Του Κώστα Χαριτάκη
Το κυπριακό όχι στο κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων αποτελεί την πρώτη απόρριψη από ένα κράτος μέλος της ευρωζώνης μιας πλευράς της πολιτικής της ΕΕ, κι από αυτή την άποψη εξέφρασε τα αισθήματα πλατιών λαϊκών τμημάτων πέρα από σύνορα.
Ιδιαίτερα για την Ελλάδα των διαρκών ταπεινωτικών “ναί”, το κυπριακό όχι τροφοδοτεί μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση και ταύτιση καθώς καταρρίπτει την τρομοκρατία του μονοδρόμου και δείχνει ότι πάντοτε υπάρχουν εναλλακτικές.
Από κει και πέρα όμως, το όχι αυτό δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κάποια κοινωνική, λαϊκή, εργατική ανατροπή αλλά μια καθαρά αστική επιλογή (όπως αποδεικνύει άλλωστε και η ψηφοφορία στη Βουλή). Δεν έγινε, εξάλλου, και καμιά ιδιαίτερης έντασης και έκτασης λαϊκή κινητοποίηση. Η επιλογή του όχι από το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό της Κύπρου έγινε για την υπεράσπιση της θέσης της αστικής τάξης απέναντι σε μια σχεδόν θανατηφόρα για αυτήν επιλογή της ΕΕ.
Διότι το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, εκτός του ότι θα έβαζε άμεσα το χέρι στην τσέπη της αστικής τάξης και των ξένων επενδυτών, θα οδηγούσε στο τέλος της λειτουργίας του κυπριακού καπιταλισμού ως χρηματοοικονομικού κέντρου, χωρίς να υπάρχουν οι υποδομές και οι προϋποθέσεις για έναν άμεσο και κερδοφόρο αναπροσανατολισμό του. Επιπλέον, λόγω των ιδιαίτερων δεσμών αυτού του χρηματοοικονομικού κέντρου με τα ρωσικά κεφάλαια, μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε σε ευρύτερες γεωπολιτικές επιπτώσεις και εντάσεις.
Το γιατί η ΕΕ επέλεξε, παρ' όλα αυτά (ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών), μια τέτοια κατεύθυνση χρήζει μιας ψύχραιμης μελέτης και ανάλυσης, μακριά πάντως από τις εύκολες γηπεδικού τύπου εθνικοπατριωτικές κορώνες περί “κακής Μέρκελ” που επιβουλεύεται την εθνική υπόσταση όλων των λαών και θέλει να τους “τιμωρήσει”.
Το κυπριακό όχι αποδεικνύει ότι αυτό που παρουσιάζεται από ορισμένους ως η “μόνη επαναστατική ρήξη”, η ρήξη με το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ, μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να γίνει και από την ίδια την αστική τάξη χωρίς φυσικά να οδηγήσει σε οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή. Άλλωστε, όπως καθένας μπορεί να διαισθανθεί, δεν θα τύχουν της ίδιας αντιμετώπισης τα επόμενα νομοσχέδια στην κυπριακή βουλή, αυτά που θα αφορούν τις “αναγκαίες” περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές.
Από κει και πέρα όμως, το όχι αυτό δεν αποτελεί σε καμιά περίπτωση κάποια κοινωνική, λαϊκή, εργατική ανατροπή αλλά μια καθαρά αστική επιλογή (όπως αποδεικνύει άλλωστε και η ψηφοφορία στη Βουλή). Δεν έγινε, εξάλλου, και καμιά ιδιαίτερης έντασης και έκτασης λαϊκή κινητοποίηση. Η επιλογή του όχι από το κυρίαρχο πολιτικό προσωπικό της Κύπρου έγινε για την υπεράσπιση της θέσης της αστικής τάξης απέναντι σε μια σχεδόν θανατηφόρα για αυτήν επιλογή της ΕΕ.
Διότι το κούρεμα των τραπεζικών καταθέσεων, εκτός του ότι θα έβαζε άμεσα το χέρι στην τσέπη της αστικής τάξης και των ξένων επενδυτών, θα οδηγούσε στο τέλος της λειτουργίας του κυπριακού καπιταλισμού ως χρηματοοικονομικού κέντρου, χωρίς να υπάρχουν οι υποδομές και οι προϋποθέσεις για έναν άμεσο και κερδοφόρο αναπροσανατολισμό του. Επιπλέον, λόγω των ιδιαίτερων δεσμών αυτού του χρηματοοικονομικού κέντρου με τα ρωσικά κεφάλαια, μια τέτοια κίνηση θα οδηγούσε σε ευρύτερες γεωπολιτικές επιπτώσεις και εντάσεις.
Το γιατί η ΕΕ επέλεξε, παρ' όλα αυτά (ή ίσως εξαιτίας όλων αυτών), μια τέτοια κατεύθυνση χρήζει μιας ψύχραιμης μελέτης και ανάλυσης, μακριά πάντως από τις εύκολες γηπεδικού τύπου εθνικοπατριωτικές κορώνες περί “κακής Μέρκελ” που επιβουλεύεται την εθνική υπόσταση όλων των λαών και θέλει να τους “τιμωρήσει”.
Το σίγουρο όμως είναι, και το πιο ανησυχητικό, ότι για άλλη μια φορά, όπως πολλές στιγμές στην ιστορία, μια αστική επιλογή συγκεντρώνει γύρω της, παρουσιαζόμενη ως εθνική επιλογή και συνεπικουρούμενη από την αριστερά, τη λαϊκή υποστήριξη εκτονώνοντας τη δυσαρέσκεια και την οργή, και κυρίως διαλύοντας μέσα σε μια νέα “εθνική ενότητα” την απαίτηση μιας ριζικής κοινωνικής αλλαγής.
Το κυπριακό όχι αποδεικνύει ότι αυτό που παρουσιάζεται από ορισμένους ως η “μόνη επαναστατική ρήξη”, η ρήξη με το ευρώ, την ΟΝΕ και την ΕΕ, μπορεί υπό ορισμένες συνθήκες να γίνει και από την ίδια την αστική τάξη χωρίς φυσικά να οδηγήσει σε οποιαδήποτε κοινωνική αλλαγή. Άλλωστε, όπως καθένας μπορεί να διαισθανθεί, δεν θα τύχουν της ίδιας αντιμετώπισης τα επόμενα νομοσχέδια στην κυπριακή βουλή, αυτά που θα αφορούν τις “αναγκαίες” περικοπές στους μισθούς, τις συντάξεις και τις κοινωνικές παροχές.
Όπως είπε και ο αρχιεπίσκοπος της Κύπρου “καλάν ήμαστεν και με την λίραν μας”...
Πηγή:Εφημερίδα "Δράση"
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου