Κυριακή 23 Δεκεμβρίου 2012

Η αριστερά της κυβέρνησης και η κυβέρνηση της αριστεράς

Του Παναγιώτη Μαυροειδή
"Να σκεφτούμε έξω από το συνηθισμένο τρόπο, που θέλει την αριστερά να εστιάζει την πολιτική λύση, στο ζήτημα της κυβέρνησης και των εκλογών. Αν κυβέρνηση της αριστεράς σημαίνει εφαρμογή μιας αριστερής πολιτικής, στο πλαίσιο ενός δρόμου, (αλλά και στόχου) ενάντια και έξω από τον καπιταλισμό, που πρέπει από σήμερα να στοχεύσουμε, πρέπει να τολμήσουμε μια νέα προσέγγιση".

‘’Εργασία στο εξωτερικό αναζητούν σχεδόν οι μισοί από τους Έλληνες σε παραγωγική ηλικία’’. Αυτή ήταν μία από τις βασικές πρωτοσέλιδες ειδήσεις των ημερών, οδεύοντας προς τη Χριστουγεννιάτικη ξεκούραση. Ίσως είναι αρκετή για να καταδείξει την έκταση και το βάθος του κοινωνικού εξανδραποδισμού που έχει επιβάλει η τρόικα στην Ελλάδα.

Το τρίχρονο των μεγάλων λαϊκών κινητοποιήσεων ενάντια στις κυβερνήσεις που επέβαλαν τα αντεργατικά μέτρα, φαίνεται να κλείνει, εισάγοντάς μας σε μια νέα φάση. Η πεποίθηση ότι με ένα μαζικό ντου θα καταρρεύσει ο αντίπαλος, όσο και αν τροφοδότησε τη μαχητικότητα των στιγμών, αντικαθίσταται σήμερα από την επίγνωση ενός αποφασισμένου και ισχυρού αντιπάλου απέναντι στο λαό, που κάνει αδίστακτα χρήση του μονοπωλίου της βίας. Η σκιαγράφηση του αντίπαλου στα όρια των ανίκανων, διεφθαρμένων, αδιάβαστων και γονυπετών πολιτικών, δίνει τη θέση της στην πραγματικότητα ενός συνεκτικού οικονομικού και πολιτικού πλέγματος εξουσίας, διαρθρωμένου στην παραγωγή, στο κράτος, αλλά και με το μεγάλο στήριγμα της ΕΕ. 
Η ευκολία της ‘’κατάργησης των μνημονίων’’ ως επαρκούς και αποφασιστικής προϋπόθεσης για να ανατραπεί η επίθεση, εξασθενεί μπροστά στα διαδοχικά ερωτήματα που ανακύπτουν και συνδέονται με την προοπτική εξόδου από την ευρωζώνη και ακόμη περισσότερο με τους κινδύνους σύγκρουσης με την διεθνή καπιταλιστική αγορά. Πρόκειται για την ανάπτυξη μιας ‘’πικρής’’ σοφίας μέσα στον κόσμο ως αποτέλεσμα του τριετούς κύκλου αγώνων, που συμπυκνώνεται στο σημερινό κάθισμα και την πολιτική αμηχανία.

Έχουμε μια ‘’ισορροπία των αδυνάτων’’. Οι εργαζόμενοι, οι άνεργοι, οι φτωχοί, οργίζονται, αποδοκιμάζουν, αλλά δεν μπορούν να ανατρέψουν. Η μνημονιακή χούντα επιβάλει την πολιτική της (όχι χωρίς αντιστάσεις), αλλά αδυνατεί να συγκροτήσει θετικό πολιτικό όραμα, ή να πείσει οικοδομώντας νέες κοινωνικές συμμαχίες.

Αυτές είναι οι συνθήκες, το κενό, μέσα στο οποίο βρίσκει έδαφος ο φασισμός. Είναι η φωνή, η δράση, το ‘’χέρι’’ των ‘’πάνω’’ μέσα στους ‘’κάτω’’, που επιχειρούν να μεταστρέψουν συντηρητικά τον κοινωνικό ριζοσπαστισμό, με πρακτικές και φιλοσοφία εμφυλίου πολέμου όχι ενάντια στην αστική τάξη, αλλά μέσα στην εργατική τάξη.

Φαίνεται παράξενο, αλλά δεν είναι. Παρά τη μεγάλη πολιτική νομιμοποίηση για μια βαθύτερη ριζοσπαστικοποίηση και δράση που έδωσε το εκλογικό αποτέλεσμα των δύο τελευταίων με την ψήφο στα αριστερά κόμματα, η αριστερή κοινωνική και πολιτική δυναμική παρουσιάζει εμφανή κόπωση και χάνει σε μαχητικότητα και αυτοπεποίθηση. Ήταν αλήθεια μοιραίο αυτό; Πως διαμορφώθηκε αυτή η τάση και πως μπορεί να αντιστραφεί;

Η προσμονή μιας κυβερνητικής αλλαγής

Σε πολλούς εργαζόμενους φαίνεται να έχει απομείνει ένα και μοναδικό αποκούμπι, μέσα σε αυτή την παραζάλη και την αναποτελεσματικότητα: Κυβερνητική αλλαγή. Να φύγει με εκλογές αυτή η κυβέρνηση και να έρθει στα πράγματα μια αντι-μνημονιακή κυβέρνηση της αριστεράς και βλέπουμε. Δε θα σχολιάσουμε εδώ για το τι είδους αριστερή κυβέρνηση μπορεί να κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ με τη ΔΗΜΑΡ ή τον Καμένο και στη βάση ποιού προγράμματος. Θα υποθέσουμε τις καλύτερες δυνατές συνθέσεις και προθέσεις.

Με αυταπάτες ή χωρίς, πολλοί εργαζόμενοι φαίνεται να θεωρούν δύσκολη έως ανέφικτη μια ανατροπή της κυρίαρχης πολιτικής με τον παλλαϊκό ξεσηκωμό. Προσμένουν μια αλλαγή από τα πάνω ή έστω ένα φρένο..

Η υλικότητα και ο συγκεκριμένος ρόλος του κράτους ως συμπύκνωση της κυριαρχίας του αστικού κόσμου, αντικαθίσταται από την περιορισμένη πραγματικότητα της εκλεγμένης κυβέρνησης.

Η πραγματικότητα της ατομικής ιδιοκτησίας και ιδιοποίησης της εργασίας των πολλών, μαζί και του ‘’αναφαίρετου’’ διευθυντικού δικαιώματος στην πρόσληψη και την απόλυση, αλλά και στο κλείσιμο της επιχείρησης, δίνει τη θέση της στη χρηστή διαχείριση των …υπολοίπων κοινωνικών θεμάτων.

Ποια κυβέρνηση αλήθεια θα πει στο Μάνεση να ανοίξει και πάλι το εργοστάσιο, με επανα-πρόσληψη όλων των εργαζομένων; Γνωρίζετε καμία που έστω να το διακηρύσσει; Πως άραγε θα αντιστεκόταν στο ‘’νόμιμο’’ λοκ άουτ των επιχειρήσεων, αν είχε σκοπό να επιβάλλει κάποια φιλεργατικά μέτρα;

Ποιος εργοδότης και για ποιο λόγο θα αποφάσιζε να κάνει προσλήψεις με τις παλιές συλλογικές συμβάσεις, προσπερνώντας τα ‘’κεκτημένα’’ των μνημονίων;

Γνωρίζουμε αλήθεια επιχειρηματίες, έλληνες ή ξένους, που θα έκαναν επενδύσεις ικανές να απορροφήσουν 1,5 εκατομμύριο ανέργους, με αξιοπρεπείς όρους εργασίας; Για ποιο λόγο θα το έκαναν αυτό σε συνθήκες πτώσης του ποσοστού κέρδους και ύπαρξης πάντα φτηνότερου εργατικού δυναμικού;

Ποια κυβέρνηση θα αύξαινε τις συντάξεις ή το επίδομα ανεργίας και με τι χρήματα αν δεν έχει αρνηθεί να πληρώσει το χρέος; Και θα της αρκούσαν αλήθεια οι βουλευτές για να σηκώσει μια αντιπαράθεση με τη διεθνή κεφαλαιοκρατία;

Ποια κυβέρνηση θα αποφάσιζε την επαν-εθνικοποίηση του ΟΤΕ ή της Ολυμπιακής αγνοώντας την ΕΕ και αρνούμενη αποζημιώσεις στους ιδιοκτήτες;

Ποιο θα ήταν άραγε το μέσο εξαναγκασμού που θα χρησιμοποιούσε μια αριστερή κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει ας πούμε ένα φασιστικό πογκρόμ; Την ελληνική αστυνομία μήπως; Και τι θα μπορούσε να αντιπαραθέσει σε μια κίνηση του στρατού;

Κάτι πρέπει να μας διδάσκει η αποδοχή του μνημονίου από την αριστερή κυβέρνηση της Κύπρου: Τα περιθώρια ‘’φιλολαϊκής’’ διαχείρισης του καπιταλισμού, σε συνθήκες τέτοιας κρίσης είναι ανύπαρκτα. Δεν βρισκόμαστε στη χρυσή 25ετία 1945-1970. Ούτε πρόκειται να γυρίσουμε στην προ 2009 περίοδο στην Ελλάδα και στην Ευρώπη. Χωρίς μια βασική μεταβολή στο ζήτημα της ιδιοκτησίας που σημαίνει επίταξη του παραγωγικού ιστού της χώρας, με παράλληλη άρνηση των δεσμεύσεων που επιβάλλει η ΕΕ, οι δανειστές και η λεγόμενη αγορά της απελευθέρωσης των πάντων, δεν μπορεί να υπάρξει ούτε καλύτερη ζωή, ούτε στοιχειώδης βελτίωση και ανάσχεση της επίθεσης.

Το μόνο που μπορεί να υποσχεθεί μια κυβέρνηση αριστερής διαχείρισης μέσα σε αυτή την κατάσταση, εντός της αγοράς και της ΕΕ, θα ήταν μια περιορισμένη παρέμβαση στο πεδίο της διανομής. Με εντελώς οριακά και αμφίβολα αποτελέσματα. Να επιβραδύνει (μόνο προσωρινά) για παράδειγμα το ρυθμό μείωσης του κατώτατου μισθού, πάντα όμως σε ένα πλαίσιο δραματικής πτώσης του μέσου μισθού. Να μετριάσει την γενική τάση μείωσης της φορολογίας του μεγάλου κεφαλαίου σε κάποιο βαθμό. Κανένα από αυτά τα μέτρα, αν μιλήσουμε με νούμερα δεν μπορεί να επηρεάσει με ουσιαστικό τρόπο τις γενικές συνθήκες ζωής και αναπαραγωγής των εργαζομένων και των ανέργων.

Ολόκληρος ο καπιταλιστικός κόσμος και ειδικά στην Ευρώπη, είναι γεμάτος με τέτοιες εναλλακτικές διαχειρίσεις, που το μόνο που επιτυγχάνουν είναι μια θραμβευτικότερη επιστροφή ακόμη πιο συντηρητικών λύσεων. Μια ματιά στην Ιαπωνία και τις πρόσφατες εκλογές είναι χρήσιμη, με τους συντηρητικούς να επιστρέφουν με τα 2/3 των εδρών με το πιο εθνικιστικό και αντεργατικό πρόγραμμα όλων των εποχών.

Καταγγέλλοντας τις αυταπάτες του κόσμου…

Υπάρχουν διάφοροι τρόποι για να σταθεί η κομμουνιστική αριστερά απέναντι σε αυτή την τάση κυβερνητικής ανάθεσης μέσα στον κόσμο.

Τμήματά της επισημαίνουν με απογοήτευση τις ‘’αυταπάτες’’ του κόσμου. Δεν διστάζουν συχνά να καταγγέλλουν την ‘’άγνοια’’ από μέρους των εργαζομένων του πυρήνα της πραγματικής εξουσίας, που δε βρίσκεται στην βουλή και στους υπουργούς, αλλά στην κεφαλαιοκρατική κυριαρχία στην οικονομία και στο κράτος της.

Με περισσή ευκολία, ιδιαίτερα στη ρητορική του ΚΚΕ, αντιδιαστέλλονται αυτάρεσκα όλα αυτά, με την επάρκεια της ‘’πρωτοπορίας’’, που δυστυχώς όμως ‘’δεν εισακούγεται’’.

Είναι μια επιλογή απολύτως αδιέξοδη. Αντικαθιστά τα καθήκοντα της αριστεράς στο μετασχηματισμό της κοινωνικής διαμαρτυρίας σε υποκείμενο ανατροπής, με τον διδακτισμό της κομματικής αλήθειας. Όμως, το κοινωνικό σώμα είναι συγκεκριμένο και είναι αυτό που έχουμε μπροστά στα μάτια μας. Οι τάσεις μέσα σε αυτό αντανακλούν την αστική κυριαρχία και την ιδεολογική ηγεμονία της. Αλλά και την διαχρονική ιδεολογική ανεπάρκεια της αριστεράς να αναπτύξει τις αντίρροπες τάσεις.

Ο ρόλος της αριστεράς δεν είναι να μυστικοποιεί τη μεγάλη ρήξη στο μέλλον, αλλά να την προετοιμάζει με τον κοινωνικό και πολιτικό αγώνα. Στερείται νοήματος να ζητά η αριστερά αναγνώριση του πρωτοπόρου της ρόλου. Το ζητούμενο είναι να τον καταχτήσει μέσα στο μετασχηματισμό του κόσμου σε δρών πολιτικό υποκείμενο ανατροπής.

…ή μετατρέποντας την αδυναμία σε αρετή;

Υπάρχει όμως και το συμμετρικό, αντι-διαμετρικό, αλλά όχι αντίθετο σημείο της παραπάνω μεταφυσικής προσέγγισης. Είναι η καθαγίαση της στάσης του κόσμου ως ‘’σοφής’’. Ο κόσμος λοιπόν, σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, βρισκόμενος ακόμη και ‘’πιο μπροστά από την αριστερά’’, καταλαβαίνει ότι το ζητούμενο δεν είναι ένα ανατρεπτικό κίνημα αυτή τη στιγμή, αλλά μια πολιτική κυβερνητική επιλογή. Από το σημείο αυτό και μετά, το κουβάρι ξετυλίγεται συνεχώς αντίστροφα.

Οι αγώνες βαφτίζονται υποτιμητικά ‘’κινηματισμός’’.

Η προγραμματική αριστερή πολιτική, ονομάζεται ‘’επαναστατική φλυαρία και λογοκοπία’’.

Η εκτίμηση της κοινωνικής και πολιτικής φύσης των πολιτικών δυνάμεων, βαπτίζεται ‘’σχολαστικισμός’’.

Η ανάδειξη των ταξικών και κοινωνικών εκπροσωπήσεων από τις πολιτικές δυνάμεις, ρίχνεται στην πυρά ως ‘’μηχανιστικός αναγωγισμός’’

Η προβολή της ανάγκης της επαναστατικής τομής ενάντια στην οικονομική ολιγαρχία και το κράτος της, βαφτίζεται φαντασιοκοπία και ‘’έφοδος στα χειμερινά ανάκτορα’’.

Η σκόπιμη ταύτιση κάθε απόπειρας για αριστερή κριτική και ταξική θεώρηση, με παιδαριώδεις υπερ-αριστερές φλυαρίες, είναι αρκετά προσφιλής ιδιαίτερα στο φιλοευρωπαϊκό και συντηρητικό τμήμα της ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ. Περισσότερο όμως εντυπωσιάζει η κομπλεξική καταφυγή σε αυτή την επιχειρηματολογία δυνάμεων ή ‘’προσωπικοτήτων’’ της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς που έχουν συνδέσει την πορεία τους άμεσα ή έμμεσα με την πολιτική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ. Ίσως είναι η μάχη με τις δικές τους αμφιβολίες.

Ανιχνεύοντας μια αριστερή επαναστατική πολιτική

Δεν είναι ασυνήθιστο οι παραπάνω προβληματικές να αλληλο-αξιοποιούνται, αναζητώντας η κάθε μία, όχι θετική δικαίωση με τεκμηρίωση των ισχυρισμών της, αλλά εστιάζοντας αρνητικά σε καταφανώς αδύνατα σημεία της άλλης.

Έτσι, πολύ βολικά, κάθε κριτική στο ΚΚΕ για την ανυπαρξία από μεριάς του μιας αριστερής αντικαπιταλιστικής πολιτικής που θα μετασχηματίζει τη διάχυτη δυσαρέσκεια σε συνειδητό αντικαπιταλιστικό αγώνα με σοσιαλιστική προοπτική, αντιμετωπίζεται με ταύτιση με την ‘’διαχειριστική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ εντός του συστήματος και της ΕΕ’’. Έτσι, πυροβολώντας για παράδειγμα το σύντομο ανέκδοτο για κατάργηση μνημονίων εντός ευρωζώνης που υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ ξεφεύγει από την κριτική που το αφορά καίρια, δηλαδή την μή πρόταξη από μεριάς του ως άμεσου στόχου πάλης και πολιτικοποίησης του κινήματος την έξοδο από την ευρωζώνη και την ΕΕ.

Με τον ίδιο τρόπο, κάθε επισήμανση για την επικίνδυνη αυταπάτη της στρατηγικής του ΣΥΡΙΖΑ ότι είναι δυνατόν να παρθούν φιλολαϊκά μέτρα μέσα στο πλαίσιο ενός καπιταλισμού σε κρίση και χωρίς αντικαπιταλιστική τομή, αντιμετωπίζεται με την λοιδορία περί της ‘’γνωστής πολιτικής θεωρητικολογίας του ΚΚΕ, που δεν έχει άμεση πολιτική πρόταση.’’. Στο όνομα της κριτικής της ''χιλιαστικής αντίληψης περί κατάληψης της εξουσίας εξ εφόδου'' που καταλογίζεται στο ΚΚΕ, επιχειρείται η δικαίωση της λογικής των διαδοχικών ρήξεων μέσα στον καπιταλισμό χωρίς ρήξη και επανάσταση ανατροπής του.

Χρειάζεται προσπάθεια, όχι μόνο για να ανιχνεύσει κανείς τα όρια μιας ανατρεπτικής λογικής εντός αυτών των συμπληγάδων, αλλά και για να αποφύγουμε τις εύκολες απαντήσεις εστιάζοντας απλά στα πιο ανεπαρκή σημεία της κοινοβουλευτικής αριστεράς.

Θεμέλιο λίθο μιας αριστερής πολιτικής, τόσο με κριτήριο την προετοιμασία και συνειδητοποίηση για την αναγκαία αντικαπιταλιστική επαναστατική τομή, όσο και για την λαϊκή επιβίωση και την άμεση ανατροπή της πολιτικής των μνημονίων και της ΕΕ, αποτελεί κατά τη γνώμη μας, η συγκρότηση ενός μαχητικού και απειλητικού πολιτικά, κοινωνικού και πολιτικού κινήματος, με πυρήνα το εργατικό κίνημα.

Συγκρότηση όχι εγκεφαλική, αλλά μέσα στην μαχητική δράση στη βάση ενός μεσο-μακροπρόθεσμου προγράμματος βασικών πολιτικών και κοινωνικών τομών, που να σηματοδοτούν κλονισμό της κυριαρχίας του κεφαλαίου και των υπερεθνικών δεσμών του και ανατροπή του κοινωνικού συσχετισμού υπέρ του κόσμου της εργασίας στην Ελλάδα. Χωρίς αυτό, δεν υπάρχουν όροι και δυνατότητες να αξιοποιηθεί η πολιτική κρίση και οι ρωγμές στη διάταξη του αστικού πολιτικού συστήματος.

Αναθεματίζοντας τον ‘’κινηματισμό’’ με τις πλάτες της αστικής πολιτικής

Η ευκολία με την οποία αυτή η προσέγγιση βαφτίζεται ‘’κινηματισμός’’, προδίδει μια ορισμένη αντίληψη για το εργατικό και λαϊκό κίνημα. Σύμφωνα με αυτήν, στην δικαιοδοσία του τελευταίου ανήκουν μόνο επιμέρους συνδικαλιστικοί αγώνες για ‘’συγκεκριμένα αιτήματα’’ οικονομικής βελτίωσης, με την απαραίτητη και φαντασιακή ‘’ενότητα’’ των πάντων γύρω από αυτά.

Ένα τέτοιο κίνημα βεβαίως θα ήταν πολύ λίγο για την αναγκαία πολιτική τομή ανατροπής σήμερα. Η αδυναμία αυτή, σύμφωνα με αυτή τη συλλογιστική, καλύπτεται από τον ρόλο των κομμάτων που θέτουν ζήτημα κυβερνητικής εξουσίας και αλλαγής πολιτικής μέσω αυτής.

Δε νομίζουμε ότι είναι ιδιαίτερα πρωτότυπη αυτή η άποψη. Αλλά δεν έχει αποδείξει και την ορθότητα της.

Κυβερνήσεις διαχείρισης που ονομάστηκαν αριστερές ή σοσιαλιστικές δημιουργήθηκαν πολλές στην Ευρώπη τις τελευταίες δεκαετίες.

Από τη Γαλλία του Ζοσπέν με συμμετοχή του Γαλλικού ΚΚ. έως την γειτονική Ιταλία, με συμμετοχή της Κομμουνιστικής Επανίδρυσης και δια μέσου αυτής αμέτρητων ρευμάτων και κινήσεων που διακήρυσσαν τον αντικαπιταλιστικό και επαναστατικό τους χαρακτήρα.

Το επιχείρημα ήταν πάντα το ίδιο: Η απομόνωση της δεξιάς, του ‘’μεγαλύτερου κακού’’ και η δημιουργία αφετηρίας για βαθύτερες αλλαγές.

Ο απολογισμός σε βάθος χρόνου ήταν για τη Γαλλία η σταδιακή ενσωμάτωση ενός όλο και πιο δεξιού ΚΚ στην αριστερά του Σοσιαλιστικού Κόμματος και βέβαια η εκτίναξη της φασιστικής δεξιάς. Στην Ιταλία, είχαμε σχεδόν την εξαφάνιση της κομμουνιστικής αριστεράς και την ηγεμονία ακραίων διαχειριστικών λογικών και φυσικά το φαινόμενο Μπερλουσκόνι.

Θυμάται να μας πει κανείς τις κοινωνικές καταχτήσεις που έμειναν από αυτή την περίοδο ή έστω μπορεί να μας υπενθυμίσει άλλου είδους κέρδη στο επίπεδο οργάνωσης του εργατικού κινήματος και ανόδου του ρόλου του σε αυτές τις χώρες;

Θα ανατρέψουμε τον σάπιο κόσμο ή θα τον κυβερνήσουμε;

Υπάρχει λοιπόν μια μαγική ιδιότητα του αστικού κράτους ώστε μόλις το αγγίζει η ‘’πεντάμορφη’’ μετατρέπεται σε ‘’τέρας’’; Δεν πρόκειται βεβαίως για αυτό, αν και δεν έλειψαν οι σαλιάρηδες και στην αριστερά.

Για μια αριστερά που επιδιώκει την κοινωνική αλλαγή και που θέτει επομένως ζήτημα πολιτικής εξουσίας, δεν ήταν και δεν είναι πρόβλημα ο στόχος για μια αριστερή αντικαπιταλιστική κυβέρνηση ή εργατική κυβέρνηση. Το ερώτημα είναι αν η αριστερά έχει σκοπό να κυβερνήσει το αστικό κράτος (ειδικά στα καπιταλιστικά ιμπεριαλιστικά κέντρα) ή σκοπεύει να συμβάλλει ώστε το εργατικό κίνημα να το καταστρέψει. Προς όφελος μιας αντικαπιταλιστικής σοσιαλιστικής πορείας με κέντρο τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, που άλλωστε είναι και η πολυάριθμη κοινωνική τάξη σε αυτές τις χώρες.

Στην πρώτη περίπτωση, για αυτό μιλάμε πρακτικά στις χώρες που αναφέραμε, η αριστερά συγκροτείται αποκλειστικά σχεδόν για να κυβερνήσει και όχι να αλλάξει αυτό τον σάπιο κόσμο ή πιο σωστά επιδιώκει να τον βελτιώσει οριακά. Είναι η ‘’αριστερά της κυβέρνησης’’. Και είναι λογικό τα οφέλη σε πολιτικό και αξιακό επίπεδο από μια κυβερνητική θητεία αυτής της αριστεράς, αν υπάρχουν, να είναι πάντα πολύ μικρότερα από την απαξίωση της, ειδικά μέσα στα εργατικά στρώματα.

Αν δεν πλησιάζουμε λοιπόν τώρα την εξουσία, μιας και αυτή καίει, απλά ‘’προετοιμάζουμε δυνάμεις’’ για την πραγματική κατάληψή της με επαναστατικό τρόπο; Και εν τω μεταξύ θα λέμε στους κάθε λογής διαχειριστές με ευγένεια να λάβουν τη θέση τους στο τιμόνι της άσκησης των αντεργατικών πολιτικών και της διαφθοράς; Μήπως με αυτό τον τρόπο αρνούμαστε αναγκαίες και επείγουσες φιλεργατικές μεταρρυθμίσεις, στο όνομα του σοσιαλισμού και της επανάστασης;

Όσοι καταλαβαίνουν την πολιτική με όρους ταξικής πάλης, δε θα έπρεπε να βρίσκουν κόκκο αλήθειας σε αυτή την προσέγγιση.

Ποια κυβέρνηση της αριστεράς αλήθεια έδωσε το 8ωρο στην Ελλάδα; Δεν ήταν καμία αριστερή κυβέρνηση. Ωστόσο, η εισηγητική έκθεση της βενιζελικής κυβέρνησης (πριν το Μεταξά και ας λέει ότι θέλει η Μαύρη Νύχτα) για την θέσπιση του οκτάωρου, αναφέρεται στην ‘’ανάγκη αντιμετώπισης της εργατικής επανάστασης στην Ελλάδα’’.

Ολόκληρο το πλέγμα κοινωνικών καταχτήσεων στην καπιταλιστική Ευρώπη, επιβλήθηκε παντού, ανεξάρτητα από τη μορφή πολιτικής διαχείρισης, μετά την νίκη του Οκτώβρη αλλά και τις επαναστάσεις σε Γερμανία, Ουγγαρία, Ιταλία, οι οποίες ναι μεν ηττήθηκαν, απείλησαν όμως.

Αλλά και οι δημοκρατικές ελευθερίες στην Ελλάδα της μεταπολίτευσης, που δόθηκαν επί αυταρχικής Καραμανλικής διακυβέρνησης ήταν αποτέλεσμα του ερωτήματος επαναστατικής ανατροπής που έθεσε η εξέγερση του Πολυτεχνείου. Και ακόμη δεν έχουν ξεμπερδέψει…

Όλη η ιστορία στην Ευρώπη και στην Ελλάδα, μας πείθει πως όχι μόνο οι επαναστάσεις συστημικού μετασχηματισμού, αλλά και οι μεγάλες πολιτικές καμπές εντός των συστημάτων, προϋποθέτουν την ανατροπή των κυρίαρχων τάξεων με λαϊκές εξεγέρσεις και επαναστάσεις. Οι εκπρόσωποι του συστήματος, επαίρονται για αυτό με την αντίστροφη έννοια, σημειώνοντας ότι αυτοί κυβερνούν δημοκρατικά μέσα από εκλογές, ενώ η αριστερά πάντα επεδίωκε ανατροπές μέσω μειοψηφικής πολιτικής δράσης ή/και πραξικοπήματος. Κλασσική είναι η συζήτηση για το κλείσιμο του Γαλλικού Μάη με τον εκλογικό θρίαμβο του Ντεγκόλ, με την συστημική αριστερά να συμφωνεί σιωπηρά και να καταδικάζει τον ‘’επαναστατικό τυχοδιωκτισμό’’. Αμφότεροι ξεχνούν να σημειώσουν ότι η δήθεν ‘’ελεύθερη εκλογική επιλογή’’ σφραγίζεται, κατά κανόνα, τόσο από την οικονομική βία στην παραγωγή, όσο και από την ιδεολογική ηγεμονία, που επιτυγχάνει η αστική τάξη, έχοντας τα νήματα και τους μηχανισμούς της πραγματικής πολιτικής εξουσίας.

Να λοιπόν ποια είναι τα ζητούμενα για την αριστερά: 
Ο οργανωμένος λαός σε ποικίλες κοινωνικές και πολιτικές μορφές. Η ηγεμονία, τουλάχιστον σε ένα βασικό πρωτοπόρο τμήμα της εργατικής τάξης και άλλων εκμεταλλευόμενων τάξεων, ενός προγράμματος αντικαπιταλιστικού χαρακτήρα, που να συνδέει την άμεση βελτίωση της θέσης με την ανατροπή του κεφαλαίου. Το χρόνο, τη μορφή και την ταχύτητα, μόνο ο συσχετισμός δυνάμεων και η συνειδητότητα του εργατικού κινήματος, μπορούν να καθορίσουν.

Χωρίς αυτά, απλά ‘’λογαριάζουμε χωρίς τον ξενοδόχο’’ ή ακόμη χειρότερα σχεδιάζουν κάποιοι στο όνομα του λαού, αλλά χωρίς το λαό.

Να σκεφτούμε έξω από το συνηθισμένο τρόπο

Είναι λοιπόν όλα προδιαγεγραμμένα με σιδερένιο τρόπο; Και να ήταν, θα παλεύουμε να αλλάξουμε αυτές τις ‘’προδιαγραφές’’. Είμαστε υποχρεωμένοι να αντιλαμβανόμαστε την ιστορία και το ρόλο της αριστεράς με δυναμικό και όχι στατικό και στερεότυπο τρόπο. Αλλά δεν είναι. Η πρωτοτυπία είναι συνώνυμη της αυθεντικής λαϊκής δράσης.

Ας μείνουμε λίγο στην ανεπανάληπτη και πρωτότυπη εμπειρία της ελληνικής ΕΑΜικής επανάστασης. Το ΚΚΕ και η ΕΑΜική αριστερά γενικότερα, είχαν πετύχει μέσα από σκληρή, ψυχωμένη και μυαλωμένη δουλειά την οργάνωση του λαού σε πρωτοφανέρωτη έκταση σε επίπεδο Ευρώπης. Είχαν ένα τεράστιο δίχτυ κοινωνικών οργανώσεων, το Εργατικό ΕΑΜ μέσα σε όλα τα εργοστάσια και τις δημόσιες επιχειρήσεις, ακόμη και στις επιταγμένες από τον καταχτητή πολεμικές παραγωγικές μονάδες, τον ΕΛΑΣ ως ένα πραγματικό λαϊκό στρατό των πόλεων και της υπαίθρου. Ριζωμένοι δυνατά στις συνοικίες των πόλεων, αλλά και ικανοί για συνεχόμενες απεργίες και διαδηλώσεις στους δρόμους που έδιναν λαϊκή αυτοπεποίθηση. Με παρέμβαση ακόμη και μέσα στην αστυνομία. Είχαν όλες τις καλές προϋποθέσεις για να επιλύσουν το ζήτημα της εξουσίας και μαζί με αυτό το ζήτημα της κυβέρνησης. Υπήρξε το μεγαλείο της κυβέρνησης του βουνού, της ΠΕΕΑ, αλλά και η τραγωδία της συμμετοχής στην κυβέρνηση σφαγής τους μαζί με την αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό. Ας μείνουμε όμως στη δυνατότητα που υπήρξε να απαντηθεί το ζήτημα της διακυβέρνησης με τους όρους των εργαζόμενων λαϊκών τάξεων στην Ελλάδα, σε δρόμο κοινωνικής και εθνικής απελευθέρωσης.

Σήμερα, μπορεί να περπατηθούν παρόμοιοι δρόμοι;

Μέσα στο τριετές ξέσπασμα κοινωνικών αγώνων, η αριστερά στην Ελλάδα, είχε την ευκαιρία για ένα αποφασιστικό βήμα στην οργάνωση του κόσμου σε κατεύθυνση εξέγερσης και ανατροπής. Και τον Οκτώβρη του 2011 και τον Φλεβάρη του 2012, οι δυνάμεις του συστήματος, όχι μόνο στην Ελλάδα, λούστηκαν στον κρύο ιδρώτα, με την προοπτική μιας γενικευμένης εξέγερσης. Ούτε το ΚΚΕ, ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ δούλεψαν με αυτή την πολιτική στρατηγική. Έλειψαν οι αναγκαίες εκείνες πολιτικές κινήσεις και κατεύθυνση δουλειάς, που θα μετέφεραν το κέντρο στο πεδίο του λαϊκού παράγοντα, με την οικοδόμηση μορφών ανταγωνιστικής πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας, που θα έθεταν το θέμα της ανατροπής του πολιτικού συστήματος. 

Μπορούσε να γίνει με πρωτότυπο τρόπο, αυτό που γίνεται σε όλες τις σημαντικές πολιτικές μεταβολές: Μία προσωρινή ντε φάκτο λαϊκή κυβέρνηση των αγώνων και της ανατροπής. Ενδεχομένως βραχύβια, μιας και η χρόνια πολιτική καθυστέρηση στην οργάνωση της εργατικής τάξης και στην συγκρότηση εργατικής κομμουνιστικής αριστεράς και κομμάτων, δεν ξεπερνιούνται σε μια πολιτική στιγμή. Θα ήταν όμως ένα τεράστιο βήμα μπροστά. Πιθανά να ακολουθούσαν πάμπολλες αστικές ή μισο-αστικές ή μισο-αριστερές κυβερνήσεις της βδομάδας ή λίγων μηνών. Ενδεχόμενο ακόμη θα ήταν και μια γενική εκλογική επικράτηση της αριστεράς σε συνθήκες υπεροπλίας των κοινωνικών και πολιτικών μορφών αντι-εξουσίας των μαχόμενων λαϊκών δυνάμεων, που θα ακύρωναν το μονοπώλιο της αστικής βίας, θα απέτρεπαν τη χρήση του και θα αχρήστευαν τα αστικά ΜΜΕ.

Η συμβολή αυτής της ανώτερης οργάνωσης του μαχόμενου κόσμου δε θα ήταν μόνο στην επιβολή μιας άλλης διακυβέρνησης, αλλά κυρίως στην οικοδόμηση των όρων της εφαρμογής ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος στη συνέχεια, που μοιραία θα σήμαινε απότομη όξυνση και γενίκευση της ταξικής πολιτικής αναμέτρησης.

Δε γράφονται αυτά για να περιγραφούν ‘’χαμένες ευκαιρίες’’. Είναι προβληματική αυτή η λογική μέσα στην αριστερά. Ούτε μόνο για να γίνει η πρόβλεψη πως είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο να δημιουργηθούν ανάλογες συνθήκες στο άμεσο μέλλον, που κάθε άλλο παρά πρέπει να αποκλειστεί. Είναι κυρίως μια προσπάθεια να σκεφτούμε έξω από το συνηθισμένο τρόπο, που θέλει την αριστερά να εστιάζει την πολιτική λύση, στο ζήτημα της κυβέρνησης και των εκλογών.

Ακριβώς λόγω αυτής της εστίασης, ακριβώς λόγω της υποβάθμισης του αντικαπιταλιστικού προγράμματος και της αντικαπιταλιστικής επανάστασης για την συντριβή της αστικής εξουσίας, ακριβώς εξ αιτίας της έλλειψης προσανατολισμού για ένα εργατικό κίνημα που θα προσεγγίζει πολιτικούς στόχους ανατροπής και μορφές δυαδικής ανταγωνιστικής αντι-εξουσίας, το βήμα μιας αριστερής κυβέρνησης, θα αδυνατεί να είναι ένα βήμα προς τα μπρος, αλλά κατά βάση θα αφήνει ανάποδο χνάρι.

Αν κυβέρνηση της αριστεράς σημαίνει εφαρμογή μιας αριστερής πολιτικής, στο πλαίσιο ενός δρόμου, (αλλά και στόχου) ενάντια και έξω από τον καπιταλισμό, που πρέπει από σήμερα να στοχεύσουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να αντισταθούμε στα κλισέ των ηττοπαθών στρατηγικών και να τολμήσουμε μια νέα προσέγγιση.

*Δημοσιεύτηκε στο τεύχος 24 του περιοδικού baboushka.


1 σχόλιο :

admin είπε...

Κριτική στους πάντες χωρίς καμία πρακτική αντιπρόταση.
Ποιά είναι τα συγκεκριμένα βήματα που προτείνονται σήμερα; Συμφωνία ποιών με ποιούς; κοινή δράση ποιών με ποιούς;
Μπορεί όλοι να θέλουν να συγκροτήσουν την αριστερά γύρω απο την άποψή τους αλλά πρακτικά η μάχη δίνεται απο την κοινωνία με συγκεκριμένα εργαλεία. Ποιά είναι συγκεκριμένα η πρόταση;