Του Βασίλη Λιόση
Αναδημοσίευση από: Σύλλογο Μαρξιστικής Σκέψης "Γ.Κορδάτος".
Ο Πουλαντζάς συνεχίζοντας την κριτική του στο 7οσυνέδριο σημειώνει: «Το λαϊκό μέτωπο, που για τον Δημητρώφ ήταν ακόμα αντιφασιστικό, δηλαδή σε εξάρτηση με μια αμυντική κατάσταση, έγινε πανάκεια».
Η αλήθεια είναι πως υπήρξαν περιπτώσεις τέτοιες, αλλά πρέπει να κάνουμε τρεις επισημάνσεις:
α) Οι αποφάσεις του 7ου συνεδρίου και οποιουδήποτε συνεδρίου σαφώς και δεν μπορούν να γίνουν πανάκεια και φάρμακο δια πάσα νόσο. Όμως, τούτο έγινε σε μεγάλο βαθμό από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα[1] προκειμένου να στηριχθεί θεωρητικά η αναθεώρηση του μαρξισμό·
β) από την άλλη, η προηγούμενη παρατήρηση δεν καθιστά την ιστορική εμπειρία και τον ιδεολογικό και πολιτικό προσανατολισμό που κάθε φορά την συνόδευαν, ένα νεκρό γράμμα ή αντικείμενο μιας ακαδημαϊκής αναζήτησης δίχως πρακτικό αντίκρισμα·
γ) όταν οι αποφάσεις ενός συνεδρίου ή κάποια ιδεολογία διαστρεβλώνονται κι ερμηνεύονται κατά το δοκούν, για αυτό δε φταίνε οπωσδήποτε αυτές οι ίδιες οι αποφάσεις και οι ιδεολογίες. Το γεγονός, για παράδειγμα, ότι ο Μαρξισμός-Λενινισμός κακοποιήθηκε ουκ ολίγες φορές, δεν καθιστά την επαναστατική θεωρία ένοχη. Ο μαρξισμός-λενινισμός ερμηνεύτηκε με διαφορετικό τρόπο από τα κόμματα σοβιετικού τύπου, από τα τροτσκιστικά κόμματα, από τα μαοϊκά, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι υπάρχουν πολλοί μαρξισμοί, παρά μόνο κακέκτυπά του.
ΓΙΑ ΤΟΝ ΟΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ
Ο Πουλαντζάς επισημαίνει επιπλέον ότι η γραμμή του 7ουΣυνεδρίου ήταν εξαρχής λανθασμένη κι επισημαίνει δύο λόγους. Ο ένας λόγος αφορά στην ταξική βάση του φασισμού: «Στην αρχή η ταξική βάση είναι η “αστική τάξη στην περίοδο της παρακμής της”, έπειτα γίνεται το “μεγάλο κεφάλαιο”, έπειτα το “χρηματιστηριακό κεφάλαιο”, και με τον Δημητρώφ “οι τάσεις οι πιο αντιδραστικές και οι πιο συμβιβαστικές του μεγάλου κεφαλαίου”. Δηλαδή προοδευτικά ο φασισμός θεωρείται ότι εκπροσωπεί όσο πάει και στενότερη μερίδα της αστικής τάξης […]».
Ο ορισμός του Δημητρόφ και του 7ου συνεδρίου έχει δεχτεί τα πυρά, τόσο εκ δεξιών όσο και εξ αριστερών. Παρά τις επιθέσεις πάντως, θεωρούμε ότι ο ορισμός είναι κατά βάση σωστός και αυτό γιατί: φασιστικό κίνημα με ευρεία επιρροή όπως αυτή υπήρξε στη Γερμανία και στην Ιταλία δεν παρουσιάστηκε παντού. Σε μια σειρά καπιταλιστικών χωρών και μάλιστα ιμπεριαλιστικών (π.χ. ΗΠΑ και Μ. Βρετανία) ενώ υπήρξαν φασιστικά κινήματα, είτε αυτά δεν ήταν μαζικά (τουλάχιστον όπως στη Γερμανία και την Ιταλία), είτε δεν αποτέλεσαν επιλογή στη συγκεκριμένη φάση των εγχώριων κεφαλαίων. Ο ναζισμός/φασισμός στη Γερμανία και την Ιταλία στηρίχθηκε οικονομικά και πολιτικά από το μονοπωλιακό κεφάλαιο και μάλιστα από το πλέον επιθετικό του τμήμα. Στη Γερμανία αυτό το τμήμα του κεφαλαίου σχεδίαζε να κερδίσει το χαμένο έδαφος (κυριολεκτικά και μεταφορικά) από τη μεγάλη ήττα του Α΄ παγκόσμιου πολέμου. Είναι γνωστό πως παρά τις αντιμονοπωλιακές κορώνες τους οι Ναζί ενισχύθηκαν ποικιλοτρόπως από τα μονοπώλια.
Μέσα στις συνθήκες της κρίσης του 1929, η μονοπωλιακή αστική τάξη της Γερμανίας άρχιζε να προβληματίζεται και να φοβάται πως θα προκύψει ένα νέο επαναστατικό κίνημα. Με δεδομένο ότι η ταξική πάλη διεξαγόταν με ένταση, με το ότι το κύρος των παλιών αστικών κομμάτων μειωνόταν και με την ηγεσία της σοσιαλδημοκρατίας να αμφισβητείται από τα τμήματα των εργαζομένων που την υποστήριζαν, λόγω των αντιλαϊκών επιλογών της. Έτσι οι μονοπωλητές και οι γιούνκερς αποφασίζουν να υποστηρίξουν πιο ενεργά τους φασίστες. Ο διευθυντής του τραστ ΦραινίνχτεΣταλβέρκε διοργανώνει το 1929 στο Ντίσελντορφ συνάντηση με το Χίτλερ με τους μεγαλύτερους Γερμανούς βιομήχανους του Ρουρ και χρηματοδοτεί τις προεκλογικές καμπάνιες των ναζί.
Στις 27 Ιανουαρίου του 1932 σε μια μυστική συγκέντρωση που πραγματοποιήθηκε στο Ντύσελντορφ με τη συμμετοχή 300 αντιπροσώπων του χρηματιστικού κεφαλαίου. Σε αυτή τη συνάντηση ο Χίτλερ αναπτύσσει το πρόγραμμα του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος και υπόσχεται στα γερμανικά μονοπώλια να ξεριζώσει το μαρξισμό από τη Γερμανία. Οι μονοπωλιακοί κύκλοι παρέχουν πολύμορφη στήριξη στο Χίτλερ και το κόμμα του.
Το 1933 οι μονοπωλητές εγκρίνουν τους στόχους του Χίτλερ και δημιουργούν ταμείο με 3 εκ. μάρκα για τη στήριξη του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος[2].
Θα πρέπει να σημειώσουμε σε αυτό το σημείο πως συχνά αστοί μελετητές αγωνιούν προκειμένου να αποδείξουν τη μη σύνδεση φασισμού-μονοπωλίων. Για παράδειγμα ο «απίθανος» ΣτάνλειΠεν γράφει χαρακτηριστικά: «Παρ΄ όλη τη μεγάλη αριστερή προπαγάνδα ότι ήταν πληρωμένος πράκτορας του καπιταλισμού, ο Χίτλερ έλαβε μικρή οικονομική υποστήριξη από τις μεγάλες επιχειρήσεις […]»[3].
Ο ορισμός του φασισμού του 7ου συνεδρίου περιγράφει κατά τη γνώμη μας επιτυχημένα το τι είναι φασισμός. Απαντά στις απόψεις της σοσιαλδημοκρατίας με βάση τις οποίες ο φασισμός ήταν κίνημα και δικτατορία των μικροαστών, αποκόπτοντας την ταξική του ουσία από το μονοπωλιακό κεφάλαιο. Δε συνέχεε το φασισμό με το βοναπαρτισμό και τον έθετε στο σωστό κοινωνικό του πλαίσιο. Ο ορισμός, επίσης, δεν ταυτίζει τις κοινοβουλευτικές μορφές της αστικής δημοκρατίας με το φασισμό, στοιχείο εξαιρετικά κρίσιμο για τη χάραξη μιας επαναστατικής τακτικής. Βεβαίως, κανένας δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι ο ορισμός αποδίδει το φαινόμενο στην ολότητά του, αλλά αυτό δεν το κάνει κανένας ορισμός. Περιγράφει, όμως, τις ουσιαστικές πηγές από τις οποίες εκπορεύτηκε το φασιστικό φαινόμενο και σε τελική ανάλυση αποτυπώνει την ουσία του.
ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΠΕΡΙ ΣΟΣΙΑΛΦΑΣΙΣΜΟΥ
Το ζήτημα, λοιπόν, δεν είναι αν η ΚΔ στένευε τον ορισμό, αλλά αν εκείνος ή ο άλλος ορισμός ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Επιπλέον, ο Πουλαντζάς πέφτει πιθανώς ακόμη σε μια αντίφαση. Ο αρχικός και λιγότερος στενός ορισμός διατυπώθηκε στη φάση που κατά τον Πουλαντζά υπήρχε αριστερίστικη απόκλιση. Αν και ο Πουλαντζάς δε συμφωνεί με το σχήμα του σοσιαλφασισμού[4], η λογική του μοιραία μας οδηγεί προς αυτό.
Σε θεωρητικό επίπεδο το σχήμα του σοσιαλφασισμού ήταν λανθασμένο για τους εξής λόγους:
Πρώτα από όλα δεν κάνει διαχωρισμό κορυφής και βάσης της σοσιαλδημοκρατίας, βασικό και κρίσιμο σημείο στην πολιτική συμμαχιών.
Δεύτερο, δε δείχνει να αντιλαμβάνεται πως ο φασισμός δεν είναι μία απλή αλλαγή στη μορφή διαχείρισης, αλλά η πιο αντιδραστική πολιτική των πιο αντιδραστικών τμημάτων του κεφαλαίου, που επιφέρει κεφαλαιώδεις αλλαγές στην πολιτική ζωή και που δίνει στους κομμουνιστές την ευκαιρία για ευρείες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες.
Τρίτο, αγνοεί πλήρως τις ενδοαστικές αντιθέσεις, τις οποίες ένα κομμουνιστικό κόμμα πρέπει να αξιοποιεί.
Τέταρτο, αδιαφορεί για τη διαφορετική κοινωνική βάση του φασισμού και της σοσιαλδημοκρατίας. Στο μεν φασισμό συσπειρώνονται μικροαστικά και λούμπεν στοιχεία, στη δε σοσιαλδημοκρατία κατά βάση εργατικά στρώματα.
Πέμπτο, δεν παίρνει υπόψη του ότι έχει μεγάλη σημασία από ποιες θέσεις εκκινεί την πάλη του το προλεταριάτο: άλλο να μάχεται για τις στοιχειώδεις αστικοδημοκρατικές ελευθερίες και μάλιστα σε συνθήκες παρανομίας, διώξεων, φυλακίσεων, εξοριών, δολοφονιών (φασισμός και δικτατορίες) και άλλο να υπάρχει ένα κατακτημένο επίπεδο δικαιωμάτων (αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία).
Το εν λόγω σχήμα με βάση το οποίο φασισμός και σοσιαλδημοκρατία ήταν δίδυμα αδέλφια οδήγησε σε τραγικά αποτελέσματα. Να θυμίσουμε μόνο πως το σχήμα του σοσιαλφασισμού οδήγησε σε απαράδεκτα πολιτικά ατοπήματα. Στις 9 Αυγούστου του 1931, το ΚΚΓ συμμετείχε μαζί με τους ναζί και τους «ατσαλόκρανους» (ακραίοι εθνικιστές) στο δημοψήφισμα ενάντια στους σοσιαλδημοκράτες που ήταν κυβέρνηση στην Πρωσία. Συγκεκριμένα, οι εθνικιστές της Πρωσίας επιχείρησαν να αξιοποιήσουν ένα άρθρο του συντάγματος το οποίο έδινε τη δυνατότητα να γίνει δημοψήφισμα για την άρση της εμπιστοσύνης απέναντι στην εκλεγμένη κυβέρνηση. Η πρώτη αντίδραση του ΚΚΓ ήταν να αντιταχθεί σε κάτι τέτοιο. Στη συνέχεια, όμως, η γραμμή του κόμματος άλλαξε και η πρόταση για δημοψήφισμα υποστηρίχθηκε και το δημοψήφισμα ονομάστηκε «κόκκινο». Στις 22 Ιουλίου του 1931 το ΚΚΓ δηλώνει επίσημα τη συμμετοχή του σε αυτό. «Ναι» (δηλαδή υπέρ της άρσης εμπιστοσύνης προς τη σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση) ψήφισαν 10.000.000 ψηφοφόροι, ενώ «όχι» (δηλαδή κατά της άρσης) ψήφισαν περίπου 400.000. Επειδή το σύνολο των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων ήταν 26.587.672, το κοινοβούλιο δε διαλύθηκε, αφού κάτι τέτοιο θα απαιτούσε περίπου 13.300.000 ψήφους. Έτσι, το δημοψήφισμα κατέγραψε μια τρόπον τινά συμμαχία Κομμουνιστών-Φασιστών. Η πρόθεση του ΚΚΓ δεν ήταν ασφαλώς τέτοια, αλλά αυτό που μετράει είναι το αποτέλεσμα και η καταγραφή του ιστορικού γεγονότος. Σχετικά με αυτό γεγονός η Πράβντα στις 12 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς έγραφε: «Τα αποτελέσματα των εκλογών έδειξαν… το ισχυρότερο χτύπημα που κατάφερε ποτέ η εργατική τάξη στη σοσιαλδημοκρατία» και η ΚΔ το παρουσίαζε ως «παράδειγμα της εφαρμογής του ΕΜ». Αργότερα, το ΚΚΓ θα κάνει την αυτοκριτική του για αυτό το σφάλμα[5].
ΤΟ 7Ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΚΑΙ Η ΑΥΤΟΤΕΛΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ
Το δεύτερο, κατά τον Πουλαντζά, λάθος του 7ου συνεδρίου είναι ότι «Δεν επιμένει ή δεν αναλύει καθόλου τον μαζικό ρόλο των ιδίων των κομμουνιστών απέναντι στις τάξεις αυτές». Ας αφήσουμε, λοιπόν, τον ίδιο το Δημητρόφ να μιλήσει επ’ αυτού: «Όσο μια τέτοια κυβέρνηση θα διεξάγει πραγματικά αγώνα ενάντια στους εχθρούς του λαού και θα αφήνει ελευθερία δράσης στην εργατική τάξη και στο Κομμουνιστικό Κόμμα, εμείς οι κομμουνιστές θα την υποστηρίξουμε με κάθε τρόπο και θα αγωνιστούμε στις πρώτες γραμμές σα στρατιώτες της επανάστασης. Δηλώνουμε όμως ανοικτά στις μάζες: η κυβέρνηση αυτή δεν μπορεί να φέρει την τελική σωτηρία. Δεν είναι σε θέση να ανατρέψει την ταξική κυριαρχία των εκμεταλλευτών, για αυτό και δεν μπορεί να ματαιώσει οριστικά τον κίνδυνο της φασιστικής αντεπανάστασης. Επομένως πρέπει να προετοιμαζόμαστε για τη σοσιαλιστική επανάσταση! Η σωτηρία θα έρθει αποκλειστικά και μόνο από την εξουσία των σοβιέτ!»[6] (η υπογράμμιση δική μας).
Το ίδιο ξεκάθαρος είναι όταν αναφέρεται και στις σχέσεις κομμουνιστικού κόμματος και σοσιαλδημοκρατίας. Το ΕΜ, κατά το Δημητρόφ, δε σημαίνει απουσία κριτικής απέναντι στη δεύτερη: «Η προθυμία μας να διεξάγουμε τον αγώνα ενάντια στο φασισμό μαζί με τα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα και οργανώσεις, συνδυάζεται και θα συνδυάζεται με την ανελέητη πάλη ενάντια στο σοσιαλδημοκρατισμό σαν ιδεολογία και πράξη του συμβιβασμού με την αστική τάξη και συνεπώς ενάντια σε κάθε διείσδυση της ιδεολογίας αυτής μέσα στις δικές μας γραμμές»[7](η υπογράμμιση δική μας).
Η ΑΝΤΙΔΙΑΛΕΚΤΙΚΗ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗ ΤΟΥ ΠΟΥΛΑΝΤΖΑ
Ο Πουλαντζάς πέφτει σε ένα σοβαρό λάθος. Θεωρεί (σωστά) πως η λανθασμένη γραμμή οδηγεί σε αποτυχίες, λάθη και ήττες, ενώ θεωρεί (λανθασμένα) πως η σωστή γραμμή οδηγεί σε επιτυχίες και νίκες. Δυστυχώς η πραγματικότητα είναι απείρως πολυπλοκότερη και από τα πλέον περίτεχνα θεωρητικά σχήματα, κάτι που επιβεβαιώνεται από την ίδια την πραγματικότητα. Η σωστή γραμμή δεν οδηγεί σε νίκες, αλλά μπορεί να οδηγήσει σε νίκες. Για να μετατραπεί η δυνατότητα σε πραγματικότητα θα πρέπει να συμβάλλουν και άλλοι παράμετροι εκτός της ικανότητας του υποκειμενικού παράγοντα: η δύναμη ή η αδυναμία του αντίπαλου, ο διεθνής περίγυρος, οι οικονομικές συγκυρίες, η ταξική σύνθεση μιας χώρας κ.ά. Υπάρχουν αντικειμενικοί νόμοι που δεν μπορούν να καθοριστούν πλήρως από το επαναστατικό υποκείμενο, αλλά έχουν τη δική τους «ζωή». Ο υποκειμενικός παράγοντας μπορεί να επιταχύνει (ή να επιβραδύνει) μια κοινωνική εξέλιξη, να μεγιστοποιήσει (ή να ελαχιστοποιήσει) τα αποτελέσματα της, αλλά όχι να αναιρέσει τους γενικούς κοινωνικούς νόμους.
-------------------------------------------------
[1]. Βλέπε χαρακτηριστικά Νεφελούδης Βασίλης, Οι ρίζες του ευρωκομμουνισμού, στιγμές από την ιστορία του αριστερού κινήματος, Προβλήματα του καιρού μας, εκδ. Ράππα, 1977.
[2]. Τα στοιχεία από Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια ιστορία, τ. Θ1-Θ2.
[3]. ΠενΣτάνλει, Η ιστορία του φασισμού, σελ. 245, εκδ. Φιλίστωρ, 2000.
[4]. Βλέπε αναλυτικότερα Πουλαντζάς Νίκος, Φασισμός και δικτατορία, Η Τρίτη Διεθνής αντιμέτωπη στο φασισμό, σελ. 167-177, εκδ. Θεμέλιο, 2006.
[5]. Ορισμένες εκτιμήσεις (δες παραπομπή 1 στο άρθρο του Τρότσκι «Ενάντια στον “Εθνικό Κομμουνισμό”, Μαθήματα από το “Κόκκινο Δημοψήφισμα”, στο Λέον Τρότσκι, Κείμενα για το Σταλινισμό, 1927-1940, σελ. 77, εκδ. Μαρξιστική Φωνή), αναφέρουν ότι η αλλαγή γραμμής του ΚΚΓ έγινε κατόπιν παρέμβασης της ΚΔ και ότι πριν από το δημοψήφισμα έγιναν κοινές πορείες του ΚΚΓ και των Ναζί. Στο βαθμό που δεν έχουμε κάποιες πηγές στα χέρια μας για αυτά τα γεγονότα, είμαστε επιφυλακτικοί. Επίσης, σχετικά με αυτά τα γεγονότα βλέπε Φερνάντο Κλαουντίν, Η κρίση του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος, τ. Α΄, σελ. 156, εκδ. Γράμματα.
[6]. Δημητρόφ Γκεόργκι, Ο φασισμός, σελ. 96, εκδ. Πορεία, 1978.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου