομένως, τη δυνατότητα νομικών πρόσωπων από το εξωτερικό, να κάνουν "φθηνές αγορές". Η διευκόλυνση των ξένων επενδυτών ή ο περιορισμός τους δεν είναι μια επιλογή αδιάφορη για το μέλλον των εργαζομένων.
Ο Μόντι, για παράδειγμα, με τη λογική του ελεύθερου εμπορίου που τον διακρίνει πιστεύει ότι οι ξένες επενδύσεις είναι επωφελείς για όλους. Αλλά η εμπειρία της χώρας μας και άλλων χωρών μας έχει δείξει ότι στην πραγματικότητα οι εξαγορές από κεφάλαια του εξωτερικού μπορεί να κάνουν και μεγάλη ζημιά στον οικονομικό και παραγωγικό ιστό μιας χώρας.
Στην αριστερά, όμως, φαίνεται ότι συνεχίζει να επικρατεί μια απέχθεια σε μορφές περιορισμού της κίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Ο προστατευτισμός θεωρείται πιο πολύ ως κίνδυνος, παρά ως ευκαιρία.
Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εδώ και ένα-δύο χρόνια, αναφέρουν ότι με το ξέσπασμα της κρίσης σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν οι έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Μεταξύ 2008 και 2011, Αργεντινή, ΗΠΑ, Βραζιλία, Κίνα, Ρωσία και άλλες χώρες, πήραν πάνω από 400 νέα μέτρα προστατευτισμού.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ιστορία κινείται. Η αριστερά επομένως θα πρέπει να αποφασίσει σύντομα αν θα επιχειρήσει να διαχειριστεί τις διαδικασίες που έχουν ήδη δρομολογηθεί, ή θα παραμείνει απλός θεατής και θα βλέπει από μακριά να συντελείται μια καταστροφή που θα την διαχειρίζονται άλλοι.
Πηγή: Το Περγάδι
Του Tonino Bucci
Υποτίθεται ότι θα ήταν μια μεγάλη δοκιμασία για το ευρώ. Αντί γιαυτό, οι ελληνικές εκλογές, πριν καν ολοκληρωθεί η καταμέτρηση των ψήφων, πέρασαν σε δεύτερη μοίρα. Σαν να μην είχε συμβεί τίποτα,από την επομένη άρχισαν και πάλι οι επιθέσεις των κερδοσκόπων στα ισπανικά κρατικά ομόλογα. Ακόμη και το ότι στην Ελλάδα κέρδισε ένα κόμμα προγραμματικά υπέρ της λιτότητας, δεν κατάφερε να ηρεμήσει τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Από όσα έγιναν θα πρέπει να βγάλουμε δύο συμπεράσματα: το πρώτο είναι ότι οι παράγοντες που προκαλούν την κρίσης του ευρώ δεν είναι τα κινήματα διαμαρτυρίας ή της ριζοσπαστικής αριστεράς, όπως ο ΣΥΡΙΖΑ.
Η κρίση οφείλεται στην αστάθεια του συστήματος και στις εσωτερικές αντιφάσεις του υπάρχοντος νομισματικού συστήματος. Δεύτερον, η νίκη των πολιτικών δυνάμεων που επιθυμούν τη συνέχιση των προγραμμάτων λιτότητας, δεν βοηθά καθόλου στην επίλυση αυτής της κρίσης, η οποία μάλιστα αναπαράγεται στη ζώνη του ευρώ έχοντας μια δικιά της δυναμική. Από εδώ, μέχρι το σενάριο της πιθανής κατάρρευσης – ας πούμε, από δικούς του λόγους– του ενιαίου νομίσματος, η απόσταση είναι μικρή. Με άλλα λόγια, η πιθανότητα να καταρρεύσει όλο το οικοδόμημα του νομίσματος από μόνο του μέσα σε λίγους μήνες είναι μια υπόθεση αληθοφανής.
Σε μια τέτοια περίπτωση τι θα συνέβαινε; Ποιες δυνάμεις και προς το συμφέρον τίνος θα διαχειριζόντουσαν ενδεχομένως την έξοδο από το ευρώ; Ο οικονομολόγος Εμιλιάνο Μπρανκάτσιο, σχολιάζοντας τα αποτελέσματα των ελληνικών εκλογών, δημοσίευσε στην ιστοσελίδα του μια θέση που ανακατεύει τα χαρτιά στο τραπέζι. "Αν το σκεφτούμε καλύτερα - γράφει ο οικονομολόγος - δεν είναι σίγουρο ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έχασε τις εκλογές λόγω του ριζοσπαστισμού του."
Η αποτυχία του ΣΥΡΙΖΑ να κερδίσει, σύμφωνα με τον Μπρανκάτσιο, οφειλόταν στην έλλειψη σαφούς επιλογής εξόδου από το ευρώ. Τι θα έκανε αυτό το κόμμα αν "η Γερμανία και οι ευρωπαϊκές αρχές αρνιόντουσαν να γίνει μια ουσιαστική επαναδιαπραγμάτευση του χρέους "; Ο ηγέτης του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξης Τσίπρας, "απέφυγε να παραδεχθεί ότι, τότε, θα ήταν υποχρεωμένος να αντιμετωπίσει την κρίση εγκαταλείποντας το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα και θα αμφισβητούσε, εάν χρειαζόταν, και την ενιαία αγορά κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Πολλοί Έλληνες ψηφοφόροι μπορεί να αντιλήφθησαν αυτή την αμφισημία".
Αν και τις εκλογές στην Ελλάδα, που θεωρήθηκε ότι είχαν τεράστια σημασία για το μέλλον της ευρωζώνης, τις κέρδισαν οι συντηρητικοί της Νέας Δημοκρατίας, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις στα κρατικά ομόλογα, δεν σταμάτησαν. Είναι προφανές λοιπόν, ότι αυτό που κάνει το ευρώ να είναι επισφαλές, δεν είναι η ριζοσπαστική αριστερά ή τα κινήματα διαμαρτυρίας, αλλά μια εσωτερική συστημική αστάθεια. Ετσι δεν είναι;
Η ανάπτυξη των κινημάτων διαμαρτυρίας μπορεί να επιταχύνει την κρίση στη ζώνη του ευρώ, αλλά οι καθοριστικοί παράγοντες αυτής της κρίσης εξαρτώνται από τις συγκρούσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κεφαλαίων και τις εντάσεις που αυτά δημιουργούν στο χώρο της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης. Όπως η κα Μέρκελ μας έχει υπενθυμίσει πολλές φορές, η Ένωση οικοδομήθηκε πάνω σε βάσεις ανταγωνιστικές. Στις αρχές των Ευρωπαϊκών Συνθηκών, δεν περιλαμβάνεται βέβαια η αλληλεγγύη μεταξύ των λαών, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ των κεφαλαίων.
Με τα χρόνια, αυτός ο ανταγωνισμός έχει οξυνθεί, και έχει προκαλέσει μια αυξανόμενη ανισορροπία στις εμπορικές συναλλαγές των ευρωπαϊκών χωρών.Η Γερμανία, ειδικότερα, έχει συσσωρεύσει εμπορικά πλεονάσματα προς το εξωτερικό, δηλαδή συστηματικά οι εξαγωγές της υπερβαίνουν τις εισαγωγές. Αντίθετα, η Ιταλία και άλλες περιφερειακές χώρες της ΕΕ έχουν συσσωρεύσει εμπορικά ελλείμματα, δηλαδή περισσότερες εισαγωγές απ’ ότι εξαγωγές.
Οι ανισορροπίες αυτές οδήγησαν στη συσσώρευση πιστώσεων προς το εξωτερικό από τη μεριά της Γερμανίας και την αύξηση, αντίστοιχα, του εξωτερικού χρέους των περιφερειακών χωρών της Ένωσης. Χρέος,που καλά θα κάνουμε να το θυμόμαστε αυτό, τόσο δημόσιο όσο και ιδιωτικό. Πριν από το 2008, η παγκόσμια οικονομική ανάπτυξη που βασιζόταν στην αμερικανική χρηματοδότηση έκανε τις ανισορροπίες αυτές ανεκτές.
Αλλά από τότε που το σύστημα της παγκόσμιας συσσώρευσης υπό την καθοδήγηση της Wall Street αντιμετωπίζει κρίση, οι διαφορές στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Νομισματικής Ένωσης αποδείχθηκαν μη βιώσιμες. Και οι περιοριστικές πολιτικές που εφαρμόστηκαν μέχρι τώρα δεν συνέβαλαν στην άμβλυνση των διαφορών, αλλά αντίθετα, σε ορισμένες περιπτώσεις έγιναν πιο έντονες.
Γιατί οι περιοριστικές πολιτικές δεν λύνουν τις ανισορροπίες;
Ένας λόγος έχει να κάνει με τις συνέπειες αυτού που στην αργκό ορίζεται ως "αποπληθωρισμός χρέους". Οι χώρες της περιφέρειας καλούνται να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες τους και να αυξήσουν τους φόρους για να μειωθεί το δημόσιο χρέος τους.
Αλλά αυτή η πολιτική επιδείνωσε την οικονομική κρίση και συμπίεσε ακόμα περισσότερο τα εισοδήματα. Οπότε, γίνεται όλο και πιο δύσκολη η αποπληρωμή του χρέους, όχι μόνο του δημόσιου αλλά και των ιδιωτών.
Επιπλέον, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητά από τις χώρες της περιφέρειας να περικόψουν τους μισθούς ώστε να αυξηθεί η ανταγωνιστικότητα τους και να μειωθεί το εξωτερικό τους έλλειμμα. Αλλά έτσι μειώνεται ακόμη περισσότερο η αξία των εισοδημάτων και, γίνεται πιο δύσκολη η αποπληρωμή των δανείων. Επιπρόσθετα, η μείωση των μισθών δεν μπορεί να αυξήσει ούτε στο ελάχιστο, την ανταγωνιστικότητα των περιφερειακών χωρών.
Ο λόγος είναι απλός: ακόμη και η πιο ισχυρή χώρα, όπως είναι η Γερμανία, ακολουθεί μια πολιτική συγκράτησης των μισθών ως προς την παραγωγικότητα. Μεταξύ 2000 και 2010, η αγοραστική δύναμη των μισθών σε σχέση με την παραγωγικότητα στην Ευρώπη, μειώθηκε κατά μέσο όρο, περίπου μισή εκατοστιαία μονάδα, ενώ στη Γερμανία μειώθηκε κατά τρεις περίπου μονάδες.
Τους τελευταίους μήνες, η διαφορά αυτή μειώθηκε μόνο κατά ένα μικρό ποσοστό, αλλά σε καμία περίπτωση δεν μηδενίστηκε. Αλλά αν η πιο ισχυρή χώρα, που έχει ήδη συσσωρεύσει πλεονάσματα και δάνεια προς ξένες χώρες, επιμείνει στην μείωση των μισθών, οι αδύναμες χώρες δεν θα μπορέσουν ποτέ να την ανταγωνιστούν με ένα αγώνα δρόμου περικοπής των μισθών. Αυτός είναι ένας πρόσθετος λόγος που στην ευρωζώνηεξακολουθούν να υπάρχουν ανισορροπίες.
Μοιάζει με φαύλο κύκλο ...
Ναι, και για το λόγο ότι τροφοδοτεί τα στοιχήματα σχετικά με ενδεχόμενη διάλυση της ευρωζώνης. Οι κερδοσκόποι αναμένουν ότι κάποια στιγμή οι περιφερειακές χώρες θα αντιμετωπίσουν την κρίση χρέους και ανταγωνιστικότητας με έξοδο τους από το ευρώ και συνακόλουθη υποτίμηση του νομίσματος και των τίτλων.
Η πρόβλεψη αυτή κάνει τις χρηματοπιστωτικές αγορές να απαιτούν υψηλότερα επιτόκια για λόγους προστασίας από τον κίνδυνο κατάρρευσης της αξίας των τίτλων των περιφερειακών χωρών. Η αύξηση, όμως, του χάσματος μεταξύ αύξησης των επιτοκίων και στασιμότητας των εισοδημάτων ή ακόμη και μείωσης, επιδεινώνει τη θέση των χωρών αυτών, κάτι που κάνει ακόμη πιο πιθανή την φυγή τους από το ενιαίο νόμισμα. Εν ολίγοις, ο μηχανισμός είναι εσωτερικά αντιφατικός.
Πολλοί μιλούν για επικείμενο κίνδυνο διάλυσης της ζώνης του ευρώ. Την εκτίμηση αυτή τη θεωρείται ρεαλιστική;
Ο Τζορτζ Σόρος θεωρείται ένας από τους αρχιτέκτονες της κερδοσκοπικής επίθεσης το καλοκαίρι του 1992,που έφερε τη διάλυση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος, τον πρόδρομο του ευρώ.
Ο Σόρος δήλωσε πρόσφατα ότι μας μένουν μόνο τρεις μήνες για να σώσουμε την ευρωζώνη. Δεν είναι ο μόνος που το σκέφτεται έτσι. Η γενική διευθύντρια του ΔΝΤ, Christine Lagarde, έκανε και αυτή, την ίδια προειδοποίηση.
Κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα αν έχουν δίκιο ή όχι. Είναι σαφές, ωστόσο, ότι σε αυτό το σημείο θα πρέπει να εξετάσουμε μεταξύ των διαφόρων πιθανοτήτων μήπως αυτό το καλοκαίρι εκδηλωθεί ακριβώς ένα κύμα πωλήσεων στις αγορές τέτοιου μεγέθους που να τινάξει στον αέρα την Ένωση.
Πάντως, ακόμα κι αν η τελική επίθεση δεν συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα, όπως προβλέπουν Σόρος και ΔΝΤ, δε θα πρέπει ωστόσο να ξεχνάμε ότι οι ανισορροπίες που χαρακτηρίζουν τη ζώνη του ευρώ, αυξάνονται. Με το ρυθμό αυτό, αργά ή γρήγορα, η κατάρρευση της ζώνης του ευρώ προχωρά σχεδόν αμείλικτα.
Και αυτό τι σημαίνει, ότι θα μπορούσαμε να βρεθούμε στη θέση να πρέπει να χαράξουμε μια στρατηγική εξόδου από το ευρώ όχι τόσο σαν πολιτική επιλογή, αλλά πιο πολύ για να αντιμετωπίσουμε αντικειμενικές καταστάσεις;
Ο ιστορικός υλισμός μας διδάσκει ότι δεν υπάρχει μια αντικειμενική διαδικασία με όρους απόλυτους, όπως και δεν υπάρχει μια πολιτική απόφαση, με όρους απόλυτους.
Κατ 'αρχήν θα μπορούσε, οι πολίτες των ευρωπαϊκών χωρών που βρίσκονται στη δυσμενέστερη θέση να δεχθούν παθητικά τις συνέπειες της παραμονής της χώρας τους, έναντι του όποιου κόστους, στη ζώνη του ευρώ.
Δηλαδή, μπορεί να δεχθούν παθητικά οι χώρες τους να υφίστανται αυτό που ο Κρούγκμαν ονόμασε διαδικασία "Νοτιοποίησης".
Δηλαδή,την καταστροφή ολόκληρου του παραγωγικού ιστού, με πάρα πολλές επιχειρήσεις να χρεοκοπούν ή να εξαγοράζονται από ξένους φορείς,κι άλλη αύξηση της ανεργίας και μαζική μετανάστευση. Αφήστε, που αυτή η "Νοτιοποίηση" των περιφερειακών χωρών έχει ήδη δρομολογηθεί και είναι η άλλη όψη του μηχανισμού του γερμανικού ηγεμονισμού μέσω του οποίου η ΕΕ θα γίνει ένα είδος "Μεγάλης Γερμανίας".
Το ερώτημα είναι αν αυτή η διαδικασία θα μπορέσει να προχωρήσει χωρίς αντιστάσεις. Με δεδομένες τις εσωτερικές αντιφάσεις της, μου φαίνεται απίθανο μια δυναμική αυτού του τύπου να μπορεί να προχωρήσει χωρίς αναταραχές στην πολιτική τάξη.
Οι πολιτικές δυνάμεις που επικαλούνται την έξοδο από το ευρώ υπάρχουν ήδη σε πολλές χώρες, και η συναίνεση που συγκεντρώνουν αυξάνεται σημαντικά. Εκτός κι αν γίνουν βαθιές αλλαγές στην ευρωπαϊκή οικονομική πολιτική, έχουμε κάθε λόγο να πιστεύουμε ότι κάποια στιγμή οι δυνάμεις κατά του ευρώ θα επικρατήσουν.
Το ερώτημα, λοιπόν που τίθεται είναι να επιλέξουμε μεταξύ δύο στρατηγικών: η μία είναι αυτή που στοχεύει στην παραμονή στο ενιαίο νόμισμα, επιδιώκοντας την αλλαγή των κανόνων της υπάρχουσας κατάστασης. Η άλλη, αντίθετα, στοχεύει στην έξοδο από το ευρώ και την ανάκτηση της κυριαρχίας με την επιστροφή της στο εθνικό νόμισμα. Ποια από τις δύο επιλέγετε;
Στο βιβλίο που έγραψα με τον Marco Passarella, Η λιτότητα είναι της δεξιάς. Και καταστρέφει την Ευρώπη, υποστηρίξαμε ότι στην πραγματικότητα οι δύο στρατηγικές, λογικά μεταξύ τους, είναι αλληλένδετες. Για να είναι αξιόπιστες, τα αιτήματα για μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών Συνθηκών θα πρέπει να συνοδεύονται από ρητή προειδοποίηση προς τη Γερμανία ότι χωρίς ουσιαστικές αλλαγές στη δομή της Ένωσης, όχι μόνο το ενιαίο νόμισμα βρίσκεται σε κίνδυνο, αλλά και ότι μπορεί επίσης να διαλυθεί η κοινή ευρωπαϊκή αγορά. Οι ομάδες συμφερόντων που επικρατούν στη Γερμανία είναι πρόθυμες να κάνουν χωρίς το ευρώ, αλλά τους συμφέρειιδιαίτερα η ελεύθερη κυκλοφορία των κεφαλαίων και εμπορευμάτων στην Ευρώπη. Εάν αυτή η ελεύθερη διακίνηση τεθεί ξεκάθαρα υπό αμφισβήτηση, τότε οι γερμανικές αρχές θα μπορούσαν να φανούν πιο διαλλακτικές σε μία ουσιαστική μεταρρύθμιση των ευρωπαϊκών Συνθηκών.
Στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ υπήρχε ο στόχος της επαναδιαπραγμάτευσης των όρων των δανείων που περιλαμβάνονται στο «Μνημόνιο» της Επιτροπής, αλλά αποκλειόταν η υπόθεση της εξόδου από το ευρώ. Σε πρόσφατο άρθρο σας αναφέρετε ότι η θέση αυτή εμπεριέχει ένα στοιχείο αμφισημίας. Γιατί;
Λέγεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, αν και δεν κατέκτησε την πλειοψηφία ,ωστόσο θεωρείται αυτός ο νικητής. Σέβομαι την άποψη αυτή, αλλά φοβάμαι ότι είναι μια παρηγοριά. Φυσικά, όλοι γνωρίζουμε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είχε μια τεράστια αύξηση σε ψήφους.
Αλλά το αποτέλεσμα αυτό δεν αποτελεί εξαίρεση. Η ευρωπαϊκή πολιτική σήμερα περνάει μια φάση πλήρους αναταραχής, στις χώρες που χτυπήθηκαν περισσότερο από την κρίση η αστάθεια στις μετακινήσεις του εκλογικού σώματος είναι πλέον συγκρίσιμη μόνο με αυτή των αρχών της δεκαετίας του τριάντα. Στην ουσία, τα στοιχεία της μετατόπισης του εκλογικού σώματος μας λένε ότι η επιτυχία του ΣΥΡΙΖΑ σε μεγάλο βαθμό ερμηνεύεται ως συνέπεια της κατάρρευσης του ΠΑΣΟΚ.
Είναι απολύτως προφανές ότι σε τέτοιες συνθήκες οι ψηφοφόροι μετατοπίζουν τις προτιμήσεις τους σε μια απελπισμένη αναζήτηση να βρουν συγκεκριμένες λύσεις στην κρίση που περνάνε. Με αυτή την έννοια, το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ περιείχε μια αντίφαση που έβγαζε μάτια.
Το κόμμα είχε επιλέξει όντως, την επαναδιαπραγμάτευση του μνημονίου με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Αλλά επειδή ήταν πολύ πιθανό το αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης να απορριφτεί, τι θα γινόταν αμέσως μετά; Πώς θα αντιδρούσε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ;
Αυτή ήταν η πιο συχνή ερώτηση που υπέβαλαν οι δημοσιογράφοι στη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας. Αλλά απάντηση δεν υπήρχε. Η υπόθεση της μονομερούς ακύρωσης του μνημονίου, άρα και του χρέος θα έθετε άμεσα ένα πρόβλημα τεχνικής φύσης. Μια χώρα σαν την Ελλάδα, με τις εισαγωγές της μόνιμα μεγαλύτερες από τις εξαγωγές της, θα έπρεπε να χρηματοδοτηθεί για να καλύψει το εξωτερικό χρέος της.
Όμως, μια χώρα που ενώ από τη μία δεν αναγνωρίζει το χρέος, στη συνέχεια, έρχεται και σας ζητάει να αναχρηματοδοτήσετε το εξωτερικό έλλειμμα της, πέφτει σε μια αντίφαση που οι διεθνείς δανειστές σε υποχρεώνουν να την πληρώσεις ακριβά. Ο μόνος τρόπος να προσδώσει αξιοπιστία στο αίτημα της επαναδιαπραγμάτευσης του μνημονίου θα ήταν να αποδεχτεί τη δυνατότητα ανάκτησης της νομισματικής κυριαρχίας της χώρας σε περίπτωση που αποτύγχαναν οι διαπραγματεύσεις. Δηλαδή, έξοδο από το ευρώ και σχέσεις οριακές με την κοινή ευρωπαϊκή αγορά.
Με αυτή την έννοια, ευχόμουν να πάρουν σαφή θέση ζυγίζοντας τις συνέπειες αυτής της επιλογής με τη συνέχιση της σημερινής κατάστασης. Ο ΣΥΡΙΖΑ όμως επέλεξε να αποκλείσει αυτή την υπόθεση. Ετσι, ο προεκλογικός αγώνας διεξάχθηκε στο έδαφος των ιδεολογικών ταμπού που επέβαλαν οι κυρίαρχοι παίκτες.
Αυτός ο παράγοντας μπορεί να επηρέασε το εκλογικό αποτέλεσμα περισσότερο και από ό, τι είμαστε διατεθειμένοι να παραδεχθούμε.
Ο φόβος, τώρα, είναι, ότι μια δυναμική όπως αυτή μπορεί να αναπαραχθεί και σε άλλες χώρες, σε μελλοντικές εκλογές.
Η ευρωπαϊκή αριστερά θα μπορούσε δηλαδή να συνεχίσει να επιβεβαιώνει δουλικά την πίστη της στη Ευρωπαϊκή νομισματική ένωση, ανεξάρτητα από το όποιο κόστος.
Ετσι,όμως, οι αριστεροί θα δήλωναν απρόθυμοι να διαχειριστούν μία ενδεχόμενη κατάρρευση της ευρωζώνης και τότε άλλα υποκείμενα, μακριά από τα συμφέροντα του κόσμου της εργασίας, θα κληθούν να διαχειριστούν αυτή την κατάρρευση.
Αυτή η προοπτική θα ήταν μοιραία, γιατί οι τρόποι χειρισμού μιας πιθανής κατάρρευσης του ευρώ είναι διαφορετικοί, και ο καθένας έχει την τάση να δίνει προτεραιότητα στα συμφέροντα ορισμένων κοινωνικών ομάδων σε σχέση με άλλες.
Μπροστά στον κίνδυνο κατάρρευσης της ζώνης του ευρώ, ποια θα μπορούσε να είναι μια στρατηγική σε όφελος των λαϊκών συμφερόντων, σε αντίθεση με μια συντηρητική στρατηγική προάσπισης των συμφερόντων της ολιγαρχίας του πλούτου;
Η ιστορία μας λέει ότι όταν πρόκειται να καταρρεύσει αμετάκλητα ένα σταθερό σύστημα συναλλαγματικών ισοτιμιών - και η ζώνη του ευρώ είναι ένα σύστημα τέτοιου τύπου - υπάρχουν διάφοροι τρόποι να ξεφύγεις από αυτό.
Υπεραπλουστεύοντας στο μέγιστο βαθμό, υπάρχουν τρόποι που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε ως τρόπους " της δεξιάς" και τρόποι που θα μπορούσαμε να τους ονομάσουμε "της αριστεράς".
Ένας "δεξιός" τρόπος αντιμετώπισης θα ήταν να αφήσουμε τα κεφάλαια να φύγουν ελεύθερα από τη χώρα, και να φορτώσουμε το κόστος της υποτίμησης του νομίσματος στους μισθούς.
Στην πραγματικότητα, είναι αυτό ακριβώς που συνέβη στην Ιταλία μετά την κατάρρευση του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος το 1992.
Εκείνη την εποχή η υποτίμηση της ιταλικής λιρέτας έγινε σε συνδυασμό με το πάγωμα των μισθών, μετά από μια περιβόητη συμφωνία για το κόστος της εργασίας.
Ετσι, όμως οι εργαζόμενοι πληρώνουν ολόκληρο το ποσό της υποτίμησης του νομίσματος. Η τιμή των εισαγόμενων αγαθών ανεβαίνει και επειδή οι μισθοί δεν μπορούν να ακολουθήσουν την αύξηση, πέφτει η αγοραστική τους δύναμη.
Η άλλη λύση θα ήταν η διαχείριση της διαδικασίας εξόδου με τρόπο που τα βάρη να μην πέσουν μόνο στις πλάτες των εργαζόμενων. Για να γίνει αυτό, ίσως πρέπει να θυμηθούμε το παλιό σύστημα περιορισμού της κυκλοφορίας των κεφαλαίων και, σε τελική ανάλυση, των αγαθών, τη δεκαετία του πενήντα που σταδιακά καταργήθηκε.
Με την τρέχουσα μηχανογράφηση των συναλλαγών ο έλεγχος τους θα ήταν πιο εύκολος.
Συστήματα τέτοιου τύπου θα επιτρέψουν την διαχείριση της υποτίμησης και των επιπτώσεων της πάνω στους μισθούς. Υπάρχει και ένα ζήτημα που έχει να κάνει με την εθνικότητα των κεφαλαίων, εθνικά ή ξένα, μιας χώρας, ξεκινώντας από τα τραπεζικά κεφάλαια.
Μια ενδεχόμενη έξοδος από τη ζώνη του ευρώ συνεπάγεται την υποτίμηση των κεφαλαίων και, επομένως, τη δυνατότητα νομικών πρόσωπων από το εξωτερικό, να κάνουν "φθηνές αγορές". Η διευκόλυνση των ξένων επενδυτών ή ο περιορισμός τους δεν είναι μια επιλογή αδιάφορη για το μέλλον των εργαζομένων.
Ο Μόντι, για παράδειγμα, με τη λογική του ελεύθερου εμπορίου που τον διακρίνει πιστεύει ότι οι ξένες επενδύσεις είναι επωφελείς για όλους. Αλλά η εμπειρία της χώρας μας και άλλων χωρών μας έχει δείξει ότι στην πραγματικότητα οι εξαγορές από κεφάλαια του εξωτερικού μπορεί να κάνουν και μεγάλη ζημιά στον οικονομικό και παραγωγικό ιστό μιας χώρας.
Στην αριστερά, όμως, φαίνεται ότι συνεχίζει να επικρατεί μια απέχθεια σε μορφές περιορισμού της κίνησης κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Ο προστατευτισμός θεωρείται πιο πολύ ως κίνδυνος, παρά ως ευκαιρία.
Οι εκθέσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, εδώ και ένα-δύο χρόνια, αναφέρουν ότι με το ξέσπασμα της κρίσης σε όλο τον κόσμο αυξήθηκαν οι έλεγχοι στις κινήσεις κεφαλαίων και εμπορευμάτων. Μεταξύ 2008 και 2011, Αργεντινή, ΗΠΑ, Βραζιλία, Κίνα, Ρωσία και άλλες χώρες, πήραν πάνω από 400 νέα μέτρα προστατευτισμού.
Είτε μας αρέσει είτε όχι, η ιστορία κινείται. Η αριστερά επομένως θα πρέπει να αποφασίσει σύντομα αν θα επιχειρήσει να διαχειριστεί τις διαδικασίες που έχουν ήδη δρομολογηθεί, ή θα παραμείνει απλός θεατής και θα βλέπει από μακριά να συντελείται μια καταστροφή που θα την διαχειρίζονται άλλοι.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου