Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2013

Η εξωτερική πολιτική του Κένεντι

Του Δημήτρη Καλτσώνη*

Μισός αιώνας πέρασε από τη δολοφονία του προέδρου Κένεντι. Πολλά έχουν γραφεί για το γεγονός αυτό[1]. Τόσα πολλά, που συχνά η αποτίμηση της πολιτικής του σκιάζεται από τη σχετική φιλολογία. Η δολοφονία τείνει να του προσδώσει ένα φωτοστέφανο. Πόσο όμως αυτό είναι κοντά στην πραγματικότητα; Η περιήγηση στην εξωτερική του πολιτική μας βοηθά να προσεγγίσουμε την αλήθεια.


Ο Κένεντι ήταν ενταγμένος σε ένα συγκεκριμένο διεθνές περιβάλλον όσο και σε ένα καθορισμένο πλέγμα οικονομικών και πολιτικών δομών εξουσίας. Αντικειμενικά κινήθηκε εντός αυτού του πλαισίου. Δεν θα μπορούσε να πράξει διαφορετικά. Έδωσε ωστόσο το δικό του ιδιαίτερο χρώμα. Ένα επιπλέον στοιχείο που βάραινε στις πολιτικές του κινήσεις ήταν το γεγονός ότι εκλέχτηκε με πολύ μικρή διαφορά: μόλις 0.3% παραπάνω από τον αντίπαλό του, δηλαδή περίπου 100.000 ψήφοι.

Αύξηση των στρατιωτικών δαπανών


Το πρώτο χαρακτηριστικό της εξωτερικής και αμυντικής του πολιτικής είναι ότι ακολούθησε μια λογική αύξησης των στρατιωτικών δαπανών. Η αύξηση αφορούσε τόσο τον τομέα των συμβατικών όπλων όσο και εκείνο των πυρηνικών. Έτσι, το Μάρτιο του 1961, δυο μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, υπέβαλλε το πρώτο του αίτημα προς το Κογκρέσο για τροποποίηση του προϋπολογισμού. Η κίνησή του αυτή ήταν συνεπής με τις προεκλογικές του εξαγγελίες.

Η αύξηση των συμβατικών δυνάμεων ήταν κυρίως προσαρμοσμένη στην ανάγκη ενίσχυσης της προσπάθειας των ΗΠΑ για αντιμετώπιση των διάφορων ανταρτοπολέμων που είχαν ξεσπάσει, ή υπήρχε η πιθανότητα να ξεσπάσουν, σε διάφορες ηπείρους. Δεν πρέπει να ξεχνά κανείς ότι η δεκαετία του 1960 ήταν η κατεξοχήν δεκαετία των αντιαποικιακών επαναστάσεων[2]. Δεκάδες λαοί σε όλο τον κόσμο αγωνίζονταν για να αποτινάξουν την αποικιοκρατική κυριαρχία και αναζητούσαν δρόμους εθνικής και κοινωνικής απελευθέρωσης.

Παράλληλα ο Κένεντι ζήτησε και πέτυχε αύξηση των πυρηνικών δυνάμεων. Γνώριζε μάλιστα από τις μυστικές υπηρεσίες ότι οι ΗΠΑ διέθεταν πυρηνική υπεροπλία έναντι της Σοβιετικής Ένωσης, 3 προς 1 στους πυραύλους και 10 προς 1 στα στρατηγικά βομβαρδιστικά.

Η πολιτική αυτή ερχόταν σε αντίθεση με τα λεγόμενα του προέδρου το Σεπτέμβριο του 1961 στη Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ όταν υπογράμμισε πως «τα όπλα του πολέμου πρέπει να καταργηθούν προτού μας καταργήσουν αυτά» και πως «και μόνη η ύπαρξη των πυρηνικών όπλων αποτελεί πηγή φρίκης και διχασμού και καχυποψίας» και πως «η ασφάλεια ενός έθνους μπορεί να βουλιάζει ακόμη κι όταν τα όπλα του πολλαπλασιάζονται»[3].

Παρόλα αυτά, τον Ιανουάριο του 1962 ο πρόεδρος Κένεντι υπέβαλε στο Κογκρέσο ένα προϋπολογισμό αμυντικών δαπανών ακόμη πιο αυξημένο. Ο ίδιος μάλιστα εκτιμούσε ότι με αυτό το ρυθμό αύξησης, το 1965 οι ΗΠΑ θα διέθεταν διπλάσια δύναμη κρούσης από εκείνη του τέλους του 1962.

Πυγμή και ευελιξία


Το πιο άμεσο πρόβλημα που είχε να αντιμετωπίσει ο Κένεντι στην εξωτερική του πολιτική ήταν η διαχείριση των διάφορων επαναστάσεων. Στο κέντρο της προσοχής του αντικειμενικά βρέθηκε η Κούβα, όπου το 1959 οι δυνάμεις των ανταρτών είχαν ανατρέψει το φιλοαμερικανικό φασιστικό καθεστώς του Μπατίστα. Η Κούβα κινδύνευε να μετατραπεί σε παράδειγμα για όλη τη Λατινική Αμερική. Η ανατροπή της καταπιεστικής δικτατορίας και τα μέτρα αναδιανομής του κοινωνικού πλούτου σε όφελος των φτωχών στρωμάτων αποτελούσαν πόλο έλξης για τους καταπιεσμένους και πάμφτωχους λαούς της ηπείρου. Επαναστατικά κινήματα φούντωναν παντού.

Στο Βιετνάμ πάλι, ο αγώνας του λαού για εθνική ανεξαρτησία είχε αποδώσει τους πρώτους καρπούς καθώς είχαν εκδιωχθεί οι Γάλλοι αποικιοκράτες και ένα καλύτερο μέλλον ξανοιγόταν για τον πολύπαθο λαό. Και αυτό το παράδειγμα αποδεικνυόταν εξαιρετικά επικίνδυνο για τη γεωστρατηγική επιρροή των ΗΠΑ και των συμμάχων τους.

Ενώπιον αυτής της κατάστασης ο Κένεντι προσπάθησε να συνδυάσει δυο τακτικές: ακολούθησε πολιτική πυγμής και ευελιξίας παράλληλα. Η πυγμή φάνηκε ήδη με την ανάληψη των καθηκόντων του.

Η Κούβα αποτέλεσε ιδιαίτερο στόχο των προσπαθειών του. Ήδη προεκλογικά ο Κένεντι είχε κατηγορήσει τον απερχόμενο πρόεδρο Αϊζενχάουερ για αδύναμη στάση έναντι της κουβανικής πρόκλησης. Στις 17 Απριλίου 1961, τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του, ο Κένεντι διέταξε την εισβολή των μισθοφόρων στην Κούβα με την άμεση βοήθεια στρατιωτικών των ΗΠΑ, με σκοπό τη βίαιη ανατροπή της επαναστατικής κυβέρνησης. Η προσπάθεια απέτυχε παταγωδώς.

Ο Κένεντι επέμεινε όμως στην επιθετική πολιτική. Οι προκλήσεις στρατιωτικού και οικονομικού χαρακτήρα ενάντια στην Κούβα συνεχίστηκαν. Η παραβίαση της κυριαρχίας της ήταν διαρκής και πολύμορφη. Η υπόθεση κατέληξε στη γνωστή κρίση των πυραύλων τον Οκτώβριο του 1962.

Η Κούβα υπερασπιζόμενη την εθνική ανεξαρτησία και κυριαρχία της ήρθε σε επικοινωνία με τη Σοβιετική Ένωση η οποία εγκατέστησε πυρηνικούς πυραύλους στο νησί. Η κίνηση ήταν αποτελεσματική ως προς την αποτροπή αμερικανικής επίθεσης.

Δεν ανέτρεπε ωστόσο τον πυρηνικό συσχετισμό δυνάμεων ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην ΕΣΣΔ. Αυτό το παραδέχτηκε και ο πρόεδρος Κένεντι σε τηλεοπτική του συνέντευξη λίγο μετά το τέλος της κρίσης. Αναφερόμενος στους σοβιετικούς πυραύλους είπε: «όχι ότι είχαν σκοπό να τους εκτοξεύσουν επειδή για την περίπτωση που εμπλέκονταν σε μια πυρηνική αναμέτρηση είχαν τους πυραύλους τους στη Σοβιετική Ένωση. Αλλά θα είχαν μεταβάλλει πολιτικά την ισορροπία των δυνάμεων. Θα φαινόταν ότι την είχαν μεταβάλει και τα φαινόμενα συμβάλλουν στη διαμόρφωση της πραγματικότητας»[4].

Δηλαδή ο Κένεντι παραδεχόταν ότι ήταν θέμα γοήτρου για τις ΗΠΑ και όχι αλλαγής του στρατιωτικού συσχετισμού των δυνάμεων. Και όμως ο Κένεντι οδήγησε την κρίση στα άκρα απειλώντας με πόλεμο[5]. Παρόμοια πολιτική πυγμής ακολούθησε στο Βιετνάμ. Από το 1961 ξεκινά η στρατιωτική εμπλοκή των ΗΠΑ που κατέληξε σε ανθρωποσφαγή, όργιο βίας, καταστροφών αλλά και ταπεινωτική ήττα τελικά για την υπερδύναμη.

Παράλληλα με την πυγμή, προώθησε μια πιο ευέλικτη τακτική. Στη Λατινική Αμερική πήρε το όνομα του προγράμματος «Συμμαχία για την πρόοδο». Προέβλεπε την προώθηση κάποιων ελάχιστων μεταρρυθμίσεων στις βαθιά ανισότιμες κοινωνίες της περιοχής προκειμένου να αμβλυνθούν οι πιο ακραίες κοινωνικές αντιθέσεις και να αποτραπούν επαναστατικές εκρήξεις οι οποίες φαίνονταν πολύ πιθανές ιδίως μετά την κουβανέζικη επανάσταση.

Ωστόσο, τα συμφέροντα των αμερικανικών πολυεθνικών και των ολιγαρχιών της Λατινικής Αμερικής δεν επέτρεψαν ούτε αυτό το ελάχιστο μεταρρυθμιστικό σχέδιο να εφαρμοστεί. Ούτε κάν μια υποτυπώδης αγροτική μεταρρύθμιση δεν υλοποιήθηκε με συνέπεια.

Κατανοώντας ίσως το άτοπο του προγράμματος ο Κένεντι ξανάριχνε το βάρος στην καταστολή και τόνιζε χαρακτηριστικά στις 18 Νοεμβρίου 1963, λίγες μέρες πριν τη δολοφονία του: «Τα αμερικανικά κράτη θα πρέπει να είναι έτοιμα να βοηθήσουν οποιαδήποτε κυβέρνηση που ζητά βοήθεια για να αποτρέψει κατάληψη της εξουσίας που έχει σχέση με την πολιτική του ξένου κομμουνισμού μάλλον παρά με ένα εσωτερικό πόθο για αλλαγή. Η χώρα μας είναι έτοιμη να το κάνει αυτό»[6].

Με δεδομένο ότι τα περισσότερα κράτη είχαν φασιστικά δικτατορικά καθεστώτα και ότι εύκολα τα επαναστατικά κινήματα βαφτίζονταν «ξένος κομμουνιστικός δάκτυλος», η κατάληξη της αμερικανικής πολιτικής ήταν περισσότερο από βέβαιη…


[1] Βλ. για παράδειγμα Κ. Φουριάτι, Επιχείρηση καραμπίνα ZR, Αθήνα, εκδ. Σύγχρονη Εποχή, 1995.

[2] Βλ. Ε. Χατζηβασιλείου, Εισαγωγή στην ιστορία του μεταπολεμικού κόσμου, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2002, σελ. 333 επ.

[3] Βλ. D. Horowitz, Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ, Αθήνα, εκδ. Κάλβος, 1975, σελ. 527.

[4] Βλ. D. Horowitz, Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ, Αθήνα, εκδ. Κάλβος, 1975, σελ. 547.

[5] Για την άποψη της κουβανικής ηγεσίας βλ. Ι. Ραμονέ, Εκατό ώρες με τον Φιντέλ, Αθήνα, εκδ. Πατάκη, 2007, σελ. 237 επ., 251 επ.

[6] Βλ. D. Horowitz, Από τη Γιάλτα στο Βιετνάμ, Αθήνα, εκδ. Κάλβος, 1975, σελ. 602.


*Ο Δημήτρη Καλτσώνη είναι επ. καθηγητής  του Παντείου Πανεπιστημίου



1 σχόλιο :

Ανώνυμος είπε...

Νομίζω ήταν στο βιβλίο "Στα άδυτα της Mossad", που διάβασα ότι ο φόνος του JFK υπήρξε ένα ατύχημα.. Μαφιόζοι της περιοχής σημάδευαν -λέει- τον κυβερνήτη του Τέξας..! Στη συνέχεια, βέβαια φυτεύτηκε επί τόπου πιο glamorous δράστης, ένας "συνήθης ύποπτος" με σχετική αναγνωρισιμότητα, ο δεδηλωμένος κομμουνιστής Όσβαλντ, που'χε περάσει κι ένα τέρμινο στο Μινσκ της Σοβιετικής Δημοκρατίας της Λευκορωσίας...

Manuel X