Γράφει ο Βαγγέλης Μαρινέλης
Είναι γενική παραδοχή ότι ζούμε ίσως τη μεγαλύτερη γενικευμένη κοινωνικοοικονομική καπιταλιστική κρίση, δηλαδή σε μια εποχή που οι αντικειμενικές συνθήκες είναι ώριμες για μεγάλες συγκρούσεις, για επαναστάσεις.
Επίσης η παγκόσμια ιστορία αλλά και η ιστορία κάθε λαού έχει επιβεβαιώσει όλους τους διαλεκτικούς φιλοσόφους που λένε ότι η κοινωνικοοικονομική εξέλιξη περνάει αναγκαστικά μέσα από μικρές και μεγάλες συγκρούσεις, από επαναστάσεις. Ενώ λοιπόν έχουμε αυτά τα δεδομένα, παρατηρούμε μια κοινωνική νηνεμία δηλαδή μια κοινωνική «ανωμαλία» και το λέμε αυτό γιατί ενώ όλα φωνάζουν, ενώ όλα απαιτούν συγκρούσεις για να γυρίσει ο τροχός της ιστορίας προς τα εμπρός, οι κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις που έχουν την ιστορική ευθύνη γι’ αυτό, αδρανούν και έτσι έχουμε φαινόμενα όχι μόνο τελμάτωσης αλλά και πισωγυρίσματος του ιστορικού τροχού, με αποτέλεσμα να βιώνουμε μια σχετική αλλά και απόλυτη εξαθλίωση.
Για να βρούμε τα βαθύτερα αίτια αυτής της κατάστασης, θα πρέπει να ακτινογραφήσουμε και να δούμε, γιατί το λαϊκό κίνημα δηλαδή γιατί αυτός ο παράγοντας που σήμερα η ιστορία του αναθέτει το καθήκον της κίνησης της κοινωνικής εξέλιξης, αδρανεί, σε βαθμό μάλιστα που θα λέγαμε ότι εγκληματεί ιστορικά αφού δεν αναλαμβάνει τις ιστορικές του ευθύνες. Οι νέες γενιές που ζουν τα επίχειρα αυτής της αδράνειας, δικαίως θα καρφώσουν στον πάσσαλο της Ιστορίας όλους όσους ευθύνονται γι’ αυτό. Εμείς σε αυτό το άρθρο θα επιχειρήσουμε να προσεγγίσουμε και να ανιχνεύσουμε τις βαθύτερες αιτίες και τους αίτιους της παράλυσης του βασικού πυλώνα του λαϊκού κινήματος, του συνδικαλιστικού κινήματος που αντικειμενικά πρέπει να λειτουργεί και ως σχολείο των μικρών και μεγάλων συγκρούσεων και ως πιλότος ακόμα και της επανάστασης. Ταυτόχρονα θα προσπαθήσουμε να συμβάλλουμε στον προβληματισμό για το ξεπέρασμα του ξεπεσμού του, για την αποκατάσταση του στο ύψος των περιστάσεων.
Είναι γεγονός ότι σήμερα το συνδικαλιστικό κίνημα έχει τόσες «αμαρτίες» και τόσα τρωτά και δυσλειτουργίες, όσον αφορά κύρια στον προσανατολισμό αλλά και στην οργάνωση και στις διαδικασίες, που και μόνο η καταγραφή τους θα μας έπαιρνε άπειρο χρόνο και χώρο. Παρόλα αυτά για να μπορέσουμε να παρέμβουμε σωστά είναι απαραίτητο να εντοπίσουμε τα βασικότερα τουλάχιστον από τα προαναφερόμενα προβλήματα και κύρια να εντοπίσουμε τις αιτίες και τους αίτιους με απόλυτο αντικειμενικό τρόπο, για να μπορέσουμε να συνθέσουμε αξιόπιστες προτάσεις για την επίλυσή τους.
Πρωταρχικό και βασικό πρόβλημα είναι βέβαια ο ευρωενωσιακός προσανατολισμός του συνδικαλιστικού κινήματος, όπως για πολλά χρόνια προσδιορίστηκε από τις κυριαρχούσες δυνάμεις του κυβερνητικού και εργοδοτικού συνδικαλισμού. Στην υπηρεσία αυτού του προσανατολισμού μπήκε ο συμμετοχικός λεγόμενος συνδικαλισμός, ο κοινωνικοεταιρικός συνδικαλισμός, οι κοινωνικοί διάλογοι των «κοινωνικών εταίρων» εργοδοτών και εργαζομένων, ο κοινωνικός αυτοματισμός και η καλλιέργεια ενδοεργατικών αντιπαραθέσεων, οι διασπαστικές πολιτικές του διαίρει και βασίλευε, η οργανωτική στην πράξη διάσπαση με τις ξεχωριστές συγκεντρώσεις με τα λεγόμενα ταξικά συνδικάτα κλπ.
Κορυφαίο πρόβλημα, ως συνέπεια όλων των παραπάνω, αποτελεί η όλο και μεγαλύτερη συρρίκνωση των συνδικάτων και η καθημερινή απομαζικοποίησή τους καθώς και η ανυποληψία τους στην κοινή γνώμη. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις, ειδικά οι τελευταίες, ήταν δραματικά ισχνές, τόσο ως προς τη συμμετοχή στους απεργούς (στις περισσότερες περιπτώσεις κάτω του 10%), όσο και ως προς τις απεργιακές συγκεντρώσεις. Ουσιαστικά, σιωπηλά νομιμοποιείται η απεργοσπασία. Επίσης σύμφωνα με την τελευταία έρευνα, δυστυχώς μόνον ένα 6% της κοινωνίας εμπιστεύονται τα συνδικάτα. Ο Αρμαγεδδώνας των σαρωτικών, αντεργατικών αντιλαϊκών μέτρων που σάρωσαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων και πέρασαν χωρίς να μπορέσουν τα συνδικάτα να βάλουν έστω ένα φρένο, επέδρασε καθοριστικά, με αρνητικό τρόπο στις συνειδήσεις.
Πρωταίτιοι όλης αυτής της κατάστασης φυσικά είναι οι συνδικαλιστικές ηγεσίες ΠΑΣΚΕ-ΔΑΚΕ και επικουρικά η ΑΥΤ. ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ τώρα (ΜΕΤΑ) που συνδιαμόρφωνε μαζί τους ενδοτικά πλαίσια διεκδίκησης αλλά και εκφυλιστικές κοινωνικοεταιρικές πρακτικές. Όλοι αυτοί λειτούργησαν, άλλος λιγότερο και άλλος περισσότερο, ως παράρτημα της κυβέρνησης και της εργοδοσίας και κατ’ επέκταση του κεφαλαίου και της Ευρωένωσης. Η φθορά συνειδήσεων και η διαφθορά έφθασε στο κόκκινο, με το σύνθημά τους «οι αγώνες τώρα δικαιώνονται» και με τα όργανα συμμετοχικού συνδικαλισμού, επί ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, με τα ρουσφέτια, την ημετεροκρατία, το χρηματισμό (περίπτωση ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ), τους παχυλούς συνδικαλιστικούς μισθούς σε συνδικαλιστές, με τα επιδόματα κάτω από το τραπέζι και την αποθέωση της επιδοματικής πολιτικής κλπ. Ενδεικτικές περιπτώσεις που αποκαλύφθηκαν, είναι η διοίκηση της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ όπου εκεί όλοι οι συνδικαλιστές, συμπεριλαμβανομένων και του ΠΑΜΕ έκαναν χρήση ταξιδίων αναψυχής, με τα χρήματα του ταμείου που στήθηκε με τον οβολό των εργαζομένων. Άλλες περιπτώσεις είναι, ο πρόεδρος του σωματείου στο ΕΚΑΒ που ζήτησε χρήματα για να μην κάνει απεργίες αλλά και ο στηριζόμενος από το ΠΑΜΕ πρόεδρος των εργαζομένων του ΥΠΕΚΑ που έπαιρνε μίζες και κάλυπτε τη λαθρεμπορία πετρελαίου.
Οι ευθύνες γι’ αυτήν την κατάσταση επιμερίζονται και στο ΠΑΜΕ που παρά το ότι στις ιδρυτικές διακηρύξεις τους ευαγγελιζόταν την εξυγίανση του συνδικαλιστικού κινήματος, στη συνέχεια, στην πράξη με τους κομματικούς στόχους που έβαζε, με το πλαίσιο της λαϊκής εξουσίας που έθετε ως κριτήριο για τη συσπείρωση δυνάμεων, με την απόρριψη κάθε έννοιας συνεργασίες και κοινής δράσης με τα συνδικάτα που πλειοψηφούσαν άλλες δυνάμεις αλλά και με την απεύθυνσή του μόνο στα πιο συνειδητοποιημένα τμήματα της εργατικής τάξης, δρα περιχαρακωμένα και ρέπει στον αναρχοσυνδικαλισμό. Τι να πούμε επίσης για τις παλινωδίες του: Άλλοτε να μη θέτει καθόλου διεκδικητικό πλαίσιο γιατί τάχατες ένα πλαίσιο αιτημάτων θα δημιουργούσε αυταπάτες ότι ο καπιταλισμός μπορεί να λύσει προβλήματα και άρα θα αναστέλλεται η επανάσταση. Άλλοτε πάλι να βάζει ως κριτήριο για διαμόρφωση διεκδικητικού πλαισίου, τις σύγχρονες ανάγκες του εργάτη που τις προσδιορίζει το μεν 2009 στα 1400 € κατώτερο μισθό και 1120 κατώτερη σύνταξη, ενώ σήμερα στα 751 € κατώτερο μισθό και 600 € κατώτερη σύνταξη, χωρίς να μας λέει, γιατί σήμερα, με αυτά τα ποσά που βάζει, αποτιμά τις ανάγκες του εργάτη, κατά 50% μικρότερες από το 2009; Άλλοτε πάλι, να ανακηρύσσει, ως ιστορική την απεργία που έκανε το 2009, χωρίς απόφαση των συνδικάτων, στην οποία δεν συμμετείχαν ούτε τα περισσότερα από τα μέλη του ενώ σήμερα που η όξυνση των προβλημάτων απαιτούν πραγματικά ιστορικές απεργίες, να αρκείται σε κάποια συλλαλητήρια, χωρίς βέβαια να υποτιμούμε τη σημασία τους. Αυτές όμως οι ανακολουθίες για τις οποίες ευθύνονται οι καθοδηγητές του ΠΑΜΕ, εύλογα δίνουν το δικαίωμα στον καθένα να χαρακτηρίζει το ΠΑΜΕ πότε μαξιμαλιστικό, πότε οπορτουνιστικό, πότε καιροσκοπικό, πότε εντυπωσιοθηρικό, πότε φιλοσυστημικό αφού, εύκολα μπορεί κανείς να του προσάψει την κατηγορία, ότι κατανοεί τις δυσκολίες του συστήματος και γι’ αυτό αρκείται στο αίτημα των 751 € για κατώτερο μισθό που τον υπόσχεται και ο ΣΥΡΙΖΑ αβαντάροντας τον, άθελά του, τώρα και ενόψει εκλογών. Αυτά και αυτά όμως, πάνω απ’ όλα, κάνουν το ΠΑΜΕ αφερέγγυο. Πάντως με μια τέτοια πρακτική που απογοητεύει και εξοργίζει, όχι μόνο ανασύνταξη του κινήματος δε γίνεται αλλά, αντίθετα, μεγαλώνει η αναξιοπιστία του.
Αξιοποιώντας όλα αυτά τα εγγενή προβλήματα του συνδικαλιστικού κινήματος, η κυβέρνηση σχεδιάζει νέα νομοθετική αποδόμησή του με ό,τι αυτή συνεπάγεται για την υπόσταση του.
Με βάση τη μαρξιστικολενινιστική θεωρία αλλά και την πείρα του κομμουνιστικού και εργατικού κινήματος τον εικοστό αιώνα αλλά και τη σημερινή σύνθετη κατάσταση, έχουμε πλήρη επίγνωση ότι Συνδικαλιστικό κίνημα είναι το σύνολο των εργαζομένων που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο συμμετέχει στην δράση των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Είναι οι εργαζόμενοι που έχουν οργανωθεί στα σωματεία, που λίγο ή πολύ συμμετέχουν στη λειτουργία τους και στις δραστηριότητές τους, που αναγνωρίζουν έστω και στοιχειωδώς την οργανωμένη δράση σε σωματειακή, επαγγελματική, ταξική βάση ανεξαρτήτως αν έχουν καθαρή αντίληψη των ταξικών τους συμφερόντων.
Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις είναι η πρωτόλεια (η αρχική) μορφή οργάνωσης της εργατικής τάξης- εφόσον μιλάμε μόνο για την εργατική τάξη- ώστε αυτή να αμυνθεί απέναντι στο κεφάλαιο, υπερασπιζόμενη και διεκδικώντας, καταρχήν, βασικά δικαιώματα στην πώληση της εργατικής της δύναμης (μεροκάματο- μισθός, συνθήκες εργασίας, ασφάλιση κλπ.). Όπως έχει αναλύσει ο Ένγκελς στην Κατάσταση της Εργατικής Τάξης στην Αγγλία (αλλά και οι Μαρξ- Ένγκελς σε άλλα κείμενά τους και στο σύνολό του έργου τους), βασικό συστατικό στοιχείο του καπιταλισμού είναι ο ανταγωνισμός. Τον ανταγωνισμό ο καπιταλισμός τον περνάει και μέσα στην εργατική τάξη. Καταρχήν, την ίδια την εργατική δύναμη την αντιμετωπίζει ως προϊόν και την αγοράζει μέσα από αυτό που ονομάζει αγορά εργασίας. Σε κάθε αγορά- και στην αγορά εργασίας- τα προϊόντα (ειδικά τα ομοειδή) ανταγωνίζονται το ένα το άλλο. Ο καπιταλισμός θέλει μια αγορά εργασίας που ο ένας εργάτης θα ανταγωνίζεται τον άλλον στην πώληση της εργατικής του δύναμης.
Η πρώτη συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης ότι αποτελεί ξεχωριστή τάξη με ξεχωριστά συμφέροντα – χωρίς ακόμα να έχει επίγνωση του ρόλου της στην καπιταλιστική κοινωνία και της ιστορικής της αποστολής - ήρθε με την οργάνωσή της σε συνδικαλιστικές οργανώσεις. Μέσω αυτών των οργανώσεων η εργατική τάξη ακύρωσε τον ανταγωνισμό ανάμεσα στους εργάτες στην αγορά εργασίας. Κι αυτό γιατί μέσω αυτών των οργανώσεων η εργατική τάξη πουλούσε και πουλάει συλλογικά την εργατική της δύναμη. Αυτή είναι η βάση, ο ακρογωνιαίος λίθος, της ύπαρξης των συνδικαλιστικών οργανώσεων. Στην πορεία βεβαίως της ταξικής πάλης, οι συνδικαλιστικές οργανώσεις εμπλουτίζουν τη δράση τους, συμπληρώνουν τις διεκδικήσεις του. Σε καμία όμως περίπτωση- ότι και να κάνουν- αυτό δεν μπορεί να αναιρεί τον ακρογωνιαίο λίθο, την βάση της ύπαρξής τους.
Τι σημαίνουν όλα αυτά; Όλα αυτά σημαίνουν ότι τα σωματεία και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις πρέπει να απευθύνονται στο σύνολο των εργαζομένων ανεξαρτήτως των ιδεολογικών και πολιτικών αντιλήψεων που έχει κάθε εργάτης, του βαθμού ωριμότητάς του, των θρησκευτικών του πιστεύω, του χρώματός του, της εθνικής του ταυτότητας. Με αυτή την έννοια- όπως έλεγε ο Λένιν- τα συνδικάτα είναι ακομμάτιστα. Αλλά μόνο με αυτή την έννοια. Στο πλαίσιό τους γίνεται ζύμωση ιδεών και πολιτικών αντιλήψεων, υπάρχει πολιτική και ιδεολογική δράση. Όμως αυτή η ζύμωση και δράση δεν μπορεί να ξεπερνά ένα όριο. Το όριο είναι να μην διαιρεί τους εργάτες και διασπά τις οργανώσεις τους. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο μια συνδικαλιστική οργάνωση δεν μπορεί ποτέ, ως οργάνωση της εργατικής τάξης, να παίξει το ρόλο του κόμματος της εργατικής τάξης. Αν επιχειρήσει να το κάνει αναιρεί τον εαυτό της. Γι’ αυτό και οι συνδικαλιστικές οργανώσεις- όσα κι αν πετύχουν- παραμένουν πάντοτε αμυντικές οργανώσεις της τάξης.
Μια συνδικαλιστική οργάνωση, παράλληλα με την ελευθερία της πολιτικής δράσης πρέπει να εξασφαλίζει και την ενότητα των εργαζομένων, στο πλαίσιό της, στην βάση των κοινών τους προβλημάτων. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις οφείλουν να υποδεικνύουν την αιτία των προβλημάτων- άρα να στρέφουν τους εργαζόμενους ενάντια στην αστική τάξη. Αλλά ποτέ δεν μπορούν να φτάσουν στο επίπεδο της διαμόρφωσης ενός συνολικού σχεδίου ανατροπής του καπιταλισμού. Αν το κάνουν μετατρέπονται σε κόμμα. Οι συνδικαλιστικές οργανώσεις φτάνουν στο επίπεδο να συντονίσουν συνολικά τη δράση τους με το εργατικό κόμμα μόνο σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης κι εφόσον αυτό το κόμμα έχει με το μέρος του την πλειοψηφία της τάξης και του εργαζόμενου λαού, εφόσον δηλαδή έχει αναγνωριστεί ο ηγετικός, πολιτικός του ρόλος στην επανάσταση.
Στα πλαίσια αυτά θα πρέπει να τεθούν οι άμεσοι, μεσοπρόθεσμοι και μακροπρόθεσμοι στόχοι και ως προς τα αιτήματα καθώς και ως προς την οργάνωση της εργατικής τάξης. Τα αιτήματα δεν μπορεί παρά να ξεκινάνε από το σήμερα, από την αντίσταση σε κάθε αντεργατικό μέτρο και ταυτόχρονα να ανοίγουν το δρόμο για αντεπίθεση, για ανακατάκτηση των χαμένων δικαιωμάτων στην προοπτική των σύγχρονων αναγκών της εργατικής τάξης, όλων των εργαζομένων. Παράλληλα θα πρέπει να ανεβάζουν τη συνείδηση ώστε να ωριμάζει η πεποίθηση ότι για μόνιμες και ασφαλείς λύσεις απαιτούνται ριζικότερες κοινωνικοοικονομικές αλλαγές και στο επίπεδο της εξουσίας και της οικονομίας. Στο επίπεδο των λειτουργιών, των γενικών συνελεύσεων και άλλων διαδικασιών των συνδικάτων, θα πρέπει να τηρούνται όλες εκείνες οι διαδικασίες για την όσο γίνεται πιο μαζική συμμετοχή και για τη λήψη αποφάσεων με πλήρη διαφάνεια και δημοκρατικότητα. Οι απεργιακές κινητοποιήσεις θα πρέπει να αποφασίζονται στη βάση αιτημάτων και στόχων που συσπειρώνουν και κινητοποιούν όλους τους εργαζόμενους αλλά και «δένουν» συμμαχίες με την κοινωνία.
Με αυτόν τον μπούσουλα μπορούμε και πρέπει να λειτουργήσουμε δημιουργικά χωρίς αποκλεισμούς και ηγεμονίες, με συνεννόηση και κατανόηση και σε συμφωνία πάνω σε ένα πλαίσιο, προτάσσοντας αυτά που η ίδια η ζωή βάζει για λύση και που στην κοινωνία είναι ώριμα για λύση στην προοπτική ριζικότερων και γενικότερων κοινωνικοοικονομικών αλλαγών. Έχουμε ήδη χάσει αρκετό πολύτιμο χρόνο ομφαλοσκοπώντας και βυζαντινολογώντας. Οι καιροί δεν μπορούν να μας περιμένουν. Τώρα που μοιραζόμαστε την ήττα, είναι ευκολότερο και χρησιμότερο να αντιληφθούμε ότι χωρίς επάρσεις και μονομανίες, μπορούμε να μοιραστούμε τη νίκη, ενώ δεν μπορούμε να τη μονοπωλήσουμε.
Πηγή: Εργατικος Αγώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου