Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2013

Ο κ. Σαμαράς και οι «εμπρηστές»

Γράφει ο ΙΟΣ
Ενα θεατρικό έργο για τη Νέα Δημοκρατία

Ο τρόπος που αντιμετωπιζόταν από τις Αρχές η δράση της Χρυσής Αυγής μέχρι τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα θυμίζει έντονα ένα πασίγνωστο θεατρικό έργο. Πρόκειται δυστυχώς για ένα «διδακτικό έργο χωρίς δίδαγμα»


Δεν πέρασαν ούτε λίγες μέρες από τη στιγμή που κινήθηκαν οι διωκτικές αρχές και η δικαιοσύνη με στόχο να καταστείλουν τη μέχρι τότε ανεξέλεγκτη δράση της Χρυσής Αυγής και άρχισαν πάλι να διακινούνται ποικίλες θεωρίες συνωμοσίας, φήμες και διαδόσεις, ενώ τα πολιτικά κόμματα και οι εκλογολόγοι μετρούν κέρδη και ζημίες από τις πολιτικές εξελίξεις που πυροδότησε αυτή η εξέλιξη.


Και ενώ θα περίμενε κανείς να αναθεωρηθούν όλες εκείνες οι ασύμμετρες ταυτίσεις των «δύο άκρων» και να περιοριστούν στο καβούκι τους οι πρωθυπουργικοί σύμβουλοι, που μέχρι την παραμονή των συλλήψεων άφηναν ανοιχτό τον δρόμο για μια εκλογική συνεργασία με τον «κόσμο της Χρυσής Αυγής», τίποτα παρόμοιο δεν συνέβη. Το αντίθετο μάλιστα. Οι επιθέσεις στον ΣΥΡΙΖΑ και οι υπόγειες ταυτίσεις Μιχαλολιάκου και… Τσίπρα εξακολουθούν ακόμα και τώρα, αφήνοντας ανοιχτό το έδαφος σε άθλιους συμψηφισμούς.

Κινδυνεύουμε όλοι να γίνουμε ακούσιοι ηθοποιοί σε ένα θεατρικό δράμα, με πρωταγωνιστή τον πρωθυπουργό και συμπρωταγωνιστές εκείνους που υποτίθεται ότι όλο το πολιτικό σύστημα αποστρέφεται. Το θεατρικό αυτό έργο έχει ήδη γραφεί και έχει παιχτεί πολλές φορές, ακόμα και στη χώρα μας. Εχει τίτλο «Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» και υπότιτλο «Ενα διδακτικό έργο χωρίς δίδαγμα». Γραμμένο στις αρχές της δεκαετίας του 1950 από τον Ελβετό Μαξ Φρις (1911-1991), αυτό το θεατρικό έργο έχει χαρακτηριστεί μαύρη κωμωδία, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα σπαραχτικό δράμα, αλληγορία για την αδιαφορία της αστικής κοινωνίας, που όχι μόνο επέτρεψε την άνοδο του ναζισμού, αλλά έδωσε η ίδια τα όπλα στον Χίτλερ για να την πολεμήσει, νομίζοντας ότι αν του παραδοθεί οικειοθελώς, θα γλιτώσει τα χειρότερα, δηλαδή την επικράτηση της Αριστεράς.

Με δυο λόγια, το έργο του Φρις παρουσιάζει έναν καθωσπρέπει εργοστασιάρχη, τον Θεόφιλο Μπίντερμαν, ο οποίος ζει με τη γυναίκα του και την οικιακή τους βοηθό σε μια πόλη που συνταράσσεται από εμπρησμούς. Για τους εμπρησμούς αυτούς είναι υπεύθυνοι κάποιοι άγνωστοι γυρολόγοι. Στο έργο εμφανίζεται και ένα είδος «Χορού» στα πρότυπα της αρχαίας τραγωδίας, ο οποίος αποτελείται από πυροσβέστες που αποδεικνύονται απλώς ανήμποροι θεατές. Αν και ο Μπίντερμαν προσέχει ιδιαίτερα το σπίτι του από τους εμπρησμούς, και ενώ εξαντλεί τη σκληρότητά του απέναντι στους εργαζομένους του, σε σημείο κάποιος απ’ αυτούς να φτάσει στην αυτοκτονία, εμφανίζεται πρόθυμος –για ανθρωπιστικούς λόγους– να φιλοξενήσει στο σπίτι του δυο γυρολόγους, κάνοντας ότι δεν καταλαβαίνει πως είναι εμπρηστές. Στο τέλος είναι ο ίδιος που τους δίνει το σπίρτο για να κάψουν και το δικό του σπίτι.

Δυστυχώς, το θεατρικό έργο είναι εξαιρετικά επίκαιρο στη σημερινή Ελλάδα. Γιατί ζούμε σήμερα σε μια πολιτική συγκυρία που έχει πολλές αναλογίες με ορισμένα φαινόμενα που παρουσιάστηκαν στη Γερμανία την περίοδο της ανόδου του ναζισμού. Μεταφέρουμε στη συνέχεια κάποια σχολιασμένα αποσπάσματα από το έργο για να κρίνετε μόνοι σας.

1. Η εμπιστοσύνη προς τους εμπρηστές


«ΜΠΙΝΤΕΡΜΑΝ: Αν τον καθένα που συναντάμε μπροστά μας τον παίρνουμε για εμπρηστή, τότε πώς περιμένουμε να γίνουν καλύτερα τα πράγματα; Για τ’ όνομα του Θεού, λίγη εμπιστοσύνη δεν βλάπτει, λίγη καλή θέληση. Αυτή είναι η γνώμη μου, κύριοι. Δεν πρέπει τα πράγματα να τα βλέπουμε πάντοτε από την κακή τους την πλευρά. Για τ’ όνομα του Θεού, δεν είναι όλοι εμπρηστές! Χρειάζεται λίγη εμπιστοσύνη, λίγη εμπιστοσύνη, τόση δα…».

Δείτε πόσο μοιάζει αυτό το παράθεμα με όσα συνέβησαν πριν από ενάμιση χρόνο στο Προεδρικό Μέγαρο (15.5.2012), κατά τις διερευνητικές συζητήσεις για τον σχηματισμό κυβέρνησης μετά τις πρώτες εκλογές του 2012. Μιχαλολιάκος και Παπούλιας στο τέλος της συνομιλίας τους αντάλλαξαν διάφορες κοινωνικές κοινοτοπίες και βρέθηκαν γείτονες. Η συνομιλία έληξε ως εξής:

Μιχαλολιάκος: «Κύριε Πρόεδρε, αν με θέλετε κάτι άλλο…».

Παπούλιας: «Οχι. Ησασταν σαφής».

Μιχαλολιάκος: «Σας ευχαριστώ που με δεχθήκατε».

Παπούλιας: «Για όνομα του Θεού, μην το λέτε αυτό».

Μιχαλολιάκος: «Εναν τόσο κακό άνθρωπο».

Παπούλιας: «Δεν νομίζω».

Μιχαλολιάκος: «Οχι, όπως τέλος πάντων εικάζουν και λένε».

Παπούλιας: «Από τη Γούβα και κακός;»

Μιχαλολιάκος: «Από τη Γούβα, ακριβώς. Στα σύνορα Γούβας-Παγκρατίου μάλλον, Δικαιάρχου και Φιλολάου».

Παπούλιας: «Δικαιάρχου και Φιλολάου».

Μιχαλολιάκος: «Στη Γούβα στην πλατεία Πλυτά έπαιζα μικρός. Να μη σας κουράζω άλλο, γιατί ξέρω ότι είχατε… Σας ευχαριστώ πολύ, κύριε Πρόεδρε. Να είστε καλά».

Παπούλιας: «Και εσείς το ίδιο».

Μιχαλολιάκος: «Να είστε καλά. Την καλησπέρα μου. Χαίρετε, κύριε Πρόεδρε».

Παπούλιας: «Στο καλό, κύριε πρόεδρε».

Μ’ αυτές τις συνήθεις τυπικές φιλοφρονήσεις επισφραγίστηκε από τον ανώτατο πολιτειακό θεσμό η ένταξη του αρχηγού και της οργάνωσής του στο πολιτικό σύστημα και, ταυτόχρονα, ακυρώθηκαν οι πολιτικές αποστάσεις που υποτίθεται ότι τηρούνταν αρχικά απέναντι στη ναζιστική οργάνωση. Μάλιστα, την ευθύνη για την εξέλιξη αυτή την πήρε ένας πολιτικός, ο οποίος ουδέποτε είχε σχέση με την οργανωμένη Ακροδεξιά ή τις ιδέες της. Ακολούθησε επί ένα χρόνο το «ξέπλυμα» της Χρυσής Αυγής από κορυφαίους πρωθυπουργικούς συμβούλους και από τα περισσότερα μέσα ενημέρωσης.

2. Η εθελοτυφλία


«ΧΟΡΟΣ: Ο τόπος βρόμισε βενζίνα.

ΜΠΙΝΤΕΡΜΑΝ: Εμένα, κύριοι, δεν μου μυρίζει τίποτε…

ΧΟΡΟΣ: Αλίμονο… Συνήθισε κιόλας στις κακές τις μυρουδιές».

Δεν είναι ανάγκη να πούμε πολλά πράγματα εδώ. Ολοι είχαμε αρχίσει να συνηθίζουμε τις κακές μυρουδιές. Είχαμε πάψει να θεωρούμε ότι συμβαίνει κάτι ξεχωριστό, κάτι επικίνδυνο, κάτι άξιο να το πολεμήσουμε. Η αδιαφορία για τα εγκλήματα ή ακόμα και το νοσηρό ενδιαφέρον για τη δράση της Χρυσής Αυγής ήταν η καλύτερη υπηρεσία που μπορούσαμε να της προσφέρουμε. Οχι πως αυτό το ενδιαφέρον γεννήθηκε από μόνο του. Μια σοβαρή μερίδα μέσων ενημέρωσης έχει ήδη ταυτιστεί με τις μυρωδιές που αναδίδονται από τη Χρυσή Αυγή. Το νέο στοιχείο είναι ότι βασικά στελέχη της Νέας Δημοκρατίας εδώ και μήνες εξέταζαν πλέον σοβαρά το «άνοιγμα» προς τη Χρυσή Αυγή. Οι συλλήψεις δεν ανέκοψαν αυτό το ενδιαφέρον. Απλά το μετατόπισαν προς άλλα στελέχη του «χώρου», τα οποία άρχισαν ήδη να εμφανίζονται στις τηλεοπτικές οθόνες ως υποψήφιοι «επίγονοι» του Μιχαλολιάκου.

3. Η παγίδευση στη θεωρία των δύο άκρων


«ΚΟΡΥΦΑΙΟΣ: Ο που φρικιά στην αλλαγή,

Πιότερο απ’ τον αφανισμό,

Να πράξει, τάχα, τι μπορεί

Για να προλάβει το κακό;»

Εδώ ο Μαξ Φρις διατυπώνει με έξοχο τρόπο την αυτοπαγίδευση του κυρίαρχου πολιτικού συστήματος απέναντι στο ενδεχόμενο να χάσει την εξουσία από την ανερχόμενη Αριστερά. Γιατί, αλήθεια, αυτό που ζούμε αυτή την περίοδο, ακόμα και την ώρα που βρίσκεται στη φυλακή ο ηγετικός της πυρήνας, είναι μια ανοιχτή αβάντα στη Χρυσή Αυγή, την οποία κυβερνητικές φωνές εξισώνουν με τον ­ΣΥΡΙΖΑ, με τη γνωστή θεωρία των δύο άκρων. Στην πραγματικότητα ο πόλεμός τους είναι μονόπλευρος. Ο Φρις όμως έχει δίκιο. Αν δεν αλλάξει αυτή η κοινωνική κατάσταση, το μόνο που μας περιμένει είναι το απόλυτο κακό.

4. Ο φόβος που καθηλώνει


«ΜΠΙΝΤΕΡΜΑΝ: Αν τους καταγγείλω στην αστυνομία, ξέρω πολύ καλά πως θα τους κάνω εχθρούς μου. Ποιο το όφελος; Ενα σπίρτο, και το σπίτι έγινε στάχτη. Αν όμως ανέβω και τους καλέσω σε δείπνο και δεχτούν την πρόσκλησή μου…»

Η διασπορά του φόβου είναι προϋπόθεση για τον εκφασισμό της κοινωνίας. Ο φόβος είναι αυτός που κρατά τους πολίτες να μην αντιδρούν, να κάθονται στ’ αυγά τους, να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν ότι αυτό που συνέβαινε με τις επιθέσεις εναντίον των μεταναστών μάς αφορά όλους άμεσα. Η προσπάθεια «εξημέρωσης» της Χρυσής Αυγής μέσω της ανοχής στη δράση της ήταν η συνταγή της καταστροφής.

5. Η πειθώ του ναζισμού


«ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ: Τα αστεία είναι η τρίτη καλύτερη μέθοδος εξαπατήσεως των ανθρώπων. Η δεύτερη αξιολογικώς είναι ο συναισθηματισμός. Ο τρόπος που κάνει ο Τζεφ (ο άλλος εμπρηστής)· μια παιδική ηλικία, να πούμε, στο δάσος με τους καρβουνιάρηδες, το ορφανοτροφείο, το τσίρκο και τα λοιπά. Η καλύτερη όμως και ασφαλέστερη μέθοδος –κατά τη γνώμη μου– είναι να λες την καθαρή αλήθεια. Κανείς δεν πρόκειται να σε πιστέψει».

Και στα τρία η Χρυσή Αυγή έχει διαπρέψει. Πρώτα στα αστεία. Είχαν κι εδώ τη βοήθεια και πάλι των μέσων ενημέρωσης, που έκρυβαν τις δολοφονικές βραδινές ενέδρες εναντίον μεταναστών και πρόβαλλαν μόνο τις γραφικές εικόνες του σατανιστή ροκά Καιάδα ή τους απλούς τεντιμποϊσμούς των βουλευτών της. Για τον συναισθηματισμό φροντίζουν οι δακρύβρεχτες προσωπικές ιστορίες των «λαϊκών αγωνιστών» και οι ιστορίες που αντλούν από τη βιβλιοθήκη της χουντικής κοινοτοπίας. Η καλύτερη μέθοδος –όπως λέει ο εμπρηστής του Φρις– αποδεικνύεται πως είναι να λες την ωμή αλήθεια. Κανείς δεν πρόκειται να σε πιστέψει. Η Χρυσή Αυγή επιβεβαίωνε με κάθε ευκαιρία ότι είναι ναζιστική οργάνωση. Ούτε ακροδεξιά ούτε καν φασιστική. Για τους αφελείς ή μάλλον για όσους θέλουν να έχουν κάποιο άλλοθι, οι χρυσαυγίτες δηλώνουν με κάθε ευκαιρία ότι όχι, προς Θεού, δεν είναι ναζιστές ούτε φασίστες.

Ομως στα επίσημα κείμενά τους δεν μασάνε τα λόγια τους. Πριν από λίγους μήνες δημοσιεύτηκε το ιδεολογικό της μανιφέστο με τίτλο «Χρυσή Αυγή, ένα κίνημα ιδεολογικό». Στο τελευταίο κεφάλαιο του μανιφέστου ξεκαθαρίζεται: «Το εάν εμείς οι Χρυσαυγίτες είμαστε ή δεν είμαστε “φασίστες” συνδέεται άμεσα με την έννοια που δίνουν στον όρο “φασισμός”». Και λίγο παρακάτω: «Η Χρυσή Αυγή δεν είναι κίνημα φασιστικό ή ναζιστικό. Στο επίκεντρο του φασισμού δεν είναι το έθνος-φυλή, αλλά το κράτος! Εξετάζοντας, λοιπόν, ιδεολογικά το θέμα, το κίνημά μας δεν είναι δυνατόν να έχει σχέση με τον φασισμό, ο οποίος υπήρξε μια έκφανση κυρίως του ιταλικού κρατισμού. Εμείς, όμως, ούτε “κρατιστές” είμαστε, ούτε Ιταλοί (!), όπως δεν είμαστε επίσης Γερμανοί και ναζιστές. Είμαστε υπερήφανοι για την καταγωγή μας Ελληνες Εθνικιστές! Για εμάς, στον σκληρό πυρήνα της Πίστης μας ευρίσκεται το Εθνος-Φυλή, ο Αιώνιος Ελληνισμός και όχι το κράτος και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο και δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα οι χαρακτηρισμοί φασίστες ή νεοναζί, τους οποίους μας αποδίδουν».

Για όποιον καταλαβαίνει ελληνικά, η διατύπωση είναι παραπάνω από σαφής. Η Χρυσή Αυγή μπορεί να λέει ότι δεν είναι ναζιστική, αλλά παραδέχεται την εμμονή της στη θεωρία του «εθνοφυλετισμού», δηλαδή τον πυρήνα της εθνικοσοσιαλιστικής «κοσμοθεωρίας», αυτής της κατεξοχήν «κοσμικής θρησκείας» του 20ού αιώνα. Η ίδια ως πολιτικό μόρφωμα αυτοπροσδιορίζεται ως «Λαϊκός Σύνδεσμος» και το καθεστώς που θέλει να εγκαθιδρύσει το ονομάζει «Λαϊκή Κοινότητα». Οι όροι αυτοί δεν είναι τίποτα άλλο παρά μετάφραση της ναζιστικής Volksgemeinschaft, της κοινωνικής δομής που οραματίστηκαν οι Γερμανοί εθνικοσοσιαλιστές βασισμένοι στο δόγμα «Αίμα και Γη».

Αυτό το παιχνίδι του ψέματος με την αλήθεια είναι χαρακτηριστικό της δράσης της Χρυσής Αυγής. Πριν από λίγο καιρό, ένας από τους βουλευτές της οργάνωσης έδινε από το βήμα της Βουλής τα δημοκρατικά του διαπιστευτήρια και κατάγγελλε τη δικτατορία, έχοντας πίσω του τον Χρήστο Παππά, εκείνον δηλαδή που ύψωσε τη σημαία της 21ης Απριλίου με το πουλί σε δική του ομιλία στο Hράκλειο της Κρήτης.

Συμπέρασμα: Οι εμπρηστές της δημοκρατίας μάς τα λένε καθαρά. Το ζήτημα είναι ότι εμείς κλείνουμε τ’ αυτιά μας και δεν τους πιστεύουμε.

Το ίδιο συνέβη και με τις απολογίες τους, στις οποίες με ευκολία απαρνήθηκαν τον εθνικοσοσιαλισμό και γαντζώθηκαν στην προστασία των θεσμών της δημοκρατίας, εκείνων των θεσμών που μέχρι τώρα περιφρονούσαν. Εδωσαν έτσι την ευκαιρία στους ομοϊδεάτες τους, Κώστα Πλεύρη και Αριστοτέλη Καλέντζη, να τους επιπλήξουν. Αλλά αμέσως μετά έκαναν επίδειξη «τσαμπουκά» εναντίον όλων, ενώ ο Αρχηγός φώναξε μεταγλωττισμένο το χιτλερικό Sieg Heil!

6. Ο «αντισυστημισμός» των ναζιστών


«ΕΜΠΡΗΣΤΗΣ: Αν αυτό δεν είναι αστυνομικό κράτος, τότε ποιο είναι;»

Σχεδόν κάθε μέρα επαναλάμβανε ο Μιχαλολιάκος και η ομάδα του καταγγελίες για την αστυνομία, προκειμένου να εξασφαλίσουν την έξωθεν «αντισυστημική» μαρτυρία. Αλλά βέβαια όλοι γνωρίζουμε, και πολλοί από μας από πρώτο χέρι, ποιον έχει στόχο και ποιον βοηθό το αστυνομικό κράτος. Οι αποκαλύψεις για την πραγματική δράση της οργάνωσης είναι εξαιρετικά διαφωτιστικές για τη διείσδυση και την επιρροή της στους διωκτικούς μηχανισμούς.

7. Η συνενοχή απέναντι στον ναζισμό


«ΜΠΙΝΤΕΡΜΑΝ: (στρέφεται προς τους θεατές) Πείτε μου την καθαρή αλήθεια, κύριοι. Πότε ακριβώς βεβαιωθήκατε για τα καλά πως αυτοί οι δύο είναι εμπρηστές; Οχι, δεν γίνεται με τον τρόπο που σκέφτεστε, κύριοι, έρχεται πρώτα σιγά σιγά κι έπειτα ξαφνικά… Υποψίες! Είχα τις υποψίες μου απ’ την αρχή, πάντα κανείς είναι φιλύποπτος – όμως πείτε μου την αλήθεια, κύριοι, εσείς τι διάολο θα κάνατε στη θέση μου, και πότε θα το κάνατε;»

Εδώ λες και βλέπουμε τον κ. Σαμαρά και τον κ. Δένδια να επιχειρηματολογούν για την τόσο καθυστερημένη εφαρμογή του νόμου. Πρώτος το είχε προτείνει εδώ και μήνες ο κ. Βενιζέλος, αλλά η τύχη της πρότασής του έμοιαζε με ανεστραμμένο τον μύθο του βοσκού που φώναζε «λύκος». Τόσο καιρό το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία αρνούνταν ότι υπάρχει πραγματική απειλή για τη δημοκρατία από την Ακροδεξιά. Εφτασαν μάλιστα να εξυμνούν τον Καρατζαφέρη για τη σωφροσύνη του και τον ανέδειξαν συνεταίρο τους στην τρικομματική κυβέρνηση Παπαδήμου, ξεπλένοντας το πρώτο πετυχημένο ακροδεξιό κόμμα. Και όταν αποφάσισε ο κ. Βενιζέλος και πριν απ’ αυτόν ο κ. Πάγκαλος, αλλά τώρα ο κ. Δένδιας και ο κ. Σαμαράς να φωνάξουν «λύκος», όλοι παρατηρούν ποιος είναι αυτός που μας προειδοποιεί για την απειλή και συμπεραίνουν ότι ο κίνδυνος είναι ανύπαρκτος ή τουλάχιστον μεγεθυσμένος. Ετσι κινδυνεύει η «αντιναζιστική εκστρατεία» της κυβέρνησης, αντί να βοηθήσει την υπόθεση «δημοκρατία εναντίον ναζισμού», να την υπονομεύσει και να δώσει άλλο ένα «αντισυστημικό» επιχείρημα στους ναζιστές της Χρυσής Αυγής.

8. Η ψεύτικη ελπίδα


«ΜΠΙΝΤΕΡΜΑΝ: (στη γυναίκα του) Αν ήταν πράγματι εμπρηστές, νομίζεις πως δεν θα ’χαν σπίρτα; Μπαμπέτ, Μπαμπέτ, μικρή αγαπημένη μου Μπαμπέτ».

Το τελευταίο στάδιο της ανημπόριας του πολιτικού συστήματος είναι η παράδοση των όπλων του κράτους στη ναζιστική συμμορία, με την πρόφαση ότι δεν είναι δα και τίποτα το τρομερό. Είδαμε ότι ακόμα και η αποχωρήσασα από τη θέση της γενική γραμματέας του ΚΚΕ είχε φροντίσει πριν από τις εκλογές να κάνει την ατυχή πρόβλεψη ότι τα μέλη της Χρυσής Αυγής μόλις μπουν στη Βουλή θα φορέσουν ταγεράκια και γραβατούλες, εννοώντας ότι θα γίνουν ακίνδυνοι και θα ενσωματωθούν στο πολιτικό παιχνίδι. Ομως αυτό δεν συνέβη, επειδή, όπως είπαμε, πρόκειται για μια οργάνωση δομημένη αυστηρά με τα στοιχεία που αντλεί εδώ και τριάντα τόσα χρόνια από τη μελέτη της δράσης και της «κοσμοθεωρίας» του γερμανικού ναζισμού, υιοθετώντας με ευλάβεια αυτό που εύστοχα έχει χαρακτηριστεί «κοσμική θρησκεία». Ως φανατικοί πιστοί αυτής της θρησκείας, οι άνθρωποι που αποτελούν το στενό ηγετικό της πυρήνα, ο οποίος παραμένει σχεδόν αναλλοίωτος εδώ και τριάντα χρόνια, καθοδηγούν τα Τάγματα Εφόδου στην άσκηση ωμής παραδειγματικής βίας στο πεζοδρόμιο, με στόχο όσους η οργάνωση κατά καιρούς θεωρεί «υπανθρώπους», τους αριστερούς, τους αντιεξουσιαστές, τους ειρηνόφιλους και, βέβαια, τα τελευταία χρόνια τους μετανάστες.

Η Χρυσή Αυγή δεν μεταμορφώθηκε, λοιπόν, μετά την είσοδό της στη Βουλή σε ένα ήπιο «κοινοβουλευτικό» ακροδεξιό μόρφωμα, κατά το πρότυπο του ΛΑΟΣ ή άλλων ευρωπαϊκών οργανώσεων που απέβαλαν τα ακραία ριζοσπαστικά στοιχεία του χαρακτήρα τους ως τίμημα για την αναρρίχηση στην εξουσία. Αντίθετα, η Χρυσή Αυγή ανεβάζει συνεχώς τον πήχη της άσκησης βίας υπό το φως των τηλεοπτικών προβολέων, αδιαφορώντας ή μάλλον προκαλώντας σκόπιμα τη δημοκρατική τάξη. Η βία για τη Χρυσή Αυγή αποτελεί συστατικό στοιχείο της ύπαρξής της. Η βία είναι το πολιτικό της μήνυμα. Δεν είναι μέσο, όπως συμβαίνει για άλλες μορφές πολιτικής βίας. Αυτό είναι το μεγάλο της πλεονέκτημα, σε μια εποχή βαθιάς κρίσης σαν τη σημερινή. Η βία, ως απάντηση ή συμπλήρωμα στην πραγματική και συμβολική βία που υφίσταται καθημερινά ο πολίτης στη σημερινή συγκυρία, όχι μόνο δεν στοιχίζει σε δημοφιλία στην οργάνωση, αλλά αποτέλεσε το βάθρο για τη δημοσκοπική αρχικά και εν συνεχεία εκλογική εκτίναξη των ποσοστών της.

Ο Μαξ Φρις τελειώνει το έργο του με το απαισιόδοξο μήνυμα της επικράτησης των εμπρηστών. Μάλιστα, στη γερμανική έκδοση του έργου, ο Φρις πρόσθεσε και έναν επίλογο, στον οποίο εμφανίζεται το ζεύγος Μπίντερμαν, καρβουνιασμένοι, αλλά αμετανόητοι για την ορθότητα της θέσης τους. Με τις νέες πρωτοβουλίες του πρωθυπουργού κινδυνεύει η κυβέρνηση να επανέλθει στην αρχική της πολιτική, ακυρώνοντας ακόμα και όσα βήματα έχουν γίνει μέχρι τώρα. Γιατί η ταύτιση της Χρυσής Αυγής με ένα φαντασιακό «άλλο άκρο» ή, ακόμα χειρότερα, με όσους αντιστέκονται στην καταστρεπτική πολιτική της ακραίας λιτότητας, προσφέρει ένα αναπάντεχο άλλοθι στους ναζιστές. Και τους επιτρέπει να ελπίζουν για το δικό τους αύριο, τη δική τους «τελική λύση».

……………………………………………………………………………………………………………………………………


Οι Μπίντερμαν της κυβέρνησης


Τα κορυφαία κυβερνητικά στελέχη, και πρώτος ο ίδιος ο πρωθυπουργός, επαναλαμβάνουν με κάθε ευκαιρία την αποφασιστικότητά τους να πατάξουν τη βία και την ανομία «από όπου κι αν προέρχεται». 

Πρόκειται για μια μεταφορά στα σύγχρονα «καθ’ ημάς» της θεωρίας της «μηδενικής ανοχής», η οποία γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα στις ΗΠΑ εδώ και δυο δεκαετίες. Ο κ. Δένδιας, μάλιστα, μετά από επαφές που είχε με το FBI, δήλωσε έτοιμος να αξιοποιήσει την εμπειρία της Νέας Υόρκης: «Το δόγμα της μηδενικής ανοχής, το οποίο εφάρμοσε η Αστυνομία της Νέας Υόρκης από την εποχή Τζουλιάνι και άλλαξε σε απίστευτα μεγάλο βαθμό την εικόνα της συγκεκριμένης μεγαλούπολης, είναι ένα παράδειγμα προς εξέταση» (4.5.2013).

Αλλά το δόγμα της «μηδενικής ανοχής», ως γνωστόν, δεν αναφέρεται στη σοβαρή εγκληματικότητα. Στόχο έχει τους μικροπαραβάτες του νόμου και το αποτέλεσμα της εφαρμογής του δεν είναι παρά η «εκκαθάριση» κάποιων συνοικιών της πόλης, με τη μετατόπιση των εξαθλιωμένων κοινωνικών ομάδων σε πιο απομακρυσμένες περιοχής. Εξάλλου οι επιχειρήσεις-σκούπα της ΕΛ.ΑΣ., όποια ονομασία και αν έχουν, ακριβώς σ’ αυτό τον στόχο κατατείνουν.

Ο συνδυασμός της πολιτικής «μηδενικής ανοχής» με την αναγέννηση της θεωρίας των «δύο άκρων» βρίσκεται στον αντίποδα της αντιμετώπισης του ανερχόμενου ναζισμού. Γιατί η βία που ασκεί η Χρυσή Αυγή, όπως είδαμε στην Αμφιάλη και το Πέραμα, δεν έχει καμιά σχέση με «μικροπαραβάσεις».

Το χειρότερο είναι ότι αυτή η κυβερνητική επιχειρηματολογία αποπροσανατολίζει και τον διάλογο γύρω από την πολιτική αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής. Οι υπουργοί και ο πρωθυπουργός επιμένουν ότι θα αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της λαϊκής υποστήριξης της Χρυσής Αυγής σκληραίνοντας την αντιμεταναστευτική τους πολιτική, ανοίγοντας νέα στρατόπεδα συγκέντρωσης και εντείνοντας τις επιχειρήσεις-σκούπα.

Αλλά, όπως φαίνεται ξεκάθαρα από τις πρόσφατες δημοσκοπήσεις, αντίθετα από την ψευδαίσθηση που καλλιεργεί η κυβερνητική προπαγάνδα, δεν είναι το «μεταναστευτικό» το πρώτο ζήτημα, από το οποίο αντλεί η Χρυσή Αυγή τους υποστηρικτές της. 
Σύμφωνα με τις έρευνες αυτές (λ.χ., GPO, Πανελλαδική Ερευνα Πολιτικών Εξελίξεων, Mega, Οκτώβριος 2013), για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ελλάδα ευθύνεται κυρίως «η άποψη των πολιτών ότι το πολιτικό σύστημα πρόδωσε τη χώρα» (38,5%) και «το οικονομικό πρόβλημα» (36,3%), και πολύ λιγότερο «το ρεύμα των λαθρομεταναστών και η εγκληματικότητα» (8,4%). Παρά τα δεδομένα αυτά, η Νέα Δημοκρατία εξακολουθεί να θεωρεί ως υπεύθυνο για την άνοδο της Χρυσής Αυγής μόνο το μεταναστευτικό ζήτημα, ενώ δεν διστάζει ακόμα και να υπονομεύσει τη δική της σοβαρότητα, συγκρίνοντας την εγκληματική δράση των ναζιστών με τις λαϊκές κινητοποιήσεις κατά της πολιτικής λιτότητας, στοχοποιώντας το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τον ΣΥΡΙΖΑ.

Αυτά τα γνωρίζει η κυβέρνηση, αλλά χρησιμοποιεί το μεταναστευτικό, θεωρώντας ότι μέσω αυτού μπορεί να στριμώξει την αντιπολίτευση. Ο κ. Δένδιας, όταν μιλούσε σε ανύποπτο χρόνο για την απήχηση των ναζιστών στην αστυνομία, είχε παραδεχτεί ότι πρόκειται για «μία ψήφο απόρριψης προς αυτό που όλοι μας καταλαβαίνουμε ως πολιτικό σύστημα» και ότι δεν είναι τίποτα άλλο «παρά διαμαρτυρία, άλογη διαμαρτυρία, αν θέλετε» (12.9.2012).

Επειδή, όμως, οι λόγοι που οδηγούν σ’ αυτήν τη διαμαρτυρία αναφέρονται στον «ιερό» πυρήνα της μνημονιακής πολιτικής, δεν θίγονται καν από κυβερνητικά χείλη.

Και έτσι γίνονται οι μετανάστες αποδιοπομπαίοι τράγοι όχι μόνο της χρυσαυγίτικης επιθετικότητας, αλλά και του κυβερνητικού προπαγανδιστικού μηχανισμού. Και μάλιστα μέσω ενός κυνικού υπολογισμού.

……………………………………………………………………………………………………………………………………

Διαβάστε


Μαξ Φρις

«Ο Μπίντερμαν και οι εμπρηστές» (μτφρ. Νάσος Βαγενάς, εκδ. Δωδώνη, Αθήνα χ.χ.)

Μία από τις ελληνικές μεταφράσεις του έργου. Στην εισαγωγή του ο μεταφραστής υποστηρίζει ότι το έργο ξεκινά από μιαν αλληγορία της ανοδικής πορείας του χιτλερισμού για να εντοπιστεί σ’ έναν ειδικότερο χώρο και να διερευνήσει τις αντιδράσεις του απέναντι στα καταλυτικά φαινόμενα της εποχής μας. Σύμφωνα με τον Βαγενά, «ο Μπίντερμαν είναι ανίκανος να αντιμετωπίσει τους εμπρηστές, γιατί και ο ίδιος είναι ένοχος».

Max Frisch

«Biedermann und die Brandstifter. Ein Lehrstück ohne Lehre» (Επιμέλεια Peter Hutchinson, Routledge, Λονδίνο 1988)
Σχολιασμένη έκδοση του γερμανικού κειμένου του Φρις, με αναφορές στο περιεχόμενο και τη σχέση του θεατρικού μύθου με ιστορικές συγκυρίες.

Bernd Matzkowksi

«Erläuterungen zu Max Frisch Biedermann und die Brandstifter» (εκδ. C. Bange, Χόλφελντ 2010)
Αναλυτική ερμηνεία του κειμένου του Μαξ Φρις με επισήμανση των ιστορικών αναλογιών.

Συνδεθείτε


Φαήλος Κρανιδιώτης

«Ηρθε η ώρα να ενώσουμε τη βάση της παράταξης!» («Δημοκρατία», 12.12.2012) http://goo.gl/GXbQS
Το άρθρο του πρωθυπουργικού μυστικοσυμβούλου που εγκαινίασε το φλερτ της Νέας Δημοκρατίας με τη Χρυσή Αυγή.

ΦΟΡΕΙΣ ΤΟΥ ΙΟΥ: Τάσος Κωστόπουλος, Αντα Ψαρρά, Δημήτρης Ψαρράς ios@efsyn.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια :