Του Γιάννη Ανδρέου
Το ζήτημα της προσέγγισης στην επαναστατική διαδικασία, μέσω ποιού δρόμου και ποιών διαδικασιών το επαναστατικό κίνημα θα φτάσει στη διεκδίκηση και την κατάκτηση της εξουσίας, έρχεται και επανέρχεται συνεχώς στη συζήτηση ανάμεσα στις δυνάμεις που αναφέρονται στη σοσιαλιστική προοπτική.
Είναι τόσο παλιό όσο και το σύγχρονο επαναστατικό- κομμουνιστικό κίνημα. Δίχασε και διχάζει, αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους επαναστάτες και σε όσους αντικειμενικά περιορίζονται σε δράση και βελτιώσεις μέσα στο υπάρχον σύστημα.
Φυσικά δεν είχε και δεν έχει την ίδια σημασία για όλους όσους θεωρούνται αριστεροί. Ο ΣΥΡΙΖΑ με την αριστερή κυβέρνηση που προωθεί και τη μετακίνησή του σε ολοκληρωτικά «ευρωπαϊκές» θέσεις, τη μετατροπή του σε μεγάλη δημοκρατική παράταξη και κόμμα της υπευθυνότητας και της σταθερότητας, επιδιώκει την όσο το δυνατόν μεγαλύτερη αποδυνάμωση των δυνάμεων της επαναστατικής αριστεράς, τείνει να μεταβληθεί σε μεγάλο ρεφορμιστικό κόμμα που θα αποτελέσει σε μια πορεία πυλώνα του συστήματος διακυβέρνησης. Με τη σημερινή πολιτική και κατεύθυνσή του οι προβληματισμοί για προσέγγιση στην επανάσταση του είναι αχρείαστοι. Οι δυνάμεις στο εσωτερικό του που δεν διέρρηξαν τους δεσμούς τους με την ιδέα της ανατροπής του καπιταλισμού και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση είναι η ώρα να πάρουν τις αποφάσεις τους. Η συνέχιση στον ίδιο δρόμο μάλλον σημαίνει ενσωμάτωση.
Από την άλλη ανάμεσα στις δυνάμεις που επιδιώκουν την ανατροπή του καπιταλισμού η συζήτηση συνεχίζεται και τροφοδοτείται από τις σύγχρονες εξελίξεις και την μεγάλη αστάθεια του καπιταλιστικού συστήματος.
Τελευταία στο ‘‘Πριν’’ δημοσιεύθηκε άρθρο με τίτλο το ‘‘Αστικό στρατόπεδο στην εποχή μας’’. Η κεντρική επιδίωξη του, απ' ό,τι φαίνεται, είναι να ξαναθέσει την ιδέα, για άλλη μια φορά το τελευταίο διάστημα, ότι δεν είναι δυνατόν οι κομμουνιστές, οι επαναστάτες να στηρίζουν με οποιοδήποτε τρόπο μια κυβέρνηση, ανεξαρτήτως των χαρακτηριστικών που αυτή έχει, παρά μόνο την κυβέρνηση της εργατικής επαναστατικής εξουσίας που θα διαμορφωθεί μετά τη νίκη της σοσιαλιστικής επανάστασης. Στο άρθρο αναφέρεται ότι ‘‘η εργατική πολιτική πρέπει να έχει ως πρώτο στρατηγικό στόχο τη συντριβή, το τσάκισμα του αστικού κράτους με την επανάσταση και την αντικατάσταση της αστικής κρατικής μηχανής, αρχικά από το κράτος εργατικής ηγεμονίας και μετά, από την πιο ολοκληρωμένη «δημοκρατία του προλεταριάτου» (ή και «δικτατορία του προλεταριάτου»). Παρά τη χρήση ορισμένων όρων σε εισαγωγικά ή και χωρίς, των οποίων το περιεχόμενο δεν είναι αποσαφηνισμένο, είναι πολύ αόριστο, άρα και οι διαφορές μεταξύ τους, θέλουμε εξαρχής να πούμε ότι είμαστε απόλυτα σύμφωνοι, ότι η στρατηγική επιδίωξη της εργατικής τάξης είναι το τσάκισμα της αστικής κρατικής μηχανής, η δικτατορία του προλεταριάτου και φυσικά η οικοδόμηση του εργατικού κράτους. Δεν υπάρχει άλλος στόχος. Ζητούμενο όμως είναι πώς θα φτάσει το προλεταριάτο στη νικηφόρα σοσιαλιστική επανάσταση;
Το πρόβλημα αυτό είναι πολύ σημαντικό, σύνθετο και η απάντηση του εξαιρετικά πιεστική. Δεν πρέπει να υποτιμάται, ούτε να γίνεται με τρόπο αυθαίρετο, ερμηνεύοντας την ιστορική πορεία του κομμουνιστικού κινήματος κατά το δοκούν. Για το διάστημα μετά την επικράτηση της επανάστασης, αλλά και πριν οι κλασικοί έδειξαν το δρόμο, τουλάχιστον σε γενικές γραμμές. Πείρα συσσωρεύτηκε αρκετή και αυτές τις παρακαταθήκες πρέπει να τις αξιοποιήσει σοβαρά η επαναστατική Αριστερά. Φυσικά σε καμιά περίπτωση αυτό δεν σημαίνει ότι όλα τα προβλήματα είναι λυμένα και δεν απαιτούνται παραπέρα επεξεργασίες που θα αντανακλούν και τις σημερινές εξελίξεις και γενικότερα τον ίδιο το σύγχρονο καπιταλισμό.
Προσπαθώντας να τεκμηριώσει τη βασική θέση του άρθρου ο συγγραφέας περιέρχεται σε ορισμένες αντιφάσεις. Σχετικά με κυβερνήσεις που δεν είναι αρεστές στην αστική τάξη και είναι δυνατόν να προκύψουν στο έδαφος καπιταλισμού αναφέρει τρεις διαφορετικές εκδοχές για τη στάση της εργατικής τάξης και του κόμματός της απέναντι τους. Η πρώτη τοποθέτηση είναι η εξής: «Τέτοιες κυβερνήσεις θα είναι επίσης όμηροι του επιχειρηματικού- κρατικού συμπλέγματος, στο βαθμό που δεν συγκρούονται με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας, στο βαθμό που δεν στηρίζονται στα ανεξάρτητα εργατικά και λαϊκά όργανα επαναστατικής πολιτικής με επιδίωξη την νικηφόρα επανάσταση». Η δεύτερη τοποθέτηση λίγο πιο κάτω αναφέρει ότι: «Το ταξικό επαναστατικό αντικαπιταλιστικό εργατικό κίνημα μπορεί να αξιοποιήσει τις ιδιόμορφες κατακτήσεις της αντικαπιταλιστικής ανατροπής που γεννούν σαν υποπροϊόν ταλαντευόμενες φιλολαϊκές κυβερνήσεις, χρησιμοποιώντας τότε, με μεγάλη περίσκεψη και για ορισμένο χρονικό διάστημα, τα όπλα της «κριτικής στήριξης», «ανοχής», για να τεστάρουν οι ίδιες οι μάζες τέτοιες κυβερνήσεις, ώστε να αξιοποιήσει την εμπειρία τους με σκοπό να συγκροτήσει τα όργανα «δυαδικής εξουσίας». Στην τρίτη τοποθέτηση, στην αμέσως επόμενη παράγραφο αναφέρει ότι: «Η αριστερή, εργατική και λαϊκή κυβέρνηση θα έρθει σαν επιστέγασμα της νίκης της επανάστασης και όχι σαν αφετηρία της. Θα έρθει μετά από μια ολόκληρη ιστορική περίοδο ταξικών μαχών και αλμάτων …. Θα κλείσει την επανάσταση, δεν θα την ανοίξει».
Εδώ έχουμε, ως απάντηση στο ίδιο πρόβλημα, τρία διαφορετικά πράγματα, τρεις διαφορετικές εκδοχές σχετικά με τη στάση του επαναστατικού κινήματος απέναντι σε μια τέτοια κυβέρνηση. Δεν είναι δυνατόν να ισχύουν και τα τρία. Η πρώτη εκδοχή είναι απόλυτα σωστή, εάν δηλαδή η κυβέρνηση δεν συγκρουστεί με την αστική τάξη και το κράτος της με στόχο την κατάληψη της εξουσίας και να αξιοποιηθεί ως μοχλός, ως μέσο προσέγγισης στη νικηφόρα επανάσταση θα αφομοιωθεί, δεν έχουν κανένα λόγο οι επαναστατικές δυνάμεις να υποστηρίξουν μια τέτοια κυβέρνηση. Η δεύτερη εκδοχή επίσης θέτει, αν και με όχι σωστό τρόπο, ορισμένες σωστές πλευρές που αφορούν σε μια πιθανή αξιοποίηση διαφόρων μορφών στάσης απέναντι σε τέτοιες κυβερνήσεις, τις οποίες η εργατική τάξη και το κόμμα της μπορεί να αξιοποιήσουν. Η τρίτη όμως εκδοχή είναι απόλυτη: a priori απόρριψη κάθε τέτοιας κυβέρνησης, ανεξαρτήτως συνθηκών, συσχετισμού και δεδομένων. Οι επαναστατικές δυνάμεις θα υποστηρίξουν ή θα συμμετάσχουν σε κυβέρνηση μόνο μετά την επανάσταση.
Η βασική τεκμηρίωση του συμπεράσματος του άρθρου ουσιαστικά είναι ότι έχει πλέον αλλάξει ριζικά ο καπιταλισμός, δεν έχει σχέση με τον καπιταλισμό που γνωρίσαμε, άρα θα πρέπει να επανεξεταστούν πολλά και πιο συγκεκριμένα τα ζητήματα της επιδίωξης και διεκδίκησης της επανάστασης και επιπλέον ότι, μέχρι σήμερα το κομμουνιστικό κίνημα εκτιμούσε λαθεμένα το μέγεθος και το χαρακτήρα του ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων, άρα και την πολιτική του συμπεριφορά και στάση, έβλεπε με λάθος τρόπο και οργάνωνε σε λάθος βάση τις συμμαχίες του. Το άρθρο δίνει στο σύγχρονο καπιταλισμό για κάποιους ανεξήγητους λόγους ορισμένες μυστηριώδεις, υπερφυσικές ικανότητες όσον αφορά το έλεγχο κοινωνικών δυνάμεων και ιδιαίτερα των ενδιάμεσων στρωμάτων και κατ' επέκτασιν των πολιτικών εξελίξεων. Γράφει συγκεκριμένα: «Το κύριο χαρακτηριστικό του αστικού κράτους στον ολοκληρωμένο καπιταλισμό της εποχής μας, είναι ότι σε σχέση με την προηγούμενη εποχή, συμπλέκεται οργανικά και ταυτόχρονα υποτάσσεται βαθύτερα στις ανταγωνιζόμενες γιγαντιαίες πολυεθνικές- πολυκλαδικές επιχειρήσεις, που φαίνεται ότι ολοκληρώνεται σε μια νέα μορφή: Το επιχειρηματικό- κρατικό σύμπλεγμα. Πρόκειται για ένα «νέο» μηχανισμό, για ένα υπεραναπτυγμένο, πολύμορφο, πανάκριβο διεφθαρμένο και παρασιτικό μηχανισμό που διαπλέκει οργανικά τις κρατικές λειτουργίες με τις πολυεθνικές- πολυκλαδικές επιχειρήσεις και το αντίστροφο».
Αν δεν κάνουμε λάθος τα παραπάνω χαρακτηριστικά που δίδονται στον ολοκληρωτικό, όπως αναφέρεται, καπιταλισμό δεν περιγράφουν κάτι νέο, κάτι διαφορετικό από τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό, ιδέα και θέση που τη διατύπωσε ο Λένιν από τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Η διαπλοκή των μονοπωλίων με το κράτος, φυσικά κάτω από την ηγεμονία τους δεν είναι τίποτε περισσότερο από τον κρατικομονοπωλιακό καπιταλισμό. Αν θέλει ο συγγραφέας να το ονομάσει επιχειρηματικό- κρατικό σύμπλεγμα είναι δικαίωμα του, αλλά δεν είναι καθόλου νέο φαινόμενο. Ούτε επίσης η διαφθορά και ο παρασιτισμός του. Έχουν όλα αυτά τα φαινόμενα διατυπωθεί με κρυστάλλινο τρόπο από το Λένιν στον Ιμπεριαλισμό του και ισχύουν σήμερα αυτούσια σε ακόμη μεγαλύτερο βαθμό από τότε. Φυσικά δεν μας διαφεύγει ότι ο καπιταλισμός εξελίσσεται, ότι τα φαινόμενα αυτά βαθαίνουν και γενικεύονται, επηρεάζουν πιθανόν περισσότερο τις πολιτικές εξελίξεις. Οι αλλαγές αυτές θα πρέπει να προσμετρούνται και να λαμβάνονται υπόψη στη χάραξη της τακτικής του επαναστατικού κινήματος, αλλά δεν είναι καθόλου νέα, ή σε τέτοιο βαθμό να οδηγήσουν σε ανατροπή των στρατηγικών αντιλήψεων των κομμουνιστών. Και αν ακόμη περιοριστούμε μόνο στην περίπτωση της Ελλάδας, ώστε τα φαινόμενα που περιγράφονται να φαίνονται ως κάτι σχετικά νέο και σημαντικό πρέπει να έχουμε υπ' όψιν ότι υπήρχαν σε πολύ πιο προχωρημένο στάδιο και μορφή πριν σαράντα- πενήντα χρόνια στις ανεπτυγμένες ιμπεριαλιστικές χώρες της Ευρώπης και της Αμερικής. Για ποιο νέο καπιταλισμό μιλάμε;
Όσον αφορά τη λαθεμένη αντίληψη για την κοινωνική διαστρωμάτωση στον καπιταλισμό, που σήμερα γίνεται προσπάθεια να διορθωθεί. Δεν έχουμε καμία πρόθεση να υποστηρίξουμε ότι δεν υπήρχαν απολυτοποιήσεις και υπεραπλουστεύσεις παλαιότερα και κατ' επέκτασιν λάθη, κυρίως στην τρέχουσα χάραξη της τακτικής και στην προπαγάνδα. Θεωρούμε όμως ότι το άρθρο πέφτει σε υπεραπλούστευση από την αντίθετη πλευρά, ότι πέφτει στο ίδιο και χειρότερο σφάλμα με αυτό για το οποίο κατηγορεί το κίνημα παλαιότερα. Περίπου εξαφανίζει τα ενδιάμεσα μικροαστικά στρώματα, όσους είναι εν δυνάμει σύμμαχοι της εργατικής τάξης, όσο φυσικά μπορεί να γίνουν και σύμμαχοι της αστικής τάξης, ανάλογα με τις εξελίξεις και τους συσχετισμούς το επόμενο διάστημα. Το άρθρο βλέπει με στατικό τρόπο έξω από χρόνο, εξελίξεις και συνθήκες το ζήτημα της συμπεριφοράς των στρωμάτων αυτών. Χρησιμοποιεί ως κριτήριο την εκμετάλλευση ξένης εργασίας, αναφέροντας, «στον ‘‘αστικό συνασπισμό’’ εκμετάλλευσης και εξουσίας ανήκει και η πλατιά στεφάνη των ιδιοκτητών μεσαίων αλλά και μικρών επιχειρήσεων που εκμεταλλεύονται ξένη εργασία». Η εκμετάλλευση ξένης εργασίας είναι σαφώς σημαντικό κριτήριο. Έτσι όμως απόλυτα παρμένο είναι πολύ πιθανόν να οδηγήσει σε λάθος συμπεράσματα. Χιλιάδες και χιλιάδες μικρές επιχειρήσεις με ένα ή δύο υπαλλήλους είναι στα όρια της καταστροφής και αντιλαμβάνονται ως κύρια αιτία της κατάστασης τους την εκμετάλλευση που υφίστανται από τα μονοπώλια και τους όρους λειτουργίας τους στην αγορά που διαμορφώνει το κράτος που είναι και η πραγματική αιτία της συντριβής τους. Πόσοι από αυτούς δεν λένε ανοιχτά ότι πρόθεση της εξουσίας είναι να τους συντρίψει το σύστημα για να καταλάβουν οι μεγάλες μονοπωλιακές επιχειρήσεις το τμήμα της αγοράς που αυτοί κατέχουν σήμερα; Το κριτήριο της απασχόλησης ξένης εργασίας είναι μεν σημαντικό, αλλά την κατάσταση του μικροεπιχειρηματία την επηρεάζουν και πολλά άλλα ακόμη εξίσου σημαντικά. Η αντίθεση με τα μονοπώλια και το κράτος είναι σημαντική και σε κρίσιμες περιόδους πιθανόν και κυρίαρχη και αυτή επηρεάζει τις αντιλήψεις, τη συμπεριφορά και διαμορφώνει τη συνείδηση και τη στάση τους. Σε συνθήκες βαθιάς κρίσης και αρνητικού συσχετισμού για την αστική τάξη είναι πολύ πιθανόν σημαντικό τμήμα τους να γέρνει προς την πλευρά της εργατικής τάξης, γεγονός με μεγάλη σημασία. Όταν όμως θεωρούνται εξ ορισμού αυτά τα στρώματα ότι ανήκουν συλλήβδην ‘‘στον αστικό συνασπισμό εκμετάλλευσης και εξουσίας’’ εσαεί, τότε η όποια δυνατότητα επηρεασμού τους εκλείπει. Χαρίζονται στην αστική τάξη.
Αντιστοίχως τα πολυάριθμα και δυναμικά αναπτυσσόμενα μεσαία μισθωτά στρώματα της επιστημονικής διανόησης, η οποία διευθύνει ανθρώπους και συμμετέχει στην ιεραρχία που οργανώνει την παραγωγή και συμμετέχει στην εκμετάλλευση, στη διαδικασία της καπιταλιστικής παραγωγής και αυτά κατά το άρθρο ανήκουν σταθερά και μόνιμα στον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Λέγοντας επιστημονική διανόηση που οργανώνει ή συμμετέχει στην εκμετάλλευση, εννοεί μια μεγάλη γκάμα εργαζομένων με πολλές διαφορές μεταξύ τους όσον αφορά τη θέση τους στην παραγωγή και την ταξική θέση κατ' επέκταση, είναι προφανώς λάθος συνολικά να κατατάσσονται στους μόνιμους και σταθερούς συμμάχους της αστικής τάξης. Όσο για τους ποδοσφαιριστές, μάλλον ‘‘διασκεδαστές’’ του λαϊκού κόσμου είναι περισσότερο παρά της αστικής τάξης και εδώ όμως πρέπει να διακρίνει κανείς πολύ μεγάλες διαφοροποιήσεις από την άποψη της κοινωνικοταξικής τους θέσης. Οι καλοπληρωμένοι είναι ελάχιστοι, η μεγάλη πλειοψηφία τους έχει τεράστια προβλήματα που ταξικά την φέρνουν πολύ κοντά στο λαό παρά στην αστική τάξη, ενώ οι όροι που καθορίζουν τη συνείδηση τους είναι πολύ πιο σύνθετοι και καθόλου δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται με έναν επίπεδο τρόπο. Άρα είναι αναγκαία πράγματι μια βαθύτερη μελέτη της ταξικής διάρθρωσης της σύγχρονης αστικής κοινωνίας και αντικειμενικού προσδιορισμού της θέσης των ενδιάμεσων στρωμάτων χωρίς προειλημμένες αποφάσεις και συμπεράσματα προκειμένου να τεκμηριωθούν θεωρητικές επεξεργασίες και κατασκευές.
Η επανάσταση αντιμετώπισε μεγάλες δυσκολίες στον ανεπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο ολόκληρο τον 20ο αιώνα και φυσικά αντιμετωπίζει και σήμερα. Δεν είναι απλά ένα υπαρκτό πρόβλημα, αλλά πολύ σπουδαίο και σύνθετο ζήτημα που απαιτεί ενδελεχή μελέτη και εμβάθυνση, αξιοποίηση της ιστορικής πείρας ολόκληρου του 20ου αιώνα, των κειμένων των κλασικών και των υπολοίπων μαρξιστών. Είναι τόσο σύνθετο και σπουδαίο που αποκλείει προχειρότητες και ιδεοληπτική στάση. Το ζήτημα αυτό το έθεσε καταρχήν ο Λένιν συγκρίνοντας τις δυσκολίες της επανάστασης στη δυτική Ευρώπη με τη Ρωσία και τοποθετήθηκε κατά επανάληψη από το 1918 και ύστερα. Έγραφε στην πιο κλασσική διατύπωση του, στον ‘‘Αριστερισμό’’, ότι «για την Ρωσία στη συγκεκριμένη εξαιρετικά πρωτότυπη από ιστορική άποψη κατάσταση του 1917, ήταν πιο εύκολο να αρχίσει τη σοσιαλιστική επανάσταση, ενώ το να την συνεχίσει και να φέρεις σε πέρας θα είναι πιο δύσκολο για τη Ρωσία από ότι για τις ευρωπαϊκές χώρες». Ως ειδικές συνθήκες για τη Ρωσία αναφέρει: Τη δυνατότητα να συνδυαστεί η επανάσταση με τον τερματισμό του πολέμου που ήταν φλέγον ζήτημα για τους ρώσους εργάτες και αγρότες, το χωρισμό των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων σε δύο αντιμαχόμενα στρατόπεδα που δεν τους επέτρεπε να ενωθούν εναντίον της επανάστασης, τουλάχιστον για μια ορισμένη περίοδο, τις γεωγραφικές και συγκοινωνιακές συνθήκες της Ρωσίας που ευνοούσαν μακροχρόνιο εμφύλιο πόλεμο και το τεράστιο αγροτικό ζήτημα που οδήγησε σε ένα αστικό δημοκρατικό επαναστατικό κίνημα, το οποίο αξιοποίησε η εργατική τάξη και διαμόρφωσε την εργατοαγροτική συμμαχία που οδήγησε στη νίκη. «Τέτοιες ειδικές συνθήκες, σημειώνει, δεν υπάρχουν σήμερα στη δυτική Ευρώπη και δεν είναι πολύ εύκολο να παρουσιαστούν ξανά οι ίδιες ή παρόμοιες συνθήκες. Να γιατί, ανάμεσα στα άλλα- εκτός από μια σειρά άλλες αιτίες- θα είναι πιο δύσκολο για τη δυτική Ευρώπη, από ότι ήταν σε εμάς, να αρχίσει τη σοσιαλιστική επανάσταση. Σε άλλες αναφορές του θέτει το ζήτημα κάτω από την πείρα της αποτυχίας της επανάστασης στη Γερμανία και γενικότερα στην Ευρώπη, της αντοχής του καπιταλισμού σε σχέση με τη Ρωσία και πέραν των άλλων λόγων που σχετίζονταν με τη συγκυρία στη Ρωσία αναφέρεται στις δυσκολίες που η ίδια η δομή του αναπτυγμένου καπιταλισμού δημιουργεί, η υπερνίκηση των οποίων δεν είναι υπόθεση μιας εφόδου για την κατάληψη του ‘‘κάστρου’’. Είναι δύσκολη έως αδύνατη να συμβεί κατ’ αυτόν τον τρόπο. Απαιτείται μακρόχρονη τακτική και χρήση ολόκληρης ποικιλίας μορφών στην τακτική, αποτελεσματικών για τις κοινωνίες του ανεπτυγμένου καπιταλισμού, τη φύση και τις παραδόσεις τους.
Συνεισφορά στην επεξεργασία της τακτικής για την δυτική Ευρώπη είχε ο Α. Γκράμσι. Θεωρεί ότι στα πιο αναπτυγμένα κράτη ή ‘‘ κοινωνία των πολιτών’’ έχει γίνει μια δομή πολυσύνθετη και ανθεκτική στις καταστροφικές ‘ επιδρομές’ του άμεσου οικονομικού στοιχείου (κρίσεις, υφέσεις κ.λπ). Τα εποικοδομήματα της κοινωνίας των πολιτών είναι σαν το σύστημα των χαρακωμάτων στο σύγχρονο πόλεμο. Ως εκ τούτου απαιτείται ένας μακροχρόνιος πόλεμος, αφού μελετηθούν σε βάθος όλα τα στοιχεία των κοινωνιών, καθεμιάς ξεχωριστά και των γειτονικών της χωρών και συνολικά όλων των χωρών παγκόσμια, μια και τα στοιχεία αυτά ακριβώς καθορίζουν την ανθεκτικότητα του συστήματος. Μάλιστα θεωρεί ότι η τακτική αυτή που περιγράφει ως πόλεμο θέσεων σε αντίθεση με τον πόλεμο των ελιγμών (Οκτωβριανή επανάσταση) αντιστοιχεί στην τακτική του «ενιαίου μετώπου» που επεξεργάστηκε ο Λένιν και η Γ’ Διεθνής από το 1921- 1922.
Στη συνέχεια άλλοι μαρξιστές ασχολήθηκαν με το μεγάλο αυτό θέμα. Πολλές προσπάθειες εκτράπηκαν του σκοπού τους, έχασαν τα ταξικά εργατικά χαρακτηριστικά τους και οδηγήθηκαν στην ενσωμάτωση.
Εν πάση περιπτώσει πρόκειται για ένα πολύ μεγάλο ζήτημα που η επεξεργασία του αποκτά επείγοντα χαρακτήρα, μαζί φυσικά με άλλα που το επαναστατικό κίνημα έχει μπροστά του. Εκείνο που δεν μπορεί να γίνει είναι να απαντώνται τέτοια κορυφαία θέματα με βουλησιαρχικό τρόπο, με τα ‘‘θέλω’’. Το ζήτημα δεν είναι τι θέλουμε, και τι θα προτιμούσαμε, αλλά πώς θα αξιοποιηθούν όλες οι δυνατότητες που διαμορφώνονται ώστε το επαναστατικό κίνημα με την κατάλληλη τακτική να εκμεταλλεύεται τις δυσκολίες της αστικής τάξης και να βυθίζει σε πιο βαθιά κρίση τις αστικές δυνάμεις και το σύστημα κυριαρχία τους. Η παραμικρή δυνατότητα δεν πρέπει να χαρίζεται, πρέπει να αξιοποιείται. Άρα είναι μείζον θέμα πως θα προσεγγιστεί η επανάσταση, το κίνημα δεν είναι δυνατόν να δείξει διστακτικότητα, διότι θα χαθούν ευκαιρίες, θα μπει σε αδιέξοδα και θα υποστεί ήττες. Άρα κριτήριο είναι η προσέγγιση στην επανάσταση, φυσικά με όρους ταξικούς. Πρέπει επιπλέον να σημειώσουμε ότι είναι πολύ πιθανόν να διαμορφωθούν συνθήκες βαθιάς κρίσης που θα επηρεάσουν όχι μόνο την οικονομία αλλά και το πολιτικό σύστημα, πιθανόν να δημιουργηθούν συνθήκες σημαντικής αστάθειας του καπιταλισμού, όχι όμως επαναστατικές. Ορισμένα σημαντικά γεγονότα, π.χ. κρίσιμες εκλογικές αναμετρήσεις που θα αποκτήσουν ιδιαίτερη σημασία για τις διαθέσεις των μαζών και τους συσχετισμούς και μάλιστα με σχετικά μεγάλη διάρκεια. Όταν η συνείδηση των εργαζομένων δεν θα έχει πάρει επαναστατικά χαρακτηριστικά θα επηρεάζονται ακόμη, παρά την πρόοδο, από αυταπάτες μικροαστικού δημοκρατικού χαρακτήρα. Πώς θα γίνει η διαχείριση τέτοιων καταστάσεων, αξιοποιώντας κάθε δυνατότητα και πιθανότητα κυβέρνησης πραγματικά εργατικής, αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής, αν φυσικά διαμορφωθούν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις;
Οι συνθήκες των τελευταίων εκλογών του Ιουνίου και το αποτέλεσμά τους, χωρίς να είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, είναι ενδεικτικές. Παρά τη διαπίστωση από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και το Κ.Κ.Ε. ότι η συνείδηση ευρύτερων τμημάτων του εργαζόμενου λαού παραμένει σε ρεφορμιστικά πλαίσια, ότι ο λαός ζητά ανακούφιση, αρνήθηκαν και ιδιαίτερα του Κ.Κ.Ε. με τρόπο εντελώς απόλυτο, τη διατύπωση ενός δρόμου για το λαό και τη χώρα ώστε να αντιμετωπιστεί η επίθεση που δέχονταν, ως και τη διατύπωση της ανάγκης μιας κυβέρνησης αριστερής αντιιμπεριαλιστικής αντιμονοπωλιακής με τα πραγματικά χαρακτηριστικά και τους όρους υλοποίηση της, έστω ως προπαγανδιστικό στόχο, διότι ήταν πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Τα εκλογικά αποτελέσματα είναι γνωστά. Στα λόγια και το Κ.Κ.Ε. και η ΑΝΤΑΡΣΥΑ ξόρκιζαν το ρεφορμισμό και τον οπορτουνισμό, πρακτικά όμως με τη στάση τους έφθασαν το ΣΥΡΙΖΑ στο 28% των ψήφων και τα ίδια οδηγήθηκαν σε μεγάλη ήττα.
Μετεκλογικά το μεν Κ.Κ.Ε. βλέπει ως αιτία της συντριβής του ότι δεν επιτέθηκε με πολύ μεγαλύτερη ένταση στο ΣΥΡΙΖΑ για να τον αποκαλύψει στα μάτια του λαού και αφετέρου και δεν πρόβαλε πιο πολύ την λαϊκή εξουσία, δηλαδή τη δικτατορία του προλεταριάτου. Έτσι θα απαντούσε στο αίτημα για κάτι άμεσο, για ανακούφιση των εργαζομένων. Αν προχωρούσε σε τέτοια προεκλογική τακτική είναι πολύ πιθανό ότι το αποτέλεσμα του θα ήταν χειρότερο. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ μετεκλογικά βλέπει ως αιτία του αποτελέσματος που έφερε ότι δεν είχε επεξεργαστεί μια πιο συγκεκριμένη τακτική για τέτοιες συνθήκες. Τι περισσότερο θα μπορούσε να κάνει; Η κατάσταση έθετε άμεσα το ζήτημα της ανακούφισης του λαού, έθετε πιεστικά το ζήτημα της κυβέρνησης που θα αναδεικνυόταν και θα μπορούσε να οδηγήσει στην ανακούφιση του. Πειστική τακτική σημαίνει τοποθέτηση και στο κυβερνητικό ζήτημα, φυσικά με όρους επαναστατικού κόμματος. Η αιτία σε τελική ανάλυση της εκλογικής ήττας και των δύο κομμάτων είναι η εμμονή τους στη θέση ότι οι κομμουνιστές και οι επαναστάτες δεν είναι δυνατόν να έχουν καμία σχέση με οποιαδήποτε κυβέρνηση στον καπιταλισμό, παρά μόνον με την επαναστατική κυβέρνηση μετά την επανάσταση.
Θεωρούμε ότι ο τρόπος που έλυσε η Κομμουνιστική Διεθνής στο 3ο και το 4ο συνέδριο της τα ζητήματα αυτά διατηρεί την επικαιρότητα του στο ακέραιο. Δίνει απαντήσεις από τη σκοπιά των συμφερόντων της εργατικής τάξης, άμεσων και στρατηγικών, αρκεί φυσικά να τηρούνται οι προϋποθέσεις που έθεσε. Εννοούμε τη θέση της Κομμουνιστικής Διεθνούς για τη διεκδίκηση της εργατικής κυβέρνησης. Βασικές προϋποθέσεις της είναι:
Η διαμόρφωση και η δράση ενιαίου μετώπου των εργατών και των εργαζομένων εναντίον του κεφαλαίου στη βάση των άμεσων ζωτικών διεκδικήσεών τους, μέτωπο το οποίο συγκροτείται ‘‘από τα κάτω’’ μέσα στο λαό, τα συνδικάτα, γενικότερα τους μαζικούς και λαϊκούς φορείς και ‘‘από τα πάνω’’ από πολιτικές δυνάμεις εργατικής και λαϊκής αναφοράς.
Η ύπαρξη βαθιάς κρίσης του συστήματος, οικονομικής και πολιτικής. Ως γενικό προπαγανδιστικό σύνθημα μπορεί να διατυπώνεται παντού, ως άμεσο πολιτικό σύνθημα όμως εκεί ‘‘όπου, λόγω της κρίσης, η κατάσταση της αστικής κοινωνίας είναι ιδιαίτερα πολύ λίγο ασφαλής και όπου ο συσχετισμός των δυνάμεων μεταξύ των εργατικών κομμάτων και της μπουρζουαζίας θέτει στην ημερήσια διάταξη τη λύση της εργατικής κυβέρνησης σαν πολιτική ανάγκη’’.
Η μεγάλη κινητοποίηση των μαζών και οι μαχητικές διαθέσεις τους, καθώς και η διαμόρφωση οργάνων και θεσμών που θα αγκαλιάζουν και θα κινητοποιούν ευρύτερες μάζες.
Η αξιοποίηση της δημιουργίας εργατικής κυβέρνησης για την προσέγγιση στην επανάσταση, με μοχλό δηλαδή την κυβέρνηση να οδηγήσει η εργατική τάξη σε όξυνση την ταξική πάλη και να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ της και των συμμάχων της, να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για την επανάσταση.
Η προηγούμενη προϋπόθεση θέτει ακριβώς το περιεχόμενο της πολιτικής της κυβέρνησης. Δεν θα είναι μια απλή διαχείριση της κρίσης, έστω με ορισμένα φιλολαϊκά στοιχεία. Θα είναι ένα πλαίσιο μέτρων και στόχων που υλοποιούμενο θα οδηγεί εκτός του συστήματος, μέτρα που θα αναγκάσουν την αστική τάξη να αντιδράσει δυναμικά και η σύγκρουση να γενικευθεί. ‘‘ Το σύνθημα της εργατικής κυβέρνησης μπορεί να εξαπολύσει επαναστατικού αγώνες’’.
Φυσικά όλοι οι τύποι κυβερνήσεων που μπορεί να προκύψουν δεν είναι δυνατόν να είναι αποδεκτοί, ή τουλάχιστον το ίδιο αποδεκτοί. Ως εκ τούτου η στάση του κομμουνιστικού κόμματος απέναντι τους διαφοροποιείται από ανοχή, ως συμμετοχή του κομμουνιστικού κόμματος ή και αντιπαράθεση μαζί της.
Πηγή:ΕΡΓΑΤΙΚΟΣ ΑΓΩΝΑΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου