Του Δ. Δημητριάδη
Στις 25 Μάη ο ελληνικός λαός καλείται στις κάλπες να ψηφίσει για την ανάδειξη των Ελλήνων ευρωβουλευτών.
Παρότι η ευρωβουλή δεν έχει ουσιαστικές αρμοδιότητες, δεν νομοθετεί και δεν έχει αποφασιστικό λόγο για τα ζητήματα της ΕΕ, η εκλογική αναμέτρηση και το αποτέλεσμα της έχουν μεγάλη σημασία, αφενός για τη διαμόρφωση των αντιλήψεων των εργαζομένων σχετικά με το ρόλο της ΕΕ και τις επιπτώσεις της πολιτικής της στη χώρα και τον ελληνικό λαό και αφετέρου για την επίδραση που θα ασκήσει το εκλογικό αποτέλεσμα στις εξελίξεις, στις διεργασίες που συντελούνται στο λαό, στη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων και γενικότερα στη διαμόρφωση του πλαισίου των συνολικών εξελίξεων τα επόμενα χρόνια.
Σταδιακά διαμορφώνονται οι θέσεις, η επιχειρηματολογία και τα ψηφοδέλτια των κομμάτων και μπαίνουμε για τα καλά στην προεκλογική περίοδο. Ο Εργατικός Αγώνας το επόμενο διάστημα θα ασχοληθεί με τις θέσεις και την εκλογική δραστηριότητα των κομμάτων.
Αρχίζουμε με τη διακήρυξη της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ. Σ’ αυτή δίνεται σύντομα όλο το πλαίσιο που προωθεί το κόμμα, τα βασικά επιχειρήματα και οι στόχοι του. Θα προβούμε σε ορισμένες γενικές παρατηρήσεις μια και η πολιτική και οι θέσεις του έχουν ιδιαίτερη σημασία για το κίνημα και τους έλληνες εργαζομένους και αυτό επειδή το ΚΚΕ είναι η μόνη πολιτική δύναμη που τοποθετήθηκε σταθερά εναντίον της σύνδεσης της χώρας με την ΕΟΚ και στην πορεία εναντίον της ένταξης σε αυτή και αγωνίστηκε εναντίον της πολιτικής της με στόχο την αποδέσμευση. Καταψήφισε και πολέμησε με όλες στις δυνάμεις του τη μετατροπή της σε ΕΕ, καθώς και την είσοδο της χώρας στη ζώνη του ευρώ. Η πολιτική του αυτή, για όσο καιρό τη διατηρούσε, δικαιώθηκε πανηγυρικά, ιδιαίτερα τα τελευταία χρόνια με τη μεγάλη κρίση που πλήττει τη χώρα και την οικονομική και κοινωνική καταστροφή που βιώνει ο ελληνικός λαός και για την οποία πολύ σημαντική αιτία είναι η ένταξη στην ΕΕ.
Το πρώτο ζήτημα σχετίζεται με τους στόχους που θέτει το ΚΚΕ για τις ευρωεκλογές, τόσο τους αριθμητικούς στόχους, τους ποσοτικούς, όσον και τους πολιτικούς. Παρά τη μεγάλη σημασία του εκλογικού ποσοστού και του συνόλου των ψήφων που θα πάρει, το ΚΚΕ δεν θέτει τέτοιους στόχους. Με δεδομένο το σχετικά υψηλό ποσοστό που απέσπασε στις ευρωεκλογές του 2009, σχεδόν 9% και με δεδομένη την εκλογική καθίζηση του στις εθνικές εκλογές του Ιουνίου του 2012 έχει πολύ μεγάλη σημασία αν το ποσοστό του κόμματος θα προσεγγίσει ή και θα ξεπεράσει το προηγούμενο ποσοστό του των ευρωεκλογών ή θα είναι σημαντικά χαμηλότερο και θα αποδειχθεί κατ’ αυτό τον τρόπο ότι το αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών του Ιούνη του 2012 δεν ήταν προϊόν της συγκυρίας και των πολύ δύσκολων συνθηκών που επεκράτησαν μόνο ή κυρίως, αλλά σχετίζονταν με το ίδιο το ΚΚΕ και την πολιτική του και οι εκλογικές απώλειες του παίρνουν μόνιμα χαρακτηριστικά.
Όσον αφορά τους πολιτικούς στόχους που θέτει το κόμμα στη διακήρυξη διαβάζουμε: ‘‘Υπάρχει λύση για το λαό. Είναι η συμπόρευση με το ΚΚΕ… Η εγγύηση είναι η ισχυροποίηση του ΚΚΕ… η ψήφος θα συμβάλει στην αναγέννηση μιας ορμητικής λαϊκής αντιπολίτευσης’’ Με δύο λόγια ο πολιτικός στόχος είναι μονοσήμαντα η ενίσχυση του ΚΚΕ, η συμπόρευση του λαού μαζί του, καθενός εργαζόμενου ξεχωριστά με το κόμμα. Οπωσδήποτε είναι εντελώς φυσιολογικό το ΚΚΕ και κάθε κόμμα να ζητά την ενίσχυση του και είναι εντελώς κατανοητός και αποδεκτός ο στόχος αυτός. Δεν είναι όμως δυνατόν να περιορίζονται οι εκλογικές επιδιώξεις του ΚΚΕ απλά και μόνο στην ενίσχυση του. Στόχοι εντελώς αναγκαίοι για τη διεκδίκηση των οποίων υπάρχει πρόσφορο έδαφος δεν τίθενται καθόλου.
Αναφερόμαστε στην ανάγκη να ενισχυθούν οι αντιΕΕ διαθέσεις του λαού με την κατάλληλη δράση και επιχειρηματολογία και αξιοποιώντας τις σημαντικές εμπειρίες του. Γι’ αυτό υπάρχουν πλέον χειροπιαστά όλα τα στοιχεία και οι εργαζόμενοι τα κατανοούν και τα αποδέχονται, τα ζουν καθημερινά και υφίστανται με τραγικό τρόπο τις συνέπειες της πολιτικής της ΕΕ με τη συνδρομή του ντόπιου μονοπωλιακού κεφαλαίου και των πολιτικών εκπροσώπων του.
Αναφερόμαστε στη σύγκρουση με την αστική στρατηγική στο πρακτικό και το θεωρητικό επίπεδο γύρω από την ΕΕ και τη συμμετοχή της χώρας αυτή, στην αμφισβήτηση της ιδεολογικής ηγεμονίας της, των επιχειρημάτων και των διλημμάτων που η άρχουσα τάξη θέτει.
Αναφερόμαστε επίσης στην ανάγκη να διαμορφωθεί ένα ισχυρό εργατικό και λαϊκό κίνημα εναντίον της ΕΕ που θα παίξει αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση του συνολικού κινήματος ανατροπής της αστικής πολιτικής γενικότερα. Ένα κίνημα που θα συνενώνει την εργατική τάξη, το μικροαστικά στρώματα της πόλης, τα φτωχότερα τμήματα του αγροτικού κόσμου, τους νέους εναντίον της ΕΕ με στόχο την αποδέσμευση της χώρας από αυτήν και από κάθε ιμπεριαλιστικό οργανισμό.
Αναφερόμαστε επίσης στην αμφισβήτηση των γενικότερων στρατηγικών επιλογών της άρχουσας τάξης και στην προσπάθεια να βγει από την κρίση διαμορφώνοντας τους όρους αναπαραγωγής και λειτουργίας του συστήματος, με στόχο την στερέωση της κυριαρχίας της για τα επόμενα χρόνια.
Τίποτα απ' όλα αυτά δεν υπάρχει στη διακήρυξη, δεν γίνεται κανένας λόγος και φυσικά δεν είναι στον ορίζοντα του ΚΚΕ. Αντίθετα όλη η δράση και η επιδίωξη του για τις ευρωεκλογές σφραγίζεται από την αγωνία να παρουσιάσει μια ορισμένη συσπείρωση και πιθανόν μια αύξηση των χαμηλών εκλογικών ποσοστών του, ως απόδειξη της αποδοχής της πολιτικής του και της θετικής πορείας του.
Στη διακήρυξη αναφέρεται ότι ‘‘το δίλημμα ΝΑΙ ή το ΟΧΙ στην ΕΕ που θέτουν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και με το οποίο τρομοκρατούν το λαό είναι ψευτοδίλημμα’’. Άρα και η θετική ή η αρνητική ψήφος στην ΕΕ όπως και η στήριξη των κομμάτων και των υποψήφιων ευρωβουλευτών που τάσσονται υπέρ της ΕΕ δεν έχει σημασία, διότι η λύση βρίσκεται, κατά τη διακήρυξη, ‘‘στην αποδέσμευση από την ΕΕ με Λαϊκή Εξουσία, στην κοινωνικοποίηση των μονοπωλίων και τη μονομερή διαγραφή του χρέους, ο λαός να κατακτήσει τη δική του εξουσία και να γίνει πρωταγωνιστής των εξελίξεων προς όφελος του’’.
Τι πρακτικά σημαίνει αυτό; Ότι καμιά αξία δεν έχει ο αγώνας εναντίον της ΕΕ και η ψήφος εναντίον ή υπέρ της, ο αγώνας εναντίον των συνεπειών από την πολιτική της για όλες τις χώρες και για την Ελλάδα, αγώνας που συγκινεί και μπορεί να συσπειρώσει ευρύτατες λαϊκές δυνάμεις. Αξία έχει μόνο η συνολική ήττα του καπιταλισμού και η ανάδειξη κυβέρνησης της Λαϊκής Εξουσίας, που εννοείται ως δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία θα απαλλάξει τη χώρα από τον ευρωενωσιακό εναγκαλισμό και την εκμετάλλευση, αλλά ταυτόχρονα και από κάθε εκμετάλλευση των εργαζομένων. Όλα μαζί, με ένα σμπάρο όλα τα τρυγόνια. Μόνο αυτός ο αγώνας έχει αξία.
Στη συνέχεια διαβάζουμε: ‘‘Είναι άλλο η αποδέσμευση σε σύγκρουση με τα μονοπώλια και άλλο η συγκυριακή έξοδος από την ευρωζώνη με επιλογή δυνάμεων του ντόπιου ή ξένου κεφαλαίου’’. Σε αυτό δεν έχει κανείς αντίρρηση μόνο που στην Ελλάδα όσοι μιλούν για αποδέσμευση από την ΕΕ παλιότερα και σήμερα και εννοούμε δυνάμεις της αριστεράς και πλατιά τμήματα του λαού, ποτέ δεν μίλησα για έξοδο από την ΕΕ με τους όρους της αστικής τάξης, αλλά για έξοδο ως αποτέλεσμα των αγώνων των εργαζομένων που διεκδικούν όχι μόνο την έξοδο από την ΕΕ αλλά συνολικά την ήττα των δυνάμεων του κεφαλαίου. Όσα και αν λέγονται για σημαντικές διαφοροποιήσεις στο εσωτερικό του μονοπωλιακού κεφαλαίου σχετικά με τη στάση του απέναντι στην ΕΕ, στη χώρα μας σήμερα κανένα τμήμα του, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, δεν θέτει θέμα εξόδου από την ΕΕ, αντίθετα θεωρεί την ΕΕ ως τον πιο βασικό πυλώνα της στρατηγικής του.
Ζήτημα εξόδου από την ΕΕ θέτουμε πλατιά τμήματα της εργατικής τάξης και των ενδιάμεσων στρωμάτων που συνθλίβονται από την κρίση. Και είναι απολύτως φυσικό για σημαντικό τμήμα τους η πολιτική τους αντίληψη να είναι σχετικά αδιαμόρφωτη, να μην έχουν εδραιωμένη ριζοσπαστική αντίληψη και συγκροτημένη από ταξική σκοπιά. Θεωρούμε όμως απαράδεκτο να αναφέρει η διακήρυξη ότι η διεκδίκηση της εξόδου από την ΟΝΕ εκφράζει συντηρητικές, οπισθοδρομικές και αντιδραστικές απόψεις που υπηρετούν τον εθνικισμό της αστικής τάξης και την αναδιάταξη των συμμάχων της, τουλάχιστον για το χώρο της αριστεράς. Αυτό φανερώνει στην πράξη ότι η ηγεσία του ΚΚΕ δεν μπορεί να αντιληφθεί την αντικειμενική πραγματικότητα της χώρας και του λαού, να δεχθεί ότι πέραν του μονοπωλιακού κεφαλαίου και της εργατικής τάξης υπάρχει μια μεγάλη γκάμα ενδιάμεσων μικροαστικών στρωμάτων με ιδιαίτερα συμφέροντά, ιδιαίτερες αντιλήψεις και διεκδικήσεις, τα οποία είναι δυνατόν να κερδηθούν στον αγώνα εναντίον των μονοπωλίων και του ιμπεριαλισμού και τα χαρίζει συλλήβδην στο κεφάλαιο και τα κόμματα του. Ότι υπάρχουν ασυνειδητοποίητα τμήματα της εργατικής τάξης και γενικότερα της μισθωτής εργασίας που δεν μπορούν από μόνα τους να διαμορφώσουν ολοκληρωμένη αντικαπιταλιστική αντίληψη και η παρέμβαση της πολιτικής πρωτοπορίας είναι εκ των ων ουκ άνευ. Ότι εν τέλει υπάρχουν πολιτικές δυνάμεις που αντικειμενικά εκφράζουν μικροαστικά συμφέροντα, θέτουν θέματα εξόδου από την ΟΝΕ και ορισμένες με ταλαντεύσεις από την ΕΕ που δεν είναι αντιδραστικές και με τις οποίες μπορεί τουλάχιστον να αναπτυχθεί κοινή δράση. Σε τελική ανάλυση πρέπει να σκεφθεί η ηγεσία του ΚΚΕ, πόσο αυτές οι αντιλήψεις διαφέρουν από τη λογική του σοσιαλφασισμού του μεσοπολέμου.
Ενδεικτικό για τον τρόπο που αντιλαμβάνεται η διακήρυξη του ΚΚΕ τη συγκυρία και την πάλη εναντίον της ΕΕ είναι το παρακάτω: ‘’ Το μνημόνιο, αναφέρει, ήταν η εξειδίκευση της γενικής πολιτικής της ΕΕ σε συνθήκες κρίσης στην Ελλάδα, επομένως η εναντίωση στο μνημόνιο πρέπει να είναι εναντίωση στην Ε.Ε. και στη στρατηγική της από την ίδρυσή της το 1957, από τη μετεξέλιξη της ΕΕ το 1992’’ και στη συνέχεια ότι, ‘‘τα αντιλαϊκά μέτρα αφορούν την εργατική τάξη και τα λαϊκά στρώματα όλων των χωρών, ανεξάρτητα από μνημόνια και χρέη’’ και βλέπει απλά τη διαφορά από χώρα σε χώρα, αν τα μέτρα αυτά πάρθηκαν τη δεκαετία του ’90 ή τη δεκαετία του 2000 ή πιο πρόσφατα, αν πάρθηκαν όλα μαζί ή σταδιακά. Με απλά λόγια, λέει η διακήρυξη, αφού υπάρχει η κυριαρχία του κεφαλαίου και η στρατηγική που έχει χαράξει και η οποία στρέφεται εναντίον της εργατικής τάξης και του λαού, εφόσον ζούμε στον καπιταλισμό, η πάλη πρέπει να στρέφεται ολοκληρωμένα εναντίον της ΕΕ και του καπιταλιστικού συστήματος, θέτοντας ως άμεσο στόχο την ανατροπή του σε κάθε περίπτωση και σε κάθε συγκυρία, χωρίς να λαμβάνονται υπ' όψιν τα δεδομένα της συγκυρίας, η κατάσταση και οι διαθέσεις των εργαζομένων. Δεν έχει κατά τη διακήρυξη καμία σημασία η τεράστια επίθεση που δέχονται οι εργαζόμενοι στη χώρα μας στο όνομα της αντιμετώπισης της κρίσης, η οποία κυριολεκτικά συνθλίβει την πλειοψηφία τους. Με τον ίδιο τρόπο, με την ίδια τακτική και με το ίδιο περιεχόμενο θα οργανώνεται ο αγώνας εναντίον του κεφαλαίου και της πολιτικής του στην Ελλάδα το 2004 που δεν ήταν η χώρα σε κρίση και το 2009 που μόλις η κρίση άρχιζε και οι επιπτώσεις στο λαό δεν είχαν ακόμη φανεί και το 2014 που η πλειοψηφία των εργαζομένων είναι κυριολεκτικά στα σχοινιά και αδυνατούν στοιχειωδώς να επιβιώσουν.
Με την ίδια τακτική και επιχειρηματολογία πριν από 5-10 χρόνια που η μεγάλη πλειοψηφία του λαού θεωρούσε το ευρώ αποκούμπι και σιγουριά για τη χώρα και με την ίδια σήμερα που το τμήμα του λαού που απορρίπτει το ευρώ και την ΕΕ ογκώνεται και τείνει να γίνει πλειοψηφικό. Η εναντίωση στην ΕΕ οπωσδήποτε πρέπει να γίνει συνολική, αρχή είχε και η ανάγκη της αποδέσμευσης αλλά πώς, χωρίς καμιά τακτική, παρά μόνο με προβολή της Λαϊκής Εξουσίας και του σοσιαλισμού; Αυτή η ισοπέδωση που η ηγεσία του ΚΚΕ τη θεωρούσε και τη θεωρεί επαναστατική αποδείχθηκε πηγή δεινών για το λαό και για το ίδιο. Δεν πρέπει να εξεγείρεται η ηγεσία του ΚΚΕ, όταν κατηγορείται ότι ακύρωσε κάθε έννοια τακτικής, κάθε κλιμάκωση της δράσης και στοχοθέτηση της πορείας και πορεύεται προβάλλοντας μόνο το στρατηγικό στόχο.
Και παρότι ορισμένοι σήμερα στέλνουν την Κομμουνιστική Διεθνή στο πυρ το εξώτερον απορρίπτοντας τις επεξεργασίες, την τακτική και τη στρατηγική που χάραζε, εμείς θεωρούμε ότι η ΚΔ είναι πηγή αποκόμισης πλούσιας και αξιολόγησης πείρας και διδαγμάτων, πηγή έμπνευσης για τους κομμουνιστές και τους δραστήριους εργάτες όχι φυσικά με την έννοια των έτοιμων λύσεων που προσφέρονται για αντιγραφή και άμεση εφαρμογή. Γι’ αυτό θα παραθέσουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα από το 3ο συνέδριο της Κομμουνιστικής Διεθνούς το 1921 που ταιριάζει γάντι στην περίπτωση και απαντούσε τότε στο σεχταρισμό που αναπτύσσονταν με γρήγορους ρυθμούς στο κομμουνιστικό κίνημα, αλλά απαντά και στο σεχταρισμό και τον αριστερισμό που αναπτύσσεται σήμερα.
«Τα κομμουνιστικά κόμματα δεν προτείνουν κανένα μίνιμουμ πρόγραμμα που θα χρησιμεύσει στην ενίσχυση και στη βελτίωση των κλονιζόμενων θεμελίων του καπιταλισμού. Η καταστροφή αυτού του συστήματος παραμένει ο κύριος στόχος τους. Αλλά για να τον πραγματοποιήσουν, τα κομμουνιστικά κόμματα πρέπει να προτείνουν διεκδικήσεις που να εκφράζουν τις άμεσες ανάγκες της εργατικής τάξης. Αν οι διεκδικήσεις που προτείνουν οι κομμουνιστές ανταποκρίνονται στις άμεσες ανάγκες των πλατιών προλεταριακών μαζών και αν οι μάζες είναι πεπεισμένες ότι χωρίς την ικανοποίηση αυτών των διεκδικήσεων, η ύπαρξή τους είναι αδύνατη, τότε ο αγώνας γύρω από αυτά τα ζητήματα θα γίνει η αφετηρία της πάλης για την εξουσία. Στη θέση του μίνιμουμ προγράμματος των κεντριστών και των ρεφορμιστών, η Κομμουνιστική Διεθνής τοποθετεί τον αγώνα για τις συγκεκριμένες διεκδικήσεις του προλεταριάτου, διεκδικήσεις που στο σύνολό τους αμφισβητούν την αστική εξουσία, οργανώνουν το προλεταριάτο και χαράσσουν τα διάφορα στάδια της πάλης για την προλεταριακή δικτατορία. Ακόμα και πριν οι μάζες κατανοήσουν συνειδητά την ανάγκη της δικτατορίας του προλεταριάτου, μπορούν να ανταποκριθούν σε κάθε μία από τις ξεχωριστές διεκδικήσεις. Και καθώς ο αγώνας για αυτές τις διεκδικήσεις αγκαλιάζει και κινητοποιεί ολοένα και περισσότερες μάζες και καθώς οι ζωτικές ανάγκες των μαζών συγκρούονται με τις ζωτικές ανάγκες της καπιταλιστικής κοινωνίας, η εργατική τάξη θα φτάσει να συνειδητοποιήσει ότι αν αυτή θέλει να ζήσει, ο καπιταλισμός πρέπει να πεθάνει».
Η αναμέτρηση των ευρωεκλογών, όπως και κάθε πολιτική και συνδικαλιστική αναμέτρηση αυτής της περιόδου σημαδεύεται για τους κομμουνιστές από δύο αναγκαιότητες. Από το οξύτατο πρόβλημα επιβίωσης του λαού και τους αγώνες για τη διεκδίκηση του και παράλληλα τη διαμόρφωση των προϋποθέσεων για την συνολική λύση του κοινωνικού ζητήματος της χώρας, για τη νίκη της εργατικής τάξης και την εργατική εξουσία.
Η περίοδος αυτή είναι η περίοδος της διαμόρφωσης συνολικά των υποκειμενικών όρων της επαναστατικής ανατροπής, της ενότητας και της συσπείρωσης εργατικής τάξης, της επεξεργασίας των στρατηγικών σχεδιασμών της και της ανάπτυξης των ιδεολογικών μετώπων και της θεωρητικής προετοιμασίας της.
Η διαδικασία αυτή δεν μπορεί να εξελιχθεί παρά μόνο εν θερμώ, μέσα στους αγώνες για την επιβίωση, θα είναι ανάπτυξη των αγώνων των εργαζομένων ενάντια στο κεφάλαιο και την εξουσία του σε όλα τα επίπεδα με στόχο την κατάκτηση νικών και την απόσπαση όλο και μεγαλύτερου τμήματος των εργαζομένων από την επιρροή της άρχουσας τάξης, την ανάπτυξη των διεκδικήσεων και την επιμονή για νίκες και κατακτήσεις. Μόνο σε μια τέτοια γραμμή, το εργατικό κίνημα δυναμώνει, η εξουσία του κεφαλαίου εξωθείται στην άμυνα και στις ήττες, διαμορφώνονται ρωγμές στο σύστημα της κυριαρχίας της.
Εδώ ερχόμαστε στο κρίσιμο ζήτημα.
Είναι δυνατές οι κατακτήσεις μέσα στον καπιταλισμό και πριν ανατραπεί η εξουσία του κεφαλαίου και μέσω των αγώνων που θα χρειαστούν να διαμορφωθούν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις της επαναστατικής ανατροπής; Το ΚΚΕ απαντά ότι δεν είναι δυνατή καμιά κατάκτηση σήμερα, το κεφάλαιο δεν μπορεί και δεν είναι διατεθειμένο να κάνει καμιά παραχώρηση άρα ο αγώνας και οι διεκδικήσεις θα είναι ατελέσφορος, μπορεί να λειτουργήσει μόνο ιδεολογικά, προπαγανδιστικά υπέρ των εργαζομένων. Ουσιαστικά είναι ευκαιρία για ζύμωση της ανάγκης ανατροπής του καπιταλισμού. Κατά συνέπεια οι λύσεις όλων των προβλημάτων μετατίθεται στη Λαϊκή Εξουσία. Αυτό το ζούμε καθημερινά. Αυτή η λογική είναι εντελώς λαθεμένη, είναι εντελώς αδιέξοδη, αχρηστεύει τα συνδικάτα και το συνδικαλιστικό κίνημα, καθιστά περιττούς και επιζήμιους τους συνδικαλιστικούς αγώνες και τις οικονομικές διεκδικήσεις.
Η πραγματικότητα όμως είναι εντελώς διαφορετική. Σημαντικά αιτήματα των εργαζομένων και όχι απλά επιμέρους διεκδικήσεις τους είναι δυνατόν να κατακτηθούν με αγώνες μέσα στον καπιταλισμό. Αιτήματα ζωτικά όπως η απόσπαση γενικευμένων και σημαντικών εισοδηματικών αυξήσεων, η προστασία των ανέργων, ουσιαστικές ασφαλιστικές κατακτήσεις, ουσιαστική βελτίωση της υγείας και του εκπαιδευτικού συστήματος κ.λπ. είναι δυνατόν η εργατική τάξη να τα διεκδικήσει και να κατακτήσει. Αρκεί οι στόχοι αυτοί, να διεκδικούνται στη βάση συγκεκριμένου σχεδίου και τακτικής, με όλα τα μέσα, με συσπειρωμένη σε ενιαίο μέτωπο τη μεγάλη πλειοψηφία της εργατικής τάξης και των εργαζομένων, αναπτύσσοντας την ταξική αλληλεγγύη και όλα αυτά όχι αποσπασμένα, αλλά πάνω στο έδαφος της επεξεργασμένης επαναστατικής στρατηγικής εναντίον του κεφαλαίου και του ιμπεριαλισμού με κατεύθυνση την ανατροπή του.
Έκφραση ακριβώς της αντίληψης που βλέπει τη λύση όλων των προβλημάτων μετά την οριστική νίκη της εργατικής τάξης είναι το σύνθημα του ΚΚΕ ‘‘αποδέσμευση από την ΕΕ με Λαϊκή Εξουσία…’’. Ακόμη και στο 17ο συνέδριο του ΚΚΕ το 2005 η θέση αυτή ήταν εντελώς ξένη στις αντιλήψεις και τη στρατηγική του. Το 17ο συνέδριο σημείωνε: ‘’ Είναι ανάγκη να εκφραστεί με τη μορφή συσπείρωσης έναν μέτωπο πάλης κατά της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, κατά των επιλογών και των δεσμεύσεων που θίγουν όλες τις πλευρές της ζωής του λαού και το δικαίωμα του να αποφασίζει για το παρόν και το μέλλον του. Η συσπείρωση αυτή θα αναπτύξει αγωνιστικές δραστηριότητες και παρεμβάσεις εναντίον των επιλογών της ΕΕ και του ΝΑΤΟ. Θα παίξει ρόλο στις διεθνείς δραστηριότητες στη βάση της διαλεκτικής σχέσης και αλληλεπίδρασης της εσωτερικής και διεθνούς πολιτικής. Θα συμβάλει στην πάλη για μια διαφορετική ενωμένη Ευρώπη, ενάντια στο ΝΑΤΟ και τις δεσμεύσεις που επιβάλλει η ελληνική συμμετοχή σε αυτό…’’.
Η απόφαση αυτή εγκαταλείφθηκε χωρίς καμία εξήγηση. Σταδιακά και ως το 18ο συνέδριο οι θέσεις αυτές είχαν ολοκληρωτικά ανατραπεί και η ανατροπή αυτή ήταν πλευρά της συνολικής ανατροπής της κομματικής στρατηγικής, η οποία είχε και έχει τεράστιο κόστος και συνέπειες για το ΚΚΕ και την πορεία του εργατικού και λαϊκού κινήματος. Τίθεται επιτακτικά όμως το ερώτημα με ποιο τρόπο χωρίς τους καθημερινούς αγώνες εναντίον της ΕΕ, χωρίς το σύνθημα ‘‘έξω από το ευρώ και από την ΕΕ’’ να κυριαρχεί σε κάθε εργατική και λαϊκή δράση, χωρίς μεγάλους αγώνες για όλα τα ουσιαστικά κοινωνικά και πολιτικά ζητήματα χωρίς τις μεγάλες νίκες του κινήματος, αλλά και της ήττες που στον αγώνα αυτό θα υποστεί θα διαμορφωθούν οι υποκειμενικές προϋποθέσεις της ανατροπής της εξουσίας του κεφαλαίου; Είναι εντελώς αδύνατη η συνειδητοποίηση της εργατικής τάξης, η διαμόρφωση του κινήματος της σε γραμμή αμφισβήτησης της καπιταλιστικής κυριαρχίας και υπονόμευσης της ίδιας της εξουσίας του κεφαλαίου.
Δεν αποκλείεται να χρειαστεί η εργατική τάξη να πάρει την εξουσία και τότε να απαλλαγεί η χώρα και ο λαός από τα δεσμά του ευρωενωσιακού ιμπεριαλισμού. Χωρίς όμως ένα ισχυρό ανατρεπτικό κίνημα που θα δυναμώνει σε αντιπαράθεση με την ΕΕ και θα διεκδικεί την αποδέσμευση και παράλληλα την επιβίωση του λαού πως η εργατική τάξη και οι σύμμαχοί της θα έρθουν στην εξουσία;
Ο ελληνικός λαός πρέπει να καταδικάσει την τρομοκρατία του ευρωμονόδρομου που ασκούν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ και οι υπόλοιπες αστικές πολιτικές δυνάμεις που κυριολεκτικά εκβιάζουν τον ελληνικό λαό για να αποσπάσουν την ψήφο του, να απορρίψει τις αντιλήψεις του ΣΥΡΙΖΑ για φιλολαϊκή διέξοδο από την κρίση ακόμη και για σοσιαλισμό εντός της ΕΕ και του ευρώ, να μη δεχθεί να μετατεθεί ο αγώνας για την αποδέσμευση από την ΕΕ μετά την οριστική ήττα του κεφαλαίου, στην εξουσία της εργατικής τάξης, να διεκδικήσει τη διαμόρφωση ενός ισχυρού κινήματος που θα προωθεί την αποχώρηση από τη ζώνη του ευρώ και τη ρήξη και την αποχώρηση από την ΕΕ ως στοιχείο ενός ευρύτερου πλαισίου για έξοδο της χώρας από την κρίση υπέρ των εργαζομένων με προοπτική το σοσιαλισμό.
Πηγή:Εργατικός Αγώνας
*Οι υπογραμμίσεις στο κείμενο έγιναν από την αριστερη αντεπιθεση.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου