Των Δημήτρη Μητρόπουλου και Κώστα Κωστόπουλου.
Διαβάσαμε στην εφημερίδα Δρόμος της Αριστεράς μια κριτική με υπογραφή ενός Ίωνα Μεγαλοοικονόμου στα όσα ακούγονται τελευταία, κυρίως εκ στόματος Αλέκου Αλαβάνου, περί ανάγκης σχεδίου που να αφορά και το ζήτημα της σύγκρουσης με την ευρωζώνη και την αποχώρηση από αυτήν. Το άρθρο προσπαθεί να κρατήσει κάποιες αποστάσεις από τις ευρώπληκτες απόψεις που πύκνωσαν το τελευταίο διάστημα και να εμφανίζει μια τρίτη, διαφορετική άποψη. Δυστυχώς όμως δεν είναι έτσι. Είναι άλλη μια, πλάγια επίθεση στην αριστερά και στην άποψη που αμφισβητεί την αντιμνημονιακή πορεία εντός ευρωζώνης.
Είναι μια επίθεση που στοιχίζεται πλάι στις επιθέσεις Μητρόπουλου και Κουρουπλή απέναντι σε αριστερές τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνη και άλλα στελέχη), με στόχο μέσω της εκπαραθύρωσης η της επιβολής της σιωπής να επιβληθεί είτε η ενσωμάτωση είτε η Πασοκοποίηση και του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια επίθεση που στρατεύεται με την πυρ ομαδόν επίθεση στο σχέδιο Β από το προεδρικό περιβάλλον του ΣΥΝ, το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ και την Αυγή.
Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι οι υποστηρικτές του plan B θεωρούν ότι δεν μπορεί να γίνει το παραμικρό χωρίς την έξοδο από την ευρωζώνη και ότι μόνο όταν ζοριστούν θέτουν και τις αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις. Η πραγματικότητα – αν δεν κάνει λαθροχειρία- είναι ότι δεν διαβάζει η δεν ακούει καλά. Δεν ξεκαθαρίζει βέβαια τι είναι αυτό που μπορεί να γίνει, όσον αφορά την κρίση, τα μνημόνια και την επιτήρηση από τους δανειστές, παραμένοντας ταυτόχρονα στην ευρωζώνη: Μπορεί να φύγει η Τρόικα; Μπορεί να καταργηθεί ή έστω να τεθεί σε επαναδιαπραγμάτευση το μνημόνιο; Πολύ περισσότερο μπορεί να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης ή να δοθούν αυξήσεις σε μισθούς – συντάξεις και να βρουν δουλειά εντός Ελλάδας οι 1.200.000 άνεργοι; Αποτελεί για όλα τα παραπάνω πολιτική προϋπόθεση η ανάκτηση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας από την ΕΕ και την ευρωζώνη ή όχι; Αποτελεί πολιτική προϋπόθεση η ανάκτηση της οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης (και όχι εξουσίας κάτι που απαιτεί συνολικότερες ρήξεις), από την Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες; Μήπως το μόνο που μένει είναι ο αγώνας ενάντια στην διαφθορά και ο αγώνας για δημοσιονομική σταθεροποίηση που ακούγονται όλο και συχνότερα από φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ; Τέλος, παύση πληρωμών και πιθανά και σύγκρουση με το ιμπεριαλιστικό κέντρο της ΕΕ είναι αναμφισβήτητα πιο προωθητικό και αποτελεσματικό να γίνει κάτω από τον έλεγχο μιας λαϊκής – αριστερής κυβέρνησης. Αυτό έχει γίνει σαφές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι υιοθετούμε την γραμμή «ας βγούμε κυβέρνηση και βλέπουμε». Πρώτον, γιατί έχουν σημασία οι στόχοι και η πολιτικοποίηση του λαϊκού κινήματος (βασικό καθήκον της κομμουνιστικής αριστεράς) που θα στηρίζει-ελέγχει μια τέτοια κυβέρνηση, ακριβώς για να πετύχει τους στόχους της. Δεύτερον, γιατί υπάρχουν και παραδείγματα (πχ Argentinazo) όπου πλευρές τέτοιων στόχων (διαγραφή χρέους) ικανοποιήθηκαν κάτω από το βάρος μιας λαϊκής εξέγερσης που πίεσε-εκβίασε ασφυκτικά την αστική κυβέρνηση Κίρχνερ για να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα. Ένα από τα πρώτα (αποσύνδεση ισοτιμίας πεσός-δολαρίου), ήταν τον Γενάρη του 2001, στον απόηχο της εξέγερσης. Γιατί ίσως χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να «κάνει το παραμικρό»...
Ο αρθογράφος είναι, αντιθέτως από ιδιαίτερα ευγενικός έως συντροφικός με την άποψη που υποστηρίζει ότι η σύγκρουση με την ΕΕ και την ευρωζώνη αποτελεί εθνική αναδίπλωση! Καλεί τους φορείς (Μηλιός, Σταθάκης, Δραγασάκης) αυτής της άποψης να μην είναι τόσο κατηγορηματικοί (sic). Όσο και όσοι έχουμε μνήμη, μιλάμε για μια άποψη (του ευρωπαϊσμού), ξεκάθαρα αντιθετική με τον πολιτικό και ιδεολογικό χώρο της συγκεκριμένης εφημερίδας. Αλλά μάλλον άλλαξαν οι καιροί.
Από ‘κει και πέρα ξεκινάει ένα ντόμινο αφαιρέσεων, αυθαίρετων συμπερασμάτων και υποκειμενισμού.
Είναι μια επίθεση που στοιχίζεται πλάι στις επιθέσεις Μητρόπουλου και Κουρουπλή απέναντι σε αριστερές τάσεις στον ΣΥΡΙΖΑ (Λαφαζάνη και άλλα στελέχη), με στόχο μέσω της εκπαραθύρωσης η της επιβολής της σιωπής να επιβληθεί είτε η ενσωμάτωση είτε η Πασοκοποίηση και του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι μια επίθεση που στρατεύεται με την πυρ ομαδόν επίθεση στο σχέδιο Β από το προεδρικό περιβάλλον του ΣΥΝ, το οικονομικό επιτελείο του ΣΥΡΙΖΑ και την Αυγή.
Ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι οι υποστηρικτές του plan B θεωρούν ότι δεν μπορεί να γίνει το παραμικρό χωρίς την έξοδο από την ευρωζώνη και ότι μόνο όταν ζοριστούν θέτουν και τις αναγκαίες πολιτικές προϋποθέσεις. Η πραγματικότητα – αν δεν κάνει λαθροχειρία- είναι ότι δεν διαβάζει η δεν ακούει καλά. Δεν ξεκαθαρίζει βέβαια τι είναι αυτό που μπορεί να γίνει, όσον αφορά την κρίση, τα μνημόνια και την επιτήρηση από τους δανειστές, παραμένοντας ταυτόχρονα στην ευρωζώνη: Μπορεί να φύγει η Τρόικα; Μπορεί να καταργηθεί ή έστω να τεθεί σε επαναδιαπραγμάτευση το μνημόνιο; Πολύ περισσότερο μπορεί να εφαρμοστεί ένα πρόγραμμα παραγωγικής και κοινωνικής ανασυγκρότησης ή να δοθούν αυξήσεις σε μισθούς – συντάξεις και να βρουν δουλειά εντός Ελλάδας οι 1.200.000 άνεργοι; Αποτελεί για όλα τα παραπάνω πολιτική προϋπόθεση η ανάκτηση της οικονομικής και πολιτικής κυριαρχίας από την ΕΕ και την ευρωζώνη ή όχι; Αποτελεί πολιτική προϋπόθεση η ανάκτηση της οικονομικής και πολιτικής διακυβέρνησης (και όχι εξουσίας κάτι που απαιτεί συνολικότερες ρήξεις), από την Φρανκφούρτη, το Βερολίνο, τις Βρυξέλλες; Μήπως το μόνο που μένει είναι ο αγώνας ενάντια στην διαφθορά και ο αγώνας για δημοσιονομική σταθεροποίηση που ακούγονται όλο και συχνότερα από φωνές εντός του ΣΥΡΙΖΑ; Τέλος, παύση πληρωμών και πιθανά και σύγκρουση με το ιμπεριαλιστικό κέντρο της ΕΕ είναι αναμφισβήτητα πιο προωθητικό και αποτελεσματικό να γίνει κάτω από τον έλεγχο μιας λαϊκής – αριστερής κυβέρνησης. Αυτό έχει γίνει σαφές. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι υιοθετούμε την γραμμή «ας βγούμε κυβέρνηση και βλέπουμε». Πρώτον, γιατί έχουν σημασία οι στόχοι και η πολιτικοποίηση του λαϊκού κινήματος (βασικό καθήκον της κομμουνιστικής αριστεράς) που θα στηρίζει-ελέγχει μια τέτοια κυβέρνηση, ακριβώς για να πετύχει τους στόχους της. Δεύτερον, γιατί υπάρχουν και παραδείγματα (πχ Argentinazo) όπου πλευρές τέτοιων στόχων (διαγραφή χρέους) ικανοποιήθηκαν κάτω από το βάρος μιας λαϊκής εξέγερσης που πίεσε-εκβίασε ασφυκτικά την αστική κυβέρνηση Κίρχνερ για να προχωρήσει σε συγκεκριμένα μέτρα. Ένα από τα πρώτα (αποσύνδεση ισοτιμίας πεσός-δολαρίου), ήταν τον Γενάρη του 2001, στον απόηχο της εξέγερσης. Γιατί ίσως χωρίς αυτό δεν θα μπορούσε να «κάνει το παραμικρό»...
Ο αρθογράφος είναι, αντιθέτως από ιδιαίτερα ευγενικός έως συντροφικός με την άποψη που υποστηρίζει ότι η σύγκρουση με την ΕΕ και την ευρωζώνη αποτελεί εθνική αναδίπλωση! Καλεί τους φορείς (Μηλιός, Σταθάκης, Δραγασάκης) αυτής της άποψης να μην είναι τόσο κατηγορηματικοί (sic). Όσο και όσοι έχουμε μνήμη, μιλάμε για μια άποψη (του ευρωπαϊσμού), ξεκάθαρα αντιθετική με τον πολιτικό και ιδεολογικό χώρο της συγκεκριμένης εφημερίδας. Αλλά μάλλον άλλαξαν οι καιροί.
Από ‘κει και πέρα ξεκινάει ένα ντόμινο αφαιρέσεων, αυθαίρετων συμπερασμάτων και υποκειμενισμού.
Αφαίρεση πρώτη. “Σήμερα η γραμμή μαζών είναι το «ουστ-να φύγετε»”. Και αν δεχτούμε έστω πως αυτή η «γραμμή μαζών» αναδείχθηκε κατά τη διάρκεια και αμέσως μετά τις πλατείες σαν ένας κεντρικός στόχος απέναντι σε μια κυβέρνηση που χωρίς καμία νομιμοποίηση ψήφιζε και εφάρμοζε τα μνημόνια, μετά το καλοκαίρι του 2012 δεν έχει αλλάξει τίποτε; Δεν αντιλαμβάνεται ο αρθρογράφος ότι το λαϊκό κίνημα βρίσκεται σε αμηχανία μετά τις εκλογές; Γιατί το «ουστ» δεν εκφράστηκε στις 26 Σεπτεμβρίου, στην επίσκεψη Μέρκελ, στις παρελάσεις; Τα ουστ είναι επιθυμίες του λαού και των εργαζομένων αλλά δεν δίνουν διέξοδο και πρόσημο. Μήπως απουσιάζει και κρύβεται κάτω από γενικόλογες διακηρύξεις κι άλλη μία έννοια της «πολιτικής επιστήμης»: το σχέδιο που περιλαμβάνει και το πώς (πρόγραμμα διεξόδου) και το ποιος (πολιτικό υποκείμενο και σχέσεις του με το κοινωνικό υποκείμενο); Πρόγραμμα μεταβατικό, κυβερνητικό, άμεσων στόχων, ανάλογα με την περίοδο και τα καθήκοντα. Αντικαθιστά μήπως η γραμμή μαζών το πρόγραμμα; Αντικαθιστά μήπως το μαζικό κίνημα το πολιτικό επίπεδο και τις διεργασίες του;
Αφαίρεση δεύτερη. “Ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στα πρόθυρα της διακυβέρνησης γιατί δεν είχε γραμμή σύγκρουσης με την ΕΕ, αλλά με τον «Μερκελισμό»”. Από που προκύπτει αυτή η ερμηνεία; Γιατί πχ οι οικονομολόγοι ή ο Δ. Καζάκης (ΕΠΑΜ) παρέμβαιναν -και διαμόρφωναν- συνειδήσεις χιλιάδων ανθρώπων με μια αντιΕΕ γραμμή μέσα στις πλατείες αλλά και μετά, και δεν θα μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο ο ΣΥΡΙΖΑ αν είχε αυτή την κατεύθυνση;
Αφαίρεση τρίτη. “Όσοι καταγγέλλουν γενικόλογα (ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ κοκ) τον καπιταλισμό, την ΕΕ, το ευρώ οδηγούνται στον σεχταρισμό”. Το ίδιο λοιπόν πράγμα είναι η γενικόλογη καταγγελία του καπιταλισμού και η συγκεκριμένη αποκάλυψη του ρόλου της ΕΕ και του ευρώ; Πάλεψε κάποιος φορέας στην Ελλάδα κάποια αντιΕΕ πολιτική σαν κομμάτι μιας πολιτικής εξόδου από την κρίση προς όφελος των εργαζομένων και δεν το καταλάβαμε; Ήταν σεχταριστής ο Καζάκης όταν γέμιζε πλατείες και στάδια με το «επιστροφή στο εθνικό νόμισμα;» και όχι πχ ο Μηλιός ή ο Μαριάς που από διαφορετικούς δρόμους και διαφορετικούς φορείς (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝΕΛ) υπερασπίζονται τα ίδια επιχειρήματα; Ο αρθογράφος αναπαράγει αυτό το φτηνό – και κάτω από όρους επικίνδυνο - τρικ μέσα από διαδοχικές υποκειμενίστικες αφαιρέσεις. ΑντιΕΕ ίσον σεχταρισμός και γραμμή μαζών ίσον «ουστ-να φύγουν».
Το υπόλοιπο άρθρο συνεχίζει με μια σειρά από πομπώδεις γενικότητες που στα κρίσιμα ζητήματα (πχ τι θα κάνει μια κυβέρνηση της αριστεράς απέναντι στην δανειακή σύμβαση, στις δόσεις, στην ΕΕ) δεν λέει απολύτως τίποτα. Έτσι καταρχήν μας εγκαλεί αν το plan B θα το υλοποιήσει μια κυβέρνηση της αριστεράς που θα είναι γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι μάζες και η συνείδησή τους εξαφανίστηκαν. Όπως και η ανάγκη για ζύμωση έστω των αντιΕΕ συνθημάτων στο λαϊκό κίνημα. Τώρα το σύνολο των πολιτικών προϋποθέσεων είναι μια κυβέρνηση. Όπως εξαφανίστηκε και η ρευστότητα που την έχουμε δικαιολογία για κάθε «στροφή». Καμία ρευστότητα αφού οι συσχετισμοί στον ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένοι. Και επομένως τι μένει; Ή κάποιος είναι στον ΣΥΡΙΖΑ και τα λέει αυτά (που δεν τα λέει...) ή μένει απ’ έξω και είναι «διαμορφωτής γνώμης». Ξεχνιέται όμως ότι το ρεύμα που ακουμπάει στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σταθερά σημεία, ότι είναι ένα ρεύμα «αλλαγής διακυβέρνησης» και «να τους δοκιμάσουμε κι αυτούς». Σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα ενεργητικό ρεύμα στράτευσης πάνω σε μια πολιτική και επομένως πολλά πράγματα είναι ζήτημα αν θα παραμείνουν έτσι. Αυτό αφορά και τους συσχετισμούς μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό.
Το υπόλοιπο άρθρο συνεχίζει με μια σειρά από πομπώδεις γενικότητες που στα κρίσιμα ζητήματα (πχ τι θα κάνει μια κυβέρνηση της αριστεράς απέναντι στην δανειακή σύμβαση, στις δόσεις, στην ΕΕ) δεν λέει απολύτως τίποτα. Έτσι καταρχήν μας εγκαλεί αν το plan B θα το υλοποιήσει μια κυβέρνηση της αριστεράς που θα είναι γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ. Οι μάζες και η συνείδησή τους εξαφανίστηκαν. Όπως και η ανάγκη για ζύμωση έστω των αντιΕΕ συνθημάτων στο λαϊκό κίνημα. Τώρα το σύνολο των πολιτικών προϋποθέσεων είναι μια κυβέρνηση. Όπως εξαφανίστηκε και η ρευστότητα που την έχουμε δικαιολογία για κάθε «στροφή». Καμία ρευστότητα αφού οι συσχετισμοί στον ΣΥΡΙΖΑ είναι δεδομένοι. Και επομένως τι μένει; Ή κάποιος είναι στον ΣΥΡΙΖΑ και τα λέει αυτά (που δεν τα λέει...) ή μένει απ’ έξω και είναι «διαμορφωτής γνώμης». Ξεχνιέται όμως ότι το ρεύμα που ακουμπάει στον ΣΥΡΙΖΑ δεν έχει σταθερά σημεία, ότι είναι ένα ρεύμα «αλλαγής διακυβέρνησης» και «να τους δοκιμάσουμε κι αυτούς». Σε καμία περίπτωση δεν είναι ένα ενεργητικό ρεύμα στράτευσης πάνω σε μια πολιτική και επομένως πολλά πράγματα είναι ζήτημα αν θα παραμείνουν έτσι. Αυτό αφορά και τους συσχετισμούς μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ και τις αλλαγές στο πολιτικό σκηνικό.
Και το άρθρο συνεχίζει σε μια σειρά αλαζονικές και αυτάρεσκες γενικότητες για όποιον θέλει να μιλήσει σοβαρά για πολιτική. Ότι πολιτική σημαίνει δημιουργία προϋποθέσεων που δεν έχουν την υφή μικρο-κόλπων. Ότι πολιτική σημαίνει σοβαρές εκτιμήσεις και αντίληψη για τους συσχετισμούς δυνάμεων. Ότι προετοιμασία δεν σημαίνει χαρτοπανό που να γράφουνplan Β, αλλά μια συνολική άποψη για μια άλλη πορεία που να την καταλαβαίνει η κοινωνία. Δεν διευκρινίζει όμως αν ήταν κάτι τέτοιο πχ η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ στην ΔΕΘ. Και τέλος ότι δεν πρέπει να μένουμε σε «στερεότυπα», αλλά να καταλάβουμε την πρόταση της μεταπολίτευσης του λαού. Λείπει όμως μια συγκεκριμένη τοποθέτηση του τι πραγματικά και συγκεκριμένα είναι αυτή η μεταπολίτευση και τι θα κάνει απέναντι στο διεθνές πλαίσιο, ποιών τάξεων και στρωμάτων τα συμφέροντα θα υποστηρίξει και με ποια θα συγκρουστεί. Ακολουθούν πολλά και βαρύγδουπα που στο συγκεκριμένο δεν λένε απολύτως τίποτε, ούτε για τις πολιτικές προϋποθέσεις, ούτε για το ποια πολιτική. Γενικότητες, γενικότητες και πάλι γενικότητες που χωράνε τα πάντα εκτός από μια πολιτική ρήξεων με την ΕΕ. Καθόλου μικρό, καθόλου τυχαίο.Ακόμα και έτσι όμως. Αυτή «η συνολική εναλλακτική πρόταση προς την κοινωνία» τι θα πρέπει να περιλαμβάνει πχ για τη σχέση της Ελλάδας με την ΕΕ και την Ευρωζώνη; Αν ο αρθρογράφος εννοεί το «τομές και ρήξεις με ό,τι ισχύει σήμερα», τότε τι άλλο σημαίνει αν όχι αυτά που κατηγορηματικά κριτικάρει στο εν λόγω άρθρο; Αν δεν το εννοεί, τότε η «κατανοητή από το λαό» πρόταση σημαίνει διαχείριση της υπάρχουσας κατάστασης και στην τελική δεν διαφέρει σε κάτι από την πρόταση της σταθεροποίησης της οικονομίας και της δημοσιονομικής εξυγίανσης σε συνεργασία με τους εταίρους.
Ο Αλέκος Αλαβάνος δεν είναι στο απυρόβλητο της κριτικής. Αλλά το να κουνάει κανείς το δάχτυλο περί πολιτικής και να βγάζει γενικόλογα αυτάρεσκα κηρύγματα περί πολιτικών προϋποθέσεων είναι προβληματικό. Όχι γιατί δεν σέβεται ένα ηγετικό στέλεχος της αριστεράς με τα καλά του και τα στραβά του. Αλλά λόγω στοιχειώδους πολιτικής μνήμης και λογικής. Να θυμίσουμε σε όσους ξεχνούν εύκολα και γρήγορα: Το σύνθημα για μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, η ανάγκη του μετώπου και ένα μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής απέναντι στην κρίση και στην μνημονιακή επιτήρηση, η Ελλάδα πειραματόζωο και αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης, το όχι στο σύμφωνο σταθερότητας και το καμία θυσία για το ευρώ, το να κάνουμε την πλατεία Συντάγματος πλατεία Ταχρίρ, το να βγουν οι βουλευτές της αριστεράς από την μνημονιακή βουλή, η αποχώρηση από την ευρωζώνη, σε πολλούς ξύνισαν, σε πολλούς δεν άρεσαν, αλλά αποτέλεσαν πολιτικές προτάσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες. Πήγαν να απαντήσουν στο έδαφος των πολιτικών προϋποθέσεων, της αλλαγής των συσχετισμών, των ρήξεων, της αλλαγής συνειδήσεων. Η έννοια της πολιτικής πρωτοπορίας, το πολιτικό πρόγραμμα για την νέα οικονομία και το νέο κράτος, η ενότητα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων πάνω στους στόχους του, το κοινωνικό μέτωπο και η οργάνωση του λαϊκού κινήματος (που είναι διαφορετικό πράγμα από την κομματική αυτοαναφορικότητα) και του λαϊκού ξεσηκωμού, αποτελούν πλευρές της πολιτικής για την ανατροπή των συσχετισμών, πλευρές της παρέμβασης των πολιτικών υποκειμένων. Και όχι μόνο ή κυρίως ή -ακόμα χειρότερα αποκλειστικά- να εννοούμε ως πολιτική (και μάλιστα βαρύγδουπη) το κεντρικό σύνθημα για ένα λαό σε κινητοποίηση ή ξεσηκωμό. Οι πολιτικές προϋποθέσεις, δηλαδή η ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, δεν είναι παράγοντας ενός συνθήματος - ομπρέλας που θα μπουν όλοι από κάτω. Η διαμόρφωση πολιτικών προϋποθέσεων απαιτεί πολιτικά υποκείμενα που παρεμβαίνουν. Βάζουν στόχους, ζυμώνουν, κάνουν προπαγάνδα, θέτουν προγράμματα, ασκούν πολιτικές και τακτικές, κάνουν συμμαχίες και αν μιλάμε για την αριστερά και ειδικά την κομμουνιστική που υπερασπίζεται ότι «την ιστορία την φτιάχνουν οι μάζες και η ταξική πάλη», σημαίνει δουλειά με τον κόσμο, οργάνωση του λαού, οργάνωση του κοινωνικού μετώπου και βεβαίως ξεσηκωμό του λαού και της εργατικής τάξης κάτω από μαζικά συνθήματα. Αυτό συνιστά και την απαραίτητη προετοιμασία. Και για παράδειγμα, είναι κακή υπηρεσία οι διαβεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι και να μην ψηφιστούν τα μέτρα, θα την πάρουμε την δόση και δεν θα μας αφήσουν να πτωχεύσουμε! Τους συσχετισμούς δεν τους ανατρέπει ένας γενικόλογος ριζοσπαστισμός, χωρίς πολιτική παρέμβαση από πολιτικά υποκείμενα. Και όσοι πίστευαν ότι αρκούσε ένα «ουστ» και όλα τα άλλα ήταν σεχταρισμός, μην απορούν που ο φασισμός σπεκουλάρει συστηματικά και οικοδομεί πάνω σε αυτήν την απροσδιοριστία. Γιατί για την αριστερά το ουστ πρέπει να συνοδεύεται από πολλά και δύσκολα καθήκοντα, όχι από αναμονή, εκχώρηση ή υπόκλιση στους ευρωπαϊκούς μονόδρομους. Αν λοιπόν ο λαϊκός ριζοσπαστισμός δεν αρκεί, το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τέτοιο υποκείμενο ή αν μη τι άλλο πασχίζει να γίνει. Και αν η πολιτική του είναι τέτοια κι αν -σαν φορέας- είναι τέτοιος. Εμείς λέμε ότι μάλλον η πολιτική του δεν είναι με Π κεφαλαίο, αλλά επικοινωνιακή και ενσωματώσιμη στο αστικό σχέδιο με Ε κεφαλαίο. Και ότι σαν φορέας δεν οργανώνεται, προς το παρόν, για να κάνει τέτοια πολιτική ανατροπής των συσχετισμών, αλλά πολιτική εκλογικού μηχανισμού και κοινοβουλευτικής αναμονής. Πολύ θα θέλαμε να είναι διαφορετικά, αλλά το πρόβλημα του φορέα-μετώπου ανατροπής των συσχετισμών υπάρχει ακόμα, άσχετα με την (θετική) εκλογική άνοιξη του ΣΥΡΙΖΑ.Το ερώτημα παραμένει.
Ο Αλέκος Αλαβάνος δεν είναι στο απυρόβλητο της κριτικής. Αλλά το να κουνάει κανείς το δάχτυλο περί πολιτικής και να βγάζει γενικόλογα αυτάρεσκα κηρύγματα περί πολιτικών προϋποθέσεων είναι προβληματικό. Όχι γιατί δεν σέβεται ένα ηγετικό στέλεχος της αριστεράς με τα καλά του και τα στραβά του. Αλλά λόγω στοιχειώδους πολιτικής μνήμης και λογικής. Να θυμίσουμε σε όσους ξεχνούν εύκολα και γρήγορα: Το σύνθημα για μια νέα κοινωνική και πολιτική πλειοψηφία, η ανάγκη του μετώπου και ένα μέτωπο αλληλεγγύης και ανατροπής απέναντι στην κρίση και στην μνημονιακή επιτήρηση, η Ελλάδα πειραματόζωο και αδύναμος κρίκος της ευρωζώνης, το όχι στο σύμφωνο σταθερότητας και το καμία θυσία για το ευρώ, το να κάνουμε την πλατεία Συντάγματος πλατεία Ταχρίρ, το να βγουν οι βουλευτές της αριστεράς από την μνημονιακή βουλή, η αποχώρηση από την ευρωζώνη, σε πολλούς ξύνισαν, σε πολλούς δεν άρεσαν, αλλά αποτέλεσαν πολιτικές προτάσεις και πολιτικές πρωτοβουλίες. Πήγαν να απαντήσουν στο έδαφος των πολιτικών προϋποθέσεων, της αλλαγής των συσχετισμών, των ρήξεων, της αλλαγής συνειδήσεων. Η έννοια της πολιτικής πρωτοπορίας, το πολιτικό πρόγραμμα για την νέα οικονομία και το νέο κράτος, η ενότητα πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων πάνω στους στόχους του, το κοινωνικό μέτωπο και η οργάνωση του λαϊκού κινήματος (που είναι διαφορετικό πράγμα από την κομματική αυτοαναφορικότητα) και του λαϊκού ξεσηκωμού, αποτελούν πλευρές της πολιτικής για την ανατροπή των συσχετισμών, πλευρές της παρέμβασης των πολιτικών υποκειμένων. Και όχι μόνο ή κυρίως ή -ακόμα χειρότερα αποκλειστικά- να εννοούμε ως πολιτική (και μάλιστα βαρύγδουπη) το κεντρικό σύνθημα για ένα λαό σε κινητοποίηση ή ξεσηκωμό. Οι πολιτικές προϋποθέσεις, δηλαδή η ανατροπή των κοινωνικών και πολιτικών συσχετισμών, δεν είναι παράγοντας ενός συνθήματος - ομπρέλας που θα μπουν όλοι από κάτω. Η διαμόρφωση πολιτικών προϋποθέσεων απαιτεί πολιτικά υποκείμενα που παρεμβαίνουν. Βάζουν στόχους, ζυμώνουν, κάνουν προπαγάνδα, θέτουν προγράμματα, ασκούν πολιτικές και τακτικές, κάνουν συμμαχίες και αν μιλάμε για την αριστερά και ειδικά την κομμουνιστική που υπερασπίζεται ότι «την ιστορία την φτιάχνουν οι μάζες και η ταξική πάλη», σημαίνει δουλειά με τον κόσμο, οργάνωση του λαού, οργάνωση του κοινωνικού μετώπου και βεβαίως ξεσηκωμό του λαού και της εργατικής τάξης κάτω από μαζικά συνθήματα. Αυτό συνιστά και την απαραίτητη προετοιμασία. Και για παράδειγμα, είναι κακή υπηρεσία οι διαβεβαιώσεις του ΣΥΡΙΖΑ ότι και να μην ψηφιστούν τα μέτρα, θα την πάρουμε την δόση και δεν θα μας αφήσουν να πτωχεύσουμε! Τους συσχετισμούς δεν τους ανατρέπει ένας γενικόλογος ριζοσπαστισμός, χωρίς πολιτική παρέμβαση από πολιτικά υποκείμενα. Και όσοι πίστευαν ότι αρκούσε ένα «ουστ» και όλα τα άλλα ήταν σεχταρισμός, μην απορούν που ο φασισμός σπεκουλάρει συστηματικά και οικοδομεί πάνω σε αυτήν την απροσδιοριστία. Γιατί για την αριστερά το ουστ πρέπει να συνοδεύεται από πολλά και δύσκολα καθήκοντα, όχι από αναμονή, εκχώρηση ή υπόκλιση στους ευρωπαϊκούς μονόδρομους. Αν λοιπόν ο λαϊκός ριζοσπαστισμός δεν αρκεί, το ερώτημα είναι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι τέτοιο υποκείμενο ή αν μη τι άλλο πασχίζει να γίνει. Και αν η πολιτική του είναι τέτοια κι αν -σαν φορέας- είναι τέτοιος. Εμείς λέμε ότι μάλλον η πολιτική του δεν είναι με Π κεφαλαίο, αλλά επικοινωνιακή και ενσωματώσιμη στο αστικό σχέδιο με Ε κεφαλαίο. Και ότι σαν φορέας δεν οργανώνεται, προς το παρόν, για να κάνει τέτοια πολιτική ανατροπής των συσχετισμών, αλλά πολιτική εκλογικού μηχανισμού και κοινοβουλευτικής αναμονής. Πολύ θα θέλαμε να είναι διαφορετικά, αλλά το πρόβλημα του φορέα-μετώπου ανατροπής των συσχετισμών υπάρχει ακόμα, άσχετα με την (θετική) εκλογική άνοιξη του ΣΥΡΙΖΑ.Το ερώτημα παραμένει.
Συμβάλλει στις πολιτικές προϋποθέσεις και στην αλλαγή των συσχετισμών (υπέρ των εργαζομένων), το αντιμνημονιακό μέτωπο (χυλός αλλά και παγίδα) από τον Καμένο μέχρι τον κάθε δραπέτη πρώην βουλευτή ή συνδικαλιστή του ΠΑΣΟΚ; Το αντιμνημονιακό πρόγραμμα που τουλάχιστον αποκρύβει και δεν προετοιμάζει για τις αναπόφευκτες συγκρούσεις; Η εκλογική αναμονή του ώριμου φρούτου της πτώσης της κυβέρνησης Σαμαρά, αντί για την λαϊκή οργάνωση; Θεωρείται αυτή γόνιμη πολιτική; Θεωρείται πολιτική που ανατρέπει συσχετισμούς και δημιουργεί πολιτικές προϋποθέσεις; Ή αυτά θα γίνουν από τον λαό; Μία πολιτική γραμμή που θα περιέχει τα στοιχεία της οικοδόμησης πολιτικού και κοινωνικού μετώπου για την εξουσία, που θα ενώνεται σε μια πολιτική σωτηρίας του λαού και διεξόδου από την κρίση, της οργάνωσης του λαϊκού ξεσηκωμού για να ανατραπεί αυτή η πολιτική και οι εκφραστές της, του ανοίγματος ενός νέου δρόμου διεξόδου σε σύγκρουση με την ιμπεριαλιστική παγκοσμιοποίηση δεν συρρικνώνεται σε ένα εύληπτο λαϊκό σύνθημα, απαγορεύοντας μάλιστα οτιδήποτε άλλο. Αυτά, αν μιλάμε για αλλαγή συσχετισμών και όχι για διαχείρισή τους.
Η προσπάθεια να καλυφθούν μεγάλες στροφές και πολιτικές/ιδεολογικές μετατοπίσεις κομμάτων και οργανώσεων δεν μπορεί να καλυφθεί ρίχνοντας λίγο καπνό περί σεχταρισμού ή πολιτικής με Π κεφαλαίο, με γενικολογία και με έπαρση. Ειδικά η μεταβολή γύρω από το θέμα της ΕΕ, την εποχή που φάνηκαν όλα τα κρισιακά αδιέξοδά της, και που για αυτά γινόταν λόγος για δεκαετίες, δεν είναι μικρή. Θα ήταν μικρή, αν αφορούσε μια ιδεολογική διαμάχη κάποιων ομάδων που δεν αφορούν την κοινωνία. Όταν γίνεται όμως βασική πολιτική πρόταση που την «πέφτει» στο Plan B, που ρίχνει τα βασικά βέλη της στην άποψη ότι πρέπει να βγούμε από την ευρωζώνη για να βγούμε και από την κρίση και ότι μνημόνια και τρόικες δεν μπορούν να φύγουν χωρίς μονομερείς πράξεις απέναντι στην ΕΕ. Που πυροβολεί τον Λαφαζάνη, αλλά συνομιλεί πολιτικά με τον Αλέξη Μητρόπουλο. Που σιωπά για τα ραντεβού με τον Ράιχενμπαχ, αλλά φωνασκεί για τις «προσωπικές» δηλώσεις του Κουράκη. Που μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ διαλέγει την πλευρά που στρογγυλεύει την θέση για κατάργηση των δανειακών συμβάσεων. Που στρογγυλεύει τις θέσεις για την εθνικοποίηση των τραπεζών. Που πιέζει για πιο θαρραλέα ανοίγματα στην αντιμνημονιακή δεξιά και στο πρόσφατα αντιμνημονιακό Πασοκ και όχι στην αριστερά «που δεν καταλαβαίνει από πολιτική». Που ψαλιδίζει το αναγκαίο σχέδιο για παραγωγική ανασυγκρότηση και αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και προσανατολισμού σε ένα γενικόλογο αλλά και ενσωματώσιμο στο αστικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο σχέδιο βελτίωσης της επιχειρηματικότητας και πολέμου (sic) στην διαφθορά (ΔΕΘ). Αν ο αρθογράφος κ. Ίωνας Μεγαλοοικονόμου κατέχει τόσο βαθιά τα ζητήματα της πολιτικής, θα αντιλαμβάνεται ότι τα παραπάνω παράγουν πολιτικά αποτελέσματα στον άξονα αριστερά, κέντρο, δεξιά. Εκτός κι αν κι αυτές οι διακρίσεις αποτελούν ένα ακόμα στερεότυπο. Σαν συνιστώσα, σαν διαμορφωτής γνώμης ή σαν ομάδα πίεσης, παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Το πολιτικό πρόσημο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δύσκολο να το εκτιμήσουμε.
Υ.Γ. Παραθέτουμε ορισμένα μικρά αποσπάσματα από το «τι να κάνουμε» του Λένιν, για τα ζητήματα και τις σχέσεις αυθόρμητου- συνειδητού, της γραμμής των μαζών, του σχεδίου και του υποκειμενικού παράγοντα.
Η προσπάθεια να καλυφθούν μεγάλες στροφές και πολιτικές/ιδεολογικές μετατοπίσεις κομμάτων και οργανώσεων δεν μπορεί να καλυφθεί ρίχνοντας λίγο καπνό περί σεχταρισμού ή πολιτικής με Π κεφαλαίο, με γενικολογία και με έπαρση. Ειδικά η μεταβολή γύρω από το θέμα της ΕΕ, την εποχή που φάνηκαν όλα τα κρισιακά αδιέξοδά της, και που για αυτά γινόταν λόγος για δεκαετίες, δεν είναι μικρή. Θα ήταν μικρή, αν αφορούσε μια ιδεολογική διαμάχη κάποιων ομάδων που δεν αφορούν την κοινωνία. Όταν γίνεται όμως βασική πολιτική πρόταση που την «πέφτει» στο Plan B, που ρίχνει τα βασικά βέλη της στην άποψη ότι πρέπει να βγούμε από την ευρωζώνη για να βγούμε και από την κρίση και ότι μνημόνια και τρόικες δεν μπορούν να φύγουν χωρίς μονομερείς πράξεις απέναντι στην ΕΕ. Που πυροβολεί τον Λαφαζάνη, αλλά συνομιλεί πολιτικά με τον Αλέξη Μητρόπουλο. Που σιωπά για τα ραντεβού με τον Ράιχενμπαχ, αλλά φωνασκεί για τις «προσωπικές» δηλώσεις του Κουράκη. Που μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ διαλέγει την πλευρά που στρογγυλεύει την θέση για κατάργηση των δανειακών συμβάσεων. Που στρογγυλεύει τις θέσεις για την εθνικοποίηση των τραπεζών. Που πιέζει για πιο θαρραλέα ανοίγματα στην αντιμνημονιακή δεξιά και στο πρόσφατα αντιμνημονιακό Πασοκ και όχι στην αριστερά «που δεν καταλαβαίνει από πολιτική». Που ψαλιδίζει το αναγκαίο σχέδιο για παραγωγική ανασυγκρότηση και αλλαγή παραγωγικού μοντέλου και προσανατολισμού σε ένα γενικόλογο αλλά και ενσωματώσιμο στο αστικό και ευρωπαϊκό πλαίσιο σχέδιο βελτίωσης της επιχειρηματικότητας και πολέμου (sic) στην διαφθορά (ΔΕΘ). Αν ο αρθογράφος κ. Ίωνας Μεγαλοοικονόμου κατέχει τόσο βαθιά τα ζητήματα της πολιτικής, θα αντιλαμβάνεται ότι τα παραπάνω παράγουν πολιτικά αποτελέσματα στον άξονα αριστερά, κέντρο, δεξιά. Εκτός κι αν κι αυτές οι διακρίσεις αποτελούν ένα ακόμα στερεότυπο. Σαν συνιστώσα, σαν διαμορφωτής γνώμης ή σαν ομάδα πίεσης, παράγει πολιτικά αποτελέσματα. Το πολιτικό πρόσημο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι δύσκολο να το εκτιμήσουμε.
Υ.Γ. Παραθέτουμε ορισμένα μικρά αποσπάσματα από το «τι να κάνουμε» του Λένιν, για τα ζητήματα και τις σχέσεις αυθόρμητου- συνειδητού, της γραμμής των μαζών, του σχεδίου και του υποκειμενικού παράγοντα.
Πηγή: antapo/crisis
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου