Του Παναγιώτη Μαυροειδή
Η ιστορική εμπειρία της ανόδου και της πτώσης των χωρών του «υπαρκτού σοσιαλισμού» σημάδεψε καθοριστικά την ιστορία του αιώνα μας και τον ίδιο τον καπιταλισμό.
Δεν είναι μια συζήτηση
ιστορική και ακαδημαϊκή αλλά σε μεγάλο βαθμό προσδιορίζει τα χαρακτηριστικά και
τα βασικά στοιχεία της επανασύνθεσης του κομμουνιστικού απελευθερωτικού
οράματος της εποχής μας.
Δεν μας αρκεί μια περιορισμένη και αποσπασματική ερμηνεία
της ιστορίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που βλέπει μονόπλευρα την
αποφασιστική αιτία των εξελίξεων. Στη συλλογιστική των αντιπάλων του
κομμουνισμού, στην πτώση των καθεστώτων του ‘’υπαρκτού’’, προσδίδεται ένας
αναπόφευκτος χαρακτήρας με την νίκη των σιδερένιων νόμων της οικονομίας της
αγοράς και της αστικής δημοκρατίας.
Κατάρρευση, εξωτερική υπονόμευση ή προδοσία;
Για μια ταξική προσέγγιση
Στις απολογητικές προσεγγίσεις που ξεκινούν από την
υπεράσπιση του ‘’σοσιαλισμού όπως τον γνωρίσαμε’’, τονίζεται ο σημαντικός
ρόλος των εξωτερικών παραγόντων (π.χ. ιμπεριαλιστική περικύκλωση) ή άλλων
αντικειμενικών στοιχείων όπως η υστέρηση στην οικονομική και πολιτιστική
επανάσταση της Ρωσίας, σε συνδυασμό με την επικράτηση ‘’οπορτουνιστικών και
προδοτικών στοιχείων’’ στο εσωτερικό του ΚΚΣΕ. Άλλοι υποστηρίζουν το
αναπόφευκτο της ανατροπής κάνοντας λόγο για ‘’ανώριμη φάση του σοσιαλισμού’’.
Ακόμη και αυτή η έκφραση του συρμού που αποδίδει τα πάντα ως ‘’κατάρρευση’’,
συσκοτίζει ανυπόφορα, αλλά και σκόπιμα τα πράγματα.
Όλες οι προσεγγίσεις, εκτός των ανοιχτά αντι-κομμουνιστικών,
είτε τονίζουν την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα και τις ευθύνες
των προσώπων, είτε τη βαριά σκιά των αντικειμενικών συνθηκών, ή ακόμη την
κίνηση των ιδεών και τη διαμόρφωση λανθασμένων αντιλήψεων, αγγίζουν και
αναδεικνύουν μόνο κάποιες πλευρές της απάντησης. Δε θα αρκούσε να πούμε ότι
χρειάζεται ο ‘’συνδυασμός’’ τους.
Νομίζουμε ότι δεν πρέπει να ξεχνούμε θεμελιακά πράγματα.
Πρώτο, πρέπει να αποτιμήσουμε την ιστορία της
ΕΣΣΔ, μέσα στο πλαίσιο της παράλληλης ύπαρξης και ηγεμονικής παρουσίας του
καπιταλισμού στην παγκόσμια οικονομία. Πως συνδέονταν άραγε η καπιταλιστική
κρίση και ανάπτυξη με τον ‘’υπαρκτό’’;
Δεύτερο, πρέπει να αναρωτηθούμε για την εξέλιξη
της βασικής αντίθεσης που αποτελούσε τη βάση της αντιθετικής πορείας των
‘’σοσιαλιστικών χωρών’’. Κατά τη γνώμη μας αυτή συνίστατο από τη μια στην
κοινωνικοποιημένη (με τη νορφή της κρατικοποίησης) παραγωγής και από την
άλλη στην γραφειοκρατική ολιγαρχική ιδιοποίησή της από την νέα
εκμεταλλευτική αστική τάξη που διαμορφώθηκε προοδευτικά
Τρίτο, κόντρα σε λογικές ‘’αναπόφευκτου’’, η
προσέγγιση στην ιστορία του ‘’υπαρκτού σοσιαλισμού’’, πρέπει να γίνεται από την
άποψη του μαχόμενου υλισμού που αναγνωρίζει την αλληλεπίδραση αντικειμενικού
και υποκειμενικού παράγοντα, τη μετατροπή του ενός στο άλλο χωρίς να υποτιμά το
ειδικό βάρος της κάθε ξεχωριστής πλευράς.
Από την προλεταριακή επανάσταση στα εκμεταλλευτικά καθεστώτα αντιστροφής της επαναστατικής μετάβασης
Έχοντας απέναντί μας τον πιο αδυσώπητο ολοκληρωτικό
καπιταλισμό όλων των εποχών, δεν μπορούμε παρά να κοιτάμε τις πληγές μας, με
την έγνοια στον παροντικό πολιτικό χρόνο, αλλά και το μέλλον του νέου γύρου
κοινωνικών επαναστάσεων.
Υπήρξε η Οκτωβριανή επανάσταση ως τέτοια και σε ποιο βαθμό;
Ή μήπως ήταν ένα πραξικόπημα ή έστω ένα περιστασιακό καπρίτσιο της ιστορίας,
που η ίδια και η πολιτισμένη εποχή μας, το έχει διαγράψει;
Η επανάσταση στη Ρωσία αποτέλεσε κατά τη γνώμη
μας ένα ιστορικό ποιοτικό βήμα ρήξης με τον καπιταλισμό που προσπάθησε
να ανοίξει νέους ορίζοντες στην κοινωνική εξέλιξη.
Ήταν μια επανάσταση που διακηρύχθηκε, τεκμηριώθηκε, μα και
πραγματοποιήθηκε ως προλεταριακή επανάσταση. Στηρίχτηκε και πραγματοποιήθηκε
από το βιομηχανικό προλεταριάτο της Ρωσίας που παρά τον μικρό του όγκο την
εποχή εκείνη είχε έναν αναπτυσσόμενο δυναμικά ρόλο και ειδικό βάρος στην
κοινωνία.
Αμφισβήτησε και ξεπέρασε επαναστατικά το αστικοδημοκρατικό
πλαίσιο της επανάστασης του Φλεβάρη, απαιτώντας βαθύτερους κοινωνικούς
μετασχηματισμούς και οδηγώντας την επαναστατική κίνηση των μαζών ως την
κατάκτηση της εξουσίας. Από αυτή τη σκοπιά αποτελεί το πρώτο ιστορικό
«παράδειγμα» νίκης της προλεταριακής επανάστασης, που «έσπασε» το αήττητο
της αστικής τάξης και ενέπνευσε σε όλο τον κόσμο την πίστη στις δυνάμεις της
εργατικής τάξης και στη δυνατότητά της να πάρει την εξουσία. Εκεί οφείλει την
θελκτικότητα που δημιούργησε σε εκατομμύρια εργατών σε όλο τον κόσμο αμέσως
μετά. Αν η κομμούνα ήταν μια ηρωική έφοδος στον ουρανό, η οκτωβριανή
επανάσταση, πήγε ακόμη πιο ψηλά και φώτισε πολλά πράγματα με τη νίκη της.
Η επανάσταση αυτή είχε εξαρχής να αντιμετωπίσει σοβαρά
εμπόδια. Οφείλονταν στο επίπεδο ανάπτυξης των αντιφάσεων του καπιταλισμού
και των επαναστατικών δυνάμεων εκείνης της εποχής. Συνδέονταν ειδικότερα με την
τεράστια οικονομική και κοινωνική καθυστέρηση της χώρας. Με τον κυρίως αγροτικό
χαρακτήρα της οικονομίας της. Με την έλλειψη μιας πολιτικής παράδοσης και
θεσμών δημοκρατίας καταχτημένων από τις λαϊκές τάξεις. Με τις κοινωνικές,
θεωρητικές και πολιτικές αδυναμίες του μπολσεβίκικου κόμματος και τη μικρή του
δύναμη, αρχικά, μέσα στον πληθυσμό, ιδιαίτερα στην αγροτιά. Με την
ιμπεριαλιστική περικύκλωση, με αναρίθμητες στρατιές να εισβάλλουν από παντού
μετά τον Οκτώβρη για να στραγγαλίσουν την εργατική ανάσταση. Με τον
εμφύλιο πόλεμο που κήρυξε αμέσως και επέβαλε η αστική τάξη, απέναντι σε μια
σχετικά αναίμακτη επανάσταση. Με την αδυναμία ανάπτυξης και νίκης της
επανάστασης σε άλλες χώρες της Ευρώπης.
Για τις πλατιές λαϊκές μάζες της Ρωσίας ο χαρακτήρας της
Οκτωβριανής επανάστασης γίνεται αισθητός κυρίως με την έννοια του πλήρους
διαχωρισμού από την αστική τάξη, της ολοκληρωτικής σύγκρουσης μαζί της, της
άμεσης υλοποίησης του πόθου για «ειρήνη, ψωμί, γη», παρά με την έννοια της
μετάβασης σε μια κομμουνιστική κοινωνία. Βιωνόταν, συνεπώς, πέρα από τις
διακηρύξεις, ως μια εργατική αντικαπιταλιστική επανάσταση με άμεσο στόχο την
ειρήνη, τη δημοκρατία, την επιβίωση.
Μήπως ‘’δεν έπρεπε’’ να ξεκινήσει με όλες αυτές τις
αντιξοότητες; Αυτό είναι το ανοιχτό ή ανομολόγητο συμπέρασμα
των ρεφορμιστικών ρευμάτων, σε όλες τις εποχές. Αποζητούσε πάντα την πλήρη
‘’ωρίμανση των συνθηκών’’, ώστε ο τοκετός της νέας κοινωνίας να είναι ανώδυνος.
Αυτή η αντίληψη απλώς δικαιολογεί την παραίτηση από τον επαναστατικό
μετασχηματισμό της κοινωνίας. Η εξιδανίκευση των όρων είναι ουτοπική συνθήκη.
Δεν υπήρξε φυσικά σε καμία αστική επανάσταση. Αλλά και σήμερα, σε ένα
υπερ-αναπτυγμένο καπιταλισμό και σε μια αστική κοινωνία με υψηλή δημοκρατική
παράδοση, το εγχείρημα της κοινωνικής ανατροπής θα μπορούσε άραγε να εγγυηθεί
κανείς ότι θα ευοδωθεί με απλή παράδοση μιας μετανοημένης εκμεταλλευτικής
αστικής τάξης;
Η επανάσταση όχι μόνο έγινε, αλλά και βημάτισε. Σε
δρόμους άγνωστους, πρωτόγνωρους. Και ‘’ότι έχει υπάρξει μια φορά δεν γίνεται να
μην υπάρξει πάλι’’.
Η δράση του βιομηχανικού προλεταριάτου, που εκπροσωπούσε
περισσότερο το μέλλον παρά το «σήμερα» των κοινωνικών εξελίξεων στη Ρωσία, ήταν
που έδωσε στην επανάσταση ένα σαφές αντικαπιταλιστικό περιεχόμενο και
σοσιαλιστικό προσανατολισμό. Οι στόχοι του οδηγούσαν σε μια εξουσία των
εργαζομένων, στην κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής και την κατάργηση της
εκμετάλλευσης ανθρώπου από άνθρωπο με στρατηγικό ορίζοντα τον κομμουνισμό.
Δεν συνέβαινε, βεβαίως, το ίδιο με τις τεράστιες αγροτικές
μάζες που ακολούθησαν ή δέχτηκαν την επανάσταση με στόχο κυρίως την ολοκλήρωση
του αστικοδημοκρατικού μετασχηματισμού στην αγροτική οικονομία, το μοίρασμα της
γης και την απελευθέρωση από τον φεουδαρχικό καταναγκασμό και τον κρατικό
δεσποτισμό.
Η επανάσταση είχε έτσι έναν αντιφατικό χαρακτήρα. Ενώ
κυριάρχησε η προλεταριακή σοσιαλιστική κατεύθυνση, ταυτόχρονα η μεγάλη αγροτική
πλειοψηφία της κοινωνίας παρέμενε στα πλαίσια ενός αστικού ορίζοντα.
Τα πρώτα χρόνια της επαναστατικής θύελλας ήρθαν στο
προσκήνιο πρωτόγνωρες μορφές κοινωνικής χειραφέτησης και ριζοσπαστικές
ανατροπές στο οικονομικό και πολιτικό τοπίο. Ένας νέος τύπος εξουσίας αναδύεται
στη θέση της ηττημένης αστικής εξουσίας.
Η εξουσία των Σοβιέτ σηματοδοτεί για πρώτη
φορά στην πράξη τη δυνατότητα οικοδόμησης μιας εργατικής δημοκρατίας, τη
μετάβαση στην αντικατάσταση της αστικής κρατικής «διαχείρισης ανθρώπων» από την
εργατική αυτοδιεύθυνση της «διαχείρισης πραγμάτων».
Απαλλοτριώνονται οι καπιταλιστές και οι γαιοκτήμονες και
κρατικοποιούνται τα βασικά μέσα παραγωγής, κάτι που τροποποιεί ριζικά τον
ταξικό συσχετισμό στην ίδια την υλική βάση της κοινωνίας και δημιουργεί
προϋποθέσεις για μια διαφορετική κοινωνική θέση των εργαζομένων και της
αγροτιάς.
Τίθεται «επί τάπητος» το θέμα της εργατικής κυριαρχίας στην
παραγωγή, με το κίνημα των εργοστασιακών επιτροπών που διεκδικεί όχι μόνο τον
έλεγχο αλλά και την ίδια την διεύθυνση της παραγωγής.
Γκρεμίζεται ο αστικός κρατικός μηχανισμός στο στρατό, στο
δικαστικό σύστημα, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό.
Το σχολείο μετασχηματίζεται ριζικά πάνω σε κολλεκτιβίστικες
βάσεις, δημιουργείται το «ενιαίο σχολείο εργασίας» που συνδέει τη διαδικασία
της μάθησης με την κοινωνική ζωή και τις ανάγκες της.
Σημαντικά βήματα γίνονται για την εξασφάλιση της ισότητας
των γυναικών, ενώ στις τέχνες πνέει ένας άνεμος τολμηρού πειραματισμού με στόχο
την κοινωνικοποίηση τους και την απαλλαγή τους από την αστική σκουριά.
Πρέπει να είμαστε ακριβείς: όλα τα προηγούμενα στοιχεία
εκκίνησαν αποφασιστικά με την επανάσταση, αλλά δε θα μπορούσαν να ολοκληρωθούν
με μιας. Ήταν η είσοδος σε μια μακρά και επώδυνη μετάβαση. Ήταν μια ‘’πορεία
για…’’
Η εμπορευματική παραγωγή δεν καταργείται
και φυσικά δεν μπορεί να καταργηθεί σ΄ αυτή τη φάση. Οι εμπορευματικές
κατηγορίες εξακολουθούν να υφίστανται, όπως και η χρηματική ανταλλαγή και ο
αντίστοιχος καταμερισμός εργασίας. Ο νόμος της αξίας στηριγμένος
στην αφηρημένη αποξενωμένη εργασία με σκοπό την παραγωγή εμπορευμάτων
εξακολουθεί να κυριαρχεί. Επομένως, το αστικό δίκαιο κυριαρχεί και
η διατήρηση της αξιακής μορφής της εργασίας εκφράζει αστικές σχέσεις
παραγωγής. Μετά την επανάσταση, αυτές απειλούνται αλλά υπάρχουν.
Οι παραγωγικές σχέσεις ταυτίστηκαν με ένα από τα συστατικά
τους: τη μορφή ιδιοκτησίας. Τα άλλα συστατικά των παραγωγικών σχέσεων, όπως η
σχέση ανάμεσα στην αξία χρήσης και την ανταλλακτική αξία των εμπορευμάτων, ο
εμπορευματικός χαρακτήρας της εργατικής δύναμης, η σχέση ανάμεσα στον αναγκαίο
και τον πρόσθετο χρόνο εργασίας, ανάμεσα στην εργασία με εξωτερικό καταναγκασμό
και την εργασία με εσωτερική υποκίνηση, ανάμεσα στον εργάσιμο και τον ελεύθερο
χρόνο, ο καταμερισμός της εργασίας, οι σχέσεις διεύθυνσης και ιεραρχίας, η
οργάνωση της εργασίας όλα αυτά θεωρήθηκαν σε μεγάλο βαθμό «τεχνικά
χαρακτηριστικά» και «ουδέτερα».
Η κυρίαρχη άποψη μετά την επανάσταση ήταν ότι κύριο πεδίο
για την απόδειξη της ανωτερότητας του σοσιαλισμού ήταν η επίτευξη μιας ανώτερης
από τον καπιταλισμό παραγωγικότητας της εργασίας. Για την επίτευξη του σκοπού
αυτού θεωρούνταν ότι έπρεπε να εισαχθούν στην Ρωσία τα πιο σύγχρονα επιτεύγματα
του καπιταλισμού στον τομέα της οργάνωσης της παραγωγής και των εργασιακών
σχέσεων, ενώ ο Λένιν πίστευε ότι οι όποιες παρενέργειες θα δημιουργούνταν θα
αντιμετωπίζονταν από την πολιτική διεύθυνση της παραγωγής από την εργατική
τάξη.
Οι αντιλήψεις αυτές πήγαζαν βεβαίως από την τρομερή και
αδυσώπητη ανάγκη να οικοδομηθεί γρήγορα η κατεστραμμένη από τον εμφύλιο και
έτσι κι αλλιώς καθυστερημένη οικονομία της Ρωσίας ώστε να αντιμετωπιστούν τα
επείγοντα προβλήματα της διαβίωσης. Όμως ουσιαστικά δεν σταμάτησε ποτέ να
χαρακτηρίζει την αντίληψη της κομματικής εξουσίας για την παραγωγή και την
οικονομία και γνώρισε νέες «δόξες» με τον Στάλιν.
Έτσι, από ένα σημείο και μετά, η «κρατικοποίηση» μετατράπηκε
κυρίως σε «ξένη» ιδιοκτησία για τους εργάτες, με διαπάλη για το προϊόν της
εργασίας. Την ίδια στιγμή ο γραφειοκρατικός κρατικός σχεδιασμός αναδείκνυε το
κρατικό πλάνο εξίσου δεσποτικό για τους εργαζόμενους όσο και η νόρμα του
καπιταλιστή. Η ταξική εκμετάλλευση και αντιπαράθεση δεν καταργούνται, αλλά
μετασχηματίζονται. Μια λυσσαλέα μάχη αναπτύσσεται για μια μετάβαση προς τα
πίσω, με την αναίρεση των σοσιαλιστικών κομμουνιστικών τάσεων.
ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ ΤΗΣ ΒΑΣΙΚΗΣ ΑΝΤΙΘΕΣΗΣ
H διαμόρφωση του ηγετικού κοινωνικού στρώματος και η
υπεράσπιση των συμφερόντων του
Στο πλαίσιο της στενής παραγωγικίστικης αντίληψης, το
εργοστάσιο και η παραγωγή αντιμετωπίστηκαν σαν «τεχνικός χώρος» και
όχι σαν χώρος πολιτικής όπου εκεί πριν απ’ όλα θα έπρεπε να εγκαθιδρυθεί και να
ασκηθεί η εργατική εξουσία και δημοκρατία. Αντί γι’ αυτήν εγκαθιδρύθηκε η
εξουσία των ειδικών, των διευθυντών και των ανώτερων κρατικών στελεχών του
σχεδιασμού.
Οι συνέπειες όλων αυτών ήταν βαθιές. Πραγματοποιείται το
μαράζωμα της πολιτικής δραστηριότητας των εργαζόμενων και των σοβιέτ
και υποταγή τους στους νόμους της οικονομικής αποτελεσματικότητας και στα
κεντρικά γραφειοκρατικά όργανα. Αναπτύσσεται έντονη κοινωνική
διαφοροποίηση και διαστρωμάτωση. Συντελείται τεράστια εντατικοποίηση της
εργασίας (κίνημα Σταχάνοφ) και ένα μεγάλωμα της εργάσιμης μέρας ενώ
η καθιέρωση της πληρωμής με το κομμάτι, που ο Μαρξ θεωρούσε ότι ήταν «το
πιο ταιριαστό στις καπιταλιστικές μεθόδους παραγωγής», εντείνει τα
εκμεταλλευτικά χαρακτηριστικά των παραγωγικών σχέσεων. Η άνοδος της
παραγωγικότητας της εργασίας, για την οποία θριαμβολογεί ο Στάλιν, στη βάση της
εμπορευματικής παραγωγής και κυκλοφορίας σημαίνει ταυτόχρονα αύξηση της
ανισότητας. Αναδύεται και αναπτύσσεται γοργά ένα στρώμα διευθυντών και
ανώτερων κρατικών υπάλληλων με σαφώς διαφορετική κοινωνική θέση και πολύ
μεγαλύτερα προνόμια και απολαβές. Οι διαφορές στο εισόδημα του στρώματος
αυτού σε σχέση με την εργαζόμενη πλειοψηφία προκύπτει από τη μερική απόσπαση
του υπερπροϊόντος που παράγεται. Είναι επομένως ένα εκμεταλλευτικό στρώμα που
στηρίζει τη θέση του στη διαιώνιση των εκμεταλλευτικών σχέσεων και στην απώθηση
από την πολιτική των εργαζόμενων. Διαμορφώνεται έτσι, σταδιακά και αντιφατικά,
μια νέα άρχουσα κοινωνική τάξη, που διαμορφώνει τη δική της κρατική πολιτική
για την εξυπηρέτηση των συμφερόντων της, σε αντίθεση με την εργαζόμενη
πλειοψηφία. Έχει μια αντιφατική θέση καθώς είναι υποχρεωμένη από τη μια να
υπερασπίζεται την κρατική ιδιοκτησία σαν πηγή της εξουσίας και του εισοδήματος
της και από την άλλη να αναζητά την πλήρη «απελευθέρωση» του κράτους και της
παραγωγής από τον εργατικό έλεγχο και την κυριαρχία της εργατικής τάξης.
Στρέφεται ενάντια στην παλιά αστική τάξη και στην παλιά μορφή της αστικής
κυριαρχίας, αλλά κυρίως ενάντια στην επαναστατική πλευρά της εργατικής
τάξης και την εξουσία του προλεταριάτου. Παρ’ ότι δεν διαθέτει νομικά ατομική
ιδιοκτησία, στην ουσία διαθέτει μέσα παραγωγής και ασκεί τη διεύθυνση στην
παραγωγή και τη διάθεση της υπεραξίας και στην αναπαραγωγή των καπιταλιστικών
σχέσεων. Επομένως, να διαμορφώνει και σε μια πορεία να αποκρυσταλλώνει τα
χαρακτηριστικά μιας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης.
Ιστορικές Καμπές
Από την ‘’προσωρινή’’ ΝΕΠ στην περεστρόικα του τέλους
Ποιοί ήθελαν τον καπιταλισμό
Το 1921, πραγματοποιείται μια ριζική στροφή στην οικονομία
με τη νέα οικονομική πολιτική (ΝΕΠ). Αναπτύσσονται οι εμπορευματικές και
χρηματικές σχέσεις, αποκαθιστάται ένας ιδιωτικός βιομηχανικός και εμπορικός
τομέας και αναβιώνει η αγροτική βιοτεχνία. Δίνεται το δικαίωμα εκμίσθωσης των
κρατικών επιχειρήσεων από ιδιώτες. Είναι η περίοδος που αναπτύσσει την
εξουσία της η νέα άρχουσα κοινωνική τάξη, που προοδευτικά παίρνει «κρατική»
μορφή προκειμένου να ανυψωθεί σε πανεθνική και μετατρέπεται σε νέα, ιδιότυπη
άρχουσα τάξη των διευθυντών, των ειδικών και των ανώτερων κρατικών υπαλλήλων.
Η στροφή που γίνεται κατά το ’28-’30 έως το 1936-38 με την
επέκταση του σχεδιασμού, την ενίσχυση της γοργής εκβιομηχάνισης και την
κολεκτιβοποίηση, ηγεμονεύεται από αυτήν την υπό διαμόρφωση νέα άρχουσα τάξη και
τις επιδιώξεις της, Δεν αποτελεί το αντίθετο της ΝΕΠ αλλά το μετασχηματισμό
της.
Ο τρόπος που προωθείται αυτή η στροφή και το πραγματικό της
περιεχόμενο ενισχύουν τα εκμεταλλευτικά και αλλοτριωτικά στοιχεία των
παραγωγικών σχέσεων και τα αστικά στοιχεία του κρατικού μηχανισμού. Το πρώτο
πεντάχρονο σχέδιο που ψηφίζεται το 1928, προβλέπει μεγάλη αύξηση της
παραγωγικότητας της εργασίας κατά 150%, στηριγμένη σε αυξημένη επιβολή των
διευθυντών, στο δυνάμωμα της εργατικής πειθαρχίας και στην αναθεώρηση προς τα
πάνω των νορμών εργασίας. Απαγορεύονται οι πολιτικές συζητήσεις τις ώρες της
δουλειάς και κάθε «ανάμειξη» των κομματικών οργανώσεων και συνδικάτων.
Μειώνεται ο πραγματικός μισθός.
Ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος και οι ανάγκες αντιμετώπισης
της χιτλερικής πολεμικής μηχανής θα ενισχύσουν τις εκμεταλλευτικές σχέσεις, την
εξουσία αλλά και τις αντιφάσεις της νέας ιδιότυπης κρατικής αστικής τάξης. Μετά
την πρώτη περίοδο της ανοικοδόμησης η σοβιετική οικονομία εμφανίζει προβλήματα,
ενώ η δημιουργία μιας διεθνούς «σοσιαλιστικής» αγοράς που σχηματίζουν οι χώρες της
Ανατολικής Ευρώπης, δημιουργεί νέες ανάγκες και δυνατότητες για τη Σοβιετική
άρχουσα τάξη.
Η στροφή που γίνεται το ’56 ανοίγει ένα δρόμο
οικονομικής φιλελευθεροποίησης που οδηγεί στην επέκταση των ορίων δράσης των
επιχειρήσεων, στην εισαγωγή κινήτρων αποδοτικότητας για τους
εργαζόμενους, σε πιο ελαστικά κριτήρια για τη διαμόρφωση των τιμών, σε
οριζόντια αγοραία σχέση απευθείας των επιχειρήσεων μεταξύ τους, σε
επιχειρηματικά πλάνα που θέτουν πλέον οι ίδιες οι επιχειρήσεις και σε πιο
ευέλικτη διάθεση των κερδών τους.
Η επαναφορά σε ένα πιο κεντρικά ελεγχόμενο μοντέλο στη
Μπρεζνιεφική δεκαετία του ’70, με αναβαθμισμένο το ρόλο των στελεχών του
κεντρικού κρατικού μηχανισμού, οξύνει παραπέρα τις αντιθέσεις του συστήματος.
Η οικονομική κατάσταση χειροτερεύει καθώς
έχουν εξαντληθεί τα όρια της εκτατικής ανάπτυξης της οικονομίας, που
στηρίζονταν στην εκμετάλλευση ενός πολύ μεγάλου εργατικού δυναμικού και ο
εκσυγχρονισμός των επιχειρήσεων με την αφομοίωση της επιστημονικοτεχνικής
επανάστασης στην παραγωγή εμποδίζεται από το γραφειοκρατικό σχεδιασμό και την
απάθεια των εργαζομένων. Ταυτόχρονα η διεθνής αγορά, που παίρνει νέες μορφές με
την εμφάνιση των καπιταλιστικών ολοκληρώσεων (ΕΟΚ) και ο ανταγωνισμός των
πολεμικών εξοπλισμών πιέζουν την οικονομία της ΕΣΣΔ.
Πάνω σε αυτό το έδαφος των ορίων της Σοβιετικής οικονομίας,
αναπτύσσεται η αντιπαράθεση. Από τη μια, το τμήμα της αστικής τάξης
που στελεχώνει τον κρατικό μηχανισμό και βλέπει τη διατήρηση της εξουσίας του
μέσα από τη διατήρηση της κρατικής ιδιοκτησίας. Από την άλλη, η αστική τάξη των
επιχειρήσεων και της «παράλληλης» αγοράς που προσβλέπουν σε μια μεγαλύτερη
επιχειρηματική αυτονομία και στην προώθηση σχέσεων «ελεύθερης αγοράς». Η
περεστρόικα τη δεκαετία του ’80 προωθεί αποφασιστικά τις θέσεις της νέας
αστικής τάξης, εισάγοντας μεταρρυθμίσεις που κινούνται στην κατεύθυνση
της πλήρους καπιταλιστικοποίησης, στην αποκατάσταση της ελεύθερης αγοράς
και στην βαθύτερη ενσωμάτωση της Σοβιετικής οικονομίας στην παγκόσμια
καπιταλιστική οικονομία. Οι δυνάμεις που απελευθερώνει σαρώνουν τον αρχικά
επιχειρούμενο συμβιβασμό μεταξύ των δύο τμημάτων της άρχουσας τάξης.
* Το παραπάνω σημείωμα (Α΄ μέρος), δημοσιεύτηκε στο ΠΡΙΝ
στις 10/11/2013 επιχειρεί να συμπυκνώσει τα βασικά σημεία του κειμένου
του ΝΑΡ "Για τη φύση και το χαρακτήρα των χωρών του ''υπαρκτού
σοσιαλισμού'' (1998). Το Β΄ μέρος, που ετσιάζει στην εκτίμηση του πολιτικού
συστήματος στον ''υπαρκτό'' θα περιέχεται σε χωριστή ανάρτηση.
Πηγή:αριστερό blog
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου