Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Σαν σήμερα, 16 Δεκέμβρη 1974 πέθανε ο ποιητής της εργατιάς Κώστας Βάρναλης.
Γεννήθηκε στον Πύργο Ανατολικής Ρωμυλίας, σημερινό (Μπουργκάς) της Βουλγαρίας το 1884.
Το 1898 τέλειωσε το Ελληνικό Σχολείο και συνέχισε την εκπαίδευσή του στα Ζαρίφεια διδασκαλεία της Φιλιππούπολης. Σπούδασε Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και πήρε μέρος στη διαμάχη για το Γλωσσικό Ζήτημα ως υποστηρικτής των δημοτικιστών.
Το 1907 συμμετείχε στην ίδρυση του ποιητικού περιοδικού "Ηγησώ". Το 1908 πήρε το πτυχίο του και εργάστηκε στην εκπαίδευση, αρχικά στο διδασκαλείο του Πύργου (Μπουργκάς) και στη συνέχεια στην Ελλάδα (στην Αμαλιάδα) και στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών. Διετέλεσε για πολλά χρόνια καθηγητής μέσης εκπαίδευσης και εργάστηκε και ως δημοσιογράφος. Από το 1910 άρχισε να ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση και ως το 1916 ολοκλήρωσε τους "Ηρακλείδες" του Ευριπίδη, τον "Αίαντα" του Σοφοκλή, τα "Απομνημονεύματα του Ξενοφώντα" και τον "Πειρασμό του Αγίου Αντωνίου" του Φλωμπέρ. Μετά το δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο, στον οποίο πήρε μέρος, φοίτησε στο Διδασκαλείο Μέσης Εκπαίδευσης του Γληνού.
Το 1919 πήγε στο Παρίσι με υποτροφία και παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας, φιλολογίας, κοινωνιολογίας και αισθητικής. Εκεί ήρθε σε επαφή με το διαλεκτικό υλισμό και προσχώρησε στον μαρξισμό. Καρπός αυτής της στροφής στάθηκε το ποίημα "Προσκυνητής". Το καλοκαίρι του 1921 έγραψε στην Αίγινα "Το Φως που καίει", που εξέδωσε ένα χρόνο αργότερα στην Αλεξάνδρεια με το ψευδώνυμο Δήμος Τανάλιας. Το 1922 δημοσίευσε επίσης τους Μοιραίους στο περιοδικό Νεολαία και τη Λευτεριά στο περιοδικό Μούσα. Το 1924 δίδαξε νεοελληνική λογοτεχνία στην Παιδαγωγική Ακαδημία υπό τη διεύθυνση του Γληνού.
Το 1926 παύτηκε από τη θέση του ως καθηγητή της Παιδαγωγικής Ακαδημίας, με αφορμή ένα δημοσίευμα της Εστίας που δημοσίευσε ένα απόσπασμα από "Το φως που καίει". Ο Βάρναλης στράφηκε στη δημοσιογραφία και έφυγε για τη Γαλλία ως ανταποκριτής της Προόδου. Το 1927 τύπωσε τους Σκλάβους Πολιορκημένους.
Το 1929 παντρεύτηκε την ποιήτρια Δώρα Μοάτσου. Το 1932 εξέδωσε την Αληθινή απολογία του Σωκράτη. Το 1935 πήρε μέρος ως αντιπρόσωπος των Ελλήνων συγγραφέων στο Συνέδριο Σοβιετικών Συγγραφέων στη Μόσχα και μετά εξορίστηκε στη Μυτιλήνη και τον Άγιο Ευστράτιο.
Στην Κατοχή έλαβε μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ως μέλος του ΕΑΜ.
Tο 1956 τιμήθηκε από την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών και το 1959 τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν.
Είχαν προηγηθεί μεταξύ άλλων εκδόσεις των έργων του "Ζωντανοί άνθρωποι", "Το Ημερολόγιο της Πηνελόπης", "Ποιητικά," "Διχτάτορες", "Αισθητικά- Κριτικά" (δύο τόμοι). Το 1965 εκδόθηκε η τελευταία ποιητική συλλογή του με τίτλο "Ελεύθερος κόσμος" και το 1972 το θεατρικό έργο "Άτταλος ο Γ΄".
Υπήρξε συνεργάτης σε πολλά περιοδικά και εγκυκλοπαίδειες μεταξύ των οποίων και στη Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια.
Πέθανε στις 16 Δεκεμβρίου 1974.
ΟΔΗΓΗΤΗΣ
Δεν είμαι εγώ σπορά της Τύχης
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά κι ψαλμουδές
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.
Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζυμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.
Κ’ ένα στηλώνει κι ανασταίνει
το `να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
ο πλαστουργός της νιας ζωής
Εγώ είμαι τέκνο της ανάγκης
κι ώριμο τέκνο της Οργής.
Δεν κατεβαίνω από τα νέφη
γιατί δε μ’ έστειλε κανείς
Πατέρας, τάχα παρηγόρια
για σένα, σκλάβε, που πονείς.
Ουράνιες δύναμες, αγγέλοι,
κρίνα, πουλιά κι ψαλμουδές
τίποτα! Εμένα παραστέκουν
οι θυμωμένες σας καρδιές.
Εγώ του καραβιού γοργόνα
στ’ ορθόπλωρο καράβι μπρος.
Απάνω μου σπάνε φορτούνες
κι άγριος ενάντιά μου καιρός.
Άκου, πως παίρνουν οι αγέρες
χιλιάδων χρόνων τη φωνή!
Μέσα στο λόγο το δικό μου
όλ’ η ανθρωπότητα πονεί.
Ω! πως τον παίρνουν οι αγέρες
και πως φωνάζυμε μετά
άβυσσοι μάβροι, τάφοι μάβροι
ποτάμια γαίματα πηχτά!
Μέσα στο νου και στην καρδιά μου
αιώνων φουντώσανε ντροπές
και την παλάμη μου αρματώνουν
με φλογισμένες αστραπές.
Ένας δεν είμαι, μα χιλιάδες!
Όχι μονάχα οι ζωντανοί
κι οι πεθαμένοι μ’ ακλουθάνε
σε μια αράδα σκοτεινή.
Μα κι όσοι αγέννητοι, χιλιάδες
άπλαστοι ακόμη με βλογούν
κι όλοι ακουμπάνε τα σπαθιά τους
απάνω μου και τα λυγούν.
Δεν δίνω λέξεις παρηγόρια
δίνω μαχαίρι σ’ ολουνούς
καθώς το μπήγω μες το χώμα
γίνεται φως, γίνεται νους.
Όθε περνά, γκρεμίζει κάτου
σαν το βοριά, σαν το νοτιά
όλα τα φονικά ρηγάτα
θεμελιωμένα στην ψευτιά.
Κ’ ένα στηλώνει κι ανασταίνει
το `να βασίλειο της Δουλειάς
(Ειρήνη! Ειρήνη!) το βασίλειο
της Πανανθρώπινης Φιλιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου