Του Πάσχου Λαζαρίδη.
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που με αφορμή τη μετάλλαξη της “αριστερής κυβέρνησης” σε “κυβέρνηση εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας”, κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ με προεξάρχοντα τον επικεφαλής του, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες σε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ και όχι μόνο.
Ας μην ανοίξουμε το θέμα του προγράμματος, της πολιτικής και της ιδεολογίας του κόμματος Καμένου. Ας αφήσουμε δηλαδή την αριστερή κριτική σε ένα κόμμα πατριδοκάπηλο, που στο όνομα ενός εθνικού διαπραγματευτικού τσαμπουκά, πασχίζει να κρύψει τις αναγκαίες εθνικές και ταξικές ανατροπές του μεταπολιτευτικού πλαισίου, και να προστατέψει εν τέλει το κεφάλαιο και τις σχέσεις εξάρτησης.
Ας αναμετρηθούμε όμως με την ιδέα μιας αντιμνημονιακής συγκυβέρνησης της Αριστεράς με ένα κόμμα που τινάζεται στον αέρα προτού καν υπογράψει μια πρώτη ελάχιστη αντιμνημονιακή πράξη. Αν οι ΑΝΕΛ διασπώνται προτού καν απειλήσουν τη “μνημονιακή νομιμότητα”, μπορούμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν αποτελούσαν μέρος μιας κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας” που θα προχωρούσε, έστω και δειλά, στην αναμέτρηση με το σάπιο σύστημα των ΜΜΕ, των τραπεζών, της διαπλοκής, των εργολάβων;
Το θέμα δεν είναι αν η μεγαλοφυής σύλληψη του μετώπου από την Αριστερά μέχρι τον Καμένο εξόκειλε. Το πρόβλημα είναι να παίζουμε στα ζάρια την ιστορική, ανεπανάληπτη, μοναδική δυνατότητα να υπάρξει κυβέρνηση που θα επιχειρήσει να βγάλει τη χώρα από την κρίση και το λαό από τη χρεοκοπία. Να εξαρτάμε μια τέτοια κυβέρνηση από τις ορέξεις του Μανώλη και του Κουίκ, από τις φιλοδοξίες του Μαρκόπουλου και του Ζώη. Δηλαδή από τους πιο Νεοδημοκράτες από τους Νεοδημοκράτες. Από παράγοντες που με την πρώτη παραγγελιά της διαπλοκής εγκαταλείπουν την αντιμνημονιακή ρητορεία. Από αρχηγούς που τη μια μέρα δηλώνουν «ούτε νεκροί» και την άλλη ζητούν με νον πέιπερ υπουργείο.
Οι φαεινοί ανεγκέφαλοι εγκέφαλοι που λογάριαζαν τη διεύρυνση του αντιμνημονιακού μετώπου προς συνωμοσιολογικές εθνικιστικές μπούρδες με ολίγη από πατριωτισμό, καλό θα ήταν να έψαχναν τις διαδικασίες και τις βάσεις συγκρότησης των μετώπων στα οποία πρωτοστάτησε παλιότερα η Αριστερά. Εκεί δεν υπήρχαν ούτε λαγοί, ούτε μαλάγρωμα του βυθού, ούτε φαεινές, ούτε επικοινωνιακές δηλώσεις. Υπήρχε λιτό και σαφές πλαίσιο, δημόσια διατυπωμένο, χωρίς επαμφοτερίζουσες ερμηνείες και θολές εκδοχές. Από το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, μέχρι τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα, και ανεξάρτητα της κριτικής που μπορεί κανείς να κάνει, η Αριστερά συγκροτούσε συνεργασίες που την υπερέβαιναν, με δηλωμένες όμως προθέσεις και στόχους. Στην περίπτωσή μας η αντιμνημονιακή βεντάλια είχε ανοίξει πολύ και η σύγχυση είχε εξαπλωθεί τόσο, που πολλοί είχαν θαμπωθεί από τον αντιμνημονιακό Σαμαρά προτού αναλάβει ευθύνες. Άλλοι τόσοι θαμπώνονται από τον Καμένο που κάνει και εξ αριστερών κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί εγκατέλειψε τη γραμμή της ακύρωσης των μνημονίων και υιοθέτησε την επαναδιαπράγματευση. Και για ορισμένες δυνάμεις της Αριστεράς, αν η μισή καρδιά χτυπά προς τον Καμένο, η άλλη μισή χτυπά προς την Κατσέλη.
Ας σκεφτούν οι διαπρύσιοι υποστηρικτές της αντίληψης ότι «η αριστερά μόνη της δεν φτάνει». Δεν φτάνει μόνη της αλλά φτάνει με τον Καμένο; Με υπολείμματα της ΔΗΜΑΡ; Με μετανοούσες του ΠΑΣΟΚ;
Ένα δείγμα κοινοβουλευτικού κρετινισμού είναι η αντικατάσταση της πολιτικής από την αριθμητική και του προγράμματος από τις δημοσκοπήσεις. Λένε λοιπόν πολλοί: Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαντλήσει τον εξ αριστερών χώρο, πρέπει να ανοιχτεί στα δεξιά του. Σαν να είναι η Αριστερά σύμβουλος επικοινωνίας και διαφήμισης. Σαν να ψάχνει απλά να αποτυπώσει τις «ουδέτερες, αναλλοίωτες και μόνιμες» επιθυμίες της κοινωνίας. Σαν να αρνείται τον ιστορικό της ρόλο να διαμορφώνει, να εκπαιδεύει, να συνειδητοποιεί και όχι απλά να εκφράζει τον λαό. Κι αφού ο λαός μέχρι σήμερα δεν είναι με την Αριστερά, ας ψάξουμε στο μνημονιακό στρατόπεδο ή στη Δεξιά. Και γιατί αυτό ισχύει σήμερα που η Αριστερά εκτοξεύεται, και δεν ίσχυε χθες που χαροπάλευε για την είσοδο στη Βουλή; Σήμερα δεν φτάνει, αλλά χθες έφτανε; Γιατί από το σώμα της Αριστεράς πρέπει να ξεπηδούν λογικές ήττας, ανεπάρκειας, αυτομαστιγώματος, κρυφού και λανθάνοντα θαυμασμού στους Καμένους, αντί να υπάρχει επιμονή και ειλικρίνεια στην κατεύθυνση της ενότητας της Αριστεράς, της συμπαράταξης, της αριστερής κυβέρνησης, του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου διεξόδου από την κρίση;
Το αντιμνημονιακό εύρος των πολιτικών επιλογών κάνει περίεργα παντρέματα. Από τη μια οι «γνήσιοι αντικαπιταλιστές» της Αριστεράς, που αρρωσταίνουν με τον εθνικισμό, που τρομάζουν με τον πατριωτισμό, που καταγγέλλουν κάθε ρήξη με την ΕΕ υπό τον φόβο της «εθνικής αναδίπλωσης και περιχαράκωσης». Από την άλλη στελέχη της Λαϊκής Δεξιάς, παλαιοκομματικοί πατριδοκάπηλοι, επί χρόνια θεράποντες ενός ταξικού, νεοφιλελεύθερου, πελατειακού συστήματος.
Κανονικά θα ήταν η μέρα με τη νύχτα.
Κι όμως, όχι.
Ας συγκρίνουμε το πρόσφατο άρθρο του Σ.Λαπατσιώρα για το κυπριακό μνημόνιο, με την αντιμνημονιακή στρατηγική των ΑΝΕΛ. Είναι παράδοξο, κι όμως υπάρχει κοινός παρανομαστής: Τα πάντα εξαρτώνται από το πόσο θαρραλέος είναι ο διαπραγματευτής, αν είναι πρωθυπουργός με κοχόνες (ταξικά ή πατριωτικά). Ο Χριστόφιας έσωσε τον εργαζόμενο λαό αναφωνεί ο Σ.Λαπατσιώρας, υποβάλλοντας αργά αλλά σταθερά την ιδέα ενός νεομνημονιακού - μεταμνημονιακού τοπίου και για την Ελλάδα. Ο Καμένος θα σώσει την Ελλάδα, σκέφτονται οι ΑΝΕΛ, γιατί δεν είναι πουλημένος, είναι παλικάρι, θα σηκώσει κεφάλι, θα πει ένα όχι.
Κι από εδώ κι από εκεί, δεν υπάρχει πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο με το οποίο πρέπει να έρθεις σε ρήξη. Και από εδώ και από εκεί, το όριο της ΕΕ είναι αδιαπραγμάτευτο. Κι από εδώ κι από εκεί, η επώδυνη αλλά σαφής πολιτική επιλογή εξαφανίζεται, χάριν μιας αόριστης και νεφελώδους «διαπραγμάτευσης», όπου η Μέρκελ θα λυγίσει μπροστά στην ορμή του Έλληνα του οποίου ως γνωστόν ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει. Δηλαδή η πεπατημένη του Σαμαρά με τη γνωστή κατάληξη.
Τα περί σταθεροποίησης, πολιτικής διαπραγμάτευσης, δημοσιονομικής εξυγίανσης, αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, πάντα μέσα και με σεβασμό στο δοσμένο πλαίσιο, αποτελούν τις πολιτικές γέφυρες που χτίζονται σήμερα, για τις επιλογές της επόμενης μέρας. Καθόλου ουδέτερες, καθόλου ακίνδυνες, καθόλου σεβαστές, ακόμα κι αν εκφωνούνται από πολύ σεβαστά στελέχη της Αριστεράς.
Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι απλά ένα σύνθημα. Το κατάντησε σύνθημα ο Ανδρέας Παπανδρέου, την ώρα που το ‘λεγε στα μπαλκόνια, αλλά διατηρούσε τις αμερικανικές βάσεις, προχωρούσε την ευρωπαϊκή ένταξη, διαιώνιζε την παραμονή στο «ίδιο συνδικάτο ΕΟΚ και ΝΑΤΟ». Η εθνική ανεξαρτησία είναι πολιτικά και ταξικά χρωματισμένη. Το βαθύτερο πρόβλημα με τον Καμένο είναι αυτό. Υπάρχει κάποιο σοβαρό και όχι φαιδρό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης που αποδεκατισμένο από τη μνημονιακή ύφεση να επενδύει σε μια στρατηγική εξόδου από το πλαίσιο που αναπαράγει το πρόβλημα, δηλαδή από την ΕΕ και το νόμισμά της; Αν κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, τότε κόμματα σαν του Καμένου θα είναι απολύτως αναλώσιμα και εύφλεκτα, έρμαια βραχυπρόθεσμων σχεδίων πολιτικής αναμόρφωσης, καύσιμα για μια νέα κεντροδεξιά, ή για μια νέα υφέρπουσα ακροδεξιά. Θα φωνασκούν για τη Μαργαρίτα και τον Τζέφρυ, θα ζητούν να ξεβρωμίσει ο τόπος, θα ρητορεύουν πατριωτικά, για να υποστείλουν τις σημαίες όταν τους χρειαστεί το σύστημα.
Και επειδή ούτε το Μέτωπο είναι απλά ένα σύνθημα, αλλά δρώσα και δυναμική διεργασία όπου ο καθένας οφείλει να υπηρετεί με ειλικρίνεια και σοβαρότητα, είναι προφανές ότι η σημερινή τρικυμία στο κόμμα του Καμένου, πρέπει να επανακαθορίσει σχήματα, προτεραιότητες, δεύτερες και τρίτες σκέψεις και στον χώρο της Αριστεράς.
Δηλαδή από μια άποψη ευτυχώς που πρόλαβε να κάνει κίνηση ο Μανώλης σήμερα, γιατί αν την ανέβαλε για μετά τις εκλογές, θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι. Και οι καιροί δεν προσφέρονται για γέλια.
Όσα τραγελαφικά συμβαίνουν με τους Ανεξάρτητους Έλληνες τα τελευταία εικοσιτετράωρα, έχουν εξαιρετική σημασία για την ...Αριστερά. Παρέχουν επίσης χρήσιμα διδάγματα για το τι μπορεί να γίνει μετά το μνημόνιο και από ποιους.
Δεν πάει πολύς καιρός από τότε που με αφορμή τη μετάλλαξη της “αριστερής κυβέρνησης” σε “κυβέρνηση εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας”, κύκλοι του ΣΥΡΙΖΑ με προεξάρχοντα τον επικεφαλής του, άνοιξαν διάπλατα τις πόρτες σε ενδεχόμενο συγκυβέρνησης με τους ΑΝΕΛ και όχι μόνο.
Ας μην ανοίξουμε το θέμα του προγράμματος, της πολιτικής και της ιδεολογίας του κόμματος Καμένου. Ας αφήσουμε δηλαδή την αριστερή κριτική σε ένα κόμμα πατριδοκάπηλο, που στο όνομα ενός εθνικού διαπραγματευτικού τσαμπουκά, πασχίζει να κρύψει τις αναγκαίες εθνικές και ταξικές ανατροπές του μεταπολιτευτικού πλαισίου, και να προστατέψει εν τέλει το κεφάλαιο και τις σχέσεις εξάρτησης.
Ας αναμετρηθούμε όμως με την ιδέα μιας αντιμνημονιακής συγκυβέρνησης της Αριστεράς με ένα κόμμα που τινάζεται στον αέρα προτού καν υπογράψει μια πρώτη ελάχιστη αντιμνημονιακή πράξη. Αν οι ΑΝΕΛ διασπώνται προτού καν απειλήσουν τη “μνημονιακή νομιμότητα”, μπορούμε να φανταστούμε τι θα γινόταν αν αποτελούσαν μέρος μιας κυβέρνησης “εθνικής σωτηρίας” που θα προχωρούσε, έστω και δειλά, στην αναμέτρηση με το σάπιο σύστημα των ΜΜΕ, των τραπεζών, της διαπλοκής, των εργολάβων;
Το θέμα δεν είναι αν η μεγαλοφυής σύλληψη του μετώπου από την Αριστερά μέχρι τον Καμένο εξόκειλε. Το πρόβλημα είναι να παίζουμε στα ζάρια την ιστορική, ανεπανάληπτη, μοναδική δυνατότητα να υπάρξει κυβέρνηση που θα επιχειρήσει να βγάλει τη χώρα από την κρίση και το λαό από τη χρεοκοπία. Να εξαρτάμε μια τέτοια κυβέρνηση από τις ορέξεις του Μανώλη και του Κουίκ, από τις φιλοδοξίες του Μαρκόπουλου και του Ζώη. Δηλαδή από τους πιο Νεοδημοκράτες από τους Νεοδημοκράτες. Από παράγοντες που με την πρώτη παραγγελιά της διαπλοκής εγκαταλείπουν την αντιμνημονιακή ρητορεία. Από αρχηγούς που τη μια μέρα δηλώνουν «ούτε νεκροί» και την άλλη ζητούν με νον πέιπερ υπουργείο.
Οι φαεινοί ανεγκέφαλοι εγκέφαλοι που λογάριαζαν τη διεύρυνση του αντιμνημονιακού μετώπου προς συνωμοσιολογικές εθνικιστικές μπούρδες με ολίγη από πατριωτισμό, καλό θα ήταν να έψαχναν τις διαδικασίες και τις βάσεις συγκρότησης των μετώπων στα οποία πρωτοστάτησε παλιότερα η Αριστερά. Εκεί δεν υπήρχαν ούτε λαγοί, ούτε μαλάγρωμα του βυθού, ούτε φαεινές, ούτε επικοινωνιακές δηλώσεις. Υπήρχε λιτό και σαφές πλαίσιο, δημόσια διατυπωμένο, χωρίς επαμφοτερίζουσες ερμηνείες και θολές εκδοχές. Από το σύμφωνο Σοφούλη-Σκλάβαινα, μέχρι τα εθνικοαπελευθερωτικά μέτωπα, και ανεξάρτητα της κριτικής που μπορεί κανείς να κάνει, η Αριστερά συγκροτούσε συνεργασίες που την υπερέβαιναν, με δηλωμένες όμως προθέσεις και στόχους. Στην περίπτωσή μας η αντιμνημονιακή βεντάλια είχε ανοίξει πολύ και η σύγχυση είχε εξαπλωθεί τόσο, που πολλοί είχαν θαμπωθεί από τον αντιμνημονιακό Σαμαρά προτού αναλάβει ευθύνες. Άλλοι τόσοι θαμπώνονται από τον Καμένο που κάνει και εξ αριστερών κριτική στον ΣΥΡΙΖΑ γιατί εγκατέλειψε τη γραμμή της ακύρωσης των μνημονίων και υιοθέτησε την επαναδιαπράγματευση. Και για ορισμένες δυνάμεις της Αριστεράς, αν η μισή καρδιά χτυπά προς τον Καμένο, η άλλη μισή χτυπά προς την Κατσέλη.
Ας σκεφτούν οι διαπρύσιοι υποστηρικτές της αντίληψης ότι «η αριστερά μόνη της δεν φτάνει». Δεν φτάνει μόνη της αλλά φτάνει με τον Καμένο; Με υπολείμματα της ΔΗΜΑΡ; Με μετανοούσες του ΠΑΣΟΚ;
Ένα δείγμα κοινοβουλευτικού κρετινισμού είναι η αντικατάσταση της πολιτικής από την αριθμητική και του προγράμματος από τις δημοσκοπήσεις. Λένε λοιπόν πολλοί: Αφού ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εξαντλήσει τον εξ αριστερών χώρο, πρέπει να ανοιχτεί στα δεξιά του. Σαν να είναι η Αριστερά σύμβουλος επικοινωνίας και διαφήμισης. Σαν να ψάχνει απλά να αποτυπώσει τις «ουδέτερες, αναλλοίωτες και μόνιμες» επιθυμίες της κοινωνίας. Σαν να αρνείται τον ιστορικό της ρόλο να διαμορφώνει, να εκπαιδεύει, να συνειδητοποιεί και όχι απλά να εκφράζει τον λαό. Κι αφού ο λαός μέχρι σήμερα δεν είναι με την Αριστερά, ας ψάξουμε στο μνημονιακό στρατόπεδο ή στη Δεξιά. Και γιατί αυτό ισχύει σήμερα που η Αριστερά εκτοξεύεται, και δεν ίσχυε χθες που χαροπάλευε για την είσοδο στη Βουλή; Σήμερα δεν φτάνει, αλλά χθες έφτανε; Γιατί από το σώμα της Αριστεράς πρέπει να ξεπηδούν λογικές ήττας, ανεπάρκειας, αυτομαστιγώματος, κρυφού και λανθάνοντα θαυμασμού στους Καμένους, αντί να υπάρχει επιμονή και ειλικρίνεια στην κατεύθυνση της ενότητας της Αριστεράς, της συμπαράταξης, της αριστερής κυβέρνησης, του πολιτικού και κοινωνικού μετώπου διεξόδου από την κρίση;
Το αντιμνημονιακό εύρος των πολιτικών επιλογών κάνει περίεργα παντρέματα. Από τη μια οι «γνήσιοι αντικαπιταλιστές» της Αριστεράς, που αρρωσταίνουν με τον εθνικισμό, που τρομάζουν με τον πατριωτισμό, που καταγγέλλουν κάθε ρήξη με την ΕΕ υπό τον φόβο της «εθνικής αναδίπλωσης και περιχαράκωσης». Από την άλλη στελέχη της Λαϊκής Δεξιάς, παλαιοκομματικοί πατριδοκάπηλοι, επί χρόνια θεράποντες ενός ταξικού, νεοφιλελεύθερου, πελατειακού συστήματος.
Κανονικά θα ήταν η μέρα με τη νύχτα.
Κι όμως, όχι.
Ας συγκρίνουμε το πρόσφατο άρθρο του Σ.Λαπατσιώρα για το κυπριακό μνημόνιο, με την αντιμνημονιακή στρατηγική των ΑΝΕΛ. Είναι παράδοξο, κι όμως υπάρχει κοινός παρανομαστής: Τα πάντα εξαρτώνται από το πόσο θαρραλέος είναι ο διαπραγματευτής, αν είναι πρωθυπουργός με κοχόνες (ταξικά ή πατριωτικά). Ο Χριστόφιας έσωσε τον εργαζόμενο λαό αναφωνεί ο Σ.Λαπατσιώρας, υποβάλλοντας αργά αλλά σταθερά την ιδέα ενός νεομνημονιακού - μεταμνημονιακού τοπίου και για την Ελλάδα. Ο Καμένος θα σώσει την Ελλάδα, σκέφτονται οι ΑΝΕΛ, γιατί δεν είναι πουλημένος, είναι παλικάρι, θα σηκώσει κεφάλι, θα πει ένα όχι.
Κι από εδώ κι από εκεί, δεν υπάρχει πολιτικό και οικονομικό πλαίσιο με το οποίο πρέπει να έρθεις σε ρήξη. Και από εδώ και από εκεί, το όριο της ΕΕ είναι αδιαπραγμάτευτο. Κι από εδώ κι από εκεί, η επώδυνη αλλά σαφής πολιτική επιλογή εξαφανίζεται, χάριν μιας αόριστης και νεφελώδους «διαπραγμάτευσης», όπου η Μέρκελ θα λυγίσει μπροστά στην ορμή του Έλληνα του οποίου ως γνωστόν ο τράχηλος ζυγό δεν υποφέρει. Δηλαδή η πεπατημένη του Σαμαρά με τη γνωστή κατάληξη.
Τα περί σταθεροποίησης, πολιτικής διαπραγμάτευσης, δημοσιονομικής εξυγίανσης, αναγκαίων μεταρρυθμίσεων, πάντα μέσα και με σεβασμό στο δοσμένο πλαίσιο, αποτελούν τις πολιτικές γέφυρες που χτίζονται σήμερα, για τις επιλογές της επόμενης μέρας. Καθόλου ουδέτερες, καθόλου ακίνδυνες, καθόλου σεβαστές, ακόμα κι αν εκφωνούνται από πολύ σεβαστά στελέχη της Αριστεράς.
Η εθνική ανεξαρτησία δεν είναι απλά ένα σύνθημα. Το κατάντησε σύνθημα ο Ανδρέας Παπανδρέου, την ώρα που το ‘λεγε στα μπαλκόνια, αλλά διατηρούσε τις αμερικανικές βάσεις, προχωρούσε την ευρωπαϊκή ένταξη, διαιώνιζε την παραμονή στο «ίδιο συνδικάτο ΕΟΚ και ΝΑΤΟ». Η εθνική ανεξαρτησία είναι πολιτικά και ταξικά χρωματισμένη. Το βαθύτερο πρόβλημα με τον Καμένο είναι αυτό. Υπάρχει κάποιο σοβαρό και όχι φαιδρό τμήμα της ελληνικής αστικής τάξης που αποδεκατισμένο από τη μνημονιακή ύφεση να επενδύει σε μια στρατηγική εξόδου από το πλαίσιο που αναπαράγει το πρόβλημα, δηλαδή από την ΕΕ και το νόμισμά της; Αν κάτι τέτοιο δεν υπάρχει, τότε κόμματα σαν του Καμένου θα είναι απολύτως αναλώσιμα και εύφλεκτα, έρμαια βραχυπρόθεσμων σχεδίων πολιτικής αναμόρφωσης, καύσιμα για μια νέα κεντροδεξιά, ή για μια νέα υφέρπουσα ακροδεξιά. Θα φωνασκούν για τη Μαργαρίτα και τον Τζέφρυ, θα ζητούν να ξεβρωμίσει ο τόπος, θα ρητορεύουν πατριωτικά, για να υποστείλουν τις σημαίες όταν τους χρειαστεί το σύστημα.
Και επειδή ούτε το Μέτωπο είναι απλά ένα σύνθημα, αλλά δρώσα και δυναμική διεργασία όπου ο καθένας οφείλει να υπηρετεί με ειλικρίνεια και σοβαρότητα, είναι προφανές ότι η σημερινή τρικυμία στο κόμμα του Καμένου, πρέπει να επανακαθορίσει σχήματα, προτεραιότητες, δεύτερες και τρίτες σκέψεις και στον χώρο της Αριστεράς.
Δηλαδή από μια άποψη ευτυχώς που πρόλαβε να κάνει κίνηση ο Μανώλης σήμερα, γιατί αν την ανέβαλε για μετά τις εκλογές, θα γελούσε και το παρδαλό κατσίκι. Και οι καιροί δεν προσφέρονται για γέλια.
Πηγή:antapo/crisis
1 σχόλιο :
Δυστυχώς το άρθρο το καθορίζουν εμμονές. Μια απλή ερώτηση αρκεί:
Ποιος βρίζει περισσότερο τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ ή ο Καμμένος; Προφανής η απάντηση που δείχνει τι αυταπάτες περί αριστερών, κομμουνιστών και θιασωτών της εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ τρέφουν στην αριστερά. Το ΚΚΕ που ούτε που θέλει να βλέπει ζωγραφιστό τον ΣΥΡΙΖΑ, όχι να συζητά για συνεργασίες, μένει στο απυρόβλητο και μάλιστα όλοι το γλείφουν και το παρακαλάνε - ματαίως - και για τον συντηρητικό Καμμένο που έχει το σπάνιο για συντηρητικό πολιτικό χαρακτηριστικό να μην είναι αντικομμουνιστής, γράφονται αυτά εδώ. Δείγματα τυφλότητας...
Δημοσίευση σχολίου