Του Οδυσσέα Πραξιάδη
Στην
Κόρινθο συνελήφθηκαν πέντε νεαροί Έλληνες που κατηγορούνται για την απόπειρα
δολοφονίας Ινδών μεταναστών. Στο Χαλάνδρι έγινε απόπειρα εμπρησμού του
ιδρύματος «Χαρίλαος Φλωράκης». Στη Νίκαια εκατό περίπου νεοφασίστες
συγκεντρώθηκαν σε κεντρική πλατεία με ασπίδες και φασιστικά σύμβολα –όχι για
πρώτη φορά– κάνοντας επίδειξη δύναμης. Στη Μεσσηνία οι χρυσαυγίτες συγκροτούν
τάγματα εφόδου. Σε διάφορες περιοχές της Ελλάδας φασίστες με επικεφαλής τους
βουλευτές της Χρυσής Αυγής επελαύνουν σε χώρους μικροπωλητών και
αντικαθιστώντας την αστυνομία και μάλιστα στην πιο τραμπούκικη μορφή της,
ζητάνε χαρτιά, σπάνε τους πάγκους των μεταναστών και σπέρνουν το φόβο.
Το
έχουμε ξαναγράψει. Το αυγό του φιδιού δεν επωάζεται. Έχει σκάσει και το
φίδι έρπει στους δρόμους της πόλης. Αλλά αυτό είναι μια διαπίστωση. Το θέμα
είναι τόσο να δώσουμε ερμηνεία στο φαινόμενο όσο και να απαντήσουμε στο τι
κάνουμε από εδώ κι έπειτα.
Όσον
αφορά στην ερμηνεία του φαινομένου δε θα επεκταθούμε, αφού η ιστοσελίδα μας
έχει κάνει τέτοιες απόπειρες και θα επανέλθει με κείμενα στο άμεσο μέλλον. Θα
θέσουμε, όμως, μετ’ επιτάσεως το ερώτημα: Τι κάνουμε; Πώς αντιμετωπίζονται οι
ορδές των βαρβάρων;
Οι
απαντήσεις που μπορούν να δοθούν σε αυτό ερώτημα ποικίλουν: να ανοίξει
ιδεολογικό πολιτικό μέτωπο, να δοθεί απάντηση με την άσκηση φυσικής βίας στους
νεοναζί, να αγνοηθούν αφού η ενασχόληση μαζί τους, τους δίνει πόντους. Πώς
πρέπει, λοιπόν, να απαντηθεί η δράση των ακροδεξιών αποβρασμάτων;
Κατά
τη γνώμη μας απαιτείται ένας συνδυασμός. Η απάντηση πρέπει να δοθεί σε
δυο επίπεδα: ένα ιδεολογικό κι ένα πολιτικό-κινηματικό. Στο πρώτο επίπεδο
χρειάζεται: 1) να αποσαφηνιστεί τι είναι φασισμός, 2)να ερμηνευτεί το
φασιστικό φαινόμενο την περίοδο του μεσοπολέμου, 3)να αναδειχτούν τα αίσχη της
φασιστικής δράσης στην ιστορία (μαζικές σφαγές αμάχων, φούρνοι, θάλαμοι αερίων,
βασανιστήρια κ.ά.), 4) να μελετηθεί η εμπειρία της Κομμουνιστικής Διεθνούς στην
πάλη της ενάντια στο φασισμό, 5) να καταγραφεί η δράση και η επιρροή των
νεοναζιστικών και ακροδεξιών δυνάμεων στην Ευρώπη τις τελευταίες δυο δεκαετίες
και να δοθεί μια πολιτική ερμηνεία για το τι ρόλο παίζουν ή πρόκειται να
παίξουν, 6) να αποκαλυφθεί ο συστημικός χαρακτήρας του φασισμού και να
αποδειχτεί ότι αποτελεί το ραβδοφόρο της ολιγαρχίας καθώς και να στιγματιστεί ο
ρόλος των πολιτικών δυνάμεων που προετοίμασαν το έδαφος για την άνοδο του
νεοφασισμού.
Σε
αυτή τη διαδικασία καλούνται να παίξουν ρόλο οργανώσεις, φορείς, προοδευτικοί
διανοούμενοι, ιστοσελίδες και έντυπα. Να δώσουμε ένα πρόχειρο παράδειγμα: Η
εργατική τάξη, τα μεσοστρώματα και η νεολαία πρέπει να ανακαλύψουν την ιστορική
αλήθεια μέσα από μια τέτοια διαδικασία. Η αστική προπαγάνδα στην πιο
εκχυδαϊσμένη μορφή της που ωστόσο τείνει να γίνει κυρίαρχη, θέλει να μας πείσει
ότι η πολιτική των Χίτλερ-Μουσολίνι ήταν απόρροια της σχιζοειδούς
προσωπικότητάς τους. Πρόκειται για ένα «θεωρητικό» σχήμα εύπεπτο και εύκολα
αποτυπώσιμο στη συνείδηση αυτού που το ακούει, αλλά συγχρόνως ακίνδυνο (ή κατά
μια έννοια επικίνδυνο) και αποπροσανατολιστικό. Η κατανόηση του φασιστικού
φαινομένου ως πολιτικής επιλογής των πιο αντιδραστικών, των πιο σοβινιστικών
και των πιο ιμπεριαλιστικών στοιχείων του χρηματιστικού κεφαλαίου (Δημητρόφ) σε
ειδικές ιστορικές περιόδους είναι κομβικής σημασίας. Από την κατανόηση ή όχι αυτής
της πραγματικότητας κρίνονται πολλά. Σε αυτή την προσπάθεια ιδιαίτερα κρίσιμο
ρόλο καλούνται να παίξουν οι εκπαιδευτικοί όπου αυτοί υπάρχουν: στα δημόσια
σχολεία, στα ιδιωτικά σχολεία, στα φροντιστήρια, στα ΙΕΚ και στα ΚΕΚ, στα
πανεπιστήμια.
Στο
άλλο επίπεδο, το κινηματικό, το οποίο σε καμία περίπτωση δε διαχωρίζεται από το
προηγούμενο, την πρωτοβουλία πρέπει να την πάρουν κόμματα, κινήσεις, συνδικάτα,
φορείς του μαζικού κινήματος, αλλά ακόμη πατριώτες και δημοκράτες από το χώρο
των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας, τίμιοι άνθρωποι από το χώρο της
εκκλησίας και των μικροαστικών και αστικών κομμάτων που αγωνιούν για το
φασιστικό φαινόμενο (μιλάμε βέβαια για απλά μέλη ή ψηφοφόρους αυτών των χώρων,
αν έχουν και όσοι έχουν απομείνει με τέτοια χαρακτηριστικά).
Η
ιστορική εμπειρία έχει δείξει ότι η απόκρουση του φασισμού μπορεί να γίνει από
ευρύτατα κοινωνικά στρώματα. Όπως έγραφε ο Δημητρόφ: «Στη Γερμανία για
παράδειγμα, υπάρχει το σύστημα των λεγόμενων Συμβουλίων Εμπιστοσύνης. Πού
βρίσκεται όμως γραμμένο, ότι πρέπει στις οργανώσεις αυτές να αφήσουμε το
μονοπώλιο στους φασίστες; Δεν μπορούμε να προσπαθήσουμε να συνενώσουμε τους
κομμουνιστές, σοσιαλδημοκράτες, καθολικούς και άλλους αντιφασίστες εργάτες στα
εργοστάσια, ώστε κατά την ψηφοφορία των “Συμβουλίων Εμπιστοσύνης” τα ονόματα
των ανοικτών πρακτόρων του επιχειρηματία να σβήνουν από τον κατάλογο του
επιχειρηματία και να βάζουν άλλους υποψηφίους, που να έχουν την εμπιστοσύνη των
εργατών; Η πράξη έχει ήδη δείξει, ότι αυτό είναι δυνατό», (Γκεόργκι Δημητρόφ, Ο
Φασισμός, εισήγηση στο 7ο συνέδριο της Κομιντέρν, σελ. 68, εκδ.
Πορεία, Αθήνα 1978).
Η
αντιμετώπιση του φασισμού δεν μπορεί να γίνει από καμία πρωτοπορία αν δεν
επιτευχθούν ευρύτερες συσπειρώσεις. Η Γαλλία του 1934 είναι μια χαρακτηριστική
περίπτωση. Όταν 20 χιλιάδες ένοπλοι φασίστες επιχείρησαν να διεισδύσουν στη
βουλή κι έτσι να καταλάβουν την εξουσία, χιλιάδες εργαζόμενοι ξεχύθηκαν στους
δρόμους έπειτα από κάλεσμα του κομμουνιστικού κόμματος που ηγήθηκε του
αντιφασιστικού αγώνα και απέτρεψαν την κατάληψη της εξουσίας από τους φασίστες
(Ακαδημία Επιστημών της ΕΣΣΔ, Παγκόσμια Ιστορία, τ. Θ1-Θ2, σελ. 494-495, εκδ.
Μέλισσα, 1963).
Ορισμένες
σκέψεις για το σήμερα: 1) οι φασίστες πρέπει να απομονωθούν στα συνδικάτα, τους
φοιτητικούς συλλόγους και κάθε μορφή οργάνωσης του λαϊκού κινήματος. Δεν είναι
δυνατό να υπάρχει ανοχή στη δράση και στην παρέμβασή τους, 2)να απαντηθούν τα
κρούσματα βίας που προέρχονται από τους φασίστες. Οι νεοναζί δεν πρέπει να
«κερδίσουν τους δρόμους», να νιώσουν δυνατοί, να αφεθούν να δρουν ανενόχλητοι,
να δηλώσουν κυρίαρχοι. Η εργατική τάξη και ο λαός έχουν απόλυτο δικαίωμα στην
αυτοπροστασία τους και στην περιφρούρηση των κινηματικών διαδικασιών.
Ο
σωστός συνδυασμός της πάλης στα δυο επίπεδα που αναφέραμε μπορεί να φέρει
αποτελέσματα. Αυτό που δεν μπορεί να δώσει κανένα αποτέλεσμα είναι η
απάθεια μπροστά στους φασίστες. Οι οργανώσεις και οι φορείς που
αυτοπροσδιορίζονται ως αριστερά έχουν να παίξουν κρίσιμο ρόλο. Κρατώντας την
πολιτική και ιδεολογική τους αυτοτέλεια, έχοντας τις δικές τους αναλύσεις και
τη δική τους δράση στο κίνημα, έχουν μιαν ιστορική ευθύνη: να
συντονιστούν σε αυτό το επιμέρους ζήτημα που αν και μερικό είναι κρίσιμο.
Στο συντονισμό της δράσης ενάντια στους φασίστες δεν μπορεί να προέχει το
προαπαιτούμενο της ιδεολογικής καθαρότητας. Κρατώντας ο καθένας το δικαίωμα στη
δική του οπτική, οφείλει να βρει κοινό βήμα με τους υπόλοιπους.
Ειδικά
οι κομμουνιστές έχουν ένα σύνθετο καθήκον. Από τη μια πρέπει να αποκαλύπτουν το
χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας, ως σχέση ταξικής κυριαρχίας και καταπίεσης,
ως κράτος της αστικής τάξης. Από την άλλη όταν το ίδιο το κεφάλαιο αμφισβητεί
τη μορφή αυτής της ταξικής κυριαρχίας κι επιδιώκει να πάει στην κατάργηση της
αστικής δημοκρατίας και της επιβολής της πιο ανοικτής τρομοκρατίας, τότε οι
κομμουνιστές οφείλουν αυτή την αστική δημοκρατία να την υπερασπίσουν. Η
αποκάλυψη του χαρακτήρα της αστικής δημοκρατίας και η υπεράσπισή της όταν αυτό
απαιτούν οι καιροί είναι δυο καθήκοντα που πρέπει να συνδέονται διαλεκτικά.
Αυτό το τελευταίο δεν τους εμποδίζει σε καμία περίπτωση να αναδείξουν το
χαρακτήρα της και τα όρια της και να την αντιπαραβάλλουν με την εργατική
δημοκρατία και τη δικτατορία του προλεταριάτου που είναι εκατό φορές πιο
δημοκρατική από την αστική (Λένιν).
Δράση
τώρα, πριν να είναι αργά. Το φίδι όσο καταπίνει θηράματα μεγαλώνει. Αν αυτό το
ξεχάσουμε, τότε πριν καλά καλά το καταλάβουμε θα βρεθούμε στην κοιλιά του και
θα μας χωνεύει.
Υ.Γ.:
Είναι γνωστό πως η ναζιστική θηριωδία δεν είχε προηγούμενο και το ανθρώπινο
μυαλό είναι δύσκολο να χωρέσει αυτή την απίστευτη φρικαλεότητα που έζησε η
ανθρωπότητα. Στους σημερινούς νοσταλγούς του Χίτλερ, του Μουσολίνι, του Μεταξά
και του Παπαδόπουλου αφιερώνουμε μιαν αφήγηση που αποτελεί μια μικρή σταγόνα
στον ωκεανό της φρίκης: «Σε ένα άλλο χωριό, τα γερμανικά στρατεύματα έδεσαν
τους καρπούς μιας 25χρονης εγκύου, συζύγου ενός Ρώσου στρατιώτη και τη βίασαν.
Στη συνέχεια, της έκοψαν το λαρύγγι και κάρφωσαν τα δυο της στήθη με
ξιφολόγχη», (Έντουαρντ Φρέντερικ Λάνγκλι Ράσελ, Η μάστιγα του ναζισμού, Τα
εγκλήματα πολέμου του Γ’ Ράιχ, 1939-1945, σελ. 174, εκδ. Ιωλκός, 2007).
Πηγή: Εργατικός Αγώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου