Πέμπτη 28 Μαΐου 2015

Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας

Η Κομμούνα του Παρισιού είναι η πρώτη στην ιστορία της ανθρωπότητας, προλεταριακή επανάσταση. Είναι η ιστορία των εργατών του Παρισιού, που ανέτρεψαν την αστική κυβέρνηση και άρχισαν να οικοδομούν το δικό τους κράτος διακηρύσσοντας την κατάργηση της εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο. Η Κομμούνα είχε σύντομη ζωή 10 βδομάδες, 72 μέρες. (Από τις 18 Μάρτη ως τις 28 Μάη του 1871). Αρκετή όμως για να σφραγίσει ολόκληρη την κοινωνική και πολιτική ζωή. Η τέχνη δεν μπορούσε να μείνει έξω απ’ την αναγεννητική άνοιξη του 1871.
Κάθε εποχή, και κυρίως εποχές που οι κοινωνικές συγκρούσεις βρίσκονται σε όξυνση, αντικαθρεφτίζεται στα έργα των μεγάλων καλλιτεχνών που γεννά. Έτσι και η εξέγερση των Γάλλων εργατών στέλνει τα μηνύματά της και μέσα απ’ την τέχνη. Οι Γάλλοι συγγραφείς δημιουργούν το έργο τους κυρίως τις μέρες της «Ματωμένης Βδομάδας» μέσα στις φυλακές, τα παράνομα σπίτια και τα μέρη της προσφυγιάς. Μέσα σ’ αυτό ζει όλο το επαναστατημένο Παρίσι, οι αγώνες και τα ιδανικά του. Τα μηνύματα, όμως, που στέλνει η λογοτεχνία της Κομμούνας αφορούν και ένα άλλο επίπεδο, το καλλιτεχνικό.

Όπως η εξέγερση της Κομμούνας είναι το προμήνυμα της μελλοντικής Μεγάλης Οκτωβριανής Επανάστασης, έτσι και η λογοτεχνία που γράφεται εκείνα τα χρόνια φέρνει μέσα της τα πρώτα στοιχεία, που θ’ αποτελέσουν τη βάση της πιο ισχυρής καλλιτεχνικής μεθόδου του καιρού μας, του σοσιαλιστικού ρεαλισμού. Σήμερα, αν και γράφτηκαν εκείνη την περίοδο αξιόλογα έργα ―από συγγραφείς με αδιαμφισβήτητο ταλέντο― που είχαν πλατειά απήχηση τόσο στην πρώτη εμφάνισή τους, όσο και αργότερα, οι αστοί κριτικοί της λογοτεχνίας αποφεύγουν να αναφερθούν σ’ αυτά. Μήπως δεν κρύβεται πίσω απ’ αυτή τη σιωπή μια προαποφασισμένη στάση για να «ξεχαστεί» χρόνο με το χρόνο μια φλογερή σελίδα της γαλλικής λογοτεχνίας, που αντανακλά μιαν άλλη κοσμοθεωρία και αισθητική αντίληψη; Μια λογοτεχνία που γίνεται όπλο στα χέρια της εργατικής τάξης και του λαού στον αγώνα για την επαναστατική ανάπλαση της κοινωνίας;

Η Κομμούνα (Σχέδιο του Τ.Α. Στέινλεν).
Το κριτήριό μας για την έκδοση αυτή δεν είναι μόνο ένα ιστορικό ή φιλολογικό ενδιαφέρον για να διαφυλάξουμε αυτή τη λογοτεχνία, που συνδέεται άμεσα με την εργατική τάξη και τους αγώνες της. Η λογοτεχνία της Κομμούνας μάς στέλνει τα μηνύματά της και για το σήμερα. Για την καθοριστική επίδραση που έχουν τα κοινωνικά προβλήματα και οι ταξικές συγκρούσεις στην τέχνη.

Για το πως οι λογοτέχνες για να εκφράσουν την πραγματικότητα στη δυναμική της χρειάζεται να συμμετέχουν ενεργά σ’ αυτήν και στο λαϊκό κίνημα. Για το τι πραγματικά είναι το καινούριο και το πρωτοποριακό στην τέχνη. Από που αντλείται αυτό και με ποια τάξη ―τη μόνη επαναστατική ως το τέλος― συνδέεται.

Η ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ ΤΗΣ ΚΟΜΜΟΥΝΑΣ

Εβδομήντα δύο μέρες είναι λίγες για να μπορέσει να δημιουργηθεί μεγάλη λογοτεχνία. Η πνευματική ενέργεια των ποιητών ήταν δοσμένη στις πρακτικές ανάγκες του αγώνα. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι πίσω απ’ τα οδοφράγματα, στις πλατείες, στα πάρκα, στις λέσχες, στους λόχους της εθνικής φρουράς δεν δημιουργήθηκε ποίηση, αυθόρμητα ή συνειδητά, προφορικά ή γραπτά, επιγράμματα ή στιχάκια επίκαιρα, γεμάτα από ειρωνεία και σαρκασμό για τους εχθρούς της Επανάστασης.

Οι Γάλλοι ιστορικοί της Κομμούνας, στη διάρκεια ενός αιώνα συνέλεξαν αξιόλογα ντοκουμέντα για την περίσταση. Το πιο μεγάλο όμως μέρος για την ιστορία της λογοτεχνίας καταστράφηκε ανεπανόρθωτα.

Κι εδώ γίνεται λόγος για την προσωπική ποιητική δημιουργία, για κείνη την κληρονομιά που έχει διαρκή κι ιδιαίτερη ιδεολογική, κοινωνική και καλλιτεχνική αξία. Η μέρα της γέννησης αυτής της δημιουργίας, είναι η επόμενη της ήττας και συνεχίζεται στις 2 επόμενες δεκαετίας του ΄70 – ΄80 του 19ου αιώνα. Για να γίνει όμως κατανοητή η πραγματική ιστορική και λογοτεχνική αξία, καθώς και η ιδεολογικο-καλλιτεχνική σημασία αυτής της κληρονομιάς, πρέπει να τη δούμε σε συσχετισμό με την υπόλοιπη γαλλική λογοτεχνία της σχετικής ιστορικής περιόδου (το δεύτερο μισό του 19ου αι.). Δεν θα σταθούμε βέβαια στη θολούρα των ατάλαντων και πολυγραφότατων που λίγο ή πολύ συνδέονταν με τις αντιδραστικές δυνάμεις της Δεύτερης Αυτοκρατορίας και της λεγόμενης Τρίτης που ακολούθησε. Θα γίνει λόγος για τους κολοσσούς της Γαλλικής Λογοτεχνίας, για κείνους που της χάρισαν πνεύμα, πολυχρωμία, περιεχόμενο και φόρμα.

Έχουμε υπόψη μας συγγραφείς του ύψους του Φλωμπέρ, Αλφόνς, Ντολέ, Προσπέρτ Μεριμέ, Μωπασάν, Ουγκώ, του Ζολά, του Μπωντλαίρ, του Βερλαίν, του Ρεμπώ και μερικών άλλων. Αυτοί είναι οι κύριοι εκπρόσωποι των βασικών λογοτεχνικών ρευμάτων στη Γαλλική λογοτεχνία, όπως του κριτικού ρεαλισμού, του ρομαντισμού, νατουραλισμού και συμβολισμού. Παρά τις διαφορετικές αισθητικές αντιλήψεις τους (δεν μπορούμε να μιλήσουμε για καθαρή ενότητα ούτε στα πλαίσια του έργου ενός και μόνο συγγραφέα), παρά τις υποκειμενικές κοινωνικο-ταξικές τους διαφορές και τις ιδεολογικοπολιτικές πεποιθήσεις, διαφορετικές πάντως με την προλεταριακή ιδεολογία ―αρκετά συχνά εχθρικές μ’ αυτήν― αντικειμενικά η δημιουργία τους σε πολλά σημεία της είναι αντιαστική, αντιμπουρζουάδικη.

Η επίσημη ανακήρυξη της Κομμούνας στο Δημαρχείο, στις 28 Μάρτη 1871.

Με τις αλήθειες που έκφρασαν για το αστικό καθεστώς, με την τίμια εκφραζόμενη σχέση τους προς τα φαινόμενα της ιστορικής περιόδου που έζησαν, αυτοί αντικειμενικά βοήθησαν στο έργο της προλεταριακής επανάστασης. Στην ιστορία των λαών υπήρξαν και υπάρχουν πάντα μοιραίες και αποφασιστικές ιστορικές στιγμές. Τότε δεν φτάνει να βλέπει κανείς τα πράγματα όπως είναι, να βλέπει μια κοινωνία σάπια και ν’ απεικονίζει στο έργο του καθαρές μορφές φιλόδοξων, πουλημένων, υποκριτών κλπ. Τότε είναι αναγκαίο και το άλλο, είναι αναγκαία η σωστή ιστορική κατεύθυνση που καταδείχνει την κίνηση προς τα μπροστά, από τη στασιμότητα στην πρόοδο απ’ το βάλτο στην ξαστεριά των καιρών που φτάνουν.

Η Κομμούνα έθεσε επιτακτικά ένα ζήτημα, σ’ όλους τους καλλιτέχνες, συγγραφείς, ζωγράφους, μουσικούς, ηθοποιούς.
Ποιος με ποιόν;
Ποιος για τι;

Ο μεγάλος Γουσταύος Κουρμπέ ―μέλος του συμβουλίου της Κομμούνας και αντιπρόσωπος της ένωσης των καλλιτεχνών― λέει στους Παριζιάνους ζωγράφους τα εξής:

«Το Παρίσι διαφύλαξε τη Γαλλία απ’ τον εξευτελισμό και τη ντροπή. Το Παρίσι μ’ όλη του την ευφυΐα κατάλαβε ότι δεν μπορεί απ’ τη μια ν’ αγωνίζεται κι απ’ την άλλη ν’ αντιμετωπίζει έναν καθυστερημένο εχθρό με παλιά μέσα… Τώρα το Παρίσι είναι ελεύθερο, ανήκει στον εαυτό του. Αυτή τη στιγμή στρέφομαι στους καλλιτέχνες, επικαλούμενος το νου, την καρδιά τους και το συναίσθημα της ευγνωμοσύνης. Το Παρίσι τους γέννησε, τους ανάθρεψε. Τώρα, οι καλλιτέχνες έχουν τιμητικό καθήκον, μ’ όλες τους τις δυνάμεις να συμβάλουν στην αναγέννηση της πνευματικής ζωής και της τέχνης. Επομένως είναι αναγκαίο το συντομότερο δυνατόν να γίνουν μουσεία, και να προετοιμάσουμε εκθέσεις… Θα αρχίσει ο καθένας τη δουλειά κι ο καλλιτέχνης των άλλων φιλικών χωρών θ’ ανταποκριθεί στην έκκλησή μας». (6 Απρίλη 1871)

Στο κάλεσμα απαντούν 400 καλλιτέχνες, εικαστικοί μεταξύ των οποίων και οι Ντομί, Μανέ, Μιλέ. Δεν συμβαίνει το ίδιο όμως και με τους καλλιτέχνες του λόγου. Οι πιο πολλοί προσπέρασαν την ιστορία. Από τη μια μπορούμε πραγματικά να αναγνωρίσουμε αυτό το οποίο έφεραν στα πλαίσια της Γαλλικής Λογοτεχνίας, αλλά πρέπει να πούμε ότι η ιστορία της χώρας τους, σ’ άλλη περίπτωση πέρασε απαρατήρητη γι’ αυτούς, σε άλλη αδιάφορη και σε μια τρίτη περίπτωση μερικοί απ’ αυτούς στάθηκαν κι ανοιχτά ενάντια στην ίδια την Κομμούνα και στο μήνυμα που έφερνε για την Γαλλία κι όλο τον κόσμο.

Δεν είναι τιμητικό γι’ αυτούς, ότι ήταν αρκετό να επέλθει η θύελλα της Κομμούνας, να μπουν σε άμεσο κίνδυνο τα θεμέλια του αστικού καθεστώτος, για να διαπρέψει και να λάμψει η ταξική και ιδεολογική τους στενότητα. (Γίνεται λόγος για το υβρεολόγιο και την επίθεση που εξαπέλυσαν την άλλη μέρα της πτώση της Κομμούνας καλλιτέχνες όπως ο Φλωμπέρ, Αλφόνς, Αλέξανδρος Δουμάς (υιός) και άλλοι. Βαρβαρότητες τέτοιου χαρακτήρα που μας είναι δύσκολο ν’ αναφέρουμε). Θα ήταν φυσικά ουτοπικό να θέλαμε απ’ αυτούς να γίνουν αυτό που δεν ήταν. Υπενθυμίζουμε αυτά τα δυσάρεστα γεγονότα για να χαρακτηρίσουμε έστω και σύντομα τη λογοτεχνική και κοινωνική κατάσταση κάτω απ* την οποία γεννήθηκε η Κομμούνα και η λογοτεχνία της.

Η πυροβολαρχία του κυβερνητικού στρατού στο Φρούριο Μπεκόν.
Η παλιά Γαλλία ήταν κουρασμένη. Η κούραση, η ανία, η έλλειψη πίστης, ο «Μποβαρισμός» που τόσο εξαίσια εκφράστηκε απ’ τον Φλωμπέρ, καταδείχτηκαν ζωηρά, με μεγάλη μαστοριά και ψυχολογική εμβάθυνση και με μια σειρά ικανότητες καλλιτεχνικής απόδοσης. Αλλά έλειπε το πάθος, η δύναμη, η ζωντάνια των ηρώων του Μπαλζάκ που και στο «κακό» ακόμα ήταν μεγάλοι.

Ανεξάρτητα απ” τις ιδεολογικοπολιτικές τους διαφορές οι ποιητές της Κομμούνας (γιακωβίνοι, μπλανκιστές, προυντονιστές, μαρξιστές) ταυτίστηκαν με το ύψος των ιστορικών περιστάσεων του ΄70 – ΄71. Αυτοί μετάγγισαν στη Γαλλική λογοτεχνία νέο, ζωηρό, υγιές αίμα. Η Λογοτεχνία τους αν και δεν ήταν «υψηλής» τεχνοτροπίας και μεγάλης, ποικίλης ποσότητας μπήκε στη λογοτεχνική ζωή της Γαλλίας γενναία, με αποφασιστικά βήματα. Βέβαια δεν άρχισε απ’ το μηδέν. Χρησιμοποίησε ό,τι πιο άξιο, πολύτιμο και αθάνατο υπήρξε στη λογοτεχνική κληρονομιά, αρχίζοντας απ’ τον Φρανσουά Βιγιόν. Ειδικότερα η λογοτεχνία της Κομούνας αυτοπροσδιορίζεται σαν το παιδί της επαναστατικής λογοτεχνίας του 1789, των επαναστάσεων του 1830 και 1848. (Μερικοί απ’ τους ποιητές της Κομμούνας συμμετείχαν και στην επανάσταση του 1848).

Η λογοτεχνία της Κομμούνας εμφανίζεται τις πρώτες ώρες της «Ματωμένης βδομάδας». Επομένως, κάτω απ’ αυτή την έννοια έχουμε υπ’ όψη μας εκείνη τη λογοτεχνία που αρχίζει να δημιουργείται τις πρώτες μέρες τον Ιούνη του 1871 και συνεχίζει ως το τέλος του 1880. Με κάποιες μικρές εξάρσεις όλοι οι δημιουργοί της συμμετείχαν ενεργά στην Κομμούνα. Οι χώροι που γεννήθηκε και αναπτύχθηκε ήταν οι φυλακές των Βερσαλιών, Αράι, Ομπερίβ, Σατορί, τα κάτεργα της Νέας Καληδονίας κι άλλα νησιά, παράνομα σπίτια που έκρυψαν τους Κομμουνάρους τις μέρες της «Ματωμένης βδομάδας» και κύρια τα μέρη της προσφυγιάς: Αγγλία, Ελβετία, Αμερική. Εμφανίστηκε κύρια σαν ποίηση αλλά και σε διηγήματα, αναμνήσεις.

Η δραματική τεχνοτροπία λείπει σχεδόν, γι’ αυτό θα σταθούμε στην ποίηση. Για ποιο πράγμα μίλαγαν οι στίχοι τους; Ποιες ιδέες, ποιες σκέψεις και ποια συναισθήματα τους συγκίνησαν; Τι νέο έφεραν στη Γαλλική λογοτεχνία; Ποια είναι η θέση τους στην ιστορία της επαναστατικής εργατικής ποίησης;

Οδόφραγμα κατά την εξέγερση.

Όποιες και όσες ερωτήσεις να προκύψουν το κεντρικό θέμα της ποίησής τους ήταν η Κομμούνα, ο αγώνας τους για την επικράτησή της. Οι ηρωικο-δραματικές στιγμές της απ’ την στιγμή της επιβολής της και την πτώση της κι ακόμα μετά απ’ αυτήν. Σ’ αυτούς τους αγώνες αποκάλυψαν τη μεγαλοσύνη, τον ηρωισμό, την αυταπάρνηση, τον πατριωτισμό του απλού Παριζιάνου, την ντροπή, τον ξεπεσμό, το μίσος των προδοτών.

Η ποιητική σκέψη δεν γνωρίζει τη χρυσή τομή. Κινείται σε δύο κατευθύνσεις αξιολόγησης: από τη μια πλευρά εκφράζει την απέχθεια και την περιφρόνηση προς την αντίδραση κι από την άλλη τον θαυμασμό, τον ενθουσιασμό, την αγάπη στο νέο κόσμο, που το προλεταριάτο θα γίνει μπροστάρης του. Αυτές οι δύο κατευθύνσεις έκφρασαν καθαρά αυτό που σήμερα εμείς καθορίζουμε σαν «λαϊκότητα, κομματικότητα, ταξικότητα» στην τέχνη.

Η Κομμούνα είναι το Παρίσι σε μια απ’ τις κορυφαίες στιγμές της ιστορίας του και γενικότερα της γαλλικής ιστορίας. Όχι βέβαια το Παρίσι, η έκφυλη πρωτεύουσα των ακαμάτηδων αριστοκρατών, των τραπεζιτικών, των κερδοσκόπων, αλλά το Παρίσι των μεγάλων ανθρώπων – διανοουμένων, φιλόσοφων, συγγραφέων, μουσικών, ζωγράφων, αρχιτεκτόνων, το Παρίσι των επαναστάσεων του εργαζόμενου λαού, της Μονμάρτης, του Μπελβίλ και των περιχώρων.

Ο Ζυλ Βαλές, ένας απ’ τους πιο γνωστούς Κομμουνάρους γράφει γι’ αυτή τη δοξασμένη κι αναγεννημένη πόλη στην εφημερίδα «Η φωνή του λαού»: «Τι μέρα!! Χειμωνιάτικος ήλιος χρυσίζει τα στόμια των τουφεκιών, μυρωδιά από μπαρούτι, ρίγη σημαιών, ο θρύλος της επανάστασης που κυλάει όμορφα σαν γαλάζιο ποτάμι, αυτή η φωτεινότητα, οι χάλκινες σάλπιγγες, οι φλόγες της ελπίδας, αυτός ο αγέρας της τιμιότητας έχει λοιπόν με τι να μεθύσει από περηφάνεια ο νικητής λαϊκός στρατός! Ω, δοξασμένο Παρίσι! Μέσα απ’ το φόβο μας σκεφτόμαστε να σ’ εγκαταλείψουμε. Αχ, εμείς οι δειλοί, πόλη της τιμής, πόλη φυλαγμένη, στρατόπεδο της επανάστασης. Ό,τι κι αν γίνει, κι αν ακόμα νικηθούμε πάλι, ακόμα κι αν αύριο πεθάνουμε, η δικιά μας η γενιά θα έχει μια παρηγοριά πάντα. Είμαστ’ ενθουσιασμένοι που ζήσαμε είκοσι χρόνια ήττες κι αγώνες». (Βλέπουμε καθαρά: θέμα Παρίσι = θέμα επανάσταση, θέμα Κομμούνα).

Όταν διαβάζουμε λογοτεχνία της Κομμούνας, προκύπτουν κάποια ερωτήματα:

1. Από που άντλησαν οι δημιουργοί της τόση δύναμη ώστε ούτε στιγμή να μην πέσουν σε αθυμία και απελπισία;

2. Από πέτρα ήταν η καρδιά τους για να μην στενάζουν με παράπονο για την τύχη τους, αλλά να γράφουν για τους σκοτωμένους συντρόφους τους, τους διωγμένους, τους εξόριστους, για το πνιγμένο στο αίμα Παρίσι, για τη Γαλλία, την ανθρωπότητα;

3. Ή μήπως ήταν πνευματικά τυφλοί και δεν έβλεπαν ότι σ’ αυτό τον τρομακτικά γιγάντιο αγώνα οι δυνάμεις ήταν δυσανάλογες κι ότι ενάντιά τους ξεσηκώθηκε το μίσος και η εκδίκηση όχι μόνο των Βερσαλιών, αλλά ολόκληρης της αντιδραστικής φοβισμένης Ευρώπης;


Η γκιλοτίνα καίγεται από τους Κομμουνάρους, κάτω από τα χειροκροτήματα του Βολταίρου (Χαρακτικό του Ντωμέ).
Αρκεί να διαβάσουμε τις εφημερίδες εκείνων των ημερών για να βεβαιωθούμε.

Περιττές ερωτήσεις, άστοχες μπροστά σ’ αυτό το φαινόμενο. Χωρίς να ’ναι μυστικιστές οι Κομμουνάροι, ήταν «προφήτες». Αναδιατίμησαν αυτό που λέμε ιστορικότητα στη λογοτεχνία και την τέχνη. Δημιούργησαν μια νέα ποιητική ιστορική συνείδηση, έδειξαν τα διαπιστευτήρια μέσ’ απ’ τα οποία κινείται η ιστορία της ανθρωπότητας, κατάδειξαν τις κύριες ιστορικές δυνάμεις που χωρίς αυτές είναι αδύνατη η πρόοδος, η εργατική τάξη, το προλεταριάτο, γενικά ο εργαζόμενος λαός. Προείπαν «προφητικά» ότι ο κύριος άξονας γύρω απ’ τον οποίο θα κυλήσει ο τροχός της ιστορίας τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αι. και του 20ου κατόπιν, θα είναι ο αγώνας μεταξύ εργασίας και κεφαλαίου. Ήταν πεισμένοι ότι όποιες στροφές κι αν κάνει η ανθρώπινη ιστορία, η Κομμούνα θα είναι ο πυρσός που θα φωτίζει ένα μέλλον χωρίς ομίχλη, χωρίς λάσπες, δίχως ντροπή, δίχως αίμα, χωρίς τον πόνο των κατατρεγμένων. Κι ότι αυτό που δεν μπόρεσε αυτή να το πραγματοποιήσει θα το κάνουν αυτοί που θα ’ρθουν. Μ’ αυτές τις σκέψεις αξίζει να επιστρέψουμε στα τελευταία λόγια του υπέροχου άρθρου του Ζυλ Βαλές.

«Αγκάλιασέ με ασπρομάλλη σύντροφε, ίδιε με μένα, κι εσύ μικρέ που παίζεις πίσω απ’ τα οδοφράγματα έλα ν’ αγκαλιαστούμε. Η 18 του Μάρτη φύλαξε τη ζωή σου αγόρι, δίχως αυτή θα μεγάλωνες στην ομίχλη, θα τσαλαβούταγες στη λάσπη και στο αίμα, θα πέθαινες από ντροπή, δοκιμάζοντας τον αμέτρητο πόνο των κατατρεγμένων. Τέλειωσε!! Εμείς χύσαμε δάκρυα κι αίμα για σένα. Εσύ θα παραλάβεις την κληρονομιά μου. Γιε της απόγνωσης και της απελπισίας, εσύ θα γίνεις Ελεύθερος Ανθρωπος».

Πού εξαπλώνονταν αυτή η πνευματική επανάσταση; Παντού στα οχυρώματα που υποστήριζαν την πόλη, πίσω απ’ τα οδοφράγματα, στις συνελεύσεις των λόχων της λαϊκής εθνοφυλακής, στα εργαστήρια και στις φάμπρικες, στους δρόμους, στις πλατείες, στα πάρκα, στις όχθες του Σηκουάνα, στην καρδιά του Παρισιού, στις μακρινές του συνοικίες. Αλλά πολύ περισσότερο στις λέσχες. Γι’ αυτό θα στρέψουμε λίγο την προσοχή μας σ’ αυτές τις εστίες όπου γεννιόταν νέο πνευματικό μίγμα. Μεταξύ των άλλων και γιατί γι’ αυτές τις λέσχες υπάρχουν πολύ περισσότερα ντοκουμέντα.

Οι λέσχες ήταν πραγματικά πανεπιστήμια. Μέσα εκεί άναβαν συζητήσεις κι αναζητήσεις, που γύριζαν τα πάντα ανάποδα, όλα όσα βρίσκονταν σ’ αντιδιαστολή με τα ιδανικά της Κομμούνας. Αυτές ήταν δεκάδες και στις τέσσερις άκρες του Παρισιού. «Δημοκρατική λέσχη», «Λέσχη των Εφαρμοστών», της «Μασσαλιώτιδας», «της Επανάστασης», το «Φαμπιέ και Μπελβίλ», των «Ελεύθερων διανοητών» κ.ά.

Πολλές εκκλησίες εθελοντικά ή με την υποχρεωτική συμφωνία του κλήρου, μετατράπηκαν σε λέσχες με το εξής πρόγραμμα: ως τις 7 μ.μ. γινόταν λειτουργία και μετά, ως τα μεσάνυχτα, ήταν στην υπηρεσία της Δημοκρατίας.

Οι συζητήσεις έπιαναν όλα τα θέματα που μπορεί να φανταστεί κανείς. Από τα ζητήματα του σύμπαντος, έως ζητήματα της σύγχρονης κοινωνικής πραγματικότητας και θέματα του μέλλοντος. Για την πολιτική, την αγροτική δουλειά, τη βιομηχανία, την αριστοκρατία, τη μπουρζουαζία, την ελευθερία, την αναγκαιότητα, τους τύραννους, τους τσάρους και τους ιμπεράτορες.

Η ανακοίνωση των ποινών στη δίκη των Κομμουνάρων.
Κάνουν διάφορες προτάσεις συγκεκριμένου χαρακτήρα: για την ενίσχυση των στρατιωτικών τους δυνάμεων, για τον αγώνα τους ενάντια στη λεγόμενη «πέμπτη στρατιά», τους σπιούνους των Βερσαλιών, για τα νοίκια, για το νόμο περί διαζυγίων κλπ. Πολύ συχνά αυτά που λέγονταν ήταν αθώα κι οι προτάσεις φανταστικές. Για παράδειγμα κάποιος ρήτορας στη λέσχη «Νικόλα ντε Ζαν», προτείνει να ρίξουν με αερόστατο βόμβα αερίων στις Βερσαλίες (κάτι σαν χημικός πόλεμος), για να τελειώνουν μια και καλή με τους δολοφόνους. Φυσικά αντιμετωπίζεται με γέλια κι απορρίπτεται η πρότασή του.

Οι ρήτορες στις λέσχες ήταν χιλιάδες αξιόλογοι κομμουνάροι ξυλουργοί, μεταλλουργοί, παπουτσήδες, φουρνάρηδες, έμποροι, ράφτες, πλύστρες. Οι γυναίκες αντιμετωπίζονται ισότιμα. Οι πιο πολλές κρατούν τα μωρά στην αγκαλιά. Το περιβάλλον διαμορφώνεται εορταστικό, τελετουργικό, οι συνελεύσεις αρχίζουν με το «Αλόνς ανφάν ντε λα πατρί» και τελειώνουν με το «Ζήτω η Κομμούνα». Το κόκκινο χρώμα επικρατεί.

Στη λέσχη «Νικόλα ντε Ζαν» η μεγάλη εικόνα του Χριστού τυλίχτηκε προσεκτικά με μια κόκκινη εσάρπα. Οι διακοσμητές δεν είχαν πρόθεση να γελοιοποιήσουν, αλλά πίστευαν σοβαρά ότι ο Χριστός δεν έχει τίποτα κοινό με τους αρχιεπισκόπους και τον Πάπα κι ότι ήταν αδελφός των φτωχών και των κατατρεγμένων.

Το κόκκινο γίνεται λατρεία, αντιπροσωπεύει την αισθητική έννοια της ομορφιάς. Σε μια άλλη λέσχη κάποιος ρήτορας εκμεταλλεύεται την ευκαιρία για να κάνει ανάλυση στο κόκκινο χρώμα που προκαλούσε τους αντιδραστικούς. «Το κόκκινο», λέει, «είναι το χρώμα του ήλιου, της φωτιάς, της φύσης και του πολιτισμού… κι αν εσείς οι τελευταίοι ετοιμόλογοι των ανατολικών γλωσσών ψάξετε θα βεβαιωθείτε ότι η λέξη κόκκινο σημαίνει συγχρόνως και το όμορφο: π.χ. στη σλαβική λέξη «Krassne» το κόκκινο είναι συνώνυμο με το ωραίο».

Μέσα στη λέσχη εκφράστηκε η κοινωνικοπολιτική και πνευματική ατμόσφαιρα του Παρισιού εκείνων των ημερών, κι επίσης, απ’ αυτές τις σπίθες της επανάστασης, άναψε η φωτιά της ποίησης. Επικρατούσε πολλή έκσταση, πολύς ενθουσιασμός, πολλές ελπίδες, ψηλό πνευματικό επίπεδο και συγχρόνως απ’ την μια υπερτίμηση των δυνάμεών τους κι απ’ την άλλη υποτίμηση της αντίδρασης, αποτέλεσμα βέβαια της νεανικής τους έπαρσης. Στην Κομμούνα έτρεχε νέο αίμα κι αναπτυσσόταν νέο πνεύμα γεμάτο ενέργεια και προσήλωση. Απ’ εδώ ξεκινούσε και η αντίθεση ― το επιθυμητό και το δυνατό, το ιδανικό και η πραγματικότητα. Αυτού του είδους οι αντιθέσεις καθόρισαν και τον ηρωικο-δραματικό χαρακτήρα της Κομμούνας και της λογοτεχνίας της.

Οι Κομμουνάροι έβλεπαν τον εαυτό τους σαν μπροστάρη όλης της ανθρωπότητας. Πολλοί είπαν: «Εμάς βλέπει όλος ο κόσμος. Εμείς πρώτοι δώσαμε το παράδειγμα!».

Σ” αυτές τις σκέψεις υπάρχει το συναίσθημα της δίκαιης περηφάνιας, αλλά και μεγάλη δόση ματαιοδοξίας. Όπως και να ’ναι, είναι ιστορικός γεγονός ότι η Κομμούνα έδωσε το παράδειγμα, ανέλαβε τη μεγάλη ιστορική ευθύνη ν’ ανοίξει την πόρτα στο μέλλον. Κι αν η πόρτα έκλεισε με φοβερή δύναμη μετά απ’ αυτή, η ομορφιά της έμεινε ανεξίτηλη και πέταξε στους καιρούς που έρχονταν.


Αποσπάσματα από το βιβλίο των Α. Πέσεφ – Λ. Στεφάνοβα «Η λογοτεχνία της Παρισινής Κομμούνας» (αποτελεί μέρος μελέτης των συγγραφέων με τίτλο «Η δυτικοευρωπαϊκή λογοτεχνία από την Παρισινή Κομμούνα ως τον Α΄ παγκόσμιο πόλεμο) σε μετάφραση Ελένης Λεοντίτση. Έκδοση του 11ου Φεστιβάλ ΚΝΕ-Οδηγητή, Αθήνα 1985.

Εικόνες και λεζάντες από την ίδια έκδοση.








Πηγή:Ατέχνως

Δεν υπάρχουν σχόλια :