Του Δημήτρη Δημητούλη
Στις 17 Νοεμβρίου του 1869 κυκλοφορεί η Αισθηματική αγωγή του Γκυστάβ Φλωμπέρ, ενός από τους σπουδαιότερους μυθιστοριογράφους, όχι μόνο του 19ου αιώνα, αλλά όλων των εποχών.
Η εμφάνιση του συγκεκριμένου έργου θα ερμηνευτεί – εκ των υστέρων – ως τομή στην ιστορία της λογοτεχνικής «πρακτικής», τόσο στο ενδολογοτεχνικό επίπεδο, της «δοκιμασίας της γραφής», όσο και σ’ εκείνο της λογοτεχνίας ως ιστορικό-ιδεολογικής μορφής πρόσληψης της πραγματικότητας.
Βεβαίως αυτά τα δύο επίπεδα δεν βρίσκονται μεταξύ τους σε σχέσεις μηχανιστικής εξωτερικότητας, αλλά διαλεκτικής συνάρθρωσης. Άλλωστε, όπως θα μας πουν οι Πιερ Μασερέ και Ετιέν Μπαλιμπάρ «…είμαστε σε θέση χάρη στη σωστή χρήση της μαρξιστικής κατηγορίας της αντανάκλασης, να αρνηθούμε το ψευδές δίλημμα της λογοτεχνικής κριτικής (τι πρέπει: να αναλύσουμε τη λογοτεχνία εκ των έσω –αναζητώντας την ουσία της – η εκ των έξω – αναζητώντας τη λειτουργία της) και… ξέρουμε ότι δεν πρέπει να αναγάγουμε τη λογοτεχνία ούτε σε κάτι άλλο από αυτή την ίδια, ούτε και σ’αυτή την ίδια, αλλά να αναλύσουμε την ιδεολογική της ιδιαιτερότητα». (Μια υλιστική προσέγγιση της λογοτεχνίας και της γλώσσας, εκδόσεις Αγώνας, 1981.)
«Είχαν αποτύχει και οι δύο, ο ένας με όνειρό του τον έρωτα και ο άλλος με όνειρό του την εξουσία. Ποια ήταν η αιτία;» Αυτή είναι η κατακλείδα φράση-αποτίμηση της περιπέτειας των δύο πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος, του Φρεντερίκ και του Ντελωριέ. Η αποτυχία που επικαλείται ο Φλωμπέρ αφορά και στις δύο διαστάσεις της ανθρώπινης ιστορίας. Τη συλλογική-κοινωνική που είναι και η καθοριστική και την ατομική-προσωπική, που παρά τη σπουδαιότητά της είναι η ανεπανάληπτη, διαμεσολαβημένη – και ενίοτε τραγική – συμπύκνωση της πρώτης. Και η κρίση που διασχίζει και διαμελίζει το υποκείμενο είναι επίσης διπλή. Γιατί αποκαλύπτει τόσο την αδυναμία του συλλογικού ιστορικού υποκειμένου να υπερβεί και να μετασχηματίσει τις αντικειμενικές, κοινωνικές συνθήκες της ύπαρξής του, όσο και εκείνη του ατομικού ν’αλλάξει την ίδια του τη ζωή. Αδυναμία που είναι άρρηκτα συνυφασμένη με την πρώτη, όχι, βέβαια, με γραμμικό τρόπο.
Στην πραγματικότητα η αποτίμηση αυτή παραπέμπει σε μια ολόκληρη ιστορική και υπό μία έννοια μεταβατική περίοδο, που εκτείνεται από το συγκλονιστικό και ελπιδοφόρο ευρωπαΐκό 1848 μέχρι το 1873. Μόνο που οι επαναστάσεις του 1848 τελειώνουν με την ήττα τους και την ιστορική ελπίδα συντετριμμένη. Ταυτόχρονα ο κόσμος του κεφαλαίου και ο αστικός πολιτισμός θα γνωρίσουν μια περίοδο παρατεταμένης, εντυπωσιακής εδραίωσης και ευφορίας. Και σ’ αυτή την «πρόκληση» της Ιστορίας προεξέχουσα θέση καταλαμβάνει η εξέγερση των παρισινών προλετάριων τον Ιούνη του 1848. Για τέσσερις μέρες, από τις 23 μέχρι τις 26 Ιούνη, 45.000 προλετάριοι χωρίς ίχνος ψυχοδειλίας μάχονται στα οδοφράγματα του Παρισιού 250.000 κρανοφόρους της αστικής τάξης υπό το στρατηγό Καβαινιάκ. Η εξέγερσή τους θα τελειώσει με το σφαγιασμό 3.000 προλετάριων από τον εν λόγω στρατηγό, πρόδρομο του ομολόγου του Γκαλιφέ, σφαγέα της παρισινής Κομμούνας.
Η ήττα αυτή, όμως, θα εγκαινιάσει μια νέα εποχή πολλαπλών και ανταγωνιστικών δυνατοτήτων στην τραγική εποποιΐα της ταξικής πάλης. Αυτής της εποχής, μυθιστορηματική ανασύνθεση αποτελεί η Αισθηματική αγωγή, με αφορμή την οποία ο Λούκατς – στις Μελέτες για τον ευρωπαΐκό ρεαλισμό – θα υποστηρίξει ότι «Δεν υπάρχει κανείς που ν’ αρνείται πως ο πολιτισμός μας έχει περάσει και περνάει ακόμα μέσα από σκοτεινές εποχές. Η φιλοσοφία της Ιστορίας είναι εκείνη που θ’ αποφασίσει για το αν αυτό το σκοτείνιασμα του ορίζοντα, που για πρώτη φορά εκφράστηκε με επάρκεια στην Αισθηματική αγωγή του Φλωμπέρ, είναι μια τελική μοιραία έκλειψη ή είναι μονάχα μια σήραγγα στην οποία όσο μεγάλη κι αν είναι, υπάρχει ένας δρόμος που οδηγεί και πάλι στο φως». Ή όπως θα πει ο Ρολάν Μπαρτ«Για τον Φλωμπέρ, η αστική κατάσταση είναι ένα αθεράπευτο κακό που μολύνει το συγγραφέα, που για να το αντιμετωπίσει θα πρέπει να το δει με διαύγεια – πράγμα που τον οδηγεί σ’ ένα τραγικό αίσθημα». (Ο βαθμός μηδέν της γραφής, εκδόσεις Κέδρος-Ράππα, 1987.)
Είναι, όμως, ο ίδιος σκοτεινός ορίζοντας, που «παγιδεύει» και «αιχμαλωτίζει» το ιστορικό βλέμμα και τη γραφή του Φλωμπέρ, γιατί δεν του επιτρέπει να αναπλάσει μέσα από τη μυθιστορηματική του περιπλάνηση, τις ανταγωνιστικές δυνατότητες τις εποχής του. Δυνατότητες, που, όπως και ο σκοτεινός ορίζοντας, θεμελιώνονται με υλικό-αντικειμενικό τρόπο στις αντιθέσεις της ιστορικής περιόδου που και ο ίδιος εκπροσωπεί.
Αυτή, βέβαια, η φλωμπεριανή «αναπαράσταση» του βέβηλου κόσμου των ανθρώπων δεν είναι προΐόν μιας αυθαίρετης, βουλησιαρχικής επιλογής, μεταξύ πολλών άλλων, που θα μπορούσε «ελεύθερα» να υιοθετήσει ο συγγραφέας, όπως διατείνεται – στον πυρήνα της – η αστική φιλοσοφία της ιστορίας και του ανθρώπου. Οι άνθρωποι δεν είναι καταδικασμένοι να είναι ελεύθεροι, όπως έλεγε ο σπουδαίος φιλόσοφος Ζαν Πωλ Σαρτρ, πρωτίστως κατά την προ-μαρξιστική του περίοδο. Ούτε, βέβαια, είναι καταδικασμένοι εσαεί να ζουν ανελεύθεροι και υποδουλωμένοι. Είναι δυνατό, όμως, υπό ιστορικά συγκεκριμένες και καθορισμένες συνθήκες, να αποτελούν τους ανήμπορους και ανύποπτους – ενίοτε και υποψιασμένους – αχθοφόρους μιας ιστορίας ξένης και εχθρικής.
«Ο Φλωμπέρ και ο Ζολά – θα πει ο Λούκατς – ξεκίνησαν το δημιουργικό τους έργο μετά την εξέγερση του Ιούνη σε μια ακλόνητη αστική κοινωνία. Απέρριψαν την ενεργό συμμετοχή τους στην κοινωνία αυτή. Στην απόρριψη αυτή έγκειται η τραγωδία μιας σπουδαίας γενιάς καλλιτεχνών της μεταβατικής περιόδου. Η αποποίηση της κοινωνικής δραστηριότητας ήταν μια έκφραση του μίσους, της αποστροφής και της περιφρόνησης για το πολιτικό και κοινωνικό καθεστώς της εποχής τους… Γι’αυτούς η μόνη λύση στην τραγική αντίφαση της κατάστασής τους ήταν μια στάση αποστασιοποιημένου παρατηρητή και κριτικού της καπιταλιστικής κοινωνίας».
(Writer and Critic, Merlin Press, σελ. 118-119)
Αλλά η ιστορία, τόσο η συλλογική όσο και η προσωπική, δεν είναι μονοσήμαντη, ούτε μονοδιάστατη. Δεν είναι επίσης ο προνομιακός τόπος της μεταφυσικής απροσδιοριστίας, όπως φαντασιώνονται ακόμη και κάποιες ριζοσπαστικοφανείς προσεγγίσεις. Μπορεί να είναι υπό μία έννοια μια απροσδόκητη περιπέτεια, αλλά, πάντως, αιτιοκρατημένη με διαλεκτικό και όχι μηχανιστικό τρόπο. Έτσι, στις 18 Μαρτίου ξεσπάει η πρώτη νικηφόρα – για 72 ημέρες – εξόρμηση στους ουρανούς των κολασμένων – όπως τους χαρακτήρισε ο ποιητής της Κομμούνας, Ευγένιος Ποτιέ – της εποχής, οι οποίοι διεκδικούν με ασυμφιλίωτο τρόπο τη διάρρηξη των σκοτεινών οριζόντων. Και τα καταφέρνουν. Ο αγώνας του ανθρώπου εναντίον της εξουσίας είναι ο αγώνας της μνήμης ενάντια στη λήθη, θα πει ο Μίλαν Κούντερα, στο βιβλίο του γέλιου και της λήθης. Και οι προλετάριοι του 1871 δε λησμόνησαν τους συντρόφους τους στο Παρίσι τον Ιούνιο του 1848, γιατί η πάλη των τάξεων – αυτός ο ανυπέρβλητος «υλικός μηχανισμός» αναπαραγωγής της συλλογικής μνήμης – δεν το επέτρεψε. Για 72 μέρες η παρισινή Κομμούνα συνιστά την πιο ιερόσυλη πρόκληση στον αστικό πολιτισμό και σε χιλιάδες χρόνια ταξικής βαρβαρότητας.
Μετά από 72 ημέρες πρωτοφανούς αυτοθυσίας οι κομμουνάροι θα ηττηθούν. Τριάντα χιλιάδες οι σφαγιασθέντες. Δεκάδες χιλιάδες οι εξόριστοι στα νησιά της Νέας Καληδονίας στον Ειρηνικό ωκεανό. Στις 6 Ιουνίου 1871 εννιά ημέρες μετά το τέλος της Κομμούνας ο Φλωμπέρ θα επισκεφτεί το Παρίσι. Λέγεται ότι μπροστά στα ερείπια του Κεραμεικού – του βασιλικού ανακτόρου που δικαίως και ορθότατα πυρπόλησαν οι ηρωϊκοί κομμουνάροι, κατά τη δολοφονική τους καταδίωξη από τα στρατεύματα του Θιέρσου στις 23 Μαΐου 1871– θα κάνει το παρακάτω προφορικό σχόλιο:
«Αν είχαν καταλάβει την Αισθηματική αγωγή, δε θα συνέβαιναν όλα αυτά».
Ένας σπουδαίος μυθιστοριογράφος, που αντιλαμβάνεται την Ιστορία ως τραγικό αδιέξοδο, δεν κάνει μόνο μια παρατήρηση, αλλά και μια μελαγχολική προτροπή για την Ιστορία που «θάρθει», στο μεταίχμιο μιας μεγάλης εποχής, προάγγελος της οποίας υπήρξε η παρισινή Κομμούνα. Η ιστορία που «ήρθε», ευτυχώς, δεν κατάργησε την ιστορική μελαγχολία του Φλωμπέρ και την απομυθοποιητική της λειτουργία, αλλά στις επικές της εξορμήσεις, μάλλον, εμπνεόταν από την επαναστατική προτροπή του νεαρού Ένγκελς. Πράγματι, περί τα μέσα του 1842 ο εικοσιδυάχρονος Ένγκελς θα δημοσιεύσει μια εκτεταμένη κριτική σε μερικές από τις ιδέες του Γερμανού φιλοσόφου Σέλινγκ, υπό τον τίτλο: Σέλινγκ και αποκάλυψη. Στο πλαίσιο της κριτικής αυτής θα διατυπώσει σε «γλώσσα» προ-μαρξιστική, ιδεαλιστική – αν και γοητευτική για τον Έρνστ Μπλοχ – την απελευθερωτική επαγγελία που συνήγειρε και τους κομμουνάρους του Παρισιού. Ας παρακολουθήσουμε – εν κατακλείδι – με υλιστική μεροληψία αυτόν τον τεράστιο εγκυκλοπαιδικό στοχαστή:
«...η αυτοσυνείδηση της ανθρωπότητας, το νέο Γκράαλ γύρω από το θρόνο του οποίου συγκεντρώνονται οι λαοί με αγαλλίαση... Αυτή είναι η αποστολή μας: να γίνουμε οι ιππότες αυτού του Γκράαλ, να ζωστούμε το σπαθί μας για χάρη του και να διακινδυνεύσουμε χαρούμενοι τη ζωή μας στον τελευταίο, ιερό πόλεμο, που θα τον διαδεχτεί η το χιλιετές βασίλειο της ελευθερίας».
(Marx-Engels, Collected works, τ.2, σελ.239)
Εικ.: Barricade Voltaire Lenoir Commune Paris 1871. Bruno Braquehais - BHVP/Roger-Viollet
Πηγή:kommon
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου