Πέμπτη 6 Σεπτεμβρίου 2012

Αυτό που έρχεται. Αυτό που φοβούνται. Αυτό που πρέπει να γνωρίζουμε!

Του Στέλιου Σαρδινού

Από την αρθρογραφία του Κυριακάτικου Τύπου (2-9-2012) το πιο αξιοπρόσεκτο είναι το κύριο άρθρο της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ. Κάτω από τον τίτλο «Να μείνει η χώρα όρθια», διαβάζουμε:

«Είναι πολύ κρίσιμο για το μέλλον του τόπου να μην κατρακυλήσει στη βία, στο χάος και στον εμφύλιο τους επόμενους κρίσιμους μήνες. Όλη η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε οριακή κατάσταση: οι πολίτες, οι επιχειρήσεις, οι πολιτικοί, όλοι δίνουν μια μάχη επιβίωσης μέσα σε πολύ αντίξοες συνθήκες. Η χώρα πρέπει όμως να μείνει όρθια. Τα μέτρα μπορεί να ψηφισθούν ή να απορριφθούν από τη Βουλή. Η πολιτική αντιπαράθεση μπορεί να είναι σκληρή και οι κοινωνικές αντιδράσεις μαζικές και δυναμικές. Πρέπει όμως να υπάρχουν όρια.

Καμία πολιτική ή άλλη δύναμη δεν δικαιούται να ενθαρρύνει ή να καλύπτει τη χρήση βίας και να ωθεί τους πολίτες σε παράνομες και καταστροφικές συμπεριφορές. Ό,τι και να συμβεί αυτό το φθινόπωρο δεν πρέπει να καεί και να πεθάνει οριστικά η Αθήνα, δεν πρέπει να χυθεί αίμα, δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει η χώρα ζούγκλα. Την ευθύνη για την τήρηση των νόμων και της τάξης την έχουν το κράτος και η κυβέρνηση. Ευθύνη όμως για να αποτραπούν ακρότητες, εμπρηστικές δηλώσεις και ενέργειες έχουμε όλοι: οι πολίτες, οι πολιτικοί ηγέτες και βεβαίως τα μέσα ενημέρωσης που συχνά βλέπουν την αγανάκτηση ως εμπόρευμα προς διάθεση».

Το άρθρο αυτό απευθύνεται προς πάσα κατεύθυνση -προς την κυβέρνηση, προς τα πολιτικά κόμματα, προς τις τάξεις και τους πολίτες, προς τα όργανα του κράτους- και προειδοποιεί ότι στους προσεχείς μήνες είναι πολύ πιθανό το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης η οποία μπορεί να ξεπεράσει τις συνηθισμένες λαϊκές αντιδράσεις, αυτές δηλαδή τις αντιδράσεις που έχουμε γνωρίσει ως τα σήμερα. Η δεύτερη -μετά το ΒΗΜΑ- κατεξοχήν συστημική εφημερίδα της χώρας ζητεί «να μην κατρακυλήσει [ο τόπος] στη βία, στο χάος και στον εμφύλιο τους επόμενους κρίσιμους μήνες». Επομένως, εκτιμά ως πιθανό το ενδεχόμενο μιας κοινωνικής έκρηξης που θα έχει σε μεγάλες δόσεις ή και κυρίαρχα τα στοιχεία της κοινωνικής βίας. Που θα οδηγήσει σε απώλεια, έστω και προσωρινή, του ελέγχου από τις δυνάμεις καταστολής του καθεστώτος (άρα σε χάος δηλαδή στην αδυναμία σταθερής κρατικής εξουσίας) και ενδεχομένως σε εμφύλιο πόλεμο, δηλαδή στην ένοπλη αντιπαράθεση του κράτους με τα εξεγερμένα λαϊκά στρώματα. «Ό,τι και να συμβεί αυτό το φθινόπωρο -γράφει η εφημερίδα- δεν πρέπει να καεί και να πεθάνει οριστικά η Αθήνα, δεν πρέπει να χυθεί αίμα, δεν πρέπει να αφήσουμε να γίνει η χώρα ζούγκλα». Άρα εκτιμά -πράγμα φυσικό λόγω του μεγέθους της από οικονομική και πληθυσμιακή άποψη- πως ό,τι ενδεχομένως λάβει χώρα, θα συμβεί στην Αθήνα. Κι αν συμβεί, η πρωτεύουσα κινδυνεύει να καεί και να πεθάνει, να χυθεί αίμα και στη συνέχεια όλο αυτό το σκηνικό θα επεκταθεί σε ολόκληρη την Ελλάδα με αποτέλεσμα η χώρα να γίνει ζούγκλα.

Τι φοβούνται


Θα μπορούσε εύκολα κανείς να προσπεράσει τους φόβους και τις προβλέψεις της εφημερίδας του Αλαφούζου χαρακτηρίζοντάς τες απλή κινδυνολογία με στόχο να διεγερθούν τα συντηρητικά αντανακλαστικά των πολιτών αλλά και να υπάρξει μια μεγαλύτερη πρόνοια από τις κρατικές δυνάμεις καταστολής για παν ενδεχόμενο. Είναι όμως έτσι τα πράγματα; Μπορούμε να υποτιμήσουμε με αυτό τον τρόπο την αστική τάξη και όσα αυτή διαμηνύει μέσω των εντύπων της;. Γνώμη μας είναι πως κάτι τέτοιο θα ήταν εντελώς εγκληματικό για τα λαϊκά συμφέροντα. Η αστική τάξη μπορεί να υπερβάλλει στις πολιτικές της εκτιμήσεις αλλά πάντοτε το κάνει για συγκεκριμένο σκοπό. Μπορεί να κινδυνολογεί πολλές φορές αλλά ποτέ χωρίς λόγο. Η ίδια άλλωστε είναι αρκετά έμπειρη στην διατήρηση της κοινωνικής συνοχής υπό την κυριαρχία της που είναι αδύνατο να μην μετράει της επιπτώσεις της πολιτικής της σε αυτή τη συνοχή.

Οι φόβοι και οι προειδοποιήσεις της ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗΣ για το προσεχές φθινόπωρο εδράζονται στο πακέτο των μέτρων των 11,5 δισ. που το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα η κυβέρνηση θα φέρει στη Βουλή και στη συνέχεια θα εφαρμόσει. Πρόκειται για μέτρα που θίγουν το σύνολο του εργαζόμενου λαού, ακόμη και κατηγορίες ενταγμένες στον σκληρό πυρήνα του κράτους, δηλαδή αστυνομικούς, στρατιωτικούς, δικαστικούς. Την περασμένη Παρασκευή, για παράδειγμα, οι αστυνομικοί διαδήλωσαν ένστολοι στην Πλατεία Συντάγματος ενώ την ίδια μέρα στο υπουργικό Συμβούλιο ο υπουργός Δικαιοσύνης Αν. Ρουπακιώτης προειδοποιούσε πως εξαιτίας των μέτρων δεν θα ανεβαίνει δικαστικός στην έδρα για να δικάζει. Εκρηκτική, από ότι διαφαίνεται στα ρεπορτάζ των εφημερίδων, είναι και η κατάσταση στους χώρους των στρατιωτικών. Στο πλαίσιο αυτό -και με δεδομένες τις αντιδράσεις των δημοσίων υπαλλήλων που δεν απειλούνται μόνο από τις περικοπές στο εισόδημά του αλλά και από τον κίνδυνο της απόλυσης- είναι δυνατόν να μην λογαριάζει η αστική τάξη το ενδεχόμενο μιας παράλυσης του κράτους; Είναι επίσης δυνατόν να μην λογαριάζει έναν ξεσηκωμό των λαϊκών στρωμάτων από τις περικοπές μισθών και συνάξεων, από την κατάργηση των εποχικών και ειδικών επιδομάτων ανεργίας, από την κατάργηση μιας σειράς φοροαπαλλαγών ακόμη και αυτών που αφορούν χρόνιους ασθενείς και ανάπηρους;

Το ενδεχόμενο της παράλυσης του κράτους και του ξεσηκωμού της κοινωνίας είναι κάτι περισσότερο από πιθανό. Είναι ορατό. Κι αν αυτό συμβεί δεν συνιστά τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο από τη πρώτη προϋπόθεση του Λένιν για την ύπαρξη επαναστατικής κρίσης: «Η αδυναμία των κυρίαρχων τάξεων να διατηρήσουν σε αναλλοίωτη μορφή την κυριαρχία τους: η μια είτε η άλλη κρίση των ‘‘κορυφών’’, η κρίση της πολιτικής της κυρίαρχης τάξης που δημιουργεί ρωγμή, απ' όπου εισχωρεί η δυσαρέσκεια και ο αναβρασμός των καταπιεζόμενων τάξεων. Συνήθως, για να ξεσπάσει η επανάσταση δεν είναι αρκετό ‘‘τα κάτω στρώματα να μη θέλουν’’, μα χρειάζεται ακόμη και «οι κορυφές να μη μπορούν» να ζήσουν όπως παλιά».

Την περασμένη Πέμπτη, μιλώντας στην Πολιτική Επιτροπή της ΝΔ ο Αντώνης Σαμαράς είπε με έμφαση ότι «αυτό το πακέτο (των μέτρων) θα είναι το τελευταίο», γιατί «δεν αντέχει άλλο η ελληνική οικονομία» και, προφανώς, η κοινωνία. Σημασία δεν έχει τόσο αν εννοεί ή δεν εννοεί αυτή του την υπόσχεση περί τελευταίου πακέτου μέτρων αλλά η διαπίστωση πως έχουν εξαντληθεί τα όρια της κοινωνίας και της οικονομίας της χώρας. Στην πραγματικότητα έχουν ξεπεραστεί κι αυτό που ειπώθηκε δια στόματος πρωθυπουργού συνιστά την δεύτερη προϋπόθεση της επαναστατικής κρίσης, όπως την όρισε ο Λένιν: «Επιδείνωση, μεγαλύτερη από την συνηθισμένη της ανέχειας και της αθλιότητας των καταπιεζόμενων τάξεων».

Η ελληνική αστική τάξη προφανώς αντιλαμβάνεται ότι με το πακέτο των νέων μέτρων -το οποίο έρχεται σωρευτικά στα προηγούμενα- δημιουργούνται και οι δύο προϋποθέσεις της επαναστατικής κρίσης που προαναφέραμε: Οι πάνω να μην μπορούν, οι κάτω να μην θέλουν και η ανέχεια και εξαθλίωση των καταπιεζόμενων τάξεων να επιδεινώνεται και να ξεπερνά τα συνηθισμένα όρια. Έτσι τρέχει να προλάβει την τρίτη προϋπόθεση επαναστατικής κρίσης που έθεσε ο ηγέτης των μπολσεβίκων: Το «σημαντικό ανέβασμα για τους παραπάνω λόγους της δραστηριότητας των μαζών, που σε ‘‘ειρηνική’’ εποχή αφήνουν να τις ληστεύουν ήσυχα, ενώ σε καιρούς θύελλας τραβιούνται τόσο από όλες τις συνθήκες της κρίσης, όσο και από τις ίδιες τις ‘‘κορυφές’’ σε αυτοτελή ιστορική δράση».

Το πέρασμα των μαζών σε αυτοτελή ιστορική δράση φοβάται η τάξη των αστών. Τη κινητοποίηση τους με όρους και προϋποθέσεις που εξ αντικειμένου θα τις φέρνει αντιμέτωπες με την ίδια την ουσία του συστήματος. Κι έχει δίκιο να φοβάται. Όχι γιατί μια τέτοια εξέλιξη αρκεί από μόνη της για να ανατρέψει το σύστημα αλλά γιατί ακόμη και μια νίκη του συστήματος θα της κοστίσει πολύ ακριβά και μετά από αυτή τη νίκη τίποτα δεν θα είναι ίδιο με πριν.

Τι πρέπει να γνωρίζουν οι κομμουνιστές


Οι παραπάνω εκτιμήσεις ή φόβοι της αστικής τάξης, έχουν πολύ μεγάλη σημασία για την εργατική τάξη και το επαναστατικό κίνημα. Για πολύ περισσότερους λόγους από την απλή διαπίστωση του γεγονότος ότι ο αντίπαλος ομολογεί τους φόβους του και κάνει λογικές -στρατηγικού χαρακτήρα- εκτιμήσεις. Όσοι δεν σκέφτονται αλλά αρέσκονται στην επαναστατική λογοκοπία, συνήθως μαζί με την επαναστατική κρίση φαντάζονται και την επανάσταση. Έτσι ρέπουν με απίστευτη ευκολία στον τυχοδιωκτισμό. Όταν όμως ο Λένιν όριζε την επαναστατική κρίση («επαναστατική κατάσταση» για να χρησιμοποιήσουμε τον όρο που υπάρχει στο έργο του «Η Χρεοκοπία της II Διεθνούς») σημείωνε από την αρχή πως «κάθε επαναστατική κατάσταση δεν οδηγεί σε επανάσταση». Ο ορισμός του Λένιν για την επαναστατική κρίση περιγράφει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις που διαμορφώνονται έξω από την θέληση των ανθρώπων και από μόνες τους δεν αρκούν. Ο ίδιος συμπληρώνει τις τρεις προϋποθέσεις της επαναστατικής κρίσης με την εξής επισήμανση:

«Χωρίς αυτές τις αντικειμενικές αλλαγές, πού δεν εξαρτώνται ούτε από τη θέληση ορισμένων χωριστών ομάδων και κομμάτων, αλλά ούτε και από τη θέληση ορισμένων χωριστών τάξεων, η επανάσταση, κατά γενικό κανόνα, δεν μπορεί να γίνει. Το σύνολο αυτών των αντικειμενικών αλλαγών είναι εκείνο πού ονομάζεται επαναστατική κατάσταση. Τέτοια κατάσταση υπήρχε το 1905 στη Ρωσία και σ’όλες τις εποχές των επαναστάσεων στη Δύση. Τέτοια όμως κατάσταση υπήρχε και στα 1860-1870 στη Γερμανία και στην περίοδο 1859-1861 και 1879-1880 στη Ρωσία, αν και σ’ αύτές τις περιπτώσεις δεν έγινε καμιά επανάσταση. Γιατί; Γιατί δεν γεννά κάθε επαναστατική κατάσταση επανάσταση, αλλά μόνο μια τέτοια κατάσταση, όπου οι αντικειμενικές αλλαγές, πού απαριθμήσαμε, συνενώνονται με τις υποκειμενικές αλλαγές και συγκεκριμένα: με την ικανότητα της επαναστατικής τάξης να αναλάβει επαναστατική μαζική δράση, αρκετά ισχυρή, ώστε να τσακίσει (ή να εξασθενίσει σημαντικά) την παλιά κυβέρνηση πού ποτέ, ακόμη και σε εποχή κρίσεων, δεν ‘‘πέφτει’’, αν δεν τη ‘‘ρίξουν’’».

Ας σκεφτούμε λίγο περισσότερο πάνω στα όσα λέει ο Λένιν. Όταν λέμε ότι «οι πάνω δεν μπορούν και οι κάτω δεν θέλουν» πρέπει να έχουμε κατά νου ότι αυτό σημαίνει πως οι πάνω δεν μπορούν να εξουσιάζουν όπως παλιά και οι κάτω δεν θέλουν να ζουν έτσι όπως ζουν ή όπως καλούνται να ζήσουν. Τι όμως θέλουν οι κάτω; Που ακριβώς θέλουν να πάνε έτσι ώστε να μην ζουν όπως ζουν ή όπως καλούνται να ζήσουν; Αυτό είναι εντελώς αδιευκρίνιστο όταν γίνεται λόγος για τις αντικειμενικές προϋποθέσεις μιας επαναστατικής κρίσης. Για να διευκρινιστεί, για να φανεί τι ακριβώς θέλουν οι κάτω κι ακόμη καλύτερα για να αποκτήσουν οι κάτω θετικό προσανατολισμό στην πάλη τους χρειάζεται ένα επαναστατικό κόμμα που δεν θα αρκείται στην επαναστατική λογοκοπία και στις επαναστατικές διακηρύξεις αλλά θα βρίσκεται μέσα στις μάζες, θα κατευθύνει την πάλη τους, θα συνδιαμορφώνει μαζί τους τα αιτήματά τους, θα τις κερδίσει με το πρόγραμμά του και θα τις καθοδηγεί. Θα συγχωνεύεται μαζί τους και ταυτόχρονα θα προπορεύεται. Θα τις πείθει με την ίδια τους την πείρα.

Είναι επίσης γεγονός πως όταν ξεπερνιούνται τα όρια ανοχής των μαζών αυτές κινητοποιούνται αυθόρμητα. Η κινητοποίησή τους όμως αυτή δεν είναι αρκετή για να οδηγήσει σε επανάσταση. Δεν είναι αρκετό να μην αντέχεις άλλο, να ξεσηκώνεσαι και να αντιδράς στην κυρίαρχη πολιτική με τον πιο μαζικό τρόπο για να αποκτήσει επαναστατικό χαρακτήρα αυτή η πάλη. Αυτό το τεράστιο κίνημα που μπορεί να δημιουργηθεί από την αγανάκτηση και από το ξεπέρασμα των ορίων της ανέχειας χρειάζεται να οργανωθεί και να καθοδηγηθεί πολιτικά ώστε οι ρωγμές που θα δημιουργήσει στο σύστημα να επιφέρουν σχεδιασμένα το γκρέμισμά του. Σ’ αυτή την πορεία υπάρχουν εκατοντάδες μεταβατικά στάδια και σκαλοπάτια και απαιτείται μια πολιτική καθοδήγηση με σταθερό προσανατολισμό, ικανότητα ανάλυσης της εκάστοτε κατάστασης και των αμοιβαίων σχέσεων των τάξεων και μέγιστη ικανότητα πολιτικής ευελιξίας που δεν θα οδηγεί σε απαράδεκτους συμβιβασμούς αλλά στην παραπέρα συνειδητοποίηση των μαζών.

Όταν λέμε ότι οι μάζες τραβιούνται σε αυτοτελή ιστορική δράση αυτό καθόλου δεν σημαίνει ότι είναι έτοιμες να πραγματοποιήσουν την επανάσταση ή ότι δίνουν στη δράση τους τέτοιο περιεχόμενο. Σημαίνει πολύ απλά ότι οι μάζες ανεξαρτητοποιούνται από την κυρίαρχη πολιτική. Κι αυτό είναι, αντικειμενικά, ένα μεγάλο ιστορικό βήμα αποδέσμευσής τους από το σύστημα. Δεν είναι αρκετό όμως για να γκρεμίσει το σύστημα. Όταν το σύστημα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο θα βρει τον δρόμο να συμπορευτεί με τις μάζες για να τις ενσωματώσει, αυτές πολύ εύκολα θα πάνε μαζί του αν προηγούμενα δεν έχει υπάρξει στις γραμμές τους το ξεδίπλωμα μιας σωστής επαναστατικής πολιτικής, όπως την περιγράψαμε πιο πάνω σε αδρές γραμμές, αν δεν έχει ξεδιπλώσει τη δράση του και δεν έχει κερδίσει την εμπιστοσύνη τους ένα πραγματικό επαναστατικό κόμμα.

Το χειρότερο όλων είναι η ύπαρξη επαναστατικής κατάστασης και η ανυπαρξία μαρξιστικής-λενινιστικής, επαναστατικής πολιτικής στις γραμμές του μαζικού κινήματος. Τότε η συντριβή των μαζών είναι βέβαιη και μαζί με την συντριβή τους η εδραίωση των πιο αντιδραστικών αντιλήψεων στις τάξεις τους, το αντιδραστικό πισωγύρισμα για ολόκληρες δεκαετίες. Το ζητούμενο επομένως στην κατάσταση που, ενδεχομένως, θα διαμορφωθεί στους επόμενους μήνες είναι η οργάνωση της πάλης των μαζών και η επανακατάκτηση των μαρξιστικών-λενινιστικών χαρακτηριστικών του κόμματος της εργατικής τάξης ώστε όχι μόνο να αποτραπεί μια συντριβή του κινήματος και μια αντιδραστική υπαναχώρηση των μαζών αλλά να υπάρξουν και σημαντικές κατακτήσεις. Οι μάζες θα αποδεσμευτούν -έστω και προσωρινά- από την κυρίαρχη πολιτική. Το ζήτημα είναι τι θα ακολουθήσει σε αυτό το ιστορικό τους βήμα.

Πηγή: Εργατικός Αγώνας

Δεν υπάρχουν σχόλια :