Πέμπτη 10 Απριλίου 2014

Δικαστές σε διατεταγμένη υπηρεσία

Του Παναγιώτη Σωτήρη

Δεν ήταν η πρώτη φορά και δεν θα είναι και η τελευταία. Αλλά η συγκεκριμένη απόφαση του δικαστηρίου, με την οποία καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, έστω και με αναστολή, οι απεργοί χαλυβουργοί, σχεδόν δύο χρόνια μετά το τέλος της απεργίας τους, εκφράζει μια δικαστική εκδικητικότητα και μια απόπειρα να δοθεί ένα αυταρχικό «παράδειγμα» προς κάθε κλάδο, χωρίς προηγούμενο. 

Το μήνυμα είναι απλό: όποιος απεργεί γιατί δεν μπορεί να δεχτεί τον εγγενή κυνισμό και δεσποτισμό της εργοδοτικής απόφασης για μειώσεις μισθών και απολύσεις, θα πληρώσει ακριβό τίμημα.

Η μάχη των χαλυβουργών δεν ήταν μια τυχαία μάχη, ούτε ήταν τυχαίο ότι συσπείρωσε τόσο μεγάλη αλληλεγγύη. Η φιγούρα τους, φιγούρα εργατική που συμπυκνώνει την αξιοπρέπεια της εργασίας, αυτόν τον τσαμπουκά που μόνο άνθρωποι που φτιάχνουν κάτι μέσα σε αντίξοες συνθήκες έχουν, βρέθηκε στο στόχαστρο στην εποχή των μνημονίων, ήταν η ραχοκοκαλιά που έπρεπε να σπάσει, για να υποχωρήσει η αντίσταση συνολικά της μισθωτής εργασίας. Η ίδια η μορφή του αγώνα τους, η απεργία, η περιφρούρηση του κατειλημμένου εργοστάσιου, όχι απλώς το σταμάτημα της παραγωγής αλλά και η ίδια η επανοικειοποίηση του χώρου του εργοστασίου, ήταν ένα αγκάθι, μια ενοχλητική πρακτική που θα γινόταν απειλητική εάν επεκτεινόταν. 

Το ίδιο ισχύει και για την αλληλεγγύη την οποία δέχτηκαν, τις εκατοντάδες ανακοινώσεις σωματείων, τις οικονομικές ενισχύσεις, τη μαζική παρουσία στις κινητοποιήσεις και την περιφρούρηση. Στην εποχή του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού» αυτή η αλληλεγγύη είναι το κατεξοχήν παράδειγμα προς αποφυγή. Τα κοινωνικά και οικονομικά πλήγματα πρέπει να πέφτουν εξατομικευμένα και απομονωμένα, και ο μόνος αντίκτυπος να είναι απλώς η αναγγελία ενός ακόμη κύματος απολύσεων. Με αυτή την έννοια οι χαλυβουργοί ενοχλούσαν ακόμη και μετά την τυπική ήττα της κινητοποίησης. Αν στις λαϊκές συνοικίες της Δυτικής Αθήνας και της Β΄ Πειραιά δουλεύτηκε επίμονα και σταθερά, από τα κυνικά παπαγαλάκια της καταστροφής αυτό το «είδες; Ακόμη και τους χαλυβουργούς τους τσάκισαν και δεν μπόρεσαν να πετύχουν τίποτα», αυτό έπρεπε να έχει και συνέχεια. Για να ρίξουν αλάτι σε πληγές ακόμη ανοιχτές ή to add insult to injury για να θυμηθούμε την εγγλέζικη έκφραση…

Εξ ου και η απόφαση του δικαστηρίου. Δεν ήταν και δύσκολη, άλλωστε, εάν αναλογιστούμε ότι σήμερα στο δικαστικό σώμα υπάρχουν ιεραρχικές σχέσεις με κομματικά διορισμένες διοικήσεις, σχεδόν δημόσια κυκλώματα δικαστικών με σχέσεις με εκκλησιαστικά και παραεκκλησιαστικά κυκλώματα, χρυσαυγιτών και ακροδεξιών δικαστών, αποδεδειγμένα αργυρώνητων σε αρκετές περιπτώσεις αλλά και μια γενική παράδοση υποτακτικότητας. Σε μια τέτοια συνθήκη εύκολα μπορεί κανείς να φανταστεί μια σύνθεση δικαστηρίου έτοιμη να πάρει μια τέτοια απόφαση.

Μόνο που αυτή την απόφαση δεν μπορούμε και δεν πρέπει να την καταπιούμε. Θα είναι σαν να υποβάλουμε τον εαυτό μας στον αργό και βασανιστικό μιθριδατισμό, στον κυνισμό και στην εκδικητικότητα της εξουσίας. Θα είναι σαν να δικαιώνουμε τον καθεστωτικό σαδισμό όσων υπαγόρευσαν αυτή την απόφαση. Θα είναι σαν να φτύνουμε κι εμείς κατάμουτρα τους χαλυβουργούς.

Αυτή η απόφαση πρέπει να καταδικαστεί σαν ωμή εξυπηρέτηση της εργοδοσίας. «Οι άνθρωποι που μας δίκασαν δεν έχουν τη συνείδηση του εργάτη, αλλά τη συνείδηση του εργοδότη», δήλωσε ο πρόεδρος του σωματείου Γιώργος Σιφωνιός. Τα ονόματα των μελών της σύνθεσης του δικαστηρίου πρέπει να δημοσιοποιηθούν πλατιά, γιατί πρέπει να ξέρουμε ποιοι αναλαμβάνουν να εκτελούν τέτοια συμβόλαια. Το εφετείο δεν πρέπει να έχει ακροατήριο αλλά διαδήλωση, αγριεμένη και απειλητική όπως είναι πάντα οι εργατικές κινητοποιήσεις όταν αυτό που παίζεται είναι το δικαίωμα στη δουλειά, τη ζωή και την αξιοπρέπεια.

Αυτοί που πήραν την απόφαση αυτή πιθανώς γυρίζοντας σπίτι να έλαβαν ένα τηλεφώνημα επικρότησης από τους προϊσταμένους τους ή από όποιον τους καθοδήγησε. Μπορεί να φαντάστηκαν ότι αυτό ανοίγει δρόμο προαγωγών ή και κάποια ωφελήματα «κάτω από το τραπέζι». Μπορεί να χαμογέλασαν κιόλας μέσα στην ποταπή φαντασίωσή τους.

Όμως, την αξιοπρέπεια και τη μαγκιά, ακόμη και στο πάντρεμά της με την εξάντληση, που έχει μια εργάτρια ή ένας εργάτης όταν βγαίνει από το χώρο δουλειάς και ξέρει ότι για άλλη μια μέρα δεν έσκυψε, δεν ρουφιάνεψε, δεν πούλησε κανέναν, δεν θα τη γευτούν ποτέ…

Ας νιώσουν τουλάχιστον το φόβο ότι θα αναμετρηθούν με εκείνη την οργή που μόνο ο μόχθος ξέρει να εκπαιδεύει.

Πηγή:unfollow


Δεν υπάρχουν σχόλια :