Του Γιώργου Βασσάλου*
Με το σχέδιο για την Τραπεζική Ένωση, η ΕΕ θέλει να μας πείσει ότι βάζει τέρμα στη διάσωση των τραπεζών από τους φορολογούμενους –ως επί το πλείστον δηλαδή τους εργαζόμενους- κι ότι υποχρεώνει τους μετόχους τους να πληρώσουν τα σπασμένα. Η πραγματικότητα είναι η ακριβώς αντίθετη.
Η νέα νομοθεσία θα προωθήσει την απορρόφηση πολλών τραπεζών από τις μεγαλύτερες στην Ευρώπη, κάνοντας τις ακόμα πιο μεγάλες, ενώ θα παραμένουν υπό τον έλεγχο των ιδιωτών μετόχων τους. Ταυτόχρονα, θα τις θωρακίσει από το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας και θα κάνει ακόμα πιο εύκολη τη χρήση δημοσίου χρήματος για τη διάσωσή τους, με λιγότερο κοινοβουλευτικό έλεγχο και διαφάνεια. Η συμβολή των ιδιοκτητών τους στη διάσωση θα είναι ελάχιστη, μπροστά στο βάρος που θα επωμιστούν οι απλοί φορολογούμενοι.
Από τον Οκτώβρη του 2008 ως τον Οκτώβρη του 2011, η Κομισιόν ενέκρινε 4,5 τρισεκατομμύρια ευρώ κρατικής βοήθειας προς τις τράπεζες σε δάνεια και εγγυήσεις ή αλλιώς το 37% του ετήσιου ΑΕΠ όλης της ΕΕ (σύμφωνα με την ευρωπαϊκή νομοθεσία, η Κομισιόν πρέπει να εγκρίνει κάθε κρατική ενίσχυση προς επιχειρήσεις).[1] Από αυτά, τουλάχιστον 1,7 τρισ. έχουν ήδη εκταμιευτεί υπέρ των τραπεζών. Από το 2009, έγινε ξεκάθαρο ότι το οικονομικό μοντέλο της ΕΕ είχε βασιστεί τόσο πολύ στην επέκταση του τραπεζικού δανεισμού που κάθε χώρα ξεχωριστά δεν μπορούσε να σώσει τις ιδιωτικές τράπεζές της. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) αποφάσισε, παραβιάζοντας το καταστατικό της, να παρέχει ευρεία στήριξη στις τράπεζες, τόσο απευθείας όσο και μέσω των κρατών. Το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένα ενιαίο κράτος με άμεση πρόσβαση σε φορολογικά έσοδα, ώστε να εγγυάται τις ενέργειες της ΕΚΤ, ήταν το στοιχείο που προσέδωσε στην κρίση στην Ευρώπη το στοιχείο της θεσμικής αστάθειας και ασάφειας που την έκανε τόσο εκρηκτική. H Γερμανία και η Γαλλία δεν ήθελαν να εγγυηθούν για τα χρέη των άλλων κρατών και τραπεζών, αφού στην ΕΕ, παρότι έχουν μπει αυστηρά όρια στη δημοσιονομική πολιτική των κρατών-μελών με ποινές από την Κομισιόν, δεν υπάρχει –προς το παρόν– κάποιο όργανο που να ασκεί ενιαία δημοσιονομική πολιτική σε όλη την έκτασή της.[2] Αυτή την αντίφαση επιχειρεί να λύσει το εγχείρημα της Τραπεζικής Ένωσης σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις της Οικονομικής Διακυβέρνησης που έχουν ήδη ξεκινήσει.
Η κατεύθυνση είναι η καταστροφή κάθε στοιχείου δημοκρατικής – λαϊκής κυριαρχίας και η ενίσχυση της δύναμης των τραπεζών.
Η αυτορρύθμιση και ασυδοσία των τραπεζών παραμένουν ανέγγιχτες
Πολλά παχιά λόγια έχουν ακουστεί από το ξέσπασμα της κρίσης στην Ευρώπη, όπως το διάσημο «τέλος του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού» που διακήρυξε ο Σαρκοζί το 2008. Σε πρόσφατη ομιλία του στο συνέδριο του Συνδέσμου Ευρωπαίων Βιομηχάνων BusinessEurope, ο Σαμαράς υποστήριξε ότι πρέπει να δοθεί προτεραιότητα στη βιομηχανία καθότι «οι σύγχρονες κρίσεις δε ξεκινάν στη βιομηχανική οικονομία, αλλά κυρίως στο χρηματοπιστωτικό τομέα».[3] Έχουν, όμως, ληφθεί μέτρα για τη «χαλιναγώγηση των χρηματοπιστωτικών αγορών προς όφελος της πραγματικής οικονομίας»;
H 3η συμφωνία της Διεθνούς Επιτροπής της Βασιλείας για την Τραπεζική Εποπτεία, παρά την τεράστια τραπεζική κρίση που είχε προκληθεί από το υπερβολικό άπλωμα του δανεισμού και των κερδοσκοπικών δραστηριοτήτων των τραπεζών, δεν αύξησε το όριο κεφαλαιακής επάρκειας, την αναλογία δηλαδή ανάμεσα στα διαθέσιμα ίδια κεφάλαιά τους και το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων και τίτλων τους, παρά μόνο από το 4% στο 8%.[4] Εξαιτίας της παρέμβασης διεθνούς τραπεζικού λόμπι InternationalInstituteofFinance, η αύξηση των ορίων που συμφωνήθηκε το 2013 [5] ήταν πολύ χαμηλότερη από τα προσχέδια του 2010. Ακόμα και ο αρχιτέκτονας της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής απελευθέρωσης Αλαν Γκρίνσπαν, πρώην πρόεδρος της FED, είχε υποστηρίξει ένα όριο 14%. Αρκεί να σκεφτούμε ότι η LehmanBrothers ήταν στο 11% πριν χρεοκοπήσει και η βελγική Dexia στο 10,3% πριν σωθεί για δεύτερη φορά από το δημόσιο.[6]
Κατά την εξειδίκευση των διεθνών προδιαγραφών στη νομοθεσία της ΕΕ, απαγορεύτηκε στα κράτη-μέλη της ΕΕ να καθιερώσουν όριο ανώτερο του 8% αν το επιθυμούσαν, εκτός αν έπαιρναν άδεια από την Κομισιόν και το Συμβούλιο των Υπουργών.[7] Με την Τραπεζική Ένωση, οι 130 μεγαλύτερες ευρωπαϊκές τράπεζες θα περάσουν υπό την επιτήρηση της ΕΚΤ. Το όριο, όμως, δε θα γίνει πιο αυστηρό, καθώς η ΕΚΤ παλεύει να το ρίξει στο 6%.[8]
Ταυτόχρονα, οι ίδιες οι τράπεζες υπολογίζουν με δικά τους μοντέλα τους συνολικούς τίτλους τους και τα διαθέσιμα κεφάλαιά τους. Η ΕΚΤ απλώς θα ελέγχει αν οι υπολογισμοί είναι αληθοφανείς. Οι αποκλίσεις ανάμεσα στα μοντέλα υπολογισμού της κάθε τράπεζας είναι τεράστιες. Ο ίδιος ο επικεφαλής της Επιτροπής της Βασιλείας έχει παραδεχτεί ότι τα μοντέλα αυτά αυτοϋπολογισμού δεν είναι αξιόπιστα. Η εναρμόνιση των μοντέλων αρχίζει να συζητιέται μόλις τώρα. Η πιθανότητα επιβολής εξωτερικών μοντέλων και ελέγχων ούτε καν είναι στο τραπέζι.
Κανένας φραγμός στο ρίσκο
Οι τράπεζες υποστηρίζουν συχνά ότι δεν ανοίγουν τις στρόφιγγες του δανεισμού στην «πραγματική οικονομία», επειδή λόγω των αλλαγών στο ρυθμιστικό πλαίσιο πρέπει να ενισχύσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια. Πρόκειται περί μύθου. Το συντριπτικό κομμάτι των ισολογισμών των τραπεζών αποτελείται από χρηματοπιστωτικά προϊόντα τα οποία εμπορεύονται σε χρηματιστήρια κυρίως με άλλες τράπεζες, ασφαλιστικές, επενδυτικά ταμεία κ.ά. Αν μια τράπεζα ήθελε να βελτιώσει την επάρκειά της, θα μπορούσε να μειώσει την έκθεσή της στις δευτερογενείς αγορές.
Η Κομισιόν ετοιμάζεται να προτείνει νόμο που υποτίθεται θα διαχωρίσει τις επενδυτικές από τις εμπορικές τράπεζες (αυτές που δίνουν δάνεια σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά από αυτές που βασικά συναλλάσσονται τίτλους στη δευτερογενή αγορά). Οι ορισμοί, όμως, είναι τόσο στενοί που στην ουσία ελάχιστα πράγματα θα αλλάξουν.[9] Η δραστηριότητα των τραπεζών θα συνεχίσει να εξαπλώνεται στην εμπορία χρηματοπιστωτικών τίτλων. Το αποτέλεσμα της γενίκευσης της τιτλοποίησης των τραπεζικών συναλλαγών είναι να μην γίνεται τελικά καμιά εκτίμηση του επενδυτικού ρίσκου.
Όπως παρατηρεί στο πρόσφατο βιβλίο του ο Κ. Λαπαβίτσας, το αποτέλεσμα της γενίκευσης της τιτλοποίησης των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών τις τελευταίες δεκαετίες είναι οι τράπεζες να μην κάνουν καμία αξιολόγηση του επενδυτικού ρίσκου.[10] Και ο Γάλλος οικονομολόγος André Orléan έχει δείξει λεπτομερειακά ότι ο καθορισμός των τιμών των χρηματοπιστωτικών τίτλων δεν έχει καμία σχέση με οποιαδήποτε σοβαρή αξιολόγηση του ρίσκου.[11]
Απόλυτη προτεραιότητα, η αποφυγή χρεοκοπιών
Οι τράπεζες ανησυχούν ακόμα λιγότερο για το κίνδυνο να χρεοκοπήσουν λόγω σκασίματος των χρηματοπιστωτικών προϊόντων (όπως τα στεγαστικά δάνεια που έσκασαν στις ΗΠΑ), καθότι τα ευρωπαϊκά κράτη και η ΕΕ έχουν δείξει ότι θα τις σώσουν με χρήματα των εργαζομένων. Οι «θεσμικοί επενδυτές» δανείζουν με χαμηλότερα επιτόκια τις «συστημικές» τράπεζες, γιατί αισθάνονται ασφαλείς ότι τα κράτη δε θα τις αφήσουν να χρεοκοπήσουν, με αποτέλεσμα μια έμμεση επιδότηση 1,3 τρισ. από το 2008 ως το 2012. [12]
Ο τρόπος που προτείνει η νομοθετική πρόταση για την Τραπεζική Ένωση να γίνεται η «εξυγίανση» των προβληματικών τραπεζών κάνει σχεδόν αδύνατη τη χρεοκοπία τους. Η απόλυτη καταστατική προτεραιότητα της ΕΚΤ είναι η σταθερότητα του Ευρώ. Και καθώς είναι απίθανο η κατάρρευση μιας από τις μεγάλες τράπεζες της Ευρωζώνης να μην επιφέρει μια άμεση πτώση του Ευρώ, η ΕΚΤ πολύ δύσκολα θα πάρει την απόφαση να αφήσει μια τράπεζα να καταρρεύσει όπως έγινε με τη LehmanBrothers ή τη Λαϊκή Τράπεζα της Κύπρου. Η τραπεζική ένωσή τους θωρακίζει μετόχους και μεγαλοκαταθέτες από τον κίνδυνο να χάσουν τα πάντα.
Οι φορολογούμενοι θα συνεχίσουν να πληρώνουν
Οι προπαγανδιστές υποστηρίζουν ότι οι φορολογούμενοι θα πληρώνουν λιγότερο καθώς για τη διάσωση τράπεζας θα πληρώνουν πρώτα οι μέτοχοι κι έπειτα οι καταθέτες άνω των 100 χιλιάδων ευρώ (bail-in). Δεν λένε ότι με βάση τη νομοθετική πρόταση η συμμετοχή τους καθορίζεται κατ' ελάχιστο στο 8% των συνολικών περιουσιακών στοιχείων της εκάστοτε τράπεζας [13] και στην πράξη η συμμετοχή τους δε θα είναι πολύ παραπάνω. Στην Τράπεζα Κύπρου οι καταθέτες πλήρωσαν 8 δισ. από ένα σύνολο υποχρεώσεων 31 περίπου δισ., δηλαδή περίπου 25%.[14] Οι μεγάλοι ιδιώτες μέτοχοι βρήκαν τρόπους να μεταφέρουν αλλού τα κεφάλαιά τους, [15] φορτώνοντας το κόστος στα ασφαλιστικά ταμεία και τους δημόσιους οργανισμούς. Σε κάθε περίπτωση, τα ποσά που θα χρεώνονται οι καταθέτες και μέτοχοι συχνά δε θα φτάνουν για να σωθεί μια τράπεζα. Στην Κύπρο η συμμετοχή των ευρωπαίων φορολογουμένων ήταν μεγαλύτερη (10 δισ. Ευρώ) από αυτή των ιδιοκτητών. Υπάρχουν κρατικές εγγυήσεις που παρέχει το δημόσιο στις διασωζόμενες τράπεζες και μεγάλο μέρος τους εκταμιεύεται, αλλά και εξαιρέσεις από το κούρεμα καταθέσεων, μετοχών και ομολόγων που κρίνονται π.χ. «απαραίτητα για τη συνέχιση βασικών επιχειρηματικών δραστηριοτήτων».
Ένα νέο όργανο της ΕΚΤ που θα αποκαλείται «Συμβούλιο Εξυγίανσης» θα αποφασίζει ποιοι χρηματοπιστωτικοί τίτλοι θα εξαιρούνται από το κούρεμα και την επιπλέον βοήθεια που θα αναζητείται από δημόσιους πόρους. Υποτίθεται ότι το επόμενο στάδιο μετά το bailin θα είναι ένα ταμείο 55 δισεκατομμυρίων Ευρώ που θα φτιαχτεί φορολογώντας τις τράπεζες με 1% των καλυπτομένων καταθέσεων ετησίως. Το ταμείο αυτό αποτελεί τη δεύτερη αιχμή του προπαγανδιστικού δόρατος. Θα είναι, όμως, έτοιμο 10 χρόνια μετά την επίσημη θέση σε ισχύ της νομοθεσίας. Μπροστά στα 1,7 τρισ. που έχουν μοιραστεί στις τράπεζες από το 2008, τα 55 δισ. αποτελούν ψίχουλα.
Τρίτο στάδιο θα είναι η πρόσβαση στα 700 δισ. των φορολογουμένων που έχουν κλειδωθεί στον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Στήριξης. Πρόκειται για σώμα που τελεί επίσης υπό την ΕΚΤ και στο οποίο οι ψήφοι κατανέμονται ανάλογα με το κεφάλαιο, κάτι που σημαίνει ότι η Γερμανία έχει 27% των ψήφων και η Γαλλία το 20%.[16] Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης συμφώνησαν το 2011, χωρίς φυσικά να διενεργήσουν δημοψηφίσματα, να διαθέσουν εκεί μέρος των χρημάτων των πολιτών τους. Ο ΕΜΣ προορίζεται και για τη διάσωση κρατών της Ευρωζώνης οπότε θα τον χρησιμοποιούν με μέτρο για τις τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, η εμπλοκή με τον ΕΜΣ σημαίνει υπαγωγή στην Τρόικα.
Κάνοντας τις μεγάλες τράπεζες ακόμα μεγαλύτερες
Το Συμβούλιο Εξυγίανσης αποτελεί μια διαδικασία κεντρικής διαχείρισης της διαδικασίας συγκεντροποίησης του τραπεζικού κεφαλαίου σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Όταν μια τράπεζα έχει πρόβλημα, το Συμβούλιο Εξυγίανσης θα εξετάζει αν υπάρχει κάποια άλλη που μπορεί να αγοράσει τις μετοχές της. Τότε, το Συμβούλιο θα διατάζει τη μεταφορά της ιδιοκτησίας των μετοχών στις τρέχουσες τιμές στη δευτερογενή αγορά, που λόγω των δυσκολιών θα είναι πολύ χαμηλότερες από τη μακροπρόθεσμη αξία τους. Ο γενικός διευθυντής της γαλλικής BNP-ParibasJean-LaurentBonnafé επιβεβαιώνει: «στο τέλος, η διαδικασία θα βγάλει έξω τους αδύναμους παίχτες που ήταν ανίκανοι να ενδυναμώσουν τη θέση τους είτε λόγω της δικής τους κατάστασης, είτε λόγω του εθνικού νομικού πλαισίου στο οποίο υπάγονται» και προσθέτει ότι θα επωφεληθούν οι ισχυρότερες οικονομίες.[17] Με τα δικαιώματα ψήφων τους οι πλούσιες χώρες θα βοηθήσουν τις τράπεζες τους, να αποκτήσουν τις υπόλοιπες μέσα στην Ευρωζώνη.
Αν ήταν αλήθεια ότι η Τραπεζική Ένωση θα έβαζε επιτέλους τους τραπεζίτες να πληρώσουν τα σπασμένα τους, τότε τα χρηματοπιστωτικά λόμπι θα είχαν ξεκινήσει σταυροφορία για την απόρριψή της. Όλα, όμως, τα λόμπι του τομέα (EBF, AFME κ.λπ.) στηρίζουν σθεναρά τη μεταρρύθμιση για να επιτύχουν μεγαλύτερη συγκεντροποίηση, ώστε να ανταπεξέλθουν στον παγκόσμιο ανταγωνισμό και να θωρακιστούν απέναντι σε χρεοκοπίες και κυρίως ενάντια στο μεγαλύτερο τρόμο τους: την εθνικοποίηση–κοινωνικοποίηση των τραπεζικών συστημάτων.
Δημοκρατικός σχεδιασμός ή δικτατορία των τραπεζιτών
Μετά από λίγες δεκαετίες ιδιωτικοποίησης του τραπεζικού συστήματος, αυτό βρίσκεται στο έλεος των δημόσιων διασώσεων. Γιατί οι φορολογούμενοι, εργαζόμενοι ως επί το πλείστον, να μη διαχειριστούν απευθείας δημοκρατικά αυτό που ούτως ή άλλως πληρώνουν αντί να συνεχίσουν να το διαχειρίζονται κάποιοι που το χρησιμοποιούν για την καλύτερη εκμετάλλευσή των εργαζομένων; Επειδή, η λογική απλότητα της σκέψης αυτής είναι αμείλικτη, οι καπιταλιστές φοβούνται ότι τα κλασικά αντιπροσωπευτικά όργανα της αστικής δημοκρατίας δε θα μπορέσουν να αντισταθούν σε πιέσεις για πραγματικές εθνικοποιήσεις. Αναθέτουν, λοιπόν, τη διαχείριση του τραπεζικού τομέα σε διάφορα σώματα της ΕΚΤ που αποτελούνται από εκπροσώπους των εθνικών κεντρικών τραπεζών συγκροτημένους σε στυλ μετοχικής εταιρείας, με έξι χώρες να κατέχουν το 86% των ψήφων. Όμως, οι κεντρικοί τραπεζίτες συνήθως ξεκινούν τις καριέρες τους από τις ιδιωτικές τράπεζες, ενώ διαβουλεύονται βασικά με τα χρηματοπιστωτικά λόμπι.
Οι μόνες ενστάσεις που βάζει η Ευρωβουλή σε σχέση με την Τραπεζική Ένωση είναι: 1) να έχει δικαίωμα να απορρίψει τον προτεινόμενο διευθυντή του Συμβουλίου Εξυγίανσης, 2) το Συμβούλιο των υπουργών να μη μπορεί να μπλοκάρει τις αποφάσεις του τελευταίου και της ΕΚΤ και 3) να μην υπάρξει Διακυβερνητική Συνθήκη πάνω στο θέμα, αλλά μοναχά η κανονική νομοθετική διαδικασία της ΕΕ. Τέτοια μέτρα παρουσιάζονται ως απλοποίηση των διαδικασιών και μετάβαση σε μια ομοσπονδιακή κατεύθυνση. Οι ευρωβουλευτές όμως παρακάμπτουν το γεγονός ότι πρόκειται περί απώλειας της κυριαρχίας των (εθνικών) αστικοδημοκρατικών θεσμών πάνω στους εθνικούς προϋπολογισμούς και η υποχρεωτική κινητοποίηση αυτών για τη διάσωση του ιδιωτικού–μετοχικού χαρακτήρα της χρηματοπιστωτικής δραστηριότητας. Η χρηματοπιστωτική δραστηριότητα αποτελεί σήμερα το πεδίο όπου λαμβάνονται οι αποφάσεις για τη κατανομή του συσσωρευμένου κεφαλαίου, δηλαδή της συσσωρευμένης (νεκρής) κοινωνικής εργασίας.
Η λύση στην οικονομική και χρηματοπιστωτική κρίση θα μπορούσε να είναι η εθνικοποίηση–σταδιακή κοινωνικοποίηση του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου και η χρησιμοποίηση του για την κοινωνικοποίηση όλης της οικονομίας, την οικοδόμηση της δημοκρατίας στην οικονομική σφαίρα ανάμεσα στους φυσικούς παραγωγούς, δηλαδή την υπέρβαση της διάκρισης ανάμεσα στο οικονομικό και το πολιτικό. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να ξεκινήσει εδώ και τώρα σε εθνικό βασικά επίπεδο και να διακλαδωθεί διεθνικά.
Η ΕΕ ως σχέδιο ισοπέδωσης της λαϊκής κυριαρχίας, επιδιώκει να φέρει τη διαχείριση του χρηματοπιστωτικού συστήματος σε ένα στενό κύκλο κεφαλαιούχων και ρυθμιστών, συχνά σε εναλλασσόμενους ρόλους. Είναι αντιμέτωπη, όμως, με την εξής αντίφαση: δεν υπάρχουν προϋποθέσεις για τη δημιουργία ενός ενιαίου κράτους σε ευρωπαϊκό επίπεδο, έστω και αυταρχικού. Αυτό θα απαιτούσε κεντρική διαχείριση τουλάχιστον 4-5% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και άρα μεταφορά πόρων και σχετική ενιαιοποίηση των κανόνων εκμετάλλευσης της εργατικής δύναμης, των περιβαλλοντικών και άλλων ρυθμίσεων. Το πολυεθνικό κεφάλαιο του πυρήνα θέλει να αξιοποιήσει κι άλλο το «διαίρει και βασίλευε» για να ρίξει το εργατικό κόστος και υπάρχει σίγουρα ένα σημείο στο οποίο θα υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία: η αποφυγή επιβολής κανόνων που να εναρμονίζουν προς τα πάνω περιορισμούς στη δράση του. Γι' αυτό πειραματίζεται με νέους ορισμούς της πολιτικής κυριαρχίας στο υπερεθνικό επίπεδο σύμφωνα με τους οποίους η προστασία της πνευματικής ιδιοκτησίας και η επιβολή του σεβασμού των συμβολαίων είναι όροι αρκετοί για τη νομιμοποίησή της.[18]
Η ΕΕ ως όργανο του πολυεθνικού κεφαλαίου, με την οικονομική διακυβέρνηση προσπαθεί να επιβλέπει κεντρικά τη χρήση των φορολογικών εσόδων και με την τραπεζική ένωση κλειδώνει την προτεραιότητα στη χρήση τους στη διάσωσή του. H επιστροφή στον καπιταλιστικό ανταγωνισμό από εθνική βάση είναι, τουλάχιστον για χώρες όπως η Ελλάδα, αδύνατη. Η προοδευτική μετάλλαξη των υπερεθνικών εποικοδομημάτων του κεφαλαίου είναι επίσης αδύνατη. Μόνη προοπτική είναι η απαλλοτρίωση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στο εθνικό επίπεδο που υπάρχει η πολιτική κοινωνία και μπορεί να συγκροτηθεί οργανωτικά η εργατική τάξη, επενδύοντας στη γρήγορη εξάπλωση του εγχειρήματος.
----------------------
[1] http://ec.europa.eu/competition/recovery/financial_sector.html
[2] Κ. Λαπαβίτσας, Profiting without Producing, How Finance Exploit Us All (London, Verso, 2013),σελ. 300.
[7] Η μελέτη αυτή παρουσιάζει αναλυτικά πώς η νομοθεσία της ΕΕ καθιερώνει ένα πλαίσιο χαλαρότερο από αυτό που προβλέπει η Βασιλεία ΙΙΙ
[10] Κ. Λαπαβίτσας, Profiting without Producing, σελ. 319.
[11] Μια περιληπτική αναφορά στο άρθρο ««Η ρύθμιση των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών υψηλής ταχύτητας στην ΕΕ» στη Λεύγα Νοεμβρίου 2013.
[13] COM(2013) 520 final
[17] Emergingmarkets.org
Το άρθρο είναι η πλήρης εκδοχή του κειμένου που δημοσιεύτηκε στο Εκτός Γραμμής, τ. 35 / Άνοιξη 2014 Πηγή: Εκτός Γραμμής |
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου