Τρίτη 30 Οκτωβρίου 2012

Από την Βαϊμάρη στον Χίτλερ

Του Πέτρου-Ιωσήφ Στανγκανέλλη

Σύμφωνα με τους διαπρύσιους κήρυκες της ισχύουσας κατάστασης πραγμάτων, πρέπει, πάση θυσία, να αποτρέψουμε τον κίνδυνο μιας «νέας Βαϊμάρης». 
Πέρα από την πραγματικά απωθούμενη, κοινή, δομική αναφορά μεταξύ του τότε και του σήμερα, δηλαδή τον αυταρχικό χαρακτήρα του καπιταλισμού, την αγριότητα μιας άνευ όρων καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, την απροκάλυπτη και ανεξέλεγκτη ενίσχυση των κατασταλτικών μορφών άσκησης εξουσίας, τα ίδια τα γεγονότα δεν "ταιριάζουν". 
Εκεί που τα "μαντρόσκυλα" της ισχύουσας ιδεολογίας μιλούν για μια σύγκρουση μεταξύ δύο άκρων, στην περίπτωση της βραχύβιας Δημοκρατίας της Βαϊμάρης βρίσκουμε κάτι άλλο. Ας παραθέσουμε, λοιπόν κάποιες "λεπτομέρειες", εν είδη υπενθύμισης...

Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης γεννήθηκε αδύναμη. Σημαδεμένη εξαρχής από τον ανταγωνισμό μεταξύ του σοσιαλδημοκρατικού και του κομμουνιστικού κόμματος, δηλαδή, με άλλα λόγια, από τη διάκριση μεταξύ μεταρρύθμισης και επανάστασης. Σημαδεμένη από την ιδιότυπη διεθνή συγκυρία, από τους επαχθείς όρους της Συνθήκης των Βερσαλλιών, δηλαδή από τις επανορθώσεις που έπρεπε να πληρώσει η Γερμανία για την ήττα της στον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. 
Εύθραυστη στο πεδίο των θεσμών, αφού δημιουργήθηκε από την συγκυριακή συμφωνία μεταξύ των πολιτικών και των κοινωνικών δυνάμεων που συνάφθηκε αμέσως μετά την ήττα. Αποτέλεσμα, η ίδια, της ήττας της εξέγερσης των σπαρτακιστών, την οποία ακολούθησε η ραγδαία άνοδος της ακροδεξιάς.

Τα παραστρατιωτικά σώματα, τα frei korps, ακόμα και μετά την κατάπνιξη της εξέγερσης συνέχισαν να δρουν, αυτόνομα και ανεξέλεγκτα, με την ολοένα και αυξανόμενη συμμετοχή ακροδεξιών πρώην αξιωματικών του στρατού οι οποίοι δεν ήθελαν να αποδεχθούν την υποχρεωτική τους αποστρατεία. Η τρομοκρατική δράση των frei korps είχε ως αποτέλεσμα πάνω από 350 δολοφονίες ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που η ένοπλη δεξιά απείλησε να κάνει πραξικόπημα. Ο στρατός αναδιοργανώθηκε με τους ίδιους προπολεμικούς και μοναρχικούς αξιωματικούς επικεφαλής, τη στιγμή που η άκρα δεξιά έκανε συνεχώς επιθέσεις ενάντια στους «προδότες μαρξιστές», τους οποίους θεωρούσε υπεύθυνους της στρατιωτικής ήττας, και τους εβραίους επιχειρηματίες, θεωρούμενους ως υπαίτιους της οικονομικής κρίσης. 

Η γερμανική κοινωνία των πρώτων χρόνων της Δημοκρατίας υπέστη μια ραγδαία μετάλλαξη και μια τρομακτική πόλωση. Η μεσαία τάξη, οι μικροϊδιοκτήτες, μικροκαταθέτες, οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι συνταξιούχοι προλεταριοποιήθηκαν. Οι εργάτες δεν υπέστησαν, αναλογικά, τόσο μεγάλη καταστροφή, αφού διέθεταν, προσωρινά, μια κάποια διαπραγματευτική δύναμη χάρη στα ακόμα ισχυρά αν και διαρκώς απομαζικοποιούμενα συνδικάτα τους. Αντίθετα, ο ευνοημένος της κρίσης ήταν το μεγάλο κεφάλαιο, οι βιομήχανοι, που είδαν τα δάνεια που είχαν προηγουμένως συνάψει με τις τράπεζες να μηδενίζονται ενώ τα κέρδη τους αυξάνονταν συνεχώς, εξαιτίας της ραγδαίας ανόδου των τιμών.

Στα τέλη του 1923, όμως, διαφαινόταν ήδη ότι αυτή η κατάσταση δε μπορούσε να συνεχιστεί για πολύ. Οι κίνδυνοι αποσταθεροποίησης τόσο στο κοινωνικό όσο και στο οικονομικό επίπεδο ήταν πολύ μεγάλοι. Η πολιτική λύση που προτάχθηκε ήταν μια κυβέρνηση μεγάλου συνασπισμού, με επικεφαλής τον καγκελάριο Γκούσταβ Στρέσεμαν, από το Συντηρητικό κόμμα, το κόμμα του Κέντρου, τους φιλελεύθερους δημοκράτες και τους σοσιαλδημοκράτες. Η κυβέρνηση αυτή, πέρα από τα συγκεκριμένα οικονομικά μέτρα που πήρε, κατέστειλε την αριστερή αντιπολίτευση, καθαίρεσε τις τοπικές, σοσιαλκομμουνιστικές δημοτικές αρχές και κυβερνήσεις των κρατιδίων της Σαξονίας και της Θουριγγίας, ενώ έπνιξε στο αίμα την εξέγερση των εργατών του Αμβούργου. Η ίδια πολιτική συνεχίστηκε και από την κεντροδεξιά κυβέρνηση του καγκελαρίου Βίλχελμ Μαρξ. 

Η οικονομική και κοινωνική «σταθεροποίηση», δηλαδή, η επικράτηση των συντηρητικών, κεντροδεξιών δυνάμεων, έγινε πια η κεντρική πολιτική επιδίωξη. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα από την εκλογή του Στρατάρχη Χίντεμπουργκ στο αξίωμα του προέδρου της δημοκρατίας, το 1925. Ο νέος πρόεδρος ήταν ένας τυπικός εκπρόσωπος του παραδοσιακού γερμανικού προπολεμικού συντηρητισμού, της μοναρχίας, της αριστοκρατίας της γης και των μεγαλοβιομηχάνων. Ο ηττημένος αυτών των προεδρικών εκλογών, κι όλων όσων ακολούθησαν μέχρι την εκλογή του Χίτλερ, ήταν το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα. Κι όχι μόνο στις εκλογές αλλά, κυρίως, στα συνδικάτα.

Πρόκειται για την ήττα της σοσιαλδημοκρατικής ψευδαίσθησης ότι η συμμαχία που είχε συναφθεί το 1919, μεταξύ SPD, μεγαλοβιομηχάνων και γαιοκτημόνων, θα μπορούσε να διαρκέσει. Από την άλλη μεριά, οι σοσιαλδημοκράτες, η βάση των οποίων αποτελούταν από ειδικευμένους βιομηχανικούς εργάτες, το προλεταριάτο του 19ου αιώνα, έχαναν δυνάμεις προς τα αριστερά, ως αποτέλεσμα της μεταβολής της σύνθεσης της εργατικής τάξης στην οποία, πλέον, και στη Γερμανία, άρχισαν να επικρατούν οι ανειδίκευτοι εργάτες, οι οποίοι ψήφιζαν κατά κύριο λόγο, το Κομμουνιστικό Κόμμα.

Οι ψευδαισθήσεις κάποτε τελειώνουν. Στην περίπτωση του SPD, όμως, δε διαλύθηκαν ούτε με την έλευση της κρίσης του 1929. Το πρώτο αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης ήταν η πτώση της τελευταίας κοινοβουλευτικής και συνταγματικής κυβέρνησης, του μεγάλου συνασπισμού μεταξύ σοσιαλδημοκρατών, Κόμματος του Κέντρου και φιλελευθέρων, με επικεφαλής τον σοσιαλδημοκράτη Χέρμαν Μίλλερ. Εξαιτίας της ραγδαίας αύξησης της ανεργίας και της μείωσης των φορολογικών εσόδων, η κυβέρνηση διαιρέθηκε μεταξύ αυτών που θεωρούσαν ότι θα έπρεπε να αυξηθούν οι φόροι, για να διατηρηθεί το επίδομα ανεργίας, κι όσων θεωρούσαν ότι η φορολογία θα έπρεπε να μειωθεί, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε ότι εκατοντάδες χιλιάδες άνεργοι θα εξαθλιώνονταν ακόμα περισσότερο.

Τον Μάρτιο του 1930 η κυβέρνηση πέφτει. Τότε, ο πρόεδρος Χίντεμπουργκ, με μια μονομερή κίνηση, ορίζει καγκελάριο τον Χάινριχ Μπρούνινγκ ο οποίος, εντός 48 ωρών, στις 29 Μαρτίου, συγκροτεί κυβέρνηση. Αρχίζει έτσι η πρακτική της εξωκοινοβουλευτικής διαχείρισης της κρίσης, πρακτική η οποία θα ακολουθηθεί και τα επόμενα χρόνια. Ο νέος καγκελάριος ήταν ο επικεφαλής του κόμματος του Κέντρου, δημοφιλής στη συντηρητική δεξιά και αρεστός στους κόλπους της ελαφράς βιομηχανίας και των μεσαίων γαιοκτημόνων, δηλαδή των κοινωνικών δυνάμεων που ήθελαν να απαλλαγούν από τους περιορισμούς που έθεταν οι σοσιαλδημοκράτες, χωρίς, όμως, ακόμα, την προσφυγή σε αυταρχικές λύσεις.

Η κυβέρνησή του δεν διέθετε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, κι εκεί έγκειται η κοινοβουλευτική ανωμαλία. Ήταν αναγκασμένος είτε να την αναζητά, δημιουργώντας πρόσκαιρες συμμαχίες, συνήθως με τα δεξιά κόμματα, καμιά φορά και με το SPD, είτε να προσφεύγει στον πρόεδρο της δημοκρατίας, νομοθετώντας με προεδρικά διατάγματα, σύμφωνα με το άρθρο 48 του Συντάγματος της Βαϊμάρης. 

Τον Σεπτέμβριο του 1930 ο Μπρούνινγκ προχωρά σε εκλογές, με την ελπίδα να καταφέρει να αποκτήσει πλειοψηφία. Το αποτέλεσμα της κάλπης, όμως, είναι το ακριβώς αντίθετο: πτώση των κομμάτων του κέντρου, καθώς και του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, άνοδος της εθνικοσοσιαλιστικής δεξιάς (18%) και του κομμουνιστικού κόμματος. Παρόλα αυτά, ο Μπρούνινγκ συνέχισε να κυβερνά- αλλά μόνο στο κοινοβούλιο: στους δρόμους υπήρχαν ήδη οι 500.000 άνδρες των SA, υπό τον Έρνστ Ρομ, και τα SS, υπό τον Χάινριχ Χίμλερ. 

Στις 11 Οκτωβρίου του 1931, στο Μπαντ Χάρτζμπουργκ, οι εθνικοσοσιαλιστές, το κόμμα των γερμανών εθνικιστών, καθώς και η παραστρατιωτική οργάνωση των «ατσαλόκρανων», με την παρουσία μελών της οικογένειας του πρώην αυτοκράτορα, υψηλόβαθμων αξιωματικών του στρατού, και του πρώην διοικητή της Εθνικής τράπεζας, αποφάσισαν να συμπτύξουν κοινό μέτωπο με την «αριστοκρατική» δεξιά, τους εκπροσώπους του μεγάλου κεφαλαίου και της βιομηχανίας. Το «μέτωπο του Χάρτζμπουργκ» μετακινεί τον πολιτικό άξονα: η μετριοπαθής δεξιά στην κυβέρνηση ήταν πια αδύναμη, οι σοσιαλδημοκράτες έχαναν συνεχώς δυνάμεις από καιρό. Ο μόνος αντίπαλος ήταν πια οι κομμουνιστές.

Επικύρωση αυτής της συμφωνίας ήταν οι προεδρικές εκλογές του Απριλίου 1932 όταν, απέναντι στην υποψηφιότητα του Χίτλερ, η μετριοπαθής δεξιά και οι σοσιαλδημοκράτες υποστήριξαν τον υπερήλικα Πάουλ Χίντεμπουργκ, δηλαδή το σύμβολο του μιλιταρισμού και της συντήρησης. Αυτός, μπορεί να νίκησε, με 19.390.000 ψήφους, όμως ο Χίτλερ έλαβε 13.410.000, 2 εκατομμύρια περισσότερες σε σύγκριση με τις εκλογές του 1930. Ο Χίντεμπουργκ, ο οποίος είχε προταθεί και υποστηριχθεί ως ένας φραγμός στην άκρα δεξιά, έκανε αμέσως ακριβώς το αντίθετο: ένα μήνα μετά την εκλογή του, οδήγησε σε παραίτηση τον Μπρούνινγκ (30 Μαρτίου 1932) και τον αντικατέστησε, ακολουθώντας τις εντολές των πρώσων μεγαλοϊδιοκτητών γης και των μιλιταριστών, με τον στρατηγό του Ιππικού Φραντς φον Πάππεν. 

Αυτή ήταν και η τελευταία κίνηση του γηραιού στρατάρχη να αποσπάσει τις εξουσίες από το κοινοβούλιο και να τις συγκεντρώσει στα χέρια των στρατιωτικών. Κατόπιν τούτου, η κυβέρνηση φον Πάππεν διήρκεσε μόλις εφτά μήνες. Στις εκλογές της 31ης Ιουλίου 1932 το ναζιστικό κόμμα ήρθε πρώτο με το 37,3% των ψήφων και σε μεγάλη απόσταση από τους δεύτερους, σοσιαλδημοκράτες, που απέσπασαν το 21,6%. Το κόμμα του Κέντρου συγκέντρωσε 15,7% και το κομμουνιστικό κόμμα το 14,3. Όταν ο Χίτλερ αρνήθηκε την πρόταση του φον Πάππεν να αναλάβει το αξίωμα του αντικαγκελαρίου, προτιμώντας να περιμένει λίγο, ώστε να γίνει ο απόλυτος κυρίαρχος, το παιχνίδι είχε ήδη κριθεί. Η βουλή διαλύθηκε, κι επαναπροκηρύχθηκαν εκλογές για τις 6 Νοεμβρίου του 1932. Σε αυτές, το ναζιστικό κόμμα έλαβε το 33,1%, το σοσιαλδημοκρατικό έπεσε κι άλλο, ενώ το ΚΚΓ ανέβασε τα ποσοστά του φτάνοντας το 16,9%. Στις 30 Ιανουαρίου του 1933 ο Χίτλερ ανακηρύχθηκε καγκελάριος, επικεφαλής μιας κυβέρνησης συνεργασίας μεταξύ ναζιστικού κόμματος, κομμάτων της αριστοκρατικής δεξιάς και εκπροσώπων του στρατού. 

Η διεθνής αντίδραση απέναντι στην ανέλιξη του Χίτλερ ήταν αυτή της παγερής αδιαφορίας. Όλοι θεωρούσαν ότι, αφού πήρε την εξουσία, το ναζιστικό κόμμα θα μετασχηματιζόταν σε άλλον ένα «φυσιολογικό» πολιτικό σχηματισμό. 

Συνέβη ακριβώς το αντίθετο: αμέσως ο Χίτλερ διέλυσε το κοινοβούλιο και όρισε νέες εκλογές για τις 5 Μαρτίου. Συγχρόνως, ίδρυσε ένα νέο σώμα βοηθητικής αστυνομίας, το οποίο επανδρώθηκε από πιστούς ναζιστές. Εκκαθάρισε τη δημόσια διοίκηση από κάθε εχθρικό σε αυτόν στοιχείο, έκλεισε 150 αριστερές εφημερίδες και ο Χέρμαν Γκέρινγκ, υπουργός εσωτερικών της Πρωσίας, διέταξε την αστυνομία να μην επεμβαίνει πλέον, ούτε καν για να τηρηθούν τα προσχήματα, στις σφαγές τις οποίες διέπρατταν καθημερινά τα SA εναντίον αριστερών και συνδικαλιστών. 

Στις 27 Φεβρουαρίου του 1933, λίγες μέρες πριν τις εκλογές, ο εμπρησμός του Ράιχστανγκ, του κτιρίου της βουλής, δήθεν από τους κομμουνιστές, παρότι σχεδόν αμέσως αποκαλύφθηκε ότι ήταν μια προβοκατόρική ενέργεια των ναζιστών, χρησιμοποιήθηκε ως αφορμή για το ξέσπασμα ενός κύματος βίας. 4000 κομμουνιστές συνελήφθησαν, ενώ ο στρατάρχης Χίντεμπουργκ υπέγραψε μια ημερήσια διαταγή «περί προστασίας του λαού και του Κράτους». 

Κι όμως, ούτε μια απεργία δεν κηρύχθηκε, από τη μεριά των σοσιαλδημοκρατών.

Έτσι, οι εκλογές της 5ης Μαρτίου, που διεξήχθησαν υπό γενικό κλίμα φόβου, έδωσαν το 43,9% στο εθνικοσοσιαλιστικό κόμμα, και την απόλυτη πλειοψηφία. Το ΚΚΓ κηρύχθηκε εκτός νόμου, οι κομμουνιστές βουλευτές κατέπεσαν του αξιώματός τους και ο Χίτλερ ζήτησε και έλαβε την απόλυτη εξουσία από όλους τους βουλευτές πλην 94 του SPD που είχαν γλιτώσει, πρόσκαιρα, τη δίωξη.

Το ως τότε πανίσχυρο συνδικάτο του SPD, ADGB, σε μια απέλπιδα προσπάθεια αυτοπροστασίας του, όχι μόνο δεν κήρυξε απεργία, αλλά αποδέχθηκε κιόλας να συμμετάσχει στον εορτασμό της πρωτομαγιάς που οργάνωσε η κυβέρνηση. Την επομένη, στις 2 Μαΐου, όλες οι έδρες των συνδικαλιστικών οργανώσεων κατελήφθησαν από τα SA. Στις 22 Ιουνίου κηρύχθηκε εκτός νόμου το σοσιαλδημοκρατικό κόμμα ενώ στις 14 Ιουλίου απαγορεύθηκε η λειτουργία όλων των κομμάτων. 

Την 1η Δεκεμβρίου 1933 θεσπίστηκε διά νόμου η ενοποίηση του εθνικοσοσιαλιστικού κόμματος με το κράτος. «Για περισσότερα από 60 χρόνια», διακήρυσσε ο Χίτλερ ενώπιον ενός κοινοβουλίου που απαρτιζόταν αποκλειστικά από ναζιστές, «αυτά τα κόμματα απομύζησαν το αίμα του γερμανικού λαού και, παρά τις μεταμορφώσεις που υπέστησαν, έμοιαζαν αθάνατα. Κι όμως, μέσα σ’ ένα χρόνο εθνικοσοσιαλιστικής επανάστασης τα νικήσαμε κατά κράτος. Δεν μειώσαμε μόνο τη δύναμή τους, αλλά τα εκμηδενίσαμε, τα ξεριζώσαμε από τον γερμανικό λαό»

Η ίδρυση των πρώτων στρατοπέδων συγκέντρωσης απείχε λίγους μήνες. Η «νύχτα των κρυστάλλων» λιγότερο από 5 χρόνια, η μάχη του Στάλινγκραντ μια δεκαετία, το τέλος, εντεκάμιση.

Πηγή:REDNotebook

Δεν υπάρχουν σχόλια :