Του Αρη Χατζηστεφάνου
Χαμένο για επτά δεκαετίες, το ημερολόγιο ενός Ελληνα κρατουμένου σε ναζιστικά στρατόπεδα εργασίας έρχεται να μας θυμίσει ότι οι «εργαζόμενοι–σκλάβοι» αποτελούν ένα διαχρονικό φαινόμενο στη γερμανική αλλά και την ελληνική οικονομία
Ο θεός με φώτισε και έφυγα. Οι Γερμανοί κάμουν το παν για να μας ευχαριστήσουν.
Προπαγανδιστική «μαρτυρία» Ελληνα εργάτη στη Γερμανία, 1942
«Κοιμόσαστε;» «Τι συμβαίνει;» «Μπλόκο, ολόκληρη η συνοικία έχει μπλόκο. Μίλησε το χωνί».
Ετσι ξεκινούσε πριν από εβδομήντα χρόνια το ημερολόγιό του ο Παύλος Μώτος. Και κάπως έτσι ξεκινούσε γι' αυτόν, όπως και για εκατοντάδες ακόμη Ελληνες, το ταξίδι προς τα γερμανικά στρατόπεδα εργασίας –περίπου δύο μήνες πριν από την απελευθέρωση της Ελλάδας. Μια περιπέτεια με ασύλληπτες κακουχίες, που τον έφεραν αρκετές φορές σε απόσταση αναπνοής από τον θάνατο. Για τους νέους «εργοδότες» του ήταν ακόμη ένας «τεμπέλης» και «ταραξίας» Ελληνας, με χαμηλή παραγωγικότητα, από τον οποίο απαιτούσαν να δουλεύει με ελάχιστα ρούχα και τροφή, ακόμη και στους -18 βαθμούς Κελσίου. Η ιστορία όμως των γερμανικών στρατοπέδων εργασίας, όπως μας θυμίζει η Μαρία Σαμπατακάκη στο βιβλίο της «Ο τελευταίος του Κάισλινγκεν», δεν ξεκινά με ξένους αιχμαλώτους αλλά με Γερμανούς ανέργους, και μάλιστα αρκετά χρόνια πριν από την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.
Μετά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργούνται στη Γερμανία τα περίφημα στρατόπεδα ανέργων, στα οποία οι «φιλοξενούμενοι» προσφέρουν στο κράτος (και μέσω αυτού στον ιδιωτικό τομέα) την εργασία τους με αντάλλαγμα στέγη και τροφή. Πρόκειται για την ίδια ιδέα που είχε επιχειρήσει να προωθήσει στην Ελλάδα ο πρώην υφυπουργός Οικονομικών της Νέας Δημοκρατίας, Πέτρος Δούκας, και αργότερα ανέλαβε να τελειοποιήσει ο Θάνος Τζήμερος, προς μεγάλη ικανοποίηση χιλιάδων νεοφιλελεύθερων οπαδών του.
Προφανώς η φιλοσοφία των στρατοπέδων ανέργων θα δείξει το πιο φρικιαστικό της πρόσωπο την περίοδο του Τρίτου Ράιχ, χωρίς όμως να χάσει ποτέ τα αρχικά οικονομικά χαρακτηριστικά της. Είναι ενδεικτικό, όπως εξηγούσε ο ιστορικός Γ. Μαργαρίτης στο ντοκιμαντέρ «Φασισμός Α.Ε.», ότι ακόμη και τα μεγάλα στρατόπεδα εξόντωσης αποτέλεσαν και πηγή φτηνού και δουλικού εργατικού δυναμικού. «Το συγκρότημα στρατοπέδων του Νταχάου», μας λέει ο Γ. Μαργαρίτης, «προμήθευε άφθονο, φτηνό εργατικό δυναμικό στα μεγάλα εργοστάσια της BMW, ενώ το μεγάλο συγκρότημα του Αουσβιτς, που βρισκόταν πάνω στα κοιτάσματα άνθρακα της περιοχής της Ανω Σιλεσίας, εξυπηρετούσε τη γερμανική χημική βιομηχανία».
Λιγότερο γνωστό είναι ότι οι πρώτοι που υιοθέτησαν την εργασία κρατουμένων, αμέσως μετά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, ήταν οι συμμαχικές δυνάμεις, με την περίφημη Συνθήκη της Γιάλτας. Αρκετά στρατόπεδα εργασίας Γερμανών κρατουμένων λειτουργούσαν μέχρι και το 1956 στην πρώην Σοβιετική Ενωση, ενώ περίπου ένα εκατομμύριο Γερμανοί εργάτες δούλευαν σε γαλλικά ορυχεία και βρετανικές καλλιέργειες και άλλοι 500.000 απασχολούνταν χωρίς αμοιβή σε αμερικανικές εταιρείες στην κατεχόμενη Γερμανία.
Ελάχιστοι, επίσης, από τις νεότερες γενιές, θυμούνται ότι στρατόπεδα εργασίας υπήρχαν και στην κατεχόμενη Ελλάδα. Με τη διαφορά ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το προϊόν της εργασίας δεν κατέληγε σε Γερμανούς αλλά σε Ελληνες επιχειρηματίες, που συνεργάζονταν με τον κατακτητή. «Τα περίφημα στρατόπεδα στην Αγιά της Κρήτης, στο Χαϊδάρι, στην Τρίπολη, στον Μελιγαλά, στη Λάρισα, στη Θεσσαλονίκη και πολλά μικρότερα», εξηγεί ο Γ. Μαργαρίτης, «ήταν πηγή δωρεάν εργατικού δυναμικού για τους Ελληνες εμπόρους, βιομηχάνους, και προπαντός εργολάβους». Δεκάδες από τα δημόσια έργα που χρηματοδοτήθηκαν από το Ελληνικό Δημόσιο, για λογαριασμό των δυνάμεων κατοχής, πραγματοποιήθηκαν από Ελληνες σκλάβους που εργάζονταν για Ελληνες επιχειρηματίες.
Ακόμη και στα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου όμως μεγάλες ευρωπαϊκές επιχειρήσεις φαίνεται ότι δανείζονταν την εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη περί εργασίας. Δεν έχουν περάσει άλλωστε και πολλά χρόνια από τη στιγμή που η σουηδική αλυσίδα επίπλων IKEA αναγκάστηκε να ζητήσει δημοσίως συγγνώμη γιατί χρησιμοποιούσε σαν εργαζομένους πολιτικούς κρατουμένους από την Ανατολική Γερμανία –μια ιδιαίτερα επικερδής δραστηριότητα του καθεστώτος Χόνεκερ, η οποία φυσικά δεν θα μπορούσε να υλοποιηθεί χωρίς τη συνενοχή μεγάλων εταιρειών από τη Δυτική Ευρώπη. Η ίδια πρακτική εξαπλώνεται σήμερα και στις ΗΠΑ, όπου ιδιωτικές εταιρείες μπορούν να εκμεταλλευτούν για ελάχιστη αμοιβή την εργασία εκατομμυρίων κρατουμένων.
Στο βιβλίο της η Μαρία Σαμπατακάκη θα επιχειρήσει τη σύνδεση και των «γκασταρμπάιτερ», δηλαδή των ξένων φιλοξενούμενων εργατών στη Γερμανία της δεκαετίας του ’50, με την εθνικοσοσιαλιστική αντίληψη περί εργασίας. Αντίληψη που θα μπορούσε κάποιος να συμπληρώσει ότι επανέρχεται σήμερα στη Γερμανία -σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα από τις ίδιες επιχειρήσεις που χρησιμοποιούσαν αιχμαλώτους–σκλάβους και κατά τη διάρκεια του Β' Παγκοσμίου Πολέμου. Πριν από μερικά χρόνια η κατασκευαστική εταιρεία Zublin, η οποία στα χρόνια του Τρίτου Ράιχ είχε κατασκευάσει το αεροδρόμιο της Φρανκφούρτης με σκλάβες από το στρατόπεδο του Αουσβιτς, κατηγορήθηκε και πάλι ότι χρησιμοποιεί εργαζομένους σε συνθήκες που, στην καλύτερη περίπτωση, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μισθωτή σκλαβιά. Η δημόσια γερμανική τηλεόραση ARD έφερε πρόσφατα στο φως τις απάνθρωπες συνθήκες κάτω από τις οποίες εργάζονται χιλιάδες Ανατολικοευρωπαίοι μετανάστες για 12 ώρες την ημέρα.
Οι συνθήκες είναι προφανώς διαφορετικές, ο στόχος όμως παραμένει κοινός: η συμπίεση του κόστους εργασίας σε τέτοιο επίπεδο ώστε τα χρήματα που δαπανά ο εργοδότης να αρκούν απλώς για να παραμένει ο εργαζόμενος ζωντανός.
……………………………………..
Info
Διαβάστε
«Ο τελευταίος του Κάισλινγκεν» (εκδόσεις Τόπος)
Η ιστορικός Μαρία Σαμπατακάκη μάς θυμίζει ότι τα στρατόπεδα εργασίας προϋπήρχαν του ναζισμού και συνέχισαν με άλλους τρόπους τη λειτουργία τους.
Δείτε
«Φασισμός Α.Ε.»
Η διασύνδεση της οικονομικής ελίτ της Ελλάδας με τον ναζισμό από τα χρόνια του δωσιλογισμού μέχρι τις ημέρες μας. Το ντοκιμαντέρ, που διανεμήθηκε δωρεάν από την «Εφημερίδα των Συντακτών», κυκλοφορεί ελεύθερα στη διεύθυνση fascism-inc.com
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου