Του Διονύση Μαρούδα
Πρόκειται για παιχνίδι λέξεων; Ή το παραπάνω ερώτημα αποτελεί ένα ουσιώδες ζήτημα προσανατολισμού για την ελληνική αριστερά; Η λεκτική διάκριση μπορεί να αναλυθεί σε κάποια επιπλέον ερωτήματα: Η πολιτική, άρα η πολιτική εξουσία, ο πολιτικός συσχετισμός δυνάμεων κλπ, ανιχνεύονται αποκλειστικά σε αυτό που ονομάζουμε “πολιτικό σύστημα”;
Το πολιτικό σύστημα είναι κάτι το ενιαίο, τα συστατικά μέρη του οποίου μοιράζονται ισοβαρώς την ευθύνη για την κοινωνική καταστροφή που συντελείται στη χώρα (λόγω μιας πολιτικής και ενός πολιτικού συσχετισμού); Το πολιτικό σύστημα με τη σημερινή του μορφή, είναι και μέχρι ποιο σημείο αναντικατάστατος όρος για τη συνέχιση των μνημονιακών κλπ αντιλαϊκών πολιτικών; Κατά πόσο το πολιτικό σύστημα που γνωρίζουμε είναι ένα σύστημα με το βάθος, ενός άλλου συστήματος, του κοινωνικο – οικονομικού συστήματος, και της πολιτικής εξουσίας που το συνοδεύει;
Για τη μεταμόρφωση ή τον μετασχηματισμό ή τη μετάβαση σε νέα μορφή, ή ακόμη και την ανατροπή του πολιτικού συστήματος μιλάνε πλέον σχεδόν όλοι. Είναι μια “αντικειμενική” πλέον διεργασία, την οποία όλοι δέχονται ως κάτι το αναπόφευκτο. Έγκριτοι δημοσιογράφοι, κανάλια, εφημερίδες. Αστικοί πολιτικοί χώροι και πολιτικοί του υπό κρίση πολιτικού συστήματος. Η αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, προσωπικότητες. Η Χρυσή Αυγή. Όλοι κατανοούν πως το βάρος της κρίσης, οι εθνικές και κοινωνικές συνέπειες της πολιτικής απάντησης που δόθηκε σε αυτήν μέσω των μνημονίων, ο απόλυτος τρόπος με τον οποίο αφιερώθηκαν στο έργο αυτό οι καλοθελητές ΠΑΣΟΚ, ΝΔ, ΔΗΜΑΡ, ΛΑΟΣ, διαμορφώνουν μια μη αντιστρεπτή κατάσταση όπου η πολιτική διαχείριση δε μπορεί να συνεχιστεί όπως πριν. Οι πρώην απόλυτοι κυρίαρχοι του πολιτικού συστήματος καταρρέουν ή βρίσκονται σε διαδικασία κατάρρευσης εξαιτίας του “τιτάνιου” έργου της εξόντωσης του λαού που ανέλαβαν να φέρουν σε πέρας.
Φυσικά, ο καθένας τοποθετείται από την πλευρά του. Από την πλευρά των ταξικών συμφερόντων που εκφράζει, από την άποψη του ποιες πλάτες έχει ή επιλέγει να μην έχει, από την άποψη πολιτικό – κομματικών συμφερόντων, από άποψη προσωπικών πλασαρισμάτων και φιλοδοξίας, από την επιλογή για γνήσια έκφραση των λαϊκών στρωμάτων και της επιβίωσής τους με αξιοπρέπεια ή από την επιλογή του λαϊκισμού. Δεν υπάρχει μια “κοινή”, μια “οικουμενική” ματιά πάνω στο θέμα του μετασχηματισμού ή της ανατροπής του πολιτικού συστήματος. Ανατροπή του πολιτικού συστήματος θέλει ο ΣΥΡΙΖΑ, ανατροπή του πολιτικού συστήματος θέλει και η Χρυσή Αυγή. Αλλά προφανώς δε θέλουν την ίδια ανατροπή, η ανατροπή έχει πρόσημο που εξαρτάται από τον εκφωνητή του αιτήματος της ανατροπής και πολύ περισσότερο από την πολιτική πρακτική και το σχέδιο – προοπτική στο οποίο εντάσσει ο κάθε πολιτικός παίκτης την ανατροπή αυτή.
Αντίθετα, για το στόχο μιας πολιτικής ανατροπής που ουσιαστικά αναφέρεται στο στόχο της ανατροπής του συσχετισμού δύναμης, δεν υπάρχει αντίστοιχη σύμπνοια ετερόκλητων δυνάμεων. Δεν είναι ένα αίτημα κοινό, δεν είναι ένα αίτημα οικουμενικό. Το αίτημα αυτό αφορά, ή καλύτερα θα έπρεπε να αφορά θεωρητικά και πρακτικά την αριστερά. Δεν είναι δυνατό να αφορά, τη δεξιά, την ακροδεξιά, το “κέντρο”. Δυστυχώς, η αριστερά σήμερα, δε φαίνεται να καθορίζεται από – και να πασχίζει για – τον κεντρικό αυτό πολιτικό στόχο. Είτε με τη μια εκδοχή της (ΚΚΕ – ΑΝΤΑΡΣΥΑ) αδιαφορεί ή θεωρεί ανέφικτο αυτό το στόχο, οπότε αρκείται σε “στρατηγικές” αναφορές που αφορούν στο μακρινό μέλλον, χωρίς καμία τομή/σύνδεση με τη σημερινή πραγματικότητα. Είτε με την άλλη εκδοχή (ΣΥΡΙΖΑ), εγκαταλείπει με επιταχυνόμενο ρυθμό το έδαφος της αριστερής πολιτικής, στο όνομα του ρεαλισμού, που μάλλον κατά αυτόν μπορεί μονάχα να προκύψει στο έδαφος της αστικής πολιτικής και μέσω του σεβασμού αυτής και των βασικών κανόνων της.
Κατά συνέπεια, η αριστερά αφήνει το πεδίο ελεύθερο, ώστε πολιτικά και κοινωνικά να εμπεδώνεται ένας συσχετισμός δυνάμεων, καταθλιπτικός για τις λαϊκές δυνάμεις. Η κοινωνία στενάζει τη στιγμή που το πολιτικό σύστημα μετασχηματίζεται, μεταμορφώνεται, ή και ανατρέπεται, χωρίς όμως κανέναν ενεργό και καθοριστικό πολιτικά ρόλο από την πλευρά της αριστεράς. Συνεπώς διατηρείται και βαθαίνει η μαύρη μνημονιακή πολιτική, χωρίς να οικοδομείται έστω κάποιο αντιπολιτευτικό, ανταγωνιστικό αντίπαλο δέος, παρά μόνο δυνάμει εναλλακτικές αστικές λύσεις ή χειρότερα ναζιστικές συστημικές εφεδρείες. Η ανατροπή όμως σήμερα προϋποθέτει οικοδόμηση. Ανατρέπω το παλιό, και το αντικαθιστώ με το νέο που οικοδομείται. Το πολιτικό σύστημα μπορεί να καταρρέει ή να χρειαστεί να βοηθήσουμε και εμείς στην κατάρρευσή του. Το παλιό μπορεί να πεθαίνει. Το ερώτημα είναι τι νέο μπορεί – πρέπει να γεννηθεί και να καταλάβει τη θέση του παλιού; Μας αφορά αυτό το ερώτημα; Ορίζει καθήκοντα για την αριστερά και ιδιαίτερα για την Κομμουνιστική; Είναι επιτακτική ανάγκη η θεωρητική και πρακτική απάντηση αυτού του ερωτήματος; Η αδιαφορία ή η αδυναμία απάντησης αφήνει ή όχι χώρο για τη δημιουργία “πολιτικών τεράτων”;
Συνεπώς, στο σημείο αυτό υπάρχει ανάγκη προσδιορισμών: υπάρχουν ανατροπές και “ανατροπές”. Η πολιτική ανατροπή, που πρέπει να τεθεί ως κεντρικός πολιτικός άξονα για την κομμουνιστική αριστερά, αφορά το σάρωμα των μνημονιακών και ναζιστικών δυνάμεων, τη σοβαρή αποδυνάμωση των λαϊκιστικών συστημικών εφεδρειών, αφορά τέλος την εισβολή της κομμουνιστικής αριστεράς στο πολιτικό σκηνικό, τη διαμόρφωση και τη μαζική πολιτική δράση μιας αριστεράς που θα υπάρχει με το δικό της ανεξάρτητο πολιτικό σχέδιο. Ο περιορισμός στην “ανατροπή του πολιτικού συστήματος” είναι ανεπαρκής. Και επειδή είναι ανεπαρκής σε μια στιγμή που ένα τεράστιο πολιτικό κενό πλανάται πάνω από τη χώρα, είναι επικίνδυνος. Επικίνδυνος, επειδή αφήνει ορθάνοιχτη την πόρτα για την εισβολή μιας μεγάλης γκάμας συστημικών δυνάμεων που λαϊκίζουν με κάθε τρόπο και κάθε δυνατή μορφή, και την προνομιακή κάλυψη του πρωτοφανούς πολιτικού κενού από δυνάμεις τέτοιες και όχι από την αριστερά. Καθοδηγεί την αριστερά ώστε να κλωτσήσει την ιστορική ευκαιρία που παρουσιάζεται για αυτήν και για το λαό να ορθοποδήσει.
Όταν το αίτημα της τιμωρίας του ένοχου πολιτικού προσωπικού γίνεται το κεντρικό σημείο της άποψης αυτής, τα πράγματα γίνονται ακόμη πιο επικίνδυνα. Το αίτημα της τιμωρίας θέλει προσοχή. Είναι στοιχείο με το οποίο κάνουν μαζική δουλειά λαϊκιστικές δυνάμεις και πολιτικές. Μπορεί να γίνει της μόδας από ακραία αντιδραστικές απόψεις. Κυρίως, καλλιεργεί ταυτίσεις, μηδενισμό και ευκολίες. Ακόμα και αν εμείς διακρίνουμε “τιμωρία του κομματικού προσωπικού της χρεοκοπίας”, το πιο αβανταδόρικο είναι το “όλοι οι πολιτικοί, λίγο ή πολύ, κλέψανε. Άρα πρέπει να τιμωρηθούν όλοι τους”. Αν γίνει πανίσχυρο λαϊκό αίτημα, οι διακρίσεις θα είναι κουλτούρα για λίγους. Και αυτό δεν αφορά τα πρόσωπα. Αφορά την τιμωρία και το τσουβάλιασμα πολιτικών χώρων. Δεν είναι σύνθημα ή απαίτηση που πολιτικοποιεί, αντίθετα ενισχύει τον οπαδισμό, την ευκολία, τις ταυτίσεις. Αποπολιτικοποιεί. Ισχύει πως είναι ισχυρό στο λαό. Αυτό όμως δε σημαίνει από μόνο του πως θα πρέπει να αποτελέσει έναν από τους κεντρικούς πολιτικούς άξονες για την αριστερά.
Στο σημείο αυτό, μια παρένθεση: πως αξιολογούμε το αντι-πολιτικό ρεύμα που εκφράστηκε με πρωτόγνωρα ισχυρό τρόπο με τις πλατείες και σήμερα εκφράζεται με επίσης μεγάλη ένταση (αν και με τελείως διαφορετική μορφή) στην Ιταλία μέσω των εκλογών και το Γκρίλο; Πριν από όλα θα πρέπει να αναγνωρίσουμε ένα στοιχείο “υγείας” που διαπερνάει το αντι – πολιτικό αυτό ρεύμα. Καταρχήν συνιστά διαμαρτυρία στην κυρίαρχη πολιτική εξουσία και στην αδυναμία να υποστηριχθεί στα σοβαρά διέξοδος από την αριστερά. Αυτό είναι που συμβαίνει ουσιαστικά. Την ίδια στιγμή, το αντι – πολιτικό αυτό ρεύμα δεν έχει πλήρη αντίληψη αυτής της “πολιτικής βάσης” επί της οποίας συγκροτείται. Και στο σημείο αυτό ξεκινούν οι περιορισμοί για το αντι – πολιτικό κίνημα. Αντιλαμβάνεται το πολιτικό κενό με γενικούς όρους, αντιλαμβάνεται την ανικανότητα για κάλυψή του, συνειδητοποιεί πως δε φαίνεται φως στο τούνελ. Αυτά τα χρεώνει γενικά στους πολιτικούς. Δεν κάνει διακρίσεις δεξιάς – αριστεράς, τοποθετείται με ενστικτώδεις, όχι με πολιτικούς όρους. Δεν έχει “δογματισμούς”, δεν έχει σταθερές. Αν νιώσει να εκφράζεται από μια αριστερή ή από μια φασιστική λύση, δε βλέπει μεγάλη διαφορά. Έχει όρια, είναι ευάλωτο στο λαϊκισμό. Π.χ. μια ναζιστική ρητορεία που κινείται στη γραμμή καταδίκης της πολιτικής, των πολιτικών, της διαφθοράς, της τιμωρίας κλπ, θα έχει ερείσματα ή όχι σε ένα τέτοιο ρεύμα; Το αντιπολιτικό ρεύμα θα “αποκαλύψει” το λαϊκισμό αυτού του είδους ή θα δώσει τουλάχιστον ανοχή σε μια ρητορεία που δείχνει να συγγενεύει με δικές του βασικές ορίζουσες;
Το κίνημα αυτό, σήμερα παίρνει την εκδίκησή του: πριν δύο χρόνια, συνθήματα του κινήματος των πλατειών του στιλ “να φύγουν όλοι”, “κλέφτες και οι 300”, “να καεί το μπουρδέλο η βουλή”, εκστασίαζαν τμήμα της αριστεράς, γιατί έδειχναν πολύ ριζοσπαστικά, σε σημείο να αναπτύσσεται ολόκληρη μυθολογία σχετικά με το λαϊκό ριζοσπαστισμό, ο οποίος βρισκόταν κατά τις δυνάμεις αυτές έτη φωτός μπροστά από τη μίζερη, παλιομοδίτικη, δογματική, ανήμπορη, ανεπαρκή, ξεπερασμένη, καταδικασμένη αριστερά. Η επιστροφή της αριστεράς στο πολιτικό σκηνικό, έστω και αν συνοδεύεται από σειρά ερωτηματικών, αμφισημιών, ολισθημάτων, έστω και αν δε συνοδεύεται από μια αριστερή πολιτική που επιχειρεί να βάλει τη σφραγίδα της στην πολιτική ζωή του τόπου, αποτελεί ένα σκοτσέζικο ντους για τις δυνάμεις αυτές, ενώ δημιουργεί και προφανείς καταστάσεις αμηχανίας: είναι αποδεκτά σήμερα τα “να φύγουν όλοι”, “κλέφτες και οι 300”, “να καεί το μπουρδέλο η βουλή”; Αν πριν δύο χρόνια εξέφραζαν πρωτόγνωρο λαϊκό ριζοσπαστισμό, ενώ σήμερα δεν υιοθετούνται (ή μήπως υιοθετούνται;), δύο τινά συμβαίνουν: είτε προ διετίας η μπαρούφα πήγαινε σύννεφο, είτε σήμερα έχει συντελεστεί τέτοια ανατροπή, που ένα σωστό σύνθημα τότε, γίνεται σήμερα ένα λάθος σύνθημα. Στη δεύτερη περίπτωση πάντως, οι δυνάμεις αυτές θα πρέπει να πάρουν διαζύγιο από το σημερινό λαϊκό ριζοσπαστισμό, καθώς αυτός δε φαίνεται να έχει την ίδια γνώμη, ίσα – ίσα αναβαθμίζει τα αντι – πολιτικά του χαρακτηριστικά.
Συμπερασματικά, η αριστερά και ιδιαίτερη η κομμουνιστική, θα πρέπει να έχει μια ειδική σχέση με το αντι – πολιτικό κίνημα που φαίνεται να αναπτύσσεται ραγδαία: να εκκινά από την υγιή αφετηρία του, να πασχίζει να συνδεθεί μαζί του, να μην το θεοποιεί, να κάνει κριτική – να του ασκεί πολιτική επιρροή. Να έχει γνώμονα τη μετατροπή της αντιπολιτικής δυναμικής που συσσωρεύεται σε πολιτικό ρεύμα ανατροπής και οικοδόμησης. Να αντιπαρατίθεται στο λαϊκισμό, ακόμα και αν αυτό δεν είναι εύκολο ή κοστίζει. Οι λύσεις ευκολίας θα έχουν συνέπειες που σύντομα θα αποδειχθούν επώδυνες. Να έχει συναίσθηση πως την ίδια στιγμή που το κίνημα αυτό έχει υγιείς αφετηρίες, δεν είναι προνομιακό έδαφος για αυτήν ως τέτοιο (δηλαδή ως αντι – πολιτικό κίνημα). Πιο προνομιακό είναι για τη Χρυσή Αυγή ως τέτοιο. Στο βαθμό που ο κύριος συνεκτικός δεσμός του κινήματος μετατοπίζεται, και από “αντι – πολιτικό κίνημα τιμωρίας” γίνεται για παράδειγμα “ανατροπή των μνημονιακών πολιτικών”, η αριστερά κερδίζει έδαφος, ο λαϊκισμός, οι αστικές εφεδρείες, ο ναζισμός ηττώνται.
Συνοψίζοντας, αποτελεί τελείως διαφορετικό θέμα η ανατροπή του συσχετισμού δύναμης και η τιμωρία των ενόχων πολιτικών.
Εκτιμάμε πως η “τιμωρία των ενόχων” μπορεί να αποτελέσει κάποια αιχμή που θα κάνει τη διαφορά ως προς την ικανότητα για μαζική πολιτική από την αριστερά; Αν είναι έτσι, χρειάζεται συζήτηση. Πάντως αφορά πολύ πιο επιμέρους συζήτηση, όχι κεντρικό πολιτικό άξονα. Πιο δόκιμος μοιάζει ο όρος “πολιτική ανατροπή”, παρά ο όρος “ανατροπή του πολιτικού συστήματος”. Πρώτον γιατί δεν τσουβαλιάζει. Δεν είναι όλες οι πολιτικές δυνάμεις ίδιες, ως κομμάτια του πολιτικού συστήματος. Δεύτερον γιατί δεν είναι ακραία αβανταδόρικος για τη Χ.Α., όπως ο δεύτερος όρος. Τρίτον, γιατί το “ανατροπή του πολιτικού συστήματος”, συνηγορεί σε μια θολή αίσθηση πως “σύστημα=πολιτικό σύστημα”. Που καταλήγει να αθωώνει το όλον σύστημα πυροβολώντας το πολιτικό σύστημα. Τέταρτον, ο δεύτερος όρος απομακρύνει από το θέμα του συσχετισμού δύναμης, ενώ αβαντάρει κυρίως την “τιμωρία του πολιτικού προσωπικού”. Τέλος, το “ανατροπή του πολιτικού συστήματος” μοιάζει να βασίζεται σε μια εκτίμηση σταθεροποίησής του (εκτός και αν τοποθετούμε συνειδητά σαν κεντρική πολιτική επιδίωξη μια τάση που ξεδιπλώνεται ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα από την πολιτική πρακτική της αριστεράς), μετά από το σοκ του Μάη – Ιούνη και βάσει της διεθνούς και ντόπιας πανστρατιάς για την υπεράσπιση της τρικομματικής και του Σαμαρά. Κάτι που όμως δεν είναι καθόλου βέβαιο.
Πηγή:ανταπο/crisis
1 σχόλιο :
ο συγγραφέας θα έπρεπε να καταλαβαίνει ότι πρωτοπορία στο λαό κάθε μέρα πρέπει να αποδεικνύεις ότι είσαι, αν είσαι αριστερός ή κομμουνιστής, και να μη στέκεσαι μόνο στην αυτοαναγόρευσή σου. Τα λόγια του δείχνουν κόμπλεξ κατωτερότητας έναντι του απλού λαού που διαδήλωσε και διαδηλώνει μακριά από τους αυτοαποκαλούμενους "πρωτοπόρους".
Δημοσίευση σχολίου