Του Δημήτρη Γρηγορόπουλου
"...Η βία διεισδύει σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας αποδεικνύοντας ότι ο ολοκληρωτικός καπιταλισμός είναι μέχρι το μεδούλι βίαιος και αυταρχικός. Η βία των κυριαρχούμενων είναι αμυντική κι ετεροπροσδιορίζεται απ' τη βία των κυρίαρχων ως απάντηση σ' αυτήν..."
Βία κυρίαρχων και κυριαρχούμενων
■ ΤΑΞΙΚΟΣ ΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟΣ
Η βία κατακλύζει τον κόσμο μας. Προϊόν της όξυνσης των αντιθέσεων. Εκδηλώνεται με άπειρες μορφές απ’ τον πόλεμο ως την ψυχολογική και γλωσσική βία, απ' την εθνική, ταξική, ομαδική ως την ατομική. Με κριτήριο το συλλογικό υποκείμενο της βίας, μπορούμε να διαχωρίσουμε τη βία σε εθνική, ταξική, ομαδική.
Βία είναι ο εξαναγκασμός με ποικίλες μορφές, από μη αισθητές και συνειδητές έως και την ένοπλη μορφή βίας από κοινωνικά υποκείμενα, με κυρίαρχο την τάξη, σε άλλα κοινωνικά υποκείμενα με διαμετρικά αντίθετη στόχευση: Οι κυρίαρχοι επιδιώκουν τη διατήρηση ή και αύξηση της κυριαρχίας τους, οικονομικής και πολιτικής, σε άλλες κοινωνικές τάξεις, ενώ οι κυριαρχούμενοι ασκούν βία, για να κατακτήσουν τα δικαιώματα που τους στερούν οι κυρίαρχοι.
Ο ταξικός προσδιορισμός της βίας και η διάκρισή της σε βία των κυρίαρχων και σε βία των κυριαρχούμενων δεν επιτρέπουν την ενιαία ηθική αξιολόγηση της βίας. Η βία των κυρίαρχων είναι εθνική και αυτοπροσδιοριζόμενη επιλογή, αποβλέπει στην εξουσίαση και εκμετάλλευση των κυριαρχούμενων. Απεναντίας, η βία των κυριαρχούμενων είναι αμυντική, ετεροπροσδιορίζεται απ' τη βία των κυρίαρχων ως απάντηση σ' αυτήν, δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαστική στάση, αποσκοπεί στην κατάκτηση των δικαιωμάτων των κυριαρχούμενων.
Ωστόσο, η κυρίαρχη αστική ιδεολογία αντιπαραθέτει γενικευτικά και φαρισαϊκά τη βία στη μη βία. Καταδικάζει τη βία «οποθενδήποτε προερχόμενη», ενώ καθαγιάζει τη μη βία. Αξιολογεί τη μη βία ως νόμο του ανθρώπου και τη βία ως νόμο του κτήνους. Αυτή η διάκριση είναι ψευδής συνείδηση του αστικού υποκειμένου. Την καταδίκη γενικά της βίας προσυπογράφει και η πλειοψηφία της Αριστεράς σε μιαν επίδειξη εθελοδουλίας και ηθικοπνευματικής υποταγής στην άρχουσα τάξη. Η τελευταία προβάλλει τη φαινομενικά ανθρωπιστική αρχή της μη βίας επιδιώκοντας την υπεροχή έναντι της εργατικής τάξης και των κυριαρχούμενων και την ηγεμονία στην κοινωνία.
Η άρχουσα τάξη αυτοπροβάλλεται σαν συνεπής θιασώτης της μη βίας, διαπράποντας λαθροχειρίες. Παρουσιάζει το μονοπώλιο της νόμιμης βίας σαν μη βία ή σαν θεμιτή βία και κοινωνικά απαραίτητη. Καταδικάζει αδιακρίτως τη βία, χωρίς να διακρίνει την επιβολή με τη βία της εξουσίας της αστικής τάξης στην εργατική τάξη απ’ τη βία που αναγκάζεται να μετέλθει η εργατική τάξη, για να κατακτήσει τα δικαιώματά της. Παραβλέπει ότι οι κυριαρχούμενοι, αν η άρχουσα τάξη αφήνει περιθώρια εναλλακτικής επιλογής, θα προτιμήσουν τον ειρηνικό δρόμο.
Τέλος, χαρακτηρίζει κοινωνικό εκβιασμό ακόμη και την απλή απεργία, αφού η κοινωνική πλειοψηφία στερείται ορισμένα δικαιώματα. Αντίθετα, θεωρεί πράξη κοινωνικής προσφοράς την επιστράτευση των απεργών, χωρίς μάλιστα να συντρέχουν οι νόμιμοι λόγοι...
Η άρχουσα τάξη εξορκίζει γενικά τη βία, αυτοπροβάλλεται ως προστάτης της ομαλότητας και της κοινωνικής ειρήνης, κατηγορεί τα άκρα, γιατί προσφεύγουν στη βία. Ειδικά αιτιάται την Αριστερά, το συνδικαλιστικό κίνημα και λαϊκές εκδηλώσεις για ανυπακοή (όπως η μη ανταπόκριση στην «αξιολόγηση»), αντικοινωνικές απεργίες (ενώ «νόμιμα» όλες κηρύσσονται παράνομες και καταχρηστικές), πραγματοποίηση συγκεντρώσεων ενώ έχουν απαγορευτεί (διαδήλωση ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων οργανώσεων στην επίσκεψη Μέρκελ), αυθόρμητες αποδοκιμασίες και «ύβρεις» κατά υπουργών και βουλευτών (ειδεχθές έγκλημα), καταλήψεις δημόσιων κτηρίων και εγκαταλελειμμένων κτισμάτων, που νόμιμα βάσει του αντιτρομοκρατικού νόμου χαρακτηρίζονται τρομοκρατικές ενέργειες και τιμωρούνται με πολύχρονη κάθειρξη! Νόμιμα καταγράφονται οι συνδιαλέξεις και τα προσωπικά δεδομένα των πάντων με υπερσύγχρονα ηλεκτρονικά μέσα και δορυφόρους (Έσελον). Νόμιμα γίνονται προληπτικές συλλήψεις συνήθων υπόπτων. Νόμιμα προφυλακίζονται για ένα 18μηνο (που συνήθως επεκτείνεται κατά πολύ) με απλές ενδείξεις. Νόμιμα και για «ανθρωπιστικούς» λόγους στοιβάζονται σε άθλιες συνθήκες μετανάστες στα σύγχρονα Άουσβιτς, πάλι για ένα 18μηνο που πάντα υπερβαίνεται, χωρίς αξιόποινη πράξη, απλώς μέχρι να απελαθούν... Νόμιμα και μόνιμα πλέον επιστρατεύουν τους απεργούς, για να «προστατέψουν» τα δικαιώματα των πολιτών! Στην τελευταία απεργία της ΔΕΗ η επιστράτευση έγινε σχεδόν προληπτικά, προαναγγέλλοντας την «τελειοποίηση» της απεργοκτόνου μεθόδευσης. Εξάλλου, η θεωρητική και μόνον υποστήριξη του δικαιώματος των απεργών να αγνοήσουν τα φύλλα επιστράτευσης, εφόσον αυτή είναι αντισυνταγματική, προκαλεί την ιερή οργή των συστημικών, που τη χαρακτήρισαν «πρόκληση σε στάση»! Στο στόχαστρο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ και ο ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ καθηγητής Γ. Κατρούγκαλος, που με παρρησία υπερασπίστηκε το ταξικό αλλά και συνταγματικό δικαίωμα των απεργών να απειθήσουν. Ωστόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, συμπεριλαμβανομένης (φευ!) και της Αριστερής Πλατφόρμας, αλλά και το ΚΚΕ, όπως πράττουν σε κάθε δυνατότητα όξυνσης των αγώνων, «εποίησαν την νήσσαν».
Η βία ως κοινωνικό φαινόμενο έχει ταξικό χαρακτήρα. Εμφανίζεται στις ταξικές κοινωνίες ως βία των κυρίαρχων και της εκμετάλλευσης και ως αντιβία (όταν εκδηλώνεται) των κυριαρχούμενων και της απελευθέρωσής τους. Θα εξαλειφθεί στην κομμουνιστική κοινωνία, όταν θα απονεκρωθούν οι τάξεις και η πολιτική εξουσία. Στον παρακμιακό ολοκληρωτικό καπιταλισμό αναπόφευκτα η βία αποκτά στρατηγικό χαρακτήρα. Οι μηχανισμοί θέσμισης την περιβάλλουν με το ένδυμα του νόμου, ακόμη και κατά παράβαση του αστικού συντάγματος, ενώ οι ιδεολογικοί μηχανισμοί προσφέρουν την αντίστοιχη ηθική νομιμοποίηση (η βία του νόμου εξαϋλώνεται). Παράλληλα, αποσιωπάται η «αθέατη» βία που αυξάνεται με γεωμετρική πρόοδο. Παράδειγμα, η νομιμοποιημένη απόσπαση υπεραξίας, που δεν απορρέει από κανένα δίκαιο αλλά απ' τον ταξικό συσχετισμό δύναμης, απ’ το «δίκαιο» του καπιταλιστή. Ή ο εκβιασμός του εργαζόμενου με ατομική σύμβαση ή χωρίς σύμβαση να παραδίνεται στην ασυδοσία του εργοδότη.
Η βία, με τη μία ή την άλλη μορφή, διεισδύει σ’ όλα τα επίπεδα της κοινωνίας: διεθνείς σχέσεις, οικονομία, πολιτική, εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα, πολιτισμός, πληροφόρηση, ελευθερία έκφρασης.
Η άρχουσα τάξη και ιδεολογία επιχειρεί ολοκληρωτικά πλέον να επιβάλει στο εσωτερικό των χωρών αλλά και σε διεθνές επίπεδο τη δήθεν άρνηση της βίας. Καθαγιάζεται όμως η γνωστή διατύπωση του Μαξ Βέμπερ για το μονοπώλιο του κράτους στη χρήση βίας. Ιδεολογικά εδράζεται στην υποτιθέμενη ουδετερότητα και στον αμερόληπτο διαιτητικό ρόλο του κράτους στη ρύθμιση των ιδιωτικών και συλλογικών αντιθέσεων. Καλλιεργείται η φενάκη ότι η λογική της ταξικής κοινωνίας δεν είναι η σύγκρουση, η πάλη των τάξεων, αλλά η συναίνεση και η σύνθεση αντίθετων αντιλήψεων και συμφερόντων. Ιδεατός κοινωνικός «επιδιαιτητής» που διασφαλίζει την κοινωνική ευστάθεια και πρόοδο είναι το κράτος. Συνακόλουθα, καθαγιάζεται και η έννοια της νομιμότητας. Ο νόμος σαν απότοκος του μονοπωλίου (θεσμικά και ηθικά) βίας του κράτους πρέπει αδιακρίτως να τηρείται απ' τους πολίτες χάριν της ευστάθειας της κοινωνίας. Ο διχασμός και οι κοινωνικές συγκρούσεις προβάλλονται σαν το απόλυτο κακό, που μόνον ο νόμος και η τήρησή του το αποτρέπουν. Γι’ αυτό ο νόμος σε κάθε περίπτωση πρέπει να τηρείται.
Οι πολίτες, ακόμη κι αν έχουν εύλογες ενστάσεις για ένα νόμο, χάριν της υπέρτερης κοινωνικής ευστάθειας, υποχρεούνται να τον τηρούν επί ποινή και ηθική καταδίκη. Μόνη νόμιμη και θεμιτή δυνατότητα κατάργησης ή τροποποίησης ενός τέτοιου νόμου θεωρείται η κοινοβουλευτική διαδικασία, η ψήφιση κόμματος που επαγγέλλεται άρση των αδικιών, χωρίς κατά κανόνα να τηρεί τις επαγγελίες του.
Η αντίδραση περιορίζεται στα κοινοβουλευτικά πλαίσια, χάνει την κοινωνική δυναμική της και συνήθως αυτοακυρώνεται. Πρότυπο ευπείθειας στους νόμους, με τίμημα την άδικη αφαίρεση της ζωής του, προβάλλεται στη νεολαία προς μίμηση ο Σωκράτης. Η ιδεολογία των κυρίαρχων διαχρονικά επιλέγει για τη στάση του Σωκράτη την ερμηνεία που εξυπηρετεί την κυρίαρχη θέση της και αποσιωπά ότι η θυσία του καθόλου δεν συνέβαλε στην ανατροπή, αλλά οδήγησε στην εμπέδωση της νόμιμης κοινωνικής αδικίας (π.χ. δουλοκτησία).
Ο φετιχισμός του νόμου ζυμώνεται στις μάζες απ’ την άρχουσα τάξη και με την επίκληση ενός αφηρημένου «ανθρωπισμού». Κερδοσκοπώντας στην «οδύνη», που απ' τη φύση της συνεπάγεται η βία, αν και όχι σ' όλες τις περιπτώσεις, αναγορεύει τη βία της ανυπακοής στο πλαίσιο του συστήματος και την επαναστατική βία σε απάνθρωπη και ζωώδη συμπεριφορά, που δεν προσάδει σε μια σύγχρονη πολιτισμένη κοινωνία εξοπλισμένη με θεσμούς διαλόγου, συναίνεσης και ειρηνικής επίλυσης των διαφορών. Μ’ αυτό τον τρόπο, επιχειρεί να προσεταιριστεί τον αυθόρμητο φιλειρηνισμό των μαζών και να τον μετατρέψει σε αστικό πασιφισμό.
Με τη λογική της βίας οι κυριαρχούντες θεμελιώνουν τον κοινωνικό αυτοματισμό και τον αντισυνδικαλισμό, που προωθεί με επιτυχία η νεοφιλελεύθερη πολιτική στο στάδιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού. Συλλήβδην, οι απεργίες, ακόμη κι αν προβάλουν προφανώς δίκαια αιτήματα, παρουσιάζονται απ’ τη συστημική προπαγάνδα, αφού φαρισαϊκά αναγνωρίζεται το «ιερό δικαίωμα της απεργίας» σαν βίαιη στέρηση δικαιωμάτων της κοινωνίας απ’ τους απερρούς. Το αποτέλεσμα είναι η απεργούοα κοινωνική ομάδα να απομονώνεται και να οδηγείται στην ήττα. Στόχος η ηθική απαξίωση της απεργίας, ο σαφής περιορισμός και εφυλισμός της σε ανώδυνες αντιδράσεις. 'Οτι στόχος της καθεστηκυίας τάξης δεν είναι βέβαια η προστασία της κοινωνίας απ’ τη «βία» των απεργών, αλλά η προάσπιση των δικών της συμφερόντων τεκμαίρεται απ’ το ότι, παρά την κατιούσα του απεργιακού κινήματος, μεθοδεύεται απ’ τη συγκυβέρνηση και την ΕΕ η σχεδόν κατάργηση της απεργίας με την απαίτηση του 50+1% των εγγεγραμμένων για την πραγματοποίησή της...
Επιπλέον, η επαναστατική βία (που δεν αποτελεί επιλογή της εργατικής τάξης, αλλά επιβάλλεται απ’ την ολιγαρχία) στιγματίζεται με την ταύτισή της με την τρομοκρατική βία. Η τελευταία αποτελεί ένοπλη προπαγάνδα. Επιδιώκει τη μαζική συνειδητοποίηση με δολοφονίες και ληστείες, αυτοπροβάλλεται σαν πρωτοπορία της εργατικής τάξης, χωρίς να δημιουργεί όμως οργανικούς δεσμούς μαζί της. Το επαναστατικό κίνημα έχει διαμετρικά αντίθετη άποψη και στάση. Επιχειρεί με μαζικούς αγώνες την αυτοσυνείδηση, μέσα απ’ την αγωνιστική εμπειρία των εργατών, της χειραφετητικής τους δυνατότητας. Το επαναστατικό κίνημα επίσης δεν έχει σχέση με θηριωδίες που διαπράχθηκαν στο όνομα του σοσιαλισμού από εκφυλισμένα γραφειοκρατικά εκμεταλλευτικά καθεστώτα, όπως η σταλινική ΕΣΣΔ και το βάρβαρο καθεστώς Πολ Ποτ στην Καμπότζη. Η κοινωνική επανάσταση είναι απ’ την ταξική ανθρωπιστική φύση της ξένη και εχθρική προς κάθε μη αναγκαία βία που απορρέει απ’ το φανατισμό και την άψη της σύγκρουσης ή αποτελεί αντεκδίκηση σε βαρβαρότητες του εχθρού.
Η θεοποίηση του νόμου και η καλλιέργεια του φόβου και της εθελοδουλίας επιτρέπουν στο κεφάλαιο του ολοκληρωτικού καπιταλισμού να προσδίδει νόμιμη μορφή στον πιο ακραίο αυταρχισμό του κράτους έκτακτης ανάγκης, καταστρατηγώντας και τον ίδιο τον αστικό συνταγματικό χάρτη κι εξαναγκάζοντας ακόμη και την αστική δικαιοσύνη να κηρύσσει παράνομες ορισμένες αποφάσεις της εκτελεστικής εξουσίας.
Ερμηνεύοντας διασταλτικά το σύνταγμα, κυβερνά σε μεγάλο βαθμό με έκτακτες μεθόδους, ΠΝΠ, υπουργικές αποφάσεις, θερινά τμήματα, καταργώντας με τη βία στην ουσία, με μια ανπδημοκρατική πλειοψηφία (που είναι προϊόν του μπόνους των 50 εδρών), το αστικό κοινοβούλιο και την αντιπροσώπευση της κοινωνίας. Παρά την κραυγαλέα αναντιστοιχία με τη λαϊκή ετυμηγορία, επιβάλλει με τη βία στο λαό την εκποίηση έναντι πινακίου φακής του δημόσιου πλούτου, χωρίς να έχει τη στοιχειώδη ευαισθησία να λάβει υπόψη τη λαϊκή βούληση (δημοψήφισμα - εκλογές). Η καταδίκη της «βίας» και του συγκρουσιακού χαρακτήρα των αγώνων και η πρόκριση της σύμπνοιας και του ταξικού συμβιβασμού παράλληλα με την ωμή καταστολή του κράτους της εξαίρεσης αποσκοπούν στην αναστολή των αγωνιστικών διεκδικήσεων και στην ταξική καθυπόταξη.
Παράλληλα, στο διεθνές επίπεδο, η οικουμενική προπαγάνδα του καπιταλισμού για τα «κράτη-ταραξίες», τις επικίνδυνες τρομοκρατικές ομάδες, κι η εξομοίωση επιτηθέμενων και αμυνόμενων προπαρασκευάζουν και «νομιμοποιούν» την ιμπεριαλιστική βία συγκαλύπτοντας την κρατική τρομοκραήα επέμβασης σε «απείθαρχες» χώρες.
Η βία αποφασιστική, αλλά όχι καθοριστική δύναμη
■ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΗ Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΒΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΤΡΟΠΗ ΤΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ
Για το μαρξισμό η βία δεν είναι καθοριστική δύναμη ή απόλυτο κακό, όπως υποκρίνεται η αστική ιδεολογία και υποστήριξε ο καθηγητής Ντίριγκ, στον οποίο, ως γνωστόν, ο Ένγκελς άσκησε δριμεία κριτική. Ο Ένγκελς χαρακτήρισε τη θεωρία του Ντίριγκ για την εξέλιξη ιερεμιάδα, αφού «αυτή η διαβολική δύναμη, η βία ανατρέπει τις κυρίαρχες σχέσεις και δημιουργεί νέες». Ο Ένγκελς ειρωνεύεται τον Ντίριγκ, που εκφράζει λύπη και ανησυχία στη σκέψη ότι, για ν’ ανατραπεί ο καπιταλισμός, «μπορεί δυστυχώς να χρειαστεί η βία». Ο μαρξισμός σε καμιά περίπτωση δεν θεωρεί τη βία καθοριστική δύναμη της κοινωνικής εξέλιξης αλλά αποφασιστικό μοχλό.
Η άποψη ότι η βία και ο εξαναγκασμός έχουν καθοριστική σημασία για την πραγματοποίηση των κοινωνικοοικονομικών μετασχηματισμών υποστηρίχτηκε από αστούς αλλά και μαρξιστές θεωρητικούς σε κρίσιμες μάλιστα καμπές της επανάστασης. Όπως και στους προηγούμενους κοινωνικοοικονομικούς σχηματισμούς, όπου η πολιτική βία είχε αποφασιστικό ρόλο στο μετασχηματισμό των ταξικών και πολιτικών σχέσεων στο έδαφος όμως των απαραίτητων υλικών όρων, έτσι και στην προλεταριακή επανάσταση η πολιτική βία ανατρέπει την αστική εξουσία, με ώριμη τη βασική αντίθεση, και κρατικοποιεί τα βασικά μέσα παραγωγής. Η παρέμβαση όμως της πολιτικής στη διαμόρφωση του σοσιαλισμού οριοθετείται σ’ αυτό το σημείο.
Ο Μαρξ ήδη απ’ το Κομμουνιστικό μανιφέστο προειδοποιούσε ότι ο σοσιαλισμός δεν θα εισαχθεί στην κοινωνία με διατάγματα και νόμους. Η επικράτηση στη μεταβατική περίοδο των παραγωγικών σχέσεων κομμουνιστικού προσανατολισμού θα είναι μακρόχρονη και επίπονη διαδικασία (ο Μαρξ την παρομοίαζε με «κοιλοπονήματα»). Θα πραγματοποιηθεί με οικονομικά μέσα: ανάπτυξη των μέσων παραγωγής, της παραγωγικότητας, των εργασιακών ικανοτήτων, των κινήτρων, του παν- κοινωνικού σχεδιασμού.
Όταν επικρατούσε ο βολονταρισμός και η πολιτική βία αποκτούσε προτεραιότητα, οι οικονομικοτεχνικοί όροι παραβιάζονταν με αρνητικές επιπτώσεις στις οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις. Αυτό συνέβη στην περίοδο του πολεμικού κομμουνισμού, όταν για μικρό χρονικό διάστημα καταργήθηκαν οι εμπορευματοχρηματικές σχέσεις, στραπωτικοποιήθηκε η εργασία, καθιερώθηκε η διανομή με δελτίο. Διατυπώθηκαν απόψεις για άμεσο πέρασμα σ’ έναν κομμουνισμό του στρατώνα, που ευτυχώς απορρίφθηκαν. Η πολιτική βία επικράτησε και στη βίαιη κολλεκτιβοποίηση της αγροτικής οικονομίας με στρατηγικό στόχο την εξασφάλιση πλεονάσματος για τη γρήγορη και δυναμική ανάπτυξη της βιομηχανίας. Η υπέρμετρη χρήση πολιτικής βίας επέφερε καταστροφικές επιπτώσεις στην αγροτική παραγωγή και κλόνισε την εργατοαγροτική συμμαχία.
ΔΙΑΣΥΡΜΟΣ ΤΩΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΩΝ
Η επανάσταση συμβαδίζει με τη δημοκρατία
■ Η ΒΙΑ ΙΔΙΟΝ ΤΟΥ ΚΕΦΑΛΑΙΟΥ
Η απαξίωση της επανάστασης μεθοδεύεται μέσω της ταύτισής της με τη βία και μάλιστα την ένοπλη. Αναγνωρίζεται μια φάση τρομοκρατίας, στην οποία η αιματηρή επαναστατική βία φτάνει στο αποκορύφωμά της. Η επανάσταση υποβαθμίζεται σε μπλανκιστικού τύπου πραξικόπημα από μια ολιγάνθρωπη αλλά άρτια οργανωμένη και αποφασισμένη δράκα επαναστατών, που υιοθετεί τη στρατηγική εφόδου στο κύριο οχυρό του εχθρού. Κυριεύοντάς το, επιβάλλει στη συνέχεια ωμή δικτατορία, για να σφετεριστεί την εξουσία και να τη στερεώσει, καθότι αποτελεί περιορισμένη μειοψηφία στους κόλπους της κοινωνίας.
Κλασικό παράδειγμα στρατηγικής της εφόδου και επιβολής «στυγνής» δικτατορίας, αναπόφευκτου διχασμού και εμφυλίου πολέμου θεωρείται η κατάληψη των χειμερινών ανακτόρων απ’ τους μπολσεβίκους. Αυτή την αντίληψη ακόμη και αριστερές δυνάμεις την υιοθετούν, ταυτίζοντας την επανάσταση με μια καρικατούρα βίαιης εφόδου, για να δικαιολογήσουν την αποστασιοποίησή τους απ’ την επανάσταση και την προσχώρησή τους στη μια ή την άλλη εκδοχή μεταρρυθμισμού και «δημοκρατικού δρόμου». Η βασική κριτική της αστικής ιδεολογίας και αριστερών παραφυάδων εστιάζεται στην κριτική του βίαιου αντιδημοκρατικού χαρακτήρα της επανάστασης σε αντιδιαστολή με την ελεύθερη και ειρηνική έκφραση της κοινωνικής ετυμηγορίας με τις αστικοδημοκρατικές διαδικασίες.
Η επανάσταση και η ανώτερη μορφή δημοκρατίας που εγκαθιδρύει ταυτίζονται με το ολοκληρωτικό καθεστώς του «υπαρκτού σοσιαλισμού», που λόγω του εκμεταλλευτικού του χαρακτήρα ήταν ασύμβατο με την εργατική δημοκρατία. Η στρέβλωση της επαναστατικής δημοκρατίας επικεντρώνεται στη δήθεν συνύφανσή της με την ανοιχτή βία, στον τρόπο επικράτησής της και στην εδραίωσή της ως καθεστώτος. Στην πραγματικότητα, η βία δεν είναι εγγεγραμμένη στη φύση της επανάστασης αλλά στην πολιτική και οικονομική εξουσία του κεφαλαίου. Η βίαιη δράση δεν είναι επιλογή των επαναστατημένων μαζών. Αν υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα ειρηνικής μετάβασης, οι μάζες θα την υιοθετήσουν. Απεναντίας, οι καπιταλιστές αναπόφευκτα θα προσφύγουν στην ανοιχτή και αιματηρή βία, για να ακυρώσουν την πολιτική βούληση της επαναστατημένης πλειοψηφίας, η οποία οριακά μπορεί να κατακτηθεί και στα αστικοδημοκρατικά πλαίσια (βλ. Χιλή).
Αναπόφευκτη είναι η προσφυγή της άρχουσας τάξης στους κατασταλτικούς μηχανισμούς και στην καθεστωτική εκτροπή (στρατιωτική δικτατορία) αλλά και στην αξιοποίηση της αναπόφευκτης, ιδιαίτερα, στον ολοκληρωτικό και παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, ιμπεριαλιστικής επέμβασης. Οι κυριαρχούμενοι καταφεύγουν στη βία, γιατί είναι τα πρώτα θύματα της αστικής βίας και δεν τους έχει αφήσει η αστική τρομοκρατία εναλλακτική λύση. Η κυρίαρχη βία παριστάνει τον πληττόμενο απ’ τη βία, ενώ στην πραγματικότητα είναι ο επιτιθέμενος. Η βία των κυριαρχούμενων είναι απλώς απάντηση στην ασκούμενη βία και όχι πρωτοβουλία επιθετικής βίας.
Ιδιαίτερα στους οικονομικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, η επανάσταση εκδηλώνει τον δημιουργικό της χαρακτήρα. Η βία είναι εφεδρική λύση, για την εξουδετέρωση αντεπαναστατικών αντιδράσεων. Η μορφή της εργατικής δημοκρατίας, που κατά τη ρήση του Μαρξ εφεύρε το προλεταριάτο με την Παρισινή Κομμούνα, είναι ανώτερη μορφή δημοκρατίας. Η χαρακτηριστική στα εκμεταλλευτικά συστήματα αποξένωση της κρατικής εξουσίας απ’ την κοινωνία καταργείται, η εξουσία διαχέεται στην κοινωνία. Οι πολίτες ασκούν άμεσα την εξουσία με τα συμβούλια, ενώ τα αντιπροσωπευτικά σώματα εκλέγονται, ελέγχονται και ανακαλούνται απ' τους εκλογείς τους. Οι αυτοπρόσωποι αμείβονται με τον μέσο μισθό. Έτσι αποφεύγεται η γραφειοκρατικοποίηση των αντιπροσωπευτικών σωμάτων.
Δημοσιεύθηκε στο ΠΡΙΝ, 27.7.2014
Αναδημοσίευση από:αριστερό blog
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου