Τετάρτη 5 Δεκεμβρίου 2012

Ερμηνεία της πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων

Του Βασίλη Λιόση (*)
(*) Εισήγηση στην Ημερίδα που διοργάνωσε ο Σύλλογος διάδοσης της μαρξιστικής σκέψης «Γιάνης Κορδάτος» με θέμα «Το σκάνδαλο των ιδιωτικοποιήσεων και η φιλολαϊκή διέξοδος από την κρίση»
--------------
Φίλοι, συναγωνιστές και σύντροφοι, όταν συζητάμε για την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων οφείλουμε να την καταδικάζουμε, να αναφερόμαστε στην εμπειρία που υπάρχει στη χώρα μας και στις υπόλοιπες χώρες, να αντιστεκόμαστε απέναντι σε αυτήν αλλά και να την ερμηνεύουμε. Γιατί η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων είναι τόσο διαδεδομένη; Πότε ξεκίνησε και για ποιους λόγους; Σε αυτά τα ερωτήματα θα επιχειρήσουμε να δώσουμε μια απάντηση, χωρίς βεβαίως να θεωρηθεί ότι αυτή (η απάντηση) «κλείνει» το θέμα. Ωστόσο, για να κατανοήσουμε το γιατί, πρέπει να δούμε μερικά γενικότερα ζητήματα που θα μας βοηθήσουν να εντάξουμε το ειδικό εντός ενός γενικού πλαισίου.

Ας ξεκινήσουμε, λοιπόν, να δούμε τι είναι ο τρόπος διαχείρισης του καπιταλισμού. Πρόκειται για τη γενική γραμμή άσκησης της οικονομικής πολιτικής, τον τρόπο που παρεμβαίνει το κράτος στην οικονομία, τους νόμους που θεσπίζονται για την εργασία και ό,τι σχετίζεται με αυτήν. Ειδικά στο στάδιο του ιμπεριαλισμού, ο τρόπος διαχείρισης είναι η ρύθμιση των σχέσεων ανάμεσα στο κράτος και τα μονοπώλια. Ο τρόπος διαχείρισης έχει κάθε φορά ως στόχο την επιβίωση του συστήματος, τη μεγιστοποίηση της κερδοφορίας, την εξασφάλιση της κοινωνικής συναίνεσης (είτε με το καρότο είτε με το μαστίγιο).

Σε αυτό το σημείο είναι απαραίτητο να κάνουμε μια σύντομη αναφορά στους τρόπους διαχείρισης που έχουν χρησιμοποιηθεί στον καπιταλισμό ή εν γένει στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής:

[1] Μερκαντιλισμός (εμποροκρατία): Ήταν η πολιτική της περιόδου της πρωταρχικής συσσώρευσης του κεφαλαίου (15ος-18ος αιώνας) και εξέφραζε τα συμφέροντα του εμπορικού κεφαλαίου. Κύρια χαρακτηριστικά: συσσώρευση χρυσού, απαγόρευση εξαγωγής χρήματος εκτός της χώρας, στόχος οι εξαγωγές να είναι περισσότερες από τις εισαγωγές. Προς τα τέλη του 17ου αιώνα ξεκινάει η αποσύνθεση του μερκαντιλισμού.

[2] Φιλελευθερισμός: Αντικατέστησε την πολιτική του Μερκαντιλισμού κι εξέφραζε την ανερχόμενη αστική τάξη που έπαιρνε τη θέση των φεουδαρχών στο ιστορικό προσκήνιο. Βασικό δόγμα υπήρξε το laissez faire (σε ελεύθερη μετάφραση καταργήστε τους προστατευτισμούς, δηλαδή τον κρατικό παρεμβατισμό). Κατά το Φιλελευθερισμό το προσωπικό συμφέρον είναι η μόνη κινητήρια δύναμη της οικονομίας και ως εκ τούτου τα άτομα πρέπει να αφεθούν ελεύθερα προκειμένου να δράσουν στο επίπεδο της οικονομίας κατά το δοκούν. Σύμφωνα με τον Άνταμ Σμιθ ο κρατικός παρεμβατισμός είναι επικίνδυνος π.χ. οι δασμοί δε θα έπρεπε να υπάρχουν.

[3] Κεϋνσιανισμός: Η κρίση του 1929 και ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος καθώς και οι γενικότερες πολιτικές εξελίξεις προκαλούν τριγμούς στα θεμέλια του καπιταλισμού. Τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της κρίσης ήταν:
  • Η κρίση του 1929-1933, ήταν κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης. Η βιομηχανική παραγωγή περιορίστηκε στο ένα τρίτο και περισσότερο σε σχέση με την προ κρίσης παραγωγή. Οι προηγούμενες κρίσεις θεωρούνταν σοβαρές αν η μείωση της παραγωγής ήταν στο 10 με 15%.
  • Σε διάρκεια η κρίση του ’29 υπερέβη κάθε προηγούμενη, αφού οι προηγούμενες κρίσεις κρατούσαν κατά κανόνα μερικούς μήνες.
  • Η κρίση χτύπησε με τον πιο έντονο τρόπο τις ΗΠΑ και τη Γερμανία.
  • Η αγροτική οικονομία βλήθηκε και αυτή με ιδιαίτερη σφοδρότητα, όπως επίσης και οι υποανάπτυκτες βιομηχανικά χώρες.
  • Η τιμή των προϊόντων μειώθηκε σε πρωτόγνωρα επίπεδα.
  • Οι παγκόσμιες οικονομικές σχέσεις διαταράχθηκαν, αφού το παγκόσμιο εμπόριο έπεσε περίπου στο ένα τρίτο του προηγούμενου όγκου συναλλαγών.
  • Η αξία του νομίσματος έπεσε σε 56 κράτη.
  • Σημειώθηκε τεράστια καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων. Σε όλες τις καπιταλιστικές χώρες δημιουργήθηκαν απέραντα νεκροταφεία μηχανών, ζώνες νεκρών εργοστασίων, τα χωράφια ξεχερσώνονταν, ενώ δημιουργήθηκαν τεράστιες στρατιές ανέργων. Στις αρχές του 1932 υπήρχαν στις καπιταλιστικές χώρες 26 εκατομμύρια άνεργοι, χωρίς να υπολογίζονται όσοι εργαζόμενοι απασχολούνταν μια-δυο ημέρες την εβδομάδα[1].

Ο Άγγλος οικονομολόγος Κέυνς είναι αυτός που αναλαμβάνει τη σωτηρία του καπιταλιστικού συστήματος. Ο κεϋνσιανός τρόπος διαχείρισης εμφανίζεται ολοκληρωμένα μετά τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου. Βασικά χαρακτηριστικά του ήταν: η παρέμβαση του κράτους στην οικονομία ώστε να ρυθμίζει τις «αρρυθμίες» του συστήματος, η αύξηση του εργατικού εισοδήματος ώστε να τονωθεί η ζήτηση, η δημιουργία διακρατικών οργανισμών (Διεθνής Τράπεζα και Διεθνές Νομισματικό Ταμείο) προκειμένου να υπάρχουν παρεμβάσεις και ρυθμίσεις όχι μόνο σε εθνοκρατικό αλλά και σε διεθνές επίπεδο, η θέσπιση του λεγόμενου κράτους πρόνοιας. Το δόγμα του Ζαν Μπατίστ Σέι με βάση το οποίο «η προσφορά δημιουργεί τη δική της ζήτηση»[2], βάλλεται από τον Κέυνς που το αντιστρέφει. Κατά τον Κέυνς η ζήτηση πρέπει να τονωθεί με συγκεκριμένες κρατικές παρεμβάσεις.

Έτσι, στην Αμερική της δεκαετίας του 1930 έχουμε τα πρώτα οργανωμένα βήματα στην εφαρμογή του νέου διαχειριστικού μοντέλου που εκφράστηκε επί κυβέρνησης Ρούσβελτ με την πολιτική του New Deal (νέος προσανατολισμός). Το 1933 η Γερουσία υπερψηφίζει νομοσχέδιο που εισηγείται την εργάσιμη εβδομάδα των 30 ωρών σε όλες τις επιχειρήσεις που ασχολούνταν με το διαπολιτειακό και το εξωτερικό εμπόριο. Στη συνέχεια το νομοσχέδιο απορρίπτεται από τη Βουλή, αλλά συγχρόνως σηματοδοτείται μια εποχή που θα έφερνε σοβαρές αλλαγές σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας[3]. Οι πολυάριθμοι νόμοι που ψηφίστηκαν στη συνέχεια στη Βουλή, είχαν ως σκοπό: α) την ανόρθωση του καθημαγμένου τραπεζικού συστήματος, β) τη διάσωση επιχειρήσεων που κινδύνευαν να καταστραφούν, με τη χορήγηση δανείων, γ) την ενθάρρυνση των ιδιωτικών επιχειρήσεων, δ) την άνοδο των πεσμένων τιμών με μέτρα πληθωριστικού χαρακτήρα, ε) την καταπολέμηση της γεωργικής υπερπαραγωγής με τον περιορισμό των καλλιεργούμενων επιφανειών και με την καταστροφή των σοδειών, στ) την προστασία των φάρμερς και των ιδιοκτητών σπιτιών από την αναγκαστική εκτέλεση λόγω ενυπόθηκων δανείων, ζ) τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας με την εκτέλεση δημόσιων έργων, η) τη χορήγηση ενός μίνιμουμ βοήθειας στους ανέργους[4].

Η πολιτική που εφαρμόσθηκε την κεϋνσιανή περίοδο δεν αντιστοιχούσε σε κάποια φιλάνθρωπη πολιτική του κεφαλαίου αλλά ήταν αποτέλεσμα: α) της επιθυμίας του κεφαλαίου να υπερβεί κρίσεις όπως αυτή του 1929, β) να συγκεντρώσει το κράτος κεφάλαια που μετά τον πόλεμο ο ιδιωτικός τομέας δεν είχε τη δυνατότητα να κάνει, γ) να εξασφαλίσει την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης ώστε να υπάρξει άνοδος της παραγωγικότητας, δ) να κερδίσει την κοινωνική συναίνεση φοβούμενη ριζοσπαστικές εξελίξεις και ε) να δώσει απάντηση στο εργατικό κίνημα και στη Σοβιετική Ένωση που ασκούσε εντονότατη ακτινοβολία σε εκατομμύρια ανθρώπων.

Ο ίδιος ο Κέυνς σε μία διάλεξή του στο Κέμπριτζ το 1925 με τίτλο Είμαι ένας φιλελεύθερος;συμπυκνώνει τα παραπάνω συμπεράσματα που σας εξέθεσα. Έλεγε χαρακτηριστικά: «[…] Τα συνδικάτα των εργαζομένων είναι αρκετά ισχυρά για να παρεμβαίνουν στο ελεύθερο παιχνίδι των δυνάμεων της ζήτησης και της προσφοράς, ενώ η κοινή γνώμη, παρόλο που ξεσηκώνει ένα θόρυβο δυσαρέσκειας και τρέφει κάτι παραπάνω από υποψίες σ’ ότι αφορά τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύουν τα συνδικάτα, στηρίζει τη βασική τους θέση, θέση σύμφωνα με την οποία οι ανθρακωρύχοι δε θα πρέπει να είναι τα θύματα κάποιων στυγνών οικονομικών δυνάμεων που δεν έχουν ποτέ μετακινηθεί […]

»[…] Η παλιωμένη αντίληψη σύμφωνα με την οποία είναι δυνατόν να διαφοροποιείται η αξία του νομίσματος και στη συνέχεια να αφήνεται στις δυνάμεις της προσφοράς και της ζήτησης ο ρόλος του καθορισμού των συνεπακόλουθων διευθετήσεων, ανήκε σε μια εποχή των 50 ή 100 χρόνων πριν, τότε δηλαδή που τα συνδικάτα ήταν ανίσχυρα και η σκοτεινή Θεά Οικονομία μπορούσε να σπέρνει καταστροφές πάνω στη μεγαλόπρεπη οδό της Προόδου δίχως να συναντάει εμπόδια, και μάλιστα κάτω από γενική επιδοκιμασία […]»[5].

Στο πλαίσιο της κεϋνσιανής διαχείρισης ήταν ενταγμένες και διάφορες πολιτικές κλασικών αστικών κομμάτων που με μια πρώτη ματιά μας ξενίζουν. Για παράδειγμα ας θυμηθούμε πως η μεταπολιτευτική κυβέρνηση του Κων/νου Καραμανλή είχε κατηγορηθεί από το ΣΕΒ για σοσιαλμανία (!), αφού επί Καραμανλή κρατικοποιήθηκε η Ολυμπιακή, τα διυλιστήρια στον Ασπρόπυργο, ο όμιλος Ανδρεάδη με όλα τα εμπορικά, ασφαλιστικά και χρηματοπιστωτικά του ιδρύματα κ.ά.

[4] Νεοφιλελευθερισμός: Με την «περίοδο των παχιών αγελάδων» του καπιταλισμού μετά τη λήξη του Β’ παγκόσμιου πολέμου, οι αστοί αναλυτές είχαν πιστέψει βρέθηκε το φάρμακο για τη νόσο των κρίσεων. Όμως ήλθε η δεκαετία του 1970 να τους διαψεύσει. Από το 1973 το ποσοστό κέρδους (η σχέση υπεραξίας προς το μεταβλητό και το σταθερό κεφάλαιο δηλ. ΠΚ= ) σημείωσε πτωτική τάση. Οι καπιταλιστές για να αντιρροπήσουν αυτή την τάση πρόβαλλαν νέα οικονομικά δόγματα. Υποστήριξαν την αποκατάσταση του ελεύθερου ανταγωνισμού, τον περιορισμό του κρατικού παρεμβατισμού στην οικονομία και εν γένει στο δημόσιο τομέα, την ιδιωτικοποίηση οικονομικών λειτουργιών και μονάδων που βρίσκονται στην ευθύνη του κράτους, τη μείωση των κοινωνικών παροχών, την κατάργηση των εργατικών δικαιωμάτων, την καταπολέμηση του πληθωρισμού. Γνωστοί θεωρητικοί του νεοφιλελεύθερου διαχειριστικού παραδείγματος υπήρξαν οι Χάγεκ και Φρήντμαν, ενώ η πιο γνωστή δεξαμενή σκέψης του νεοφιλελευθερισμού ήταν η σχολή του Σικάγου. Στο πιο δημοφιλές βιβλίο του Φρήντμαν Capitalism and Freedom κατατίθενται τα βασικά δόγματα του νεοφιλελευθερισμού: α) οι κυβερνήσεις πρέπει να καταργήσουν όλους τους κανόνες και τις ρυθμίσεις που εμποδίζουν τη συσσώρευση κερδών, β) οφείλουν να πουλήσουν τη δημόσια περιουσία σε ιδιωτικές εταιρείες, ώστε να την εκμεταλλευτούν επικερδώς και γ) να προβούν σε δραματικές περικοπές στη χρηματοδότηση των κοινωνικών προγραμμάτων[6].

Το νεοφιλελεύθερο πρόταγμα προπαγανδίστηκε μεθοδικά για πολλά χρόνια. Οι «αξίες» του έγιναν δόγματα που αν κάποιος τα αντέκρουε αυτομάτως μετατρεπόταν σε πολιτικό δεινόσαυρο. Είναι χαρακτηριστική, για παράδειγμα, η αντίληψη του νεοφιλελευθερισμού για την έννοια της ελευθερίας, της κοινωνίας και του ατόμου. Ο Γ. Λούλης, έγραφε χαρακτηριστικά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, όταν ο νεοφιλελευθερισμός είχε πλέον κάνει την αντεπίθεσή του: «Η ελευθερία δεν είναι νοητή κυρίως χωρίς πολιτικό πλουραλισμό […] και οικονομικό πλουραλισμό (σ.σ. εννοεί την ανάγκη και για περαιτέρω διείσδυση του ιδιωτικού τομέα στην οικονομία μιας χώρας)»[7]. Επίσης: «Δεν υπάρχει κάποια ανεξάρτητη οντότητα που να λέγεται κοινωνία […] Η κοινωνία με την έννοια αυτή είναι μύθος. Η κοινωνία και το κράτος έχουν γίνει για τα άτομα και όχι το αντίστροφο. Υπάρχουν μόνο άτομα – μόνο αυτά είναι πραγματικά – και η “κοινωνία” δεν είναι παρά μια αφηρημένη έννοια για την περιγραφή μιας σειράς σχέσεων μεταξύ ατόμων»[8].

Το σύνθημα των εκπροσώπων του νεοφιλελευθερισμού για ελάχιστο κράτος που έμοιαζε ριζοσπαστικό και ρηξικέλευθο, δεν ήταν παρά ένα μεγάλο ψέμα. Αυτό που υπονοούσαν ήταν την πλήρη ασυδοσία των μονοπωλίων, χωρίς κανένα κρατικό και κοινωνικό έλεγχο. Όταν, όμως, χρειάστηκε εν μέσω κρίσης το κράτος να παρέμβει αυτό έγινε με τον πιο αποφασιστικό τρόπο. Το (καπιταλιστικό) κράτος ήταν αυτό που με κρατικομονοπωλιακές ρυθμίσεις έδωσε οξυγόνο στους τραπεζίτες, αποδεικνύοντας τον κίβδηλο χαρακτήρα του συνθήματος για ελάχιστο κράτος.

Ο νεοφιλελευθερισμός είχε και έχει καθαρά αντεπαναστατικό χαρακτήρα. Όπως έγραφε χαρακτηριστικά ο Γκι Σορμάν, εκλαϊκευτής των δογμάτων του νεοφιλελευθερισμού «οι όροι “συντηρητική επανάσταση” και “φιλελεύθερη επανάσταση” που χρησιμοποιούνται συχνά μετά το 1980, είναι μεταφορές περιορισμένες να εξηγήσουν την ευρύτητα και την καθολικότητα της μεταβολής των νοοτροπιών». Και συνεχίζει με νόημα: «Όμως, ολόκληρη η φιλελεύθερη προσπάθεια συνίσταται στην αποφυγή της επανάστασης […]»[9].

Η άσκηση της νέας διαχειριστικής πολιτικής ξεκινά μεθοδευμένα με την πολιτική της Θάτσερ στην Αγγλία (1979) και του Ρέιγκαν στις ΗΠΑ (1980), αλλά και του Πινοτσέτ στη Χιλή (1973, στην οποία καθοδηγητικό ρόλο είχε η σχολή του Σικάγου). Οι αρνητικές εξελίξεις στις σοσιαλιστικές χώρες, η ήττα του κομμουνιστικού κινήματος και γενικότερα η υποχώρηση των λαϊκών κινημάτων, διευκόλυναν την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής[10].

* * * *

Σήμερα «κλείνουμε» πάνω από τριάντα χρόνια άσκησης νεοφιλελεύθερης πολιτικής σε όλο τον κόσμο. Τα αποτελέσματα είναι τα εξής: μείωση του εργατικού μισθού, αύξηση της ανεργίας, εκτεταμένη φτώχεια, επιμήκυνση του χρόνου που απαιτείται για τη συνταξιοδότηση, μείωση των κοινωνικών παροχών σε παιδεία, υγεία, ασφάλιση κ.λπ., περαιτέρω αυταρχικοποίηση του κράτους, προώθηση και κυριαρχία της αντιδραστικής ιδέας του ατομικισμού, ιδιωτικοποίηση κρατικών τομέων της οικονομίας. Όμως τα μονοπώλια, αδηφάγα όπως είναι ζητάνε κι άλλα…

Οι απολογητές του συστήματος υποστηρίζουν ότι οι ιδιωτικοποιήσεις α) ρίχνουν τις τιμές των παρεχόμενων προϊόντων και υπηρεσιών γιατί λειτουργούν οι νόμοι της φυσικής οικονομίας, β) ο ιδιωτικός τομέας είναι αποδοτικότερος σε σχέση με το δημόσιο και σπάει τη δυσκινησία και τη γραφειοκρατία του δεύτερου, γ) το πέρασμα των κρατικών επιχειρήσεων στους ιδιώτες γλυτώνει το κράτος άρα και την κοινωνία από προβληματικές επιχειρήσεις, δ) ο συναγωνισμός των ιδιωτικών επιχειρήσεων φέρνει ανάπτυξη την οποία καρπώνεται όλη η κοινωνία.

Ποια είναι, όμως, η αλήθεια; Όταν μια επιχείρηση περνάει στα χέρια των μονοπωλίων α) εξαφανίζεται η όποια δυνατότητα λαϊκού ελέγχου, β) με πολύ ευκολότερο τρόπο γίνεται αύξηση στις τιμές των παρεχόμενων υπηρεσιών και μάλιστα συχνά μέσα από τα καρτέλ δηλαδή μέσω συνεννόησης μεταξύ των εταιρειών, γ) καταργείται η δυνατότητα τα κέρδη της επιχείρησης να επιστρέφουν στο λαό με τη μορφή κοινωνικών παροχών, δ) δυσκολεύει η δραστηριότητα του εργατικού κινήματος εντός αυτών των επιχειρήσεων, ε) αυξάνεται η ανεργία αφού στο όνομα της ορθολογικοποίησης και της εξυγίανσης απολύονται εργαζόμενοι του δημόσιου τομέα ενώ παράλληλα οι εργασιακές σχέσεις χειροτερεύουν δραματικά, στ) χαρίζονται στο μεγάλο κεφάλαιο τεράστιες αξίες που έχουν συσσωρευτεί από την εργασία χιλιάδων ανθρώπων που εργάζονταν στις κρατικές επιχειρήσεις, αλλά και από εκατομμύρια ανθρώπους που πλήρωναν για χρόνια τους λογαριασμούς των κρατικών επιχειρήσεων (ΔΕΗ, ΟΤΕ κ.ά.), ζ) το όποιο ψήγμα κοινωνικής προσφοράς υπήρχε από τις κρατικές επιχειρήσεις χάνεται αφού μόνο μέλημα των ιδιωτικών επιχειρήσεων είναι το κέρδος, η) δίνει διέξοδο στο υπερυσυσσωρευμένο κεφάλαιο που αναζητά εναγωνίως νέους τομείς κερδοφορίας[11], θ) η εθνική ανεξαρτησία μπαίνει σε διακύβευση. Ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, τι μπορεί να σημαίνει σε ένα πολεμικό επεισόδιο ή σε μια πολεμική σύρραξη, ότι οι τηλεπικοινωνίες ανήκουν σε μονοπώλια και όχι στο κράτος[12].

Δυο απαραίτητες διευκρινίσεις

[1] Η υπεράσπιση του δημόσιου χαρακτήρα των κοινωφελών επιχειρήσεων που κατά τ’ άλλα είναι απολύτως αναγκαία, μπορεί να γεννήσει αυταπάτες σχετικά με το ρόλο του κράτους. Το κράτος με δημόσιες ή ιδιωτικοποιημένες επιχειρήσεις παραμένει κράτος των καπιταλιστών και σε καμία περίπτωση δεν είναι ουδέτερο. Δεν αποτελεί ένα άχρωμο διαχειριστή των γενικών υποθέσεων, πολύ περισσότερο δεν εργάζεται προς όφελος όλης της κοινωνίας.

Το κράτος σύμφωνα με τον Ένγκελς «[…] δεν είναι καθόλου μια δύναμη που επιβλήθηκε στην κοινωνία από έξω. Το κράτος δεν είναι επίσης η “πραγματοποίηση της ηθικής ιδέας”, “η εικόνα και η πραγματοποίηση του ορθού λόγου”, όπως ισχυρίζεται ο Χέγκελ. Το κράτος είναι προϊόν της κοινωνίας σε μια ορισμένη βαθμίδα εξέλιξης», ενώ σύμφωνα με το Λένιν «Το κράτος είναι προϊόν και εκδήλωση των ανειρήνευτων ταξικών αντιθέσεων. Το κράτος εμφανίζεται εκεί, τότε και καθόσον, όπου, όταν και εφόσον οι ταξικές αντιθέσεις δεν μπορούν αντικειμενικά να συμφιλιωθούν. Και αντίστροφα: η ύπαρξη του κράτους αποδείχνει ότι οι ταξικές αντιθέσεις είναι ανειρήνευτες»[13].

Ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινίσουμε πως οι δημόσιες επιχειρήσεις ήταν αποτέλεσμα της ταξικής πάλης και όχι μια ευγενική παραχώρηση του κεφαλαίου. Η ύπαρξή τους σημαίνει πως με έμμεσο τρόπο ανεβαίνει η τιμή της εργατικής δύναμης και ένα ποσό της αποσπώμενης υπεραξίας επιστρέφει με τη μορφή των κοινωνικών παροχών. Επιπλέον, το λαϊκό κίνημα μπορεί ευκολότερα να ελέγξει τις δημόσιες υπηρεσίες (ρεμούλες, αύξηση των τιμών των παρεχόμενων υπηρεσιών) σε αντίθεση με τις ιδιωτικές επιχειρήσεις όπου ο ιδιώτης κάτοχός τους ή εν πάση περιπτώσει οι μεγαλομέτοχοι είναι το(α) απόλυτο(α) αφεντικό(α) .

[2] Εκτός από τον κίνδυνο να παρανοηθεί ο ρόλος του κράτους, υφίσταται και ο κίνδυνος να εξωραϊστεί ένας συγκεκριμένος τρόπος διαχείρισης του καπιταλισμού. Εν προκειμένω ο κεϋνσιανισμός. Παρά τις διαφορές του με το (νεο)φιλελεύθερο μοντέλο, είναι απαραίτητο να πούμε ότι ο καπιταλισμός δεν εξανθρωπίζεται με κανέναν τρόπο.

Όποιο διαχειριστικό μοντέλο κι αν επιλεγεί η εκμετάλλευση της εργατικής τάξης και η συμπίεση των μεσαίων στρωμάτων από τα μονοπώλια δεν εξαφανίζεται. Η απόσπαση της υπεραξίας, η εκμετάλλευση και η καταπίεση υπάρχουν ανεξάρτητα από αυτόν ή εκείνον τον τρόπο διαχείρισης. Ακόμη και σε αυτόν τον «πολιτισμένο» σκανδιναβικό βορά, το πρότυπο κατά πολλούς του λεγόμενου κράτους πρόνοιας, ασκήθηκαν στο παρελθόν απάνθρωπες πολιτικές. Το 1934 και στις 4 χώρες της σκανδιναβικής χερσονήσου ψηφίστηκαν νόμοι για την ευγονική. Η Δανία ήταν το πρώτο κράτος στην Ευρώπη που νομιμοποίησε τη στείρωση για λόγους ευγονικής, το 1929. Μεταξύ του 1935 και 1975, στο πλαίσιο της σχετικής νομοθεσίας έγιναν μόνο στη Σουηδία 63.00 στειρώσεις. Σύμφωνα με μια ανάλυση η ευγονική δεν είχε τα ίδια ιδεολογικά κίνητρα με αυτά του ναζισμού όπου επιδίωξη ήταν η εξασφάλιση της αιματικής καθαρότητας, αλλά εφαρμόστηκε για την εξασφάλιση ενός υγιούς πληθυσμού, αποδοτικού και παραγωγικού[14].

Άλλωστε ο γνωστός αυτοκινητοβιομήχανος Φορντ το είπε με τον καλύτερο τρόπο. Όταν το 1914 διπλασίασε το μεροκάματο των εργατών του και μείωσε την εργάσιμη ημέρα από 9 σε 8 ώρες, απαντώντας στα ερωτήματα των άλλων βιομηχάνων γιατί το έκανε, απάντησε:ποιος θα αγοράσει τα αυτοκίνητα που παράγω; Και συνέχιζε: «Κακοπληρώνοντας τους ανθρώπους, προετοιμάζουμε μια γενιά υποσιτισμένων και υποανάπτυκτων παιδιών, τόσο από σωματική όσο και από ηθική άποψη. Θα είναι μια γενιά εργατών αδύναμων στο σώμα και στο πνεύμα, που θα αποδειχθούν αναποτελεσματικοί όταν θα έρθει ο καιρός να πιάσουν δουλειά στο εργοστάσιο. Σε τελική ανάλυση, η βιομηχανία θα πληρώσει το λογαριασμό.

»Η επιτυχία μας εξαρτάται ως ένα σημείο από αυτό που πληρώνουμε. Αν πληρώνουμε καλά το χρήμα αυτό ξοδεύεται. Πλουτίζοντας τους μεταπράτες, τους εμπόρους λιανικής, τους τεχνίτες και τους κάθε λογής εργάτες κι αυτή η ευημερία μεταφράζεται σε αύξηση της ζήτησης των αυτοκινήτων μας»[15].

* * * *

Φίλες και φίλοι, όλα τα προηγούμενα χρόνια οι κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ και της ΝΔ, εργάστηκαν λυσσωδώς για να ιδιωτικοποιήσουν τη δημόσια περιουσία, ενώ τώρα τη σκυτάλη έχει πάρει η τρικομματική κυβέρνηση με τη συμπλήρωση της τσόντας που λέγεται ΔΗΜΑΡ. Μίλαγαν και μιλάνε για υπερδιογκωμένο και αντιπαραγωγικό δημόσιο τομέα, για τον ιδιωτικό τομέα που θα προωθήσει την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα πούλαγαν ή προγραμμάτιζαν τα φιλέτα της περιουσίας που ήταν προϊόν της εργασίας του ελληνικού λαού. Από την άλλη οι μεσοβέζικες τοποθετήσεις του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και οι θέσεις στελεχών του για σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα όχι μόνο δεν μπορούν να δώσουν διέξοδο, αλλά είναι επικίνδυνες και δημιουργούν αυταπάτες. Η απόκρουση των επιχειρούμενων ιδιωτικοποιήσεων στο επόμενο χρονικό διάστημα θα είναι κρίσιμης σημασίας για το λαϊκό κίνημα και για το επίπεδο ζωής του ελληνικού λαού.

Φίλες και φίλοι, κλείνοντας αυτή την παρέμβαση επιτρέψτε μου ένα γενικότερο κάλεσμα: αυτό που βιώνουμε σήμερα σε πολλούς φαίνεται απίστευτο. Να μη μείνουμε, όμως, στην περιγραφή της κρίσης βάζοντας απλά και μόνο τα πιο μελανά χρώματα. Πολύ περισσότερο να μην τους επιτρέψουμε να μας ρίξουν στη μαζική κατάθλιψη, να μας κάνουν αυτόχειρες, να μας κάνουν μίζερους και φιλοτομαριστές. Δεν πρέπει ο ένας να φάει τις σάρκες του άλλου ή και να βουλιάξουμε στη θαλπωρή του καναπέ. Μεμψιμοιρία, κλείσιμο στον εαυτό μας, αποβλάκωση στην τηλεόραση και ομφαλοσκόπηση είναι ο ένας δρόμος. Αντίσταση, μαζική, ενωτική, προσανατολισμένη, αντιμονοπωλιακή είναι ο άλλος. Η απάντησή μας είναι δεδομένη. Δε θα τους κάνουμε τη χάρη. Αγώνας μέχρι την τελική νίκη!
----------------------------------------

[1]. Πηγή: Ακαδημία Επιστημών ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 245-249, εκδ. Μέλισσα, 1963.

[2]. Τουσέν Ερίκ, Ο Νεοφιλευθερισμός, Από τις απαρχές του έως τις μέρες μας, σελ. 42, εκδ. Τόπος.

[3]. Βλέπε αναλυτικότερα, Ρίφκιν Τζέρεμι, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, σελ. 95-98, εκδ. Νέα Σύνορα-Λιβάνη, 1996.

[4]. Φόστερ Ουίλιαμ, Η Ιστορία των Τριών Διεθνών, τ.2, σελ. 488, Αθήνα.

[5]. Αναφέρεται στο: Κεϋνσιανισμός, κεφάλαιο, κράτος και ταξικός ανταγωνισμός: από την οκτωβριανή επανάσταση στο ΔΝΤ, σελ. 13, εκδ. Σπάταλοι.

[6]. Βλέπε χαρακτηριστικά Κλάιν Ναόμι, Το δόγμα του σοκ, σελ. 85, εκδ. Λιβάνη.

[7] . Λούλης Γ., Επίκεντρα, Νο 6, 1979

[8] . Λούλης Γ., «Φιλελευθερισμός και συντηρητισμός: Ποιες οι διαφορές τους;», Επίκεντρα, Νο 35-36, σελ. 60.

[9]. Σορμάν Γκι, Το ελάχιστο κράτος, σελ. 68-69, εκδ. Ροές, 1987.

[10]. Για τους τρόπους διαχείρισης βλέπε αναλυτικότερα Μπο Μισέλ, Η ιστορία του καπιταλισμού, Από το 1500 ως σήμερα, εκδ. Μάλλιαρης-Παιδεία, 1987.

[11]. Βλέπε αναλυτικότερα για αυτό το ζήτημα την εξαιρετική μελέτη του Σπύρου Μαγκλιβέρα, Ο κρατικός τομέας της οικονομίας στην Ελλάδα και η κρίση, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1987.

[12]. Σημειώνουμε πως τα ζητήματα της εθνικής ανεξαρτησίας είναι πλέον στην ημερήσια διάταξη με την επιβολή της δανειακής σύμβασης στην Ελλάδα, αλλά βρίσκονται και στην επικαιρότητα και για άλλους λόγους. Σύμφωνα με δημοσιογραφικά δημοσιεύματα η εταιρεία Academi πρώην Black Water (γνωστή για τα αίσχη που διέπραξε στο κατεχόμενο Ιράκ) πρόκειται να αναλάβει τη φύλαξη της Εγνατίας Οδού! Αν αυτό το γεγονός συνδυαστεί με την κατεύθυνση που δίνει η τρόικα στην ελληνική κυβέρνηση για κατάργηση της υποχρεωτικής θητείας αντιλαμβανόμαστε τόσο την κρισιμότητα του ζητήματος της εθνικής ανεξαρτησίας όσο και την κρισιμότητα του ιδιοκτησιακού καθεστώτος των τηλεπικοινωνιών.

[13]. Λένιν, Άπαντα, Κράτος και Επανάσταση, τ. 33, σελ. 6-7, εκδ. Σύγχρονη Εποχή.

[14]. Βλέπε αναλυτικότερα, Χίλσον Μαίρη, Το Σκανδιναβικό Μοντέλο, σελ. 204-206, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

[15]. Μπο Μισέλ, Η ιστορία του καπιταλισμού, Από το 1500 ως σήμερα, σελ. 262, εκδ. Μάλλιαρης-Παιδεία, 1987.

Δεν υπάρχουν σχόλια :