Η ιστορική εμπειρία έχει επανειλημμένα δείξει ότι σε περιόδους καπιταλιστικής κρίσης, η άρχουσα τάξη περιορίζει, άλλοτε λιγότερο και άλλοτε περισσότερο τις όποιες δημοκρατικές κατακτήσεις του λαού.
Αυτό είναι αναπόφευκτο καθώς η υπέρβαση της κρίσης σε όφελος της πλουτοκρατίας σημαίνει αφόρητα βάρη στο λαό, ανεργία, πείνα, πόλεμους, κακουχίες. Για να καταφέρει η άρχουσα τάξη να υλοποιήσει αυτή την πολιτική πρέπει να κάμψει τις λαϊκές αντιδράσεις. Άρα, μοιραία πρέπει να περιορίσει τις όποιες λαϊκές ελευθερίες. Κάποτε, φτάνει στο σημείο να καταργεί ολοκληρωτικά την αστική δημοκρατία.
Οι σύγχρονες εξελίξεις στη χώρα μας επιβεβαιώνουν πλήρως την ιστορική εμπειρία. Από το ξέσπασμα της κρίσης οι κατακτήσεις του λαού μας στον τομέα των λαϊκών ελευθεριών πλήττονται ολοένα και πιο συστηματικά. Βέβαια, η τάση αυτή είχε εμφανιστεί ήδη κατά τις δεκαετίες του 1990 και 2000, όταν η άρχουσα τάξη της Ελλάδας, μαζί και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών, εκμεταλλεύτηκαν την αλλαγή του διεθνούς συσχετισμού των δυνάμεων μετά τις ανατροπές στα πρώην σοσιαλιστικά κράτη και άρχισαν να περιορίζουν τις δημοκρατικές κατακτήσεις με κύριο πρόσχημα την καταπολέμηση της τρομοκρατίας.
Σήμερα όμως έχουμε περάσει και περνάμε ολοένα και πιο γρήγορα σε μια νέα κατάσταση. Η χρήση των δυνάμεων καταστολής σε βάρος των διαδηλωτών έχει ξεπεράσει κάθε προηγούμενο. Η εργοδοτική και κρατική τρομοκρατία στους χώρους δουλειάς, στο φόντο της κρίσης και της ανεργίας, υπονομεύει στην πράξη τις συνδικαλιστικές ελευθερίες και το δικαίωμα στην απεργία. Η ελεύθερη διάδοση των ιδεών και απόψεων γνώριζε και παλαιότερα περιορισμούς, παρά το γεγονός ότι το λαϊκό κίνημα στη χώρα μας είχε επιτύχει σοβαρές κατακτήσεις. Σήμερα, πληθαίνουν τα φαινόμενα απαγόρευσης της διάδοσης των ιδεών και βέβαια, όχι γενικά των ιδεών αλλά εκείνων που καλούν σε αντίσταση και που αντιμάχονται τις κυρίαρχες επιλογές της άρχουσας τάξης. Η πρόσφατη απόλυση των δημοσιογράφων Αρβανίτη από την κρατική τηλεόραση και η δίωξη του δημοσιογράφου Βαξεβάνη αποτελούν ενδεικτικά φαινόμενα αλλά και κατευθυντήριες γραμμές για το τι θα ακολουθήσει γενικά.
Σε όλα αυτά ήρθε να προστεθεί η φασιστική τρομοκρατία της Χρυσής Αυγής. Συμπληρωματικά προς τους μηχανισμούς καταστολής των λαϊκών αγώνων δρουν οι φασιστικές συμμορίες που δέρνουν, μαχαιρώνουν, δολοφονούν, απειλούν: μετανάστες, εργαζόμενους, συνδικαλιστές, διαδηλωτές, δημοσιογράφους, καλλιτέχνες κλπ.
Μαζί με όλα αυτά αφαιρείται από το λαό το δικαίωμα να αποφασίζει για το μέλλον του. Η Βουλή, με ευθύνη των κυβερνήσεων, έχει μετατραπεί σε βιομηχανία – εξπρές έκδοσης νόμων και αποφάσεων σύμφωνων με τις εντολές της ΕΕ και του ΔΝΤ. Το φαινόμενο δεν είναι καινούργιο αλλά γνωρίζει μια ιδιαίτερη ένταση και ίσως μια ποιοτική αναβάθμιση. Ήδη πριν την κρίση το 80% σχεδόν των νόμων αφορούσε επιλογές και αποφάσεις της ΕΕ. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η Ελλάδα κατέχει δευτερεύουσα και εξαρτημένη θέση στον διεθνή καπιταλιστικό καταμερισμό εργασίας. Η άρχουσα τάξη της ήταν από τη γέννησή της στενά δεμένη με τους ισχυρούς ιμπεριαλιστικούς εταίρους της και υπέτασσε πάντοτε τη χώρα σε αυτούς.
Τι να κάνουμε;
Όλα τούτα περιορίζουν ασφυκτικά τις κατακτημένες λαϊκές ελευθερίες. Δίνουν επίσης τη δυνατότητα να φανεί πιο καθαρά η ταξική ουσία της σημερινής δημοκρατίας, ότι δηλαδή δεν είναι τίποτε άλλο παρά μορφή κυριαρχίας της οικονομικής ολιγαρχίας.
Παράλληλα, θέτουν όμως και σοβαρά καθήκοντα. Η εργατική τάξη, ο λαός γενικότερα, για να μπορέσει να αντιπαλέψει τον ορυμαγδό των μέτρων και στην πορεία να τα ανατρέψει και να χαράξει μια άλλη πορεία, έχει ανάγκη να υπερασπίσει τις δημοκρατικές του ελευθερίες: το δικαίωμα στην απεργία, στη διαδήλωση, στην όσο το δυνατό πιο ελεύθερη διάδοση των απόψεών του, τελικά το δικαίωμά του να αποφασίσει μόνος, χωρίς τις παρεμβάσεις της ΕΕ, του ΔΝΤ ή όποιου άλλου ιμπεριαλιστικού παράγοντα, για το μέλλον του.
Ο αγώνας για δουλειά, αξιοπρεπείς μισθούς, ενάντια στην κοινωνική αδικία και στην εκμετάλλευση είναι βέβαια διαλεκτικά δεμένος με τον αγώνα για τις λαϊκές ελευθερίες. Όμως κάθε πεδίο ταξικής πάλης έχει τη σχετική του αυτοτέλεια. Ο αγώνας για την υπεράσπιση και διεύρυνση των λαϊκών ελευθεριών μπορεί να συσπειρώσει πολύ ευρύτερες κοινωνικές δυνάμεις. Μπορεί να συνεγείρει και στρώματα εργατοϋπαλλήλων και μικρομεσαίων που ενδέχεται να ευαισθητοποιούνται από την επίθεση που γίνεται στα δημοκρατικά δικαιώματα ακόμη και αν δεν κατανοούν ακόμη την ανάγκη συνολικής αντίθεσης στην αντιλαϊκή επίθεση.
Πρέπει για τούτο να δημιουργηθεί μια μεγάλη δημοκρατική συσπείρωση σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε γειτονιά, σε κάθε πανεπιστήμιο και σχολείο. Τα βασικά ζητήματα για τα οποία καλείται να αγωνιστεί είναι:
- Η υπεράσπιση των λαϊκών ελευθεριών ιδιαίτερα της απεργίας, της συνδικαλιστικής δράσης, της διαδήλωσης
- Η υπεράσπιση της ελεύθερης διάδοσης των απόψεων και των ιδεών
- Η καταδίκη και η διεκδίκηση τερματισμού της αστυνομικής βίας και αυθαιρεσίας
- Η καταδίκη και η απόκρουση της φασιστικής τρομοκρατίας
- Η διεκδίκηση του δικαιώματος λαού να αποφασίζει για το μέλλον χωρίς ξένες παρεμβάσεις και υποδείξεις.
Επικεφαλής αυτού του πανδημοκρατικού μετώπου πρέπει να βρεθούν συνδικαλιστές, επιστήμονες, καλλιτέχνες, ιερείς που συμφωνούν να αγωνιστούν για αυτές τις διεκδικήσεις ανεξάρτητα από τις ιδιαίτερες ιδεολογικές και πολιτικές τους απόψεις. Στο κίνημα αυτό πρέπει να ενταχθούν τα συνδικάτα, οι επιστημονικές ενώσεις, άλλοι μαζικοί φορείς, το συνδικαλιστικό κίνημα των υπαλλήλων των σωμάτων ασφαλείας.
Η δημιουργία και ισχυροποίηση ενός τέτοιου μαζικού δημοκρατικού κινήματος είναι επιτακτική, επείγουσα ανάγκη. Μπορεί να οδηγήσει στην απόκρουση της αντιδημοκρατικής επίθεσης (ή έστω πλευρών της).
Μπορεί ακόμη να διανοίξει σε εκείνους που ενδιαφέρονται για τη συνολική απόκρουση της αντιλαϊκής επίθεσης και για τη χάραξη μιας άλλης πορείας κοινωνικο-οικονομικής ανάπτυξης, τη δυνατότητα να έρθουν σε επικοινωνίας με ευρύτατα στρώματα της κοινωνίας και να γονιμοποιήσουν με τις ριζοσπαστικές και επαναστατικές τους ιδέες.
Όπως έγραφε ο Λένιν, «Η δημοκρατία δεν εξαλείφει την ταξική καταπίεση, αλλά απλώς κάνει την ταξική πάλη πιο καθαρή, πιο πλατιά, πιο ανοιχτή, πιο οξεία»[1]. «Ο καπιταλισμός γενικά και ο ιμπεριαλισμός ειδικότερα», σημείωνε και πάλι ο Λένιν, «μετατρέπει τη δημοκρατία σε αυταπάτη – ταυτόχρονα όμως ο καπιταλισμός γεννάει δημοκρατικές τάσεις στις μάζες, δημιουργεί δημοκρατικούς θεσμούς, οξύνει τον ανταγωνισμό ανάμεσα στον ιμπεριαλισμό που αρνείται τη δημοκρατία και στις μάζες που τείνουν προς τη δημοκρατία. Ο καπιταλισμός και ο ιμπεριαλισμός δεν είναι δυνατό να ανατραπούν με κανενός είδους δημοκρατικούς μετασχηματισμούς, ακόμη και με τους πιο «ιδανικούς», αλλά μόνο με οικονομική ανατροπή, το προλεταριάτο όμως, που δεν διαπαιδαγωγείται στην πάλη για τη δημοκρατία, δεν είναι ικανό να πραγματοποιήσει την οικονομική ανατροπή»[2].
Δ.Κ.
[1] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Σχετικά με τη γελοιογραφία του μαρξισμού και τον «ιμπεριαλιστικό οικονομισμό»», Άπαντα, τ. 30, σελ. 127.
[2] Βλ. Β.Ι.Λένιν, «Απάντηση στον Κίεβσκι (Γ.. Πιατακόφ), Άπαντα, τ. 30, σελ. 71.
Πηγή:Εργατικός Αγώνας
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου