Του Χ. Γεωργούλα
Eνα από τα βασικά επιχειρήματα των απολογητών της ασυδοσίας του κεφαλαίου, είναι ότι σε περιόδους κρίσης είναι μάταιο να επιδιώκεις αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσω της φορολόγησης των κερδών, γιατί κέρδη δεν υπάρχουν. Βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι της ύφεσης, είναι το συνηθισμένο επιμύθιο.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τζίρος των επιχειρήσεων αυτών ήταν της τάξης των 26 δισ. ευρώ, πράγμα που μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι τα πραγματικά κέρδη τους θα ήταν μάλλον τα υψηλότερα των 850 εκ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν ως ποσοστό του τζίρου μόνο το 4%.
Οι 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας, οι βιομηχανικές, είχαν ακόμη καλύτερη τύχη. Με τζίρο της τάξης των 34 δισ. ευρώ, τα συνολικά κέρδη τους έφτασαν τα 1,6 δισ. το 2011 (που αντιπροσωπεύουν επίσης χαμηλό ποσοστό επί του τζίρου, περίπου 5%, πράγμα μάλλον απίθανο στην πραγματική και όχι στη λογιστική ζωή…)
Την ίδια στιγμή ο «εθνικός» μας εμπορικός στόλος ελληνικών συμφερόντων όχι μόνο μεγαλώνει με εκρηκτικούς ρυθμούς, αλλά βρίσκεται και στην πρωτοπορία των επενδύσεων σε πλοία νέας τεχνολογίας (μεταφοράς υγροποιημένου αερίου), πράγμα που σημαίνει ότι οι δουλειές δεν πάνε κι άσχημα.
Από τα 82 πλοία που έχουν μέχρι τώρα παραγγελθεί παγκοσμίως, τα 38 τα έχουν παραγγείλει 8 από τους μεγαλύτερους έλληνες εφοπλιστές. Η αξία των παραγγελιών αυτών φτάνει τα 7,4 δισ. δολάρια! Για να έχουμε μια εικόνα των τζίρων και συνεπώς των κερδών που αναμένονται από τη ναύλωση αυτών των σκαφών, να σημειώσουμε ότι ο ημερήσιος ναύλος τους φτάνει τις 130.000 δολάρια. Ποια είναι, άραγε, η φορολογική συμβολή όλων αυτών στην «εθνική» προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης;
Ας μην ανησυχούμε, αυτά που οι τελώνες και φαρισαίοι παίρνουν από τους πολλούς, δεν πάνε χαμένα, πιάνουν τόπο στις τσέπες κάποιων άλλων. Την ώρα που εμείς χάνουμε συλλογικά (αυγά και πασχάλια…) κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να κερδίζουν ασύστολα και ιδιωτικά.
Αν όλοι αυτοί φορολογούνταν με τον ίδιο ή και κάπως χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή όπως οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, ίσως δεν θα υπήρχε καν ζήτημα χρέους. Κι όμως, παρά τις χαμηλές επιβαρύνσεις, είναι έτοιμοι να μεταφέρουν την έδρα των επιχειρήσεών τους, τυπικά, σε φορολογικούς παραδείσους, προκειμένου να γλιτώσουν κι αυτές τις σχεδόν ανύπαρκτες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Το κεφάλαιο ποτέ δεν είχε πατρίδα. Απλώς σήμερα οι απολογητές τής παντοκρατορίας του θέλουν από πάνω να γεμίσουν με αισθήματα ενοχής τις πατρίδες, επειδή δεν του κάνουν πάντα όλα τα χατίρια και το… αναγκάζουν να αναζητά τη φθηνότερη χώρα, για να την κάνει πατρίδα ευκαιρίας. Δείτε τι έγραφε ένας τέτοιος φθηνός απολογητής, για τις επιχειρήσεις που, αν και διατηρούν τις παραγωγικές ή εμπορικές δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, μεταφέρουν την έδρα τους αλλού, για ευνόητους λόγους: «Αν η κοινωνία και οι κυβερνήσεις είναι εχθρικές με τις επιχειρήσεις, δεν μπορούν να επικαλούνται τον πατριωτισμό όποτε τους βολεύει»…
Σωστό κι αυτό. Τον πατριωτισμό επιτρέπεται να τον επικαλούνται μόνο όσοι τον καπηλεύονται.
Για πάσα νόσο…
Στην αριστερά έχουμε συζητήσει άπειρες ώρες για το αν είναι προϋπόθεση οποιασδήποτε προσπάθειες υπεράσπισης ή και προαγωγής των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων η έξοδος από το ευρώ και η επιλογή εθνικού νομίσματος. Έχουμε ακούσει πολλά και λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά επιχειρήματα υπέρ ή κατά της εξόδου και, τουλάχιστον στον ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε καταλήξει σε μια συνθηματοποιημένη θέση κοινά αποδεκτή: «Καμία θυσία για το ευρώ».
Αυτό δεν σημαίνει ότι μια πολιτική δύναμη ή ένας συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που επιδιώκει βάσιμα να αναλάβει την κυβέρνηση, δεν πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένα σχέδιο για την περίπτωση που για λόγους πέρα από τη θέλησή του η Ελλάδα βρεθεί στην ανάγκη να οργανώσει την οικονομία της με βάση ένα εθνικό νόμισμα.
Η αναζωπύρωση, πάντως, της συζήτησης από την πλευρά του Αλέκου Αλαβάνου εσχάτως είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να πάρει τη μορφή μιας ακόμα άγονης ενδοαριστερής αντιπαράθεσης. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ποιότητα ενός μέρους της αναθερμασμένης επιχειρηματολογίας του.
Ειδικά η τραβηγμένη από τα μαλλιά σύνδεση της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα με την επίλυση του μεταναστευτικού δεν είναι μόνο ατυχής από οικονομική άποψη, αλλά εμπλέκει και την εξαιρετικά λεπτή για τους ίδιους τους μετανάστες θέση τους στην Ελλάδα μ’ ένα πολιτικό επίδικο, απ’ το οποίο θα έπρεπε να τους κρατάμε με κάθε τρόπο στη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση. Φανταστείτε για λίγο το επιχείρημα αυτό στα χέρια μιας φανατισμένης ακροδεξιάς.
Αν δεν γίνεται αντιληπτός αυτός ο κίνδυνος, τότε μάλλον χρειάζεται επειγόντως ενίσχυση η πολιτική διορατικότητά μας.
Βοηθήστε τον να ολοκληρώσει
Με αίσθημα ανακούφισης πληροφορηθήκαμε ότι στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές θα είναι και πάλι υποψήφιος για τη δημαρχία της Αθήνας ο κύριος Γιώργος Καμίνης.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, το «καθήκον απέναντι στους πολίτες που τον ψήφισαν», τον αναγκάζει να το κάνει, καθώς «δεν θα έχει ολοκληρώσει το έργο του» ως τη λήξη της θητείας του.
Αν είναι γι’ αυτό, πάντως, ας τον βοηθήσει κάποιος ολοκληρώσει το δυνατό συντομότερο, για να μη μπαίνει ξανά στον κόπο ο άνθρωπος.
Ποιανού το «δίκιο» γίνεται νόμος;
Κάθε φορά που σαρώνεται μια νομοθετική ρύθμιση υπέρ της εργασίας, η πρώτη δικαιολογία που ακούγεται είναι ότι, δυστυχώς, στην αγορά είχε ήδη καταργηθεί στην πράξη. Αυτό ακούσαμε και για την αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων από τις ατομικές, και για την εκ περιτροπής εργασία, και για την κατάργηση του 8ωρου, και για τη διαγραφή των υπερωριών, και για την αποδέσμευση του εργάσιμου χρόνου από το ωράριο λειτουργίας των επιχειρήσεων… Συνεπώς, η νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται όχι να καταργήσει μια κατάκτηση, αλλά να βάλει τάξη στο χάος.
Δεν υπάρχει πιο τρανταχτή απόδειξη ότι μ’ αυτό τον τρόπο αν κάποιο «δίκιο» γίνεται σήμερα νόμος, αυτό είναι το «δίκιο του εργοδότη». Κι όμως, λόγω αδρανείας, οι λεπτεπίλεπτοι κι ευαίσθητοι σε θέματα δημοκρατικής νομιμότητας κοντυλοφόροι του συστήματος εξακολουθούν να μας κουνούν το δάχτυλο υποστηρίζοντας ότι το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία.
Λίγο ακόμα και θα μας πουν ότι η εφαρμογή στην πράξη του «δίκιου του εργοδότη» οφείλεται στη γενικευμένη αίσθηση ανομίας που είχαν διαχύσει στην κοινωνία οι εργαζόμενοι με κάτι τέτοια λαϊκίστικα συνθήματα.
Ειρήνη υμίν
Και μόνο για το γεγονός ότι με Νόμπελ Ειρήνης είχε βραβευθεί ακόμη και ο Κίσινγκερ, θα έπρεπε η βράβευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ίδια διάκριση να προκαλεί γέλιο κι όχι σοβαρές συζητήσεις για το νόημα και τη σημασία της εκλογής.
Επειδή, όμως, υπάρχουν αρκετοί που θέλουν να το συζητούν σοβαρά και μάλιστα χαρακτηρίζουν εχθρό της ευρωπαϊκής ενοποίησης όποιον τολμά έστω και να χαμογελάσει με τα καμώματα της αρμόδιας επιτροπής απονομών, ας απαντήσουμε στους άτεγκτους ευρωπαϊστές με τα επιχειρήματα κάποιου που δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί για αντιευρωπαϊσμό:
«Έχει μια ειδική ειρωνεία να τιμάται ένα πεδίο πολιτικής στο οποίο η ΕΕ όχι μόνο δεν διακρίνεται, όχι μόνο δεν έκανε βήματα μπροστά, αλλά και εγγράφει τη μεγαλύτερη αποτυχία της (…) Η ΕΕ δεν βαραίνει περισσότερο τα τελευταία χρόνια στις διεθνείς ισορροπίες, δεν απέκτησε πρόσωπο προς τα έξω, δεν απέτρεψε ούτε μια σύρραξη παγκοσμίως (…) Το να μιλά σήμερα η επιτροπή για συμβολή στην παγκόσμια ειρήνη, παραπέμπει σε μια άλλη, φαντασιακή ή ευκταία, πάντως όχι την πραγματική Ευρώπη (…) Την ειρήνη των εθνών στα πεδία των μαχών, που πέτυχε εδώ και 60 χρόνια, η ΕΕ δεν τη μετέτρεψε σε ξεπέρασμα των εθνικών εγωισμών και συμφερόντων μπροστά σε μια νέα μάχη, για την αξιοπρεπή επιβίωση των λαών κόντρα στο απορυθμισμένο κέρδος» (Κ. Μποτόπουλος, «Τα Νέα», 15/10/2012).
Στο κάτω κάτω, αν άξιζε κάποιο Νόμπελ η ΕΕ, θα ήταν της Οικονομίας, προφανώς…
Ανεργία χωρίς επίδομα
Από τους 1.200.000 άνεργους μόνο οι 186.000 παίρνουν επίδομα ανεργίας. Αυτό το εκπληκτικό στοιχείο, ένας αισιόδοξος νεοφιλελεύθερος θα μπορούσε να το ερμηνεύσει ως ένδειξη ότι υπάρχει ακόμη αρκετό λίπος για κάψιμο. Κι ένας απαισιόδοξος σοσιαλμανής ως απόδειξη ότι και το επίδομα ανεργίας έχει καταργηθεί στην πράξη. Γιατί στη θεωρία, για πολλούς λεχρίτες, ήταν απλώς ένα αδιανόητο προνόμιο της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Η αστική τάξη πάει στο φορολογικό παράδεισο
Eνα από τα βασικά επιχειρήματα των απολογητών της ασυδοσίας του κεφαλαίου, είναι ότι σε περιόδους κρίσης είναι μάταιο να επιδιώκεις αύξηση των δημοσίων εσόδων μέσω της φορολόγησης των κερδών, γιατί κέρδη δεν υπάρχουν. Βράζουμε όλοι στο ίδιο καζάνι της ύφεσης, είναι το συνηθισμένο επιμύθιο.
Όσο παράδοξο κι αν φανεί, όμως, οι αριθμοί έχουν πολύ διαφορετική γνώμη επ’ αυτού.
Πολύ πρόσφατα στατιστικά στοιχεία καταγράφουν σημαντικότατη αύξηση της κερδοφορίας 500 μεγάλων εμπορικών και 500 μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων στην Ελλάδα.
Οι πρώτες, το 2011, σημείωσαν αύξηση των κερδών τους κατά 18,8% σε σύγκριση με το 2010, δηλαδή σ’ έναν από τους χειρότερους χρόνους της κρίσης και της ύφεσης (και τη στιγμή που μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις έκλεινα κατά εκατοντάδες χιλιάδες). Τα συνολικά κέρδη τους έφτασαν τα 854 εκατομμύρια ευρώ –και θα ήταν πολύ μεγαλύτερα, αν η σφαγή των εισοδημάτων των μισθωτών και των συνταξιούχων δεν είχε προκαλέσει καθίζηση στην εμπορία πετρελαιοειδών, φαρμάκων και αυτοκινήτων.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο τζίρος των επιχειρήσεων αυτών ήταν της τάξης των 26 δισ. ευρώ, πράγμα που μας δίνει το δικαίωμα να υποθέσουμε ότι τα πραγματικά κέρδη τους θα ήταν μάλλον τα υψηλότερα των 850 εκ. ευρώ, που αντιπροσωπεύουν ως ποσοστό του τζίρου μόνο το 4%.
Οι 500 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της δεύτερης κατηγορίας, οι βιομηχανικές, είχαν ακόμη καλύτερη τύχη. Με τζίρο της τάξης των 34 δισ. ευρώ, τα συνολικά κέρδη τους έφτασαν τα 1,6 δισ. το 2011 (που αντιπροσωπεύουν επίσης χαμηλό ποσοστό επί του τζίρου, περίπου 5%, πράγμα μάλλον απίθανο στην πραγματική και όχι στη λογιστική ζωή…)
Την ίδια στιγμή ο «εθνικός» μας εμπορικός στόλος ελληνικών συμφερόντων όχι μόνο μεγαλώνει με εκρηκτικούς ρυθμούς, αλλά βρίσκεται και στην πρωτοπορία των επενδύσεων σε πλοία νέας τεχνολογίας (μεταφοράς υγροποιημένου αερίου), πράγμα που σημαίνει ότι οι δουλειές δεν πάνε κι άσχημα.
Από τα 82 πλοία που έχουν μέχρι τώρα παραγγελθεί παγκοσμίως, τα 38 τα έχουν παραγγείλει 8 από τους μεγαλύτερους έλληνες εφοπλιστές. Η αξία των παραγγελιών αυτών φτάνει τα 7,4 δισ. δολάρια! Για να έχουμε μια εικόνα των τζίρων και συνεπώς των κερδών που αναμένονται από τη ναύλωση αυτών των σκαφών, να σημειώσουμε ότι ο ημερήσιος ναύλος τους φτάνει τις 130.000 δολάρια. Ποια είναι, άραγε, η φορολογική συμβολή όλων αυτών στην «εθνική» προσπάθεια υπέρβασης της κρίσης;
Ας μην ανησυχούμε, αυτά που οι τελώνες και φαρισαίοι παίρνουν από τους πολλούς, δεν πάνε χαμένα, πιάνουν τόπο στις τσέπες κάποιων άλλων. Την ώρα που εμείς χάνουμε συλλογικά (αυγά και πασχάλια…) κάποιοι άλλοι εξακολουθούν να κερδίζουν ασύστολα και ιδιωτικά.
Αν όλοι αυτοί φορολογούνταν με τον ίδιο ή και κάπως χαμηλότερο φορολογικό συντελεστή όπως οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, ίσως δεν θα υπήρχε καν ζήτημα χρέους. Κι όμως, παρά τις χαμηλές επιβαρύνσεις, είναι έτοιμοι να μεταφέρουν την έδρα των επιχειρήσεών τους, τυπικά, σε φορολογικούς παραδείσους, προκειμένου να γλιτώσουν κι αυτές τις σχεδόν ανύπαρκτες φορολογικές επιβαρύνσεις.
Το κεφάλαιο ποτέ δεν είχε πατρίδα. Απλώς σήμερα οι απολογητές τής παντοκρατορίας του θέλουν από πάνω να γεμίσουν με αισθήματα ενοχής τις πατρίδες, επειδή δεν του κάνουν πάντα όλα τα χατίρια και το… αναγκάζουν να αναζητά τη φθηνότερη χώρα, για να την κάνει πατρίδα ευκαιρίας. Δείτε τι έγραφε ένας τέτοιος φθηνός απολογητής, για τις επιχειρήσεις που, αν και διατηρούν τις παραγωγικές ή εμπορικές δραστηριότητές τους στην Ελλάδα, μεταφέρουν την έδρα τους αλλού, για ευνόητους λόγους: «Αν η κοινωνία και οι κυβερνήσεις είναι εχθρικές με τις επιχειρήσεις, δεν μπορούν να επικαλούνται τον πατριωτισμό όποτε τους βολεύει»…
Σωστό κι αυτό. Τον πατριωτισμό επιτρέπεται να τον επικαλούνται μόνο όσοι τον καπηλεύονται.
Για πάσα νόσο…
Στην αριστερά έχουμε συζητήσει άπειρες ώρες για το αν είναι προϋπόθεση οποιασδήποτε προσπάθειες υπεράσπισης ή και προαγωγής των συμφερόντων των εργαζομένων και των λαϊκών τάξεων η έξοδος από το ευρώ και η επιλογή εθνικού νομίσματος. Έχουμε ακούσει πολλά και λιγότερο ή περισσότερο σοβαρά επιχειρήματα υπέρ ή κατά της εξόδου και, τουλάχιστον στον ΣΥΡΙΖΑ, έχουμε καταλήξει σε μια συνθηματοποιημένη θέση κοινά αποδεκτή: «Καμία θυσία για το ευρώ».
Αυτό δεν σημαίνει ότι μια πολιτική δύναμη ή ένας συνασπισμός πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων που επιδιώκει βάσιμα να αναλάβει την κυβέρνηση, δεν πρέπει να έχει στη διάθεσή του ένα σχέδιο για την περίπτωση που για λόγους πέρα από τη θέλησή του η Ελλάδα βρεθεί στην ανάγκη να οργανώσει την οικονομία της με βάση ένα εθνικό νόμισμα.
Η αναζωπύρωση, πάντως, της συζήτησης από την πλευρά του Αλέκου Αλαβάνου εσχάτως είναι εκτεθειμένη στον κίνδυνο να πάρει τη μορφή μιας ακόμα άγονης ενδοαριστερής αντιπαράθεσης. Αυτό τουλάχιστον δείχνει η ποιότητα ενός μέρους της αναθερμασμένης επιχειρηματολογίας του.
Ειδικά η τραβηγμένη από τα μαλλιά σύνδεση της επιστροφής στο εθνικό νόμισμα με την επίλυση του μεταναστευτικού δεν είναι μόνο ατυχής από οικονομική άποψη, αλλά εμπλέκει και την εξαιρετικά λεπτή για τους ίδιους τους μετανάστες θέση τους στην Ελλάδα μ’ ένα πολιτικό επίδικο, απ’ το οποίο θα έπρεπε να τους κρατάμε με κάθε τρόπο στη μεγαλύτερη δυνατή απόσταση. Φανταστείτε για λίγο το επιχείρημα αυτό στα χέρια μιας φανατισμένης ακροδεξιάς.
Αν δεν γίνεται αντιληπτός αυτός ο κίνδυνος, τότε μάλλον χρειάζεται επειγόντως ενίσχυση η πολιτική διορατικότητά μας.
Βοηθήστε τον να ολοκληρώσει
Με αίσθημα ανακούφισης πληροφορηθήκαμε ότι στις επόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές θα είναι και πάλι υποψήφιος για τη δημαρχία της Αθήνας ο κύριος Γιώργος Καμίνης.
Όπως εξήγησε ο ίδιος, το «καθήκον απέναντι στους πολίτες που τον ψήφισαν», τον αναγκάζει να το κάνει, καθώς «δεν θα έχει ολοκληρώσει το έργο του» ως τη λήξη της θητείας του.
Αν είναι γι’ αυτό, πάντως, ας τον βοηθήσει κάποιος ολοκληρώσει το δυνατό συντομότερο, για να μη μπαίνει ξανά στον κόπο ο άνθρωπος.
Ποιανού το «δίκιο» γίνεται νόμος;
Κάθε φορά που σαρώνεται μια νομοθετική ρύθμιση υπέρ της εργασίας, η πρώτη δικαιολογία που ακούγεται είναι ότι, δυστυχώς, στην αγορά είχε ήδη καταργηθεί στην πράξη. Αυτό ακούσαμε και για την αντικατάσταση των συλλογικών συμβάσεων από τις ατομικές, και για την εκ περιτροπής εργασία, και για την κατάργηση του 8ωρου, και για τη διαγραφή των υπερωριών, και για την αποδέσμευση του εργάσιμου χρόνου από το ωράριο λειτουργίας των επιχειρήσεων… Συνεπώς, η νομοθετική πρωτοβουλία έρχεται όχι να καταργήσει μια κατάκτηση, αλλά να βάλει τάξη στο χάος.
Δεν υπάρχει πιο τρανταχτή απόδειξη ότι μ’ αυτό τον τρόπο αν κάποιο «δίκιο» γίνεται σήμερα νόμος, αυτό είναι το «δίκιο του εργοδότη». Κι όμως, λόγω αδρανείας, οι λεπτεπίλεπτοι κι ευαίσθητοι σε θέματα δημοκρατικής νομιμότητας κοντυλοφόροι του συστήματος εξακολουθούν να μας κουνούν το δάχτυλο υποστηρίζοντας ότι το σύνθημα «νόμος είναι το δίκιο του εργάτη» αποτελεί απειλή για τη δημοκρατία.
Λίγο ακόμα και θα μας πουν ότι η εφαρμογή στην πράξη του «δίκιου του εργοδότη» οφείλεται στη γενικευμένη αίσθηση ανομίας που είχαν διαχύσει στην κοινωνία οι εργαζόμενοι με κάτι τέτοια λαϊκίστικα συνθήματα.
Ειρήνη υμίν
Και μόνο για το γεγονός ότι με Νόμπελ Ειρήνης είχε βραβευθεί ακόμη και ο Κίσινγκερ, θα έπρεπε η βράβευση της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την ίδια διάκριση να προκαλεί γέλιο κι όχι σοβαρές συζητήσεις για το νόημα και τη σημασία της εκλογής.
Επειδή, όμως, υπάρχουν αρκετοί που θέλουν να το συζητούν σοβαρά και μάλιστα χαρακτηρίζουν εχθρό της ευρωπαϊκής ενοποίησης όποιον τολμά έστω και να χαμογελάσει με τα καμώματα της αρμόδιας επιτροπής απονομών, ας απαντήσουμε στους άτεγκτους ευρωπαϊστές με τα επιχειρήματα κάποιου που δύσκολα μπορεί να κατηγορηθεί για αντιευρωπαϊσμό:
«Έχει μια ειδική ειρωνεία να τιμάται ένα πεδίο πολιτικής στο οποίο η ΕΕ όχι μόνο δεν διακρίνεται, όχι μόνο δεν έκανε βήματα μπροστά, αλλά και εγγράφει τη μεγαλύτερη αποτυχία της (…) Η ΕΕ δεν βαραίνει περισσότερο τα τελευταία χρόνια στις διεθνείς ισορροπίες, δεν απέκτησε πρόσωπο προς τα έξω, δεν απέτρεψε ούτε μια σύρραξη παγκοσμίως (…) Το να μιλά σήμερα η επιτροπή για συμβολή στην παγκόσμια ειρήνη, παραπέμπει σε μια άλλη, φαντασιακή ή ευκταία, πάντως όχι την πραγματική Ευρώπη (…) Την ειρήνη των εθνών στα πεδία των μαχών, που πέτυχε εδώ και 60 χρόνια, η ΕΕ δεν τη μετέτρεψε σε ξεπέρασμα των εθνικών εγωισμών και συμφερόντων μπροστά σε μια νέα μάχη, για την αξιοπρεπή επιβίωση των λαών κόντρα στο απορυθμισμένο κέρδος» (Κ. Μποτόπουλος, «Τα Νέα», 15/10/2012).
Στο κάτω κάτω, αν άξιζε κάποιο Νόμπελ η ΕΕ, θα ήταν της Οικονομίας, προφανώς…
Ανεργία χωρίς επίδομα
Από τους 1.200.000 άνεργους μόνο οι 186.000 παίρνουν επίδομα ανεργίας. Αυτό το εκπληκτικό στοιχείο, ένας αισιόδοξος νεοφιλελεύθερος θα μπορούσε να το ερμηνεύσει ως ένδειξη ότι υπάρχει ακόμη αρκετό λίπος για κάψιμο. Κι ένας απαισιόδοξος σοσιαλμανής ως απόδειξη ότι και το επίδομα ανεργίας έχει καταργηθεί στην πράξη. Γιατί στη θεωρία, για πολλούς λεχρίτες, ήταν απλώς ένα αδιανόητο προνόμιο της τελευταίας σοβιετικής δημοκρατίας στην Ευρώπη.
Πηγή: Η εποχή
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου