Της Αριάδνης Αλαβάνου.
Η μακροσκελής συνέντευξη του Αλέξη Τσίπρα στην “Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία” (8/9/2013) έχει πολλές ομοιότητες με μια πολύ δημοφιλή ατραξιόν του τσίρκου: τον ελέφαντα που στέκεται με τα τέσσερα πόδια πάνω σε βάθρο μεγέθους ίσου με έναν κουβά.
Είναι πασιφανές ότι ο χρόνος παραμονής του ελέφαντα πάνω σ' αυτό το βάθρο είναι ελάχιστος.
Κάπως έτσι θα μπορούσε να κρίνει κανείς τη λογική της συνέντευξης. Οι επιμέρους πολιτικές, οι προτάσεις, τα υπό επεξεργασία σχέδια, η πληθώρα των μέτρων κ.λπ. στηρίζονται σε ορισμένες προκείμενες που δεν αντέχουν στη δοκιμασία ούτε της ιστορικής εμπειρίας, ούτε του χρόνου ούτε καν στην ορθολογική εξέταση.
Μέσα από τις γραμμές αναδύονται τρεις κεντρικές ιδέες:
Πρώτον: άπαξ και αναλάβει μια κυβέρνηση του Σύριζα που θα δηλώσει με κατηγορηματικό τρόπο ότι το χρέος δεν είναι βιώσιμο ( σαν να πρόκειται για κάτι άγνωστο) κατά ένα μαγικό τρόπο οι πιστώτριες χώρες θα θελήσουν να διαπραγματευτούν μία καινούρια δανειακή συνθήκη με την οποία θα διαγράφεται μεγάλο μέρος του χρέους (έως και 50%), θα δεχτούν πάγωμα των τόκων, θα βάλουν πλάτη στην παραγωγική ανασυγκρότηση. Η φρόνηση και ο “ορθολογισμός” ως προς τη βιωσιμότητα του χρέους θα τους το υπαγορεύσει, διότι αλλιώς κινδυνεύει η Ευρωζώνη.
Αυτή η λογική πάσχει από αξιοπιστία σε τρία βασικά σημεία:
α)αν ο ορθολογισμός και το συμφέρον των πιστωτριών χωρών υπαγόρευε μια τόσο δραστική μείωση του χρέους δεν θα ετοιμάζονταν για νέο δανεισμό/μνημόνιο το αμέσως επόμενο διάστημα.
β)Δεν θα είχαν κανένα λόγο να δείξουν αυτή την ορθολογικότητα και την καλή θέληση, θα λέγαμε, απέναντι σε μια νέα και υποτίθεται αντίπαλη στην κεντρική πολιτική/οικονομική γραμμή τους κυβέρνηση, που θα αποτελεί το “κακό παράδειγμα”, το οποίο μπορεί να εξαπολύσει αναστάτωση σε όλες τις υπερχρεωμένες χώρες.
Και γ) Θα είχαν κάθε λόγο να δείξουν την καλή τους θέληση απέναντι σε μια πειθαρχική κυβέρνηση όπως αυτή των Σαμαρά-Βενιζέλου, σε μια συγκυρία που είναι κρίσιμη για να διασώσουν τις φιλικές τους δυνάμεις που τους εγγυώνται τη “σταθερότητα”. (Κάτι που, παρεμπιπτόντως, δεν θα πρέπει να αποκλείεται μετά τις γερμανικές εκλογές, εφόσον το συνιστά και το ΔΝΤ.)
Το σημαντικότερο όμως είναι το εξής: κάποτε η ηγεσία του Σύριζα θα πρέπει να πάψει να φυγομαχεί και να αναμετρηθεί με μερικές αλήθειες. Στην Ελλάδα με τη συμφωνία για το κούρεμα των ομολόγων των ιδιωτών, τον Μάρτιο του 2012, έγινε η μεγαλύτερη μείωση χρέους στην ιστορία, Όμως, η συμμετοχή στην Ευρωζώνη εξανέμισε στην κυριολεξία τα όποια οφέλη.
Την ίδια μοίρα θα έχει και οποιαδήποτε άλλη μείωση του χρέους όσο η χώρα μας υπόκειται στους κανόνες του ευρώ. Το χρέος θα αναπαράγεται και θα χρησιμοποιείται ως εργαλείο για να εφαρμοστούν οι αναδιαρθρώσεις που δημιουργούν ακόμη πιο ευρύ πεδίο για το μεγάλο κεφάλαιο, πέραν του ότι αποδίδει για τις πιστώτριες χώρες απτά κέρδη σε ζεστό χρήμα. Η πρόσφατη είδηση για το ισπανικό χρέος που αγγίζει το 1 τρισ. ευρώ και τυπικά χωρίς μνημόνιο θα έπρεπε να δίνει κάποιο μάθημα σε όσους δεν έχουν βουλωμένα αφτιά και κλειστά μάτια.
"Λάθος" η λιτότητα;
Δεύτερον: η πολιτική της λιτότητας αποτελεί ένα “λάθος”, υποστηρίζει ο Α.Τ., που επιτέλους θα το συνειδητοποιήσουν οι δανειστές αν έχουν απέναντί τους στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων μια δύναμη που θα τους λέει αποφασιστικά ότι το “πρόγραμμα δεν βγαίνει” και “ δεν θα λέει εκ των προτέρων ναι σε όλα”. Αν ακολουθήσει κανείς αυτή τη γραμμή σκέψης φυσιολογικά καταλήγει στο ότι –όπως υποστηρίζουν πολλοί του περιβάλλοντος Σύριζα και συμμάχων-- τα μνημόνια είναι απλώς μια “λανθασμένη συνταγή”. Αν λοιπόν πρόκειται περί λάθους, και πάλι ο ορθολογικός παίκτης, εν προκειμένω οι ισχυρές χώρες της ΕΕ, μπορεί να συνειδητοποιήσει και να διορθώσει το λάθος του. Εδώ, εκούσια ή ακούσια, αποκρύπτεται ότι η λιτότητα δεν είναι συνταγή , αλλά σκόπιμη πολιτική που φέρει τη σφραγίδα συγκεκριμένων οικονομικών και πολιτικών δυνάμεων, μια καθαρά ταξική πολιτική που εφαρμόζεται καθολικά και φορτώνει την κρίση του συστήματος στον εργαζόμενο πληθυσμό. Αποκρύπτεται ότι η λιτότητα και η διάλυση του κοινωνικού κράτους έχει εμπεδωθεί στους θεσμούς και τις ευρωπαϊκές συνθήκες και μπορεί ακόμη και ο “αντιμνημονιακός” να εφαρμόζει μνημονιακές πολιτικές [1]. Ενώ εναποθέτει στους ίδιους τους σφαγείς να σώσουν το πρόβατο.
Το "νέο Σχέδιο Μάρσαλ"
Τρίτον: για να ενισχυθεί η αξιοπιστία των παραπάνω θέσεων ο Α. Τσίπρας επιχειρεί μια φυγή στο παρελθόν και ζητά ένα νέο Σχέδιο Μάρσαλ και μια διευθέτηση για τα χρέη του Νότου ανάλογη με τη Συνθήκη του Λονδίνου για το Χρέος της Γερμανίας, του 1953.
Είναι αλήθεια ότι τα περί νέου Σχεδίου Μάρσαλ δεν τα υποστηρίζει μόνο ο Α.Τ. αλλά και Ευρωπαίοι ιθύνοντες, πιο πρόσφατα ο διεκδικητής της γερμανικής καγκελαρίας, σοσιαλδημοκράτης Π. Στάινμπρουκ.
Και πάλι αυτή η λογική χωλαίνει σε πολλά επίπεδα.
Όμως πριν εξετάσουμε κατά πόσο είναι αξιόπιστη αυτή η προσέγγιση του προέδρου του Σύριζα, θα πρέπει να τονίσουμε τα εξής: Μπορεί η Αριστερά να γίνεται πολιτικό πλυντήριο για προγράμματα τύπου Σχεδίου Μάρσαλ;
Είναι πραγματικά ντροπή να ακούει κανείς τον επικεφαλής ενός αριστερού κόμματος στην Ελλάδα που διεκδικεί μάλιστα να κυβερνήσει, να επιδεικνύει τέτοια τερατώδη άγνοια ή απρονοησία, για να πούμε το ελάχιστο, ζητώντας ένα “νέο Σχέδιο Μάρσαλ”. Να αναβαπτίζει το αισχρό εργαλείο με το οποίο επιτεύχθηκε η συντριβή του αριστερού-δημοκρατικού κινήματος και στερεώθηκε η υποτέλεια, σε μια χώρα που για πρώτη φορά ο εργαζόμενος κόσμος διεκδίκησε να γίνει αφέντης της μοίρας του. Δεν γνωρίζει άραγε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ για την Ελλάδα του 1948-1952 σήμαινε κυρίως βόμβες ναπάλμ στα βουνά της χώρας μας, ξεριζωμό από την ύπαιθρο μεγάλων πληθυσμών, Αμερικανούς υπερυπουργούς, λεόντειες συμβάσεις υπέρ αμερικανικών συμφερόντων, στρατιωτικές βάσεις, εμπλοκές σε πολέμους, στήριξη ενός δωσιλογικού και διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος, δημιουργία μιας αρπακτικής και κρατικοδίαιτης αστικής τάξης, εκτελέσεις αγωνιστών, φυλακίσεις και εξορίες, υπονόμευση της δημοκρατίας;
Καλό θα ήταν να συμβουλευτεί το βιβλίο του Γ. Σταθάκη που ανήκει στο οικονομικό του επιτελείο, “Το δόγμα Τρούμαν και το Σχέδιο Μάρσαλ” (Αθήνα 2004), για να πληροφορηθεί τι είδους πολιτική εφάρμοσαν οι Αμερικανοί στην Ελλάδα τότε μέσω της παροχής βοήθειας. Σήμερα τη λένε νεοφιλελεύθερη...
Ένα το κρατούμενο είναι λοιπόν πως αν υπάρξει ποτέ ένα ευρωπαϊκό Σχέδιο Μάρσαλ, θα είναι για τις τράπεζες και τις μεγάλες επιχειρήσεις. Και δεν πρέπει να υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι θα συνοδεύεται από όρους εξίσου ή και περισσότερο σκληρούς με τους μνημονιακούς.
Για να υπογραμμίσουμε τον ανιστόρητο και πιθανώς παραπλανητικό χαρακτήρα αυτής της πρότασης, πρέπει να δούμε υπό ποιες ιστορικές συνθήκες υιοθετήθηκε το Σχέδιο Μάρσαλ και συνήφθη η συνθήκη του Λονδίνου, το 1953, για το γερμανικό χρέος.
Είναι καθολικά αποδεκτό ότι οι νικήτριες δυτικές δυνάμεις προχώρησαν σ' αυτές τις διευθετήσεις με βασικό κριτήριο τις πολιτικές προτεραιότητες του Ψυχρού Πολέμου. Επείγοντες γεωπολιτικοί λόγοι επέβαλαν να ανασυγκροτηθεί γρήγορα η Δυτική Ευρώπη και να ανασυσταθεί μια ισχυρή Δυτική Γερμανία μέσα στην ατλαντική συμμαχία, προμαχώνας απέναντι στην ΕΣΣΔ, τη νεοσύστατη Ανατολική Γερμανία και τα εργατικά/αριστερά κινήματα. Ο σχεδιασμός συμπεριλάμβανε και τη μετέπειτα ΕΟΚ και τη νομισματική ένωση, για τους ίδιους ακριβώς λόγους.
Το Σχέδιο Μάρσαλ (1948), παρότι είχε και ισχυρές οικονομικές πτυχές, όπως η στόχευση των ΗΠΑ να δημιουργήσουν εμπορικό πλεόνασμα με τις ευρωπαϊκές χώρες, δίνοντάς τους δολάρια με αντάλλαγμα την αγορά αμερικανικών βιομηχανικών προϊόντων και υπηρεσιών, υπήρξε βασικά ένα πολιτικό εργαλείο αποκλεισμού της Σοβιετικής Ένωσης από τη μεταπολεμική πανευρωπαϊκή διευθέτηση και διαίρεσης της Ευρώπης.
Αναρωτιέται κανείς: γιατί η Γερμανία να δώσει δωρεάν χρήματα στο ευρωπαϊκό Νότο, εφόσον δεν συντρέχει κανένας από τους λόγους που υπαγόρευσαν το Σχέδιο Μάρσαλ; Και τεράστιο εμπορικό πλεόνασμα έχει, κυρίως χάρη στο ευρώ, και πολιτικο-οικονομικές δεσμεύσεις έχει κατοχυρώσει μέσω των ευρωπαϊκών συνθηκών και γεωπολιτικοί λόγοι πιεστικοί δεν συντρέχουν. Ενώ με το δανεισμό ανακυκλώνει, και πολύ κερδοφόρα μάλιστα, τα πλεονάσματά της. Η δε απειλή της κοινωνικής ανατροπής είναι σε μεγάλο βαθμό ελεγχόμενη πολιτικά μέσα στο σύστημα του ευρώ.
Η συνθήκη του 1953 αποτελεί ακόμη πιο ενδιαφέρουσα περίπτωση.
Οι όροι της δεν αφορούσαν μόνο τη διαγραφή χρεών, αλλά τη δημιουργία μιας κραταιάς καπιταλιστικής γερμανικής οικονομίας. Η πολιτική βούληση για μια τέτοια λύση εκ μέρους των ΗΠΑ, της Βρετανίας και της Γαλλίας μπορεί να εξηγηθεί με βάση τις ειδικές ιστορικές καταστάσεις που είχαν δημιουργηθεί σ' όλη την Ευρώπη και στη μεταναζιστική Γερμανία. Ιδίως την πιεστική ανάγκη να εδραιωθεί ξανά ο καπιταλισμός στη συνείδηση των εργαζομένων στα μάτια των οποίων ήταν αξεδιάλυτα δεμένος με τις μαζικές δολοφονίες, τη βία του Τρίτου Ράιχ και τις στενές σχέσεις ανάμεσα στις μεγάλες επιχειρήσεις και στο ναζιστικό κόμμα. Μεγάλα τμήματα των Γερμανών εργαζομένων απαιτούσαν, με απεργίες, την κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, προκειμένου να προστατευθεί η Γερμανία από το φασισμό στο μέλλον [2].
Οι ΗΠΑ και οι λοιποί Δυτικοί, για να εξασφαλίσουν ότι η Δυτική Γερμανία θα αποτελούσε μια σταθερή συνιστώσα του ατλαντικού μπλοκ, έκαναν παραχωρήσεις που υπερέβαιναν κατά πολύ τη μείωση του χρέους -- το οποίο βεβαίως “κουρεύτηκε” δραστικά, κατά 62,6% περίπου, και η εξυπηρέτησή του ορίστηκε να μην υπερβαίνει ετησίως το 5% των εσόδων από τις εξαγωγές. Δέχτηκαν να πληρώνει το χρέος της σε εθνικό νόμισμα, το γερμανικό μάρκο, και μάλιστα σοβαρά υποτιμημένο (20,6% έναντι του δολαρίου όταν άρχισε να κυκλοφορεί ξανά, το 1948, μετά το κατοχικό μάρκο) και οι διαφορές να επιλύονται στα γερμανικά δικαστήρια και με το γερμανικό δίκαιο. Το σημαντικότερο είναι ότι δέχτηκαν την υποκατάσταση των εισαγωγών και την πώληση των γερμανικών βιομηχανικών προϊόντων στις διεθνείς αγορές, ώστε να αποκτήσει θετικό εμπορικό ισοζύγιο. Δέχτηκαν επίσης το πρωτοφανές: να μειώσουν τις δικές τους εξαγωγές στη Γερμανία.
Αυτή η πολιτική εφαρμόστηκε από τις ΗΠΑ επιλεκτικά και σε άλλες χώρες με εξίσου μεγάλη γεωπολιτική σημασία γι' αυτές, όπως η Νότια Κορέα και η Ταϊβάν [Για τα στοιχεία, βλ. Ε. Τουσαίν. “The Marshall Plan and the Debt Agreement on German debt”, ιστοσελίδα της CADTM, 24 Οκτωβρίου 2006 ].
Ούτε η πιο καλπάζουσα φαντασία δεν θα επέτρεπε να σκεφτούμε ότι θα μπορούσε να επαναληφθεί αυτό το ιστορικό προηγούμενο, χωρίς μεγάλες εσωτερικές και διεθνείς ανατροπές, ανάλογες μ' αυτές που επέφερε ο Β΄Παγκόσμιος Πόλεμος, τα αντιστασιακά και τα κινήματα εθνικής ανεξαρτησίας. Πράγματι: γιατί άραγε θα ακολουθούσε σήμερα μια τέτοια πολιτική η Γερμανία των μεγαλοεξαγωγέων και τραπεζιτών για την Ελλάδα, την Πορτογαλία, πολύ περισσότερο για την Ιταλία ή την Ισπανία; Για να απολέσει εξαγωγές και να δημιουργήσει ανταγωνιστές; Ή γιατί θα την έπαιρνε ο πόνος για το βιοτικό επίπεδο;
Και η Ευρωζώνη/ΕΕ δεν θα είχε κάποια ιδιαίτερη σημασία για τις ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, εάν δεν διασφάλιζε αυτόν ακριβώς τον καταμερισμό εργασίας που υπάρχει σήμερα και τα συνακόλουθα οφέλη, ως εργαλείο πειθάρχησης των εργαζομένων, περιορισμού της δημοκρατίας και της κυριαρχίας, δημιουργίας πάμφθηνου εργατικού δυναμικού, κατάλυσης του κοινωνικού κράτους, μεταφοράς πλούτου εκτός και υπέρ μιας οικονομικής ολιγαρχίας εντός των χωρών, διεθνούς πολιτικής δέσμευσης [3].
Η χώρα μας και οι εργαζόμενοι βρίσκονται σε μια πολύ δύσκολη ιστορική συγκυρία για να αντιμετωπίζονται τα προβλήματά τους με ασυγχώρητη ελαφρότητα και καλλιέργεια ψεύτικων ελπίδων ότι τη λύση μπορούν να τη δώσουν αυτοί που οδήγησαν τους λαούς στην εξαθλίωση. Χρειάζεται ένα πραγματικά εναλλακτικό σχέδιο εξόδου από τη σημερινή κατάσταση που θα περιγράφει καθαρά ποιοι είναι οι κοινωνικοί αντίπαλοι και ποιοι οι σύμμαχοι, και όχι αβάσιμα ιστορικά αναμασήματα.
----------------------------------
[1] Για να ακολουθήσουμε τη λογική της συνέντευξης, αφήνουμε προς το παρόν στην άκρη τις δεσμεύσεις στις οποίες υπόκειται η χώρα με τη συνθήκη για την οικονομική διακυβέρνηση και το σύμφωνο για το ευρώ και τις λοιπές συνθήκες της ΟΝΕ. Μια θεσμοποίηση της μνημονιακής πολιτικής σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
[2] Αντίστοιχη πολιτική, αλλά σε πολύ μικρότερη κλίμακα, ακολούθησαν οι ΗΠΑ και έναντι της Γαλλίας. Για μια πλήρη ανάλυση, βλ. “Η μεταπολεμική γερμανική πολιτική οικονομία και η κοινωνική οικονομία της αγοράς”, του Neil Ryan.
[3] Στα 1950-1951, το 41% των γερμανικών εισαγωγών προερχόταν από τη Μ. Βρετανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ. Εάν προστεθεί η ποσότητα εισαγομένων από το Βέλγιο, την Ολλανδία, τη Σουηδία και την Ελβετία, κι αυτές πιστώτριες χώρες, το συνολικό ποσοστό έφτανε στο 66% (Τουσαίν, ό.π.).
Πηγή:Σχέδιο Β'
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου