Του Παναγιώτη Μαυροειδή
"Η επαγγελματικού τύπου
δολοφονική επίθεση κατά μελών της Χρυσής Αυγής στο Νέο Ηράκλειο λειτουργεί
αντικειμενικά ως μια μεγάλη προβοκάτσια υπέρ της κυβέρνησης και του κράτους,
εξυπηρετεί τα σχέδια αντιδραστικής θωράκισης του συστήματος με όπλο και την
ανιστόρητη θεωρία των «δύο άκρων»"
(από την ανακοίνωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για τη
δολοφονική επίθεση στα γραφεία της ναζιστικής Χρυσής Αυγής)
Και ποια είναι τα "άκρα";
Πως αλληλο-αναγνωρίζονται;
Οδηγός σε αυτό δεν είναι όσα λένε φτηνές τηλεοπτικές
πόρνες,, αλλά η αντικειμενική κοινωνική οικονομική κατάσταση.
Στη μια πλευρά είναι η πολιτική της κοινωνικής
γενοκτονίας που οργανώνει ο αστικός κόσμος στην Ελλάδα, μέσω των μνημονιακών
κυβερνήσεων, με την άμεση εποπτεία και ασφυκτική καθοδήγηση της τρόικας και
ειδικότερα της ΕΕ.
Από την άλλη, ένα τόσο αναγκαίο μα μη
συγκροτημένο κοινωνικά και πολιτικό ‘’άκρο’’: Η εργατική και λαϊκή δράση σε
ανατρεπτική κατεύθυνση για την έξοδο από την κοινωνική καταστροφή και την ΕΕ,
με κλονισμό και ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου στην Ελλάδα.
Μακάρι να ήταν έτσι ολοκάθαρα και τα πολιτικά πράγματα. Μα
ποτέ δεν αποτελούν καθρέφτη των αντικειμενικών υλικών κοινωνικών συνθηκών.
Έτσι ο Σαμαράς, σε ότι αφορά το πρώτο ‘’άκρο’’, δείχνει τη
ναζιστική Χρυσή Αυγή, για να αθωωθεί ό ίδιος.
Σε ότι δε αφορά το δεύτερο ‘’άκρο’’, το οριοθέτησε (καθόλου
τρυχαία μιλώντας από τις ΗΠΑ!) σε ‘’όσους θέλουν να φύγουμε από την ΕΕ και το
ΝΑΤΟ’’. Ο Πρετεντέρης και ο Φαήλος, έσπευσαν να αξιοποιήσουν τη δολοφονία των
δύο ανθρώπων στα γραφεία της Χρυσής Αυγής, σε βάρος της αριστεράς, δείχνοντας
ότι ο Σαμαράς περιέγραψε μόνο πολιτικά.
Συγκροτώντας τον μάχιμο πόλο της απάντησης
Αυτοί κάνουν τη βρώμικη δουλειά τους.
Το ερώτημα είναι πως θα συγκροτηθεί το πραγματικό άλλο
‘’άκρο’’.
Στην κάλυψη αυτής της αναγκαιότητας ήρθε να συμβάλλει η
πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την αριστερή μετωπική πολιτική συμπόρευση για την
ανατροπή. Για την μάχιμη συμπόρευση -στο συνολικό πολιτικό πεδίο αλλά και σε
κάθε πεδίο αγώνα- των αντικαπιταλιστικών, αντιιμπεριαλιστικών, αντι-ΕΕ και
ανατρεπτικών δυνάμεων της Αριστεράς και του κινήματος. Μια συμπόρευση που δεν
καταργεί την αυτοτέλεια των διαφορετικών πολιτικών δυνάμεων, ούτε οδηγεί
βιαστικά σε ένα «μέτωπο» χωνευτήρι αντιφατικών προσεγγίσεων, αλλά πραγματοποιεί
το ώριμο και αναγκαίο βήμα μπροστά για τον πόλο των δυνάμεων της
αντικαπιταλιστικής κι επαναστατικής Αριστεράς που απαιτεί η εποχή μας.
Δύσκολος στόχος που δεν υπηρετείται με προχειρότητες. Έχει
πραγματοποιηθεί ήδη συνάντηση των οργανώσεων στις οποίες η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έχει
απευθύνει την πρότασή της (ΕΕΚ, Κομμουνιστική Οργάνωση Ανασύνταξη, σύλλογος
«Γιάννης Κορδάτος», ΟΚΔΕ, Σχέδιο Β), στις 3 Οκτωβρίου. Μα δεν απευθύνεται η
πρόταση μονο σε οργανωμένες δυνάμεις. Υπάρχει ένα ευρύ κοινωνικό και πολιτικό
δυναμικό μέσα στο λαϊκό κίνημα, αλλά και ρεύματα στις παρυφές του ΣΥΡΙΖΑ και
του ΚΚΕ, που έχουν θέση σε αυτή τη συμπόρευση.
Η πρωτοβουλία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έχει φέρει τα πάνω κάτω.
Ελπίζουμε με θετικό αποτέλεσμα. Δε λείπουν και εικόνες της δυσκολίας,
αλλά δε θα γινόταν και αλλιώς. Πρόκειται για μια απόπειρα συνάντησης
διαφορετικών ρευμάτων, με σημαντικές προγραμματικές διαφορές, που όμως
υποχρεούνται σε μετατοπίσεις.
Με ανακοίνωσή του το Σχέδιο Β απάντησε αρνητικά
(πιστεύουμε προσωρινά) στο σχέδιο κοινής πολιτικής δήλωσης για την πολιτική
συμπόρευση των αντι-καπιταλιστικών, αντι-ΕΕ δυνάμεων, που
έθεσε δημόσια η ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Προτείνουμε να διαβαστούν προσεκτικά αυτές οι
πολιτικές τοποθετήσεις και να πρυτανεύσει η ανάγκη του συντροφικού πολιτικού
διαλόγου, χωρίς βιασύνες, χαρακτηρισμούς και πολώσεις. Αλλά και χωρίς υποτίμηση
και συσκότιση των πολιτικών διαφορών.
Ποιές είναι οι αιτιάσεις του Σχεδίου Β;
Επισήμανση πρώτη
‘’Οι προγραμματικές θέσεις της μετωπικής συμπόρευσης
πρέπει να αποπνέουνθετική διέξοδο, θετικό μήνυμα για τους εργαζόμενους.
Δεν μπορεί να περιοριστεί σ’ ένα συνασπισμό δυνάμεων του αντί’’.
(Οι υπογραμμίσεις είναι δικές μας)
Οφείλεται μια διευκρίνηση για το τι εννοείται εδώ. Αν
διαβάσει κανείς τόσο το προγραμματικό πλαίσιο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όσο και του Σχεδίου
Β, δεν προκύπτει κανένας απολύτως διαφορετικός τόνος, σε ότι αφορά το θετικό ή
το αρνητικό τρόπο διατύπωσης και εκφοράς της πρότασης διεξόδου. Με την
ευκαιρία, δεν νομίζουμε να έχει κανείς την άποψη ότι η
εργατική και λαϊκή αντίσταση, δεν έχει θετικό φορτίο. Ούτε
πιστεύουμε πως διαφωνούμε ότι ‘’σε κάθε μάχη ο διαυγής καθορισμός του αντιπάλου
είναι το Α και το Ω’’. Αν ήταν έτσι θα εθεωρείτο το αντι-ευρώ στίγμα
ως κουσούρι. Ή μήπως ενώ αυτό δεν είναι κουσούρι είναι το αντι-ΕΕ ή το
αντι-καπιταλιστικό; Νόμιμη άποψη αν υπάρχει, αλλά πρέπει να διατυπωθεί και να
υπερασπιστεί με πολιτικά επιχειρήματα.
Επισήμανση δεύτερη
‘’Για το ΣΧΕΔΙΟ Β’ οι προτάσεις και οι σκέψεις που
διατυπώνονται στο προσχέδιο κοινής δήλωσης που μας αποστείλατε δεν
μπορούν να εξασφαλίσουν ευρεία απεύθυνση’’.
Ποιές προτάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ δεν εξασφαλίζουν ‘’ευρεία
απεύθυνση’’; Θα βοηθούσε αν διατυπωνόταν συγκεκριμένη
κριτική, αλλά αυτή απουσιάζει εντελώς.
Επισήμανση τρίτη
‘’Ταυτόχρονα (σ.σ η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ) προϋποθέτει ταύτιση
πάνω σε ιδεολογικές θέσεις και στοχεύσεις, πράγματα που είναι μεν
αναγκαίο να διατυπώνονται, με την ιδιαιτερότητα και αυτοτέλεια της κάθε
δύναμης, αλλά δεν μπορούν να τίθενται ως προϋποθέσεις για τη μετωπική
συμπόρευση. Απ' αυτή την άποψη, αφήνει περιθώρια για ατέρμονες ιδεολογικές
συζητήσεις που και θα κουράσουν και κανένας δε θα μας λάβει σοβαρά υπόψη’’.
Θα ήταν χρήσιμο να παρατεθούν ένα-δύο συγκεκριμένα
σημεία που να επεξηγούν αυτήν την τοποθέτηση. Ελπίζουμε να μην ακολουθείται η
γνωστή πεπατημένη να βαφτίζεται κάθε πολιτική θέση με την οποία διαφωνούμε ως
‘’ιδεολογική’’ θέση, άρα εκτός συζήτησης επί του παρόντος. Αλήθεια
είναι πολιτική θέση το αντι-μνημόνιο, ενώ είναι ιδεολογική θέση το αντι-ευρώ;
Είναι πολιτική θέση το αντι-ευρώ και είναι ιδεολογική θέση το αντι-ΕΕ; Θεωρούμε
αυτή τη συλλογιστική άγονη.
Ας επισημάνουμε πραγματικές πολιτικές διαφορές
Οι σύντροφοι του Σχεδίου Β, σε αυτή τουλάχιστον την
ανακοίνωσή τους, δε θέτουν με σαφήνεια τις πολιτικές διαφωνίες
τους, παρά περιορίζονται σε αόριστες επικριτικές αναφορές, Υποχρεούμαστε να το
κάνουμε από τη μεριά μας. Με κίνδυνο να κάνουμε λάθος. Αλλά επειδή δεν είμαστε
από αυτούς που ‘’δεν κάνουν ποτέ λάθη’’, δε θα το φοβηθούμε.
Παραθέτουμε λοιπόν τις (ενδεικτικές) προγραμματικές αναφορές
στις ανακοινώσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και του Σχεδίου Β, σε μια προσπάθεια να
εντοπίσουμε (ή έστω να υποθέσουμε) τις πολιτικές αποκλίσεις.
Να τι αναφέρει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ:
‘’Με βάση το αναγκαίο μεταβατικό αντικαπιταλιστικό
πρόγραμμα με στόχο να περάσει ο πλούτος και η εξουσία στα
χέρια των εργαζόμενων. Με μονομερή κατάργηση των μνημονίων και των δανειακών
συμβάσεων. Με έξοδο από το ευρώ, αποδέσμευση από την ΕΕ, διαγραφή του χρέους.
Με εθνικοποιήσεις χωρίς αποζημίωση για τους ιδιοκτήτες τους και εργατικό έλεγχο
στην παραγωγή και την κοινωνία. Με ριζική αναδιανομή εισοδήματος και πλούτου,
υπέρ της εργασίας και σε βάρος του κεφαλαίου, με αποκατάσταση και διεύρυνση των
εργατικών δικαιωμάτων, και δραστικό περιορισμό των εργοδοτικών προνομίων. Για την
αξιοποίηση των μεγάλων παραγωγικών δυνατοτήτων και της δημιουργικότητας του
κόσμου της εργασίας υπέρ της μεγάλης λαϊκής πλειοψηφίας. Έξω
από το ΝΑΤΟ. Με νομιμοποίηση των μεταναστών και άσυλο για τους πρόσφυγες. Με
πραγματική δημοκρατία και ελευθερία του εργαζόμενου λαού’’.
Και να τι αναφέρει το Σχέδιο Β:
‘’Γι’ αυτό επιμένουμε ότι η μετωπική συμπόρευση πρέπει να
επιτευχθεί πάνω σε προγραμματικούς στόχους με δεδομένη την αυτοτέλεια όλων των
συμμετεχόντων, όπως: έξοδο από την ευρωζώνη και επιστροφή σε εθνικό νόμισμα,
στάση πληρωμών και διαγραφή του χρέους, κατάργηση των μνημονιακών μέτρων,
εθνικοποίηση των τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων με
εργατικό και κοινωνικό έλεγχο, αναδιοργάνωση της οικονομίας, με άμεσο στόχο την
αντιμετώπιση της ανεργίας, της φτώχειας, της μείωσης των εργατικών εισοδημάτων,
της κατάρρευσης των κοινωνικών δομών προστασίας , υγείας, παιδείας, πολιτισμού,
τη διασφάλιση των λαϊκών ελευθεριών και δημοκρατικών
δικαιωμάτων. Χωρίς αμφιβολία οι προγραμματικές αυτές θέσεις
θα μας φέρουν σε σύγκρουση με την Ε.Ε που είναι ένα ιμπεριαλιστικό
σύστημα οικονομικής ολοκλήρωσης και φορτώνει την κρίση
στους εργαζόμενους. Το πρόγραμμα
διασφαλίζει ευρεία απεύθυνση στη σημερινή
συγκυρία, δίνει διέξοδο από την κρίση και ανοίγει άλλο δρόμο οικονομικής και
κοινωνικής ανάπτυξης’’.
Τι διαπιστώνουμε από την παραπάνω παράθεση;
Πρώτο: Στην πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κάθε άλλο
περιλαμβάνεται μια παράθεση από ‘’αρνητικά αντί’’, όπως ίσως κάποιος θα
περίμενε διαβάζοντας την ανακοίνωση του Σχεδίου Β. Δύσκολα θα
βρεθούν ‘’ιδεολογικές’’, αντί για ‘’πολιτικές’’ θέσεις. Ούτε μπορούν
να εντοπιστούν θέσεις που δεν έχουν ‘’ευρεία’’ απήχηση.
Δεύτερο: Πράγματι υπάρχουν δύο πολύ σημαντικές
πολιτικές διαφορές. Αυτές αφορούν στο στόχο της εξόδου από την
Ευρωπαϊκή Ένωση και στην ένταξη του προγράμματος αυτού σε μια αντικαπιταλιστική
προοπτική και κατεύθυνση.
Θα ήταν καλό οι σύντροφοι του Σχεδίου Β, να
επισημάνουν ανοιχτά και συγκεκριμένα τις διαφωνίες τους για αυτά τα θέματα και
να επιχειρηματολογήσουν. Κανένας από μας δεν δικαιούται να αντιλαμβάνεται αυτή
τη συζήτηση ως μια τυπική διαπραγμάτευση ‘’δίνω-δίνεις’’. Αλλά ως μια
ουσιαστική υποχρέωση για τοποθετήσεις και πρακτικές που να βοηθούν το λαϊκό
κίνημα και τη συσπείρωση των δυνάμεων της αντικαπιταλιστικής και αντι-ΕΕ
αριστεράς.
Επιμένουμε στην ανάγκη για μια ανοιχτή χωρίς
υπεκφυγές συζήτηση, που δε θα θολώνει τα επιχειρήματα με καταφυγές στα
θέματα του ‘’χρόνου’’ ή με ένα άχαρο εμπόριο ‘’ενότητας’’.
Ας μας επιτραπεί να ’’ανοίξουμε την εικόνα’’ σε αυτή τη
συζήτηση, μιας και στην πολιτική διαπάλη δεν συμμετέχουν μόνο οι οργανώσεις
στις οποίες απευθύνεται η πρόταση για πολιτική συμπόρευση.
Έξοδος από την ευρωζώνη και παραμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση;
Οι θετικές διεργασίες σε μια αντι-ΕΕ κατεύθυνση και σε
υπέρβαση παλιότερων λαθεμένων τοποθετήσεων, έχουν ως αποτέλεσμα και μια
τοποθέτηση για έξοδο από το ευρώ, αλλά με παραμονή στην ΕΕ.
Ασφαλώς εμείς κάνουμε ένα διαχωρισμό. Υπάρχουν δυνάμεις, που
είναι υπέρ της εξόδου από την ΕΕ και προτάσσουν το ζήτημα της εξόδου από το
ευρώ αυτό από μιασκοπιά τακτικής. Ως στοιχείο απαγκίστρωσης δυνάμεων από
τη λογική του ευρωπαϊσμού, σε μια προοπτική ρήξης με αυτόν. Είναι μια
τοποθέτηση λαθεμένη, αλλά είμαστε σε διάλογο και κοινή δράση μαζί της.
Υπάρχουν και δυνάμεις που υπερασπίζουν αυτή τη θέση στην ουσία της.
Ονειρεύονται μια καπιταλιστική Ελλάδα με νεο-κευνσιανές ρυθμίσεις, με
δικό της νόμισμα ως όπλο, αλλά μέσα στην ΕΕ, φέρνοντας σαν παραδείγματα
την Σουηδία ή την Αγγλία. Είναι μια τοποθέτηση εκτός τόπου και χρόνου, την
οποία αντιπαλεύουμε αποφασιστικά.
Η ουσία δεν βρίσκεται στις τεχνικές πλευρές, αλλά στην πραγματική
φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και τις συνέπειες της ένταξης και παραμονής
της Ελλάδας σε αυτήν, όπως και στην ευρωζώνη.
Ας δούμε δύο παραδείγματα από το παρελθόν.
Βιομηχανική Παραγωγή στην Ελλάδα: Το 1976 η
βιομηχανική παραγωγή αποτελούσε περίπου το 34% του ΑΕΠ, το 2000 αυτή ήταν
σχεδόν στο 21% και το 2008 κατέληξε στο 19%.
Αγροτική Παραγωγή στην Ελλάδα: Το 1976 η
αγροτική παραγωγή αποτελούσε το 14% του ΑΕΠ, το 2000 αυτή ήταν σχεδόν στο μισό
και το 2008 κατέληξε στο 3%.
Με άλλα λόγια, ο βασικός όγκος της καταστροφής έγινε
στη συνολική 30ετία της ενσωμάτωσης στην ΕΕ και ειδικά στην πρώτη 20ετία και
όχι μόνο στην τελευταία δεκαετία του ευρώ. Το ίδιο συμβαίνει με την
προώθηση του πλαισίου αποκρατικοποιήσεων και της απορρύθμισης και
αντιδραστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων. Η ένταξη στην ευρωζώνη επιτάχυνε καθοριστικά
την πορεία καταστροφής και την κλείδωσε, αλλά δεν την εγκαινίασε,
ούτε ορίζει τα όρια της. Ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι 17 από τις 27 χώρες της ΕΕ,
είναι εκτός ευρωζώνης.
Και ένα παράδειγμα από το …μέλλον. Η παραμονή στην ΕΕ
προϋποθέτει τήρηση του Δημοσιονομικού Συμφώνου,
που ισχύει από 1/1/2013. Σύμφωνα με αυτό απαιτούνται έκτακτα μέτρα
για την αποπληρωμή του 1/20 του χρέους που υπερβαίνει το όριο του 60% του
εξωτερικού χρέους ως προς το ΑΕΠ. Με απλές πράξεις, αυτό για την Ελλάδα, μας
δίνει μέτρα λιτότητας και περικοπών ύψους 10 δις κάθε
χρόνο. Μόνο για την εκπλήρωση ενός όρου! Με όποια κυβέρνηση θέλετε,
με όποιο νόμισμα, ακόμη και με καταργημένα τα ισχύοντα Μνημόνια.
Συνεπώς, βασική προϋπόθεση για να σωθούν
οι μισθοί, να ξανα-δημιουργηθούν δουλειές και να υπάρξουν δημόσιες κοινωνικές πολιτικές,
είναι η διπλή έξοδος από Ευρωζώνη και ΕΕ. Όταν επιμένουμε στο αίτημα
‘’έξοδος από την ΕΕ’’, δεν είναι επειδή θέλουμε κάτι περισσότερο, αλλά επειδή
αυτό θεωρούμε πως είναι η σωστή πολιτική κατεύθυνση, με κριτήριο τα εργατικά
και λαϊκά συμφέροντα.
Ο διαχωρισμός των στόχων της εξόδου από την ευρωζώνη και της
εξόδου από την ΕΕ, δεν δικαιολογείται ούτε καν με όρους ‘’τακτικής’’. Συχνότατα
τα ποσοστά υπέρ της εξόδου από την ΕΕ στις δημοσκοπήσεις, είναι υψηλότερα από
αυτά υπέρ της εξόδου από την ευρωζώνη. Μέσα στην σύγχυση του ο κόσμος,
συχνά σκέφτεται πως ‘’καλό θα ήταν να έχω ένα ισχυρό νόμισμα- και συχνά
θωρεί το ευρώ ως τέτοιο- αλλά να έχω και εθνική κυριαρχία, χωρίς τις δεσμεύσεις
της ΕΕ’’.
Άλλωστε, θεωρούμε πως δεν επαληθεύτηκε ποτέ η ορθότητα
μιας προσέγγισης να κόβεται η αλήθεια σε δόσεις και να χορηγείται με μέτρο,
ώστε να την αντέξει ο κόσμος. Τίποτα πιο λαθεμένο και πιο υποτιμητικό για τον
κόσμο.
Έξοδος από την Ευρωζώνη και επιλογή ενός δρόμου ανεξάρτητης καπιταλιστικής ανάπτυξης της Ελλάδας;
Η πραγματικότητα της καπιταλιστικής κρίσης με το
συγκεκριμένο χαρακτήρα που αυτή έχει, δεν συνηγορεί υπέρ αυτών των αυταπατών.
Ας δούμε πρώτα την συγκεκριμένη εικόνα.
Πρόσφατη μελέτη του
καθηγητή John Weeks (Εconomist and Professor Emeritus at
SOAS, University of London): '’Join The
Euro? Yes, For Lower Growth'’ (Ένταξη στο ευρώ; Ναι, για μικρότερη
ανάπτυξη), δίνει ερεθίσματα για συζήτηση σχετικά με τη ρόλο της ευρωζώνης
και της γενικής καπιταλιστικής κρίσης στην περίπτωση της Ελλάδας (και όχι
μόνο).
Μεταξύ των άλλων η μελέτη αυτή, αφορά το διάστημα
2008-20013 και αναφέρεται στην πορεία ανάπτυξης ανά τρίμηνο, χωρών εντός και
εκτός ευρωζώνης, μετά τηνεκδήλωση της βαθειάς διεθνούς
καπιταλιστικής κρίσης.
Τα συμπεράσματα που βγαίνουν είναι αξιόλογα.
Από το πρώτο τρίμηνο του 2008 έως το δεύτερο τρίμηνο του
2013, σε ένα διάστημα πέντε χρόνων, οι 16 χώρες της ευρωζώνης (Αυστρία,
Βέλγιο, Κύπρος, Φινλανδία, Εσθονία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιρλανδία, Ιταλία,
Λουξεμβούργο, Ολλανδία, Πορτογαλία, Σλοβακία, Σλοβενία, Ισπανία), είχαν ένα
μέσο ετήσιο αρνητικό ρυθμό ανάπτυξης 0,7%. Στην ίδια περίοδο η ομάδα 7
χωρών εκτός ευρωζώνης (Τσεχία, Δανία, Ουγγαρία, Νορβηγία, Πολωνία, Σουηδία,
Μεγάλη Βρετανία), είχαν μέσο ετήσιο θετικό ρυθμό ανάπτυξης 0,4%.
Συνεπώς, το ευρώ δεν πρόσφερε καμία μεγαλύτερη αντοχή
στην κρίση, αλλά συνέβη ακριβώς το αντίθετο. Από την άλλη, παρατηρούμε
ότι το προφίλ της διακύμανσης, κατά τη διάρκεια της κρίσης, στις
χώρες εντός και εκτός της ευρωζώνης, είναι σχεδόν ίδιο.
Οι επιπτώσεις του ευρώ και τα προβλήματα στις ευρωπαϊκές
οικονομίες, όχι μόνο αναπτύσσονται στο ευρύτερο πλαίσιο της διεθνούς
καπιταλιστικής οικονομίας, αλλά ‘’κυβερνούνται’’ και καθορίζονται από
τη βαθειά της κρίση.
Όσο λάθος λοιπόν είναι να εξοβελίζεται από τη συζήτηση ο ειδικός
αρνητικός ρόλος της ευρωζώνης στην εμφάνιση και εξέλιξη της κρίσης
στην Ελλάδα (συνηθισμένο λάθος τόσο στο ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο ΚΚΕ, αν και με
διαφορετικές αφετηρίες), άλλο τόσο λάθος είναι να αποσπάται ο παράγοντας αυτός
από την γενική καπιταλιστική κρίση.
Η στόχευση για έξοδο από την ευρωζώνη,
με όλη τη σχετική αυτοτέλεια που έχει, πρέπει να συνδεθεί με
την έξοδο από την ΕΕ, αλλά και με τον αντικαπιταλιστικό αγώνα, σε μια προοπτική
διεθνιστικής εργατικής απάντησης στην κρίση σε βάρος της ελληνικής και της
ευρωπαϊκής κεφαλαιοκρατίας.
Στο κάτω κάτω ας θυμηθούμε τούτο: Τι είναι η ΕΕ αν
όχι μια περιφερειακή καπιταλιστική ολοκλήρωση;
Η απόσπαση του αγώνα για νομισματική ανεξαρτησία και
λαϊκή κυριαρχία και δημοκρατία, κόντρα στα υπερεθνικά δεσμά της ιμπεριαλιστικής
ΕΕ, από τον αγώνα ενάντια στην ταξική εκμετάλλευση και την ανατροπή της αστικής
κυριαρχίας, δεν είναι δρόμος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αυτό ίσως να μην
ενδιαφέρει τον πολύ κόσμο. Είναι ωστόσο ένας δρόμος ρεαλιστικής βάσιμης ελπίδας
για μια ανακούφιση σε ζωτικά προβλήματα; Πιστεύουμε πως δεν είναι και πρέπει να
κάνουμε συζήτηση σε αυτό.
Η επιστροφή στον καπιταλισμό του 2009 ή του 1980 ή του
κεϋνσιανού μοντέλου γενικά (με αυξημένα ποσοστά απασχόλησης, κράτος πρόνοιας
κ.λ.π), είναι απολύτως αντι-ρεαλιστική. Αυτό σχετίζεται με τα
χαρακτηριστικά του σύγχρονου καπιταλισμού, την καθολικότητα της κρίσης του, τη
σχετική εξάντληση των παραδοσιακών τρόπων διαφυγής από την τάση για πτώση του
ποσοστού κέρδους (κατάκτηση νέων αγορών, τεχνολογικές τομές, νέοι τομείς
ανάπτυξης κλπ). Μοναδική σχεδόν διέξοδος είναι η ολομέτωπη επίθεση στον κόσμο
της εργασίας, αφαιρώντας καταχτήσεις της εποχής της ‘’εξαίρεσης’’, δηλαδή της
περιόδου 1945-1970 κυρίως και η επιστροφή στην αιματηρή εποχή της
πρωταρχικής συσσώρευσης με νέα επιστράτευση και των παλαιών μεθόδων απόσπασης
απόλυτης υπεραξίας. Καθιστώντας τους μισούς εργαζόμενους δούλους και τους
άλλους μισούς άνεργους αλλά και απόβλητους. Αυτή η ‘’αδυναμία’’
επιστροφής στον καπιταλισμό του ‘’χθες’’ μαζί με την βασική τάση για μια
μετάβαση στον καπιταλισμό του ‘’προχθές’’, δεν αποτελούν νευτώνειους φυσικούς
νόμους, αλλά πολιτικούς ‘’νόμους’’. Που μας ‘’περιέχουν’’. Περιέχουν την ταξική
πάλη και τις δυνατότητές της. Και είμαστε υποχρεωμένοι να αναλάβουμε τις
ευθύνες μας.
Αυτή η προοπτική είναι ακόμη πιο αδύνατη σε καπιταλιστικές
χώρες όπως η Ελλάδα, που συνθλίβονται υποβαθμισμένες στο πλαίσιο του
ιμπεριαλισμού και της διπλής επικυριαρχίας των ισχυρών καπιταλιστικών χωρών.
Ο ανταγωνισμός με τους ισχυρούς είναι αμείλικτος και δεν κάνει χατίρια.
Θεωρητικά (και μόνο!) ο κεϋνσιανισμός ως μια νέα ρύθμιση θα είχε νόημα ως μια
διεθνής λύση για το σύγχρονο καπιταλισμό. Αλλά ποιος έχει τολμήσει να το
ισχυριστεί αυτό;
Δεν είναι καθόλου εύκολο, αλλά αυτό πρέπει να προσπαθήσουμε
να δείξουμε: Για να ζήσουν οι εργαζόμενοι και οι άνεργοι, πρέπει να χάσει
πλούτο, εισόδημα και δύναμη το κεφάλαιο. Πρέπει να κλονιστεί και τελικά να
ανατραπεί η εξουσία του.
Συμπόρευση με όρους ανάγκης και προοπτικής
Η συμπόρευση των αντικαπιταλιστικών και αντι-ΕΕ δυνάμεων
έπρεπε να γίνει από προχθές. Είναι δυνάμεις με σημαντικές προγραμματικές
διαφορές, που καθιστά πολύ δύσκολη μια προοπτική συνολικού πολιτικού μετώπου με
βαθειά προγραμματική συμφωνία. Υπάρχουν όμως στις τοποθετήσεις τους, σημαντικά
και ισχυρά πολιτικά στοιχεία, πάνω τα οποία μπορεί να ξεκινήσει μια κινηματική
και πολιτική συμπόρευση, που μπορεί να δημιουργήσει μια άλλη δυναμική.
Μια συμπόρευση για να εξυπηρετήσει πραγματικές ανάγκες του κινήματος και της
αριστεράς. Για να δώσει ώθηση και δυναμική σε μια σύγχρονη εργατική
αντικαπιταλιστική προοπτική. Με το αναγκαίο πρόγραμμα. Δεν έχει νόημα ως
μια αμυντική όπως – όπως συσπείρωση δυνάμεων έναντι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ, με
σκοπό την πολιτική τους επιβίωση ή το ‘’ψήλωμά’’ τους. Δεν έχει κανείς από εμάς
αυτή την αντίληψη για την πολιτική.
Για αυτό επιμένουμε: Πριν από τις ‘’τακτικές’’ και πολύ
περισσότερο το στείρο τακτικισμό, υπάρχει η ανάγκη της ουσιώδους συζήτησης πάνω
στο πρωταρχικό ερώτημα: ποιό είναι το αναγκαίο και το σωστό σε ότι αφορά το πρόγραμμα
και την πολιτική μας πράξη;
Γνωρίζουμε την χρόνια αιτίαση πάνω σε αυτό: ‘’Ρε σύντροφοι,
μήπως δίνετε υπερβολική σημασία στο τι λένε τα χαρτιά και
υποτιμάτε την δυναμική των κινήσεων;’’
Σεβόμαστε την αντίρρηση. Ας θυμηθούμε όμως. Όταν η ΝΔ
και όλο το αστικό πολιτικό σύστημα, απειλήθηκαν στις εκλογές του Μαΐου του
2012, επιστράτευσαν ένα πολιτικό ερώτημα: ’’Κύριοι, δεν θέλετε μνημόνιο. Πάει
καλά. Έχετε συναίσθηση όμως ότι αυτό οδηγεί μοιραία έξω από το ευρώ και την ΕΕ;
Είστε έτοιμοι για αυτό και το υποστηρίζετε στα σοβαρά;’’ . Και εκεί δεν κώλωσε
μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ, αλλά βγήκε στην επιφάνεια η πραγματική ηγεμονία της αστικής
τάξης πάνω στο θέμα του ευρωπαϊσμού.
Υπάρχει κάτι στο οποίο συμφωνούμε σίγουρα: Στην εμπέδωση
αυτής της ηγεμονίας (που τώρα αρχίζει σε κάποιο βαθμό να κλυδωνίζεται), έπαιξε
κομβικό ρόλο η υποστήριξη της προοπτικής της ΕΕ από ένα τμήμα της
διαχειριστικής αριστεράς.
Αλλά υπάρχει και ένα ερώτημα για να σκεφτούμε: Μήπως
σωρευτικά συνέβαλαν στην κυριαρχία αυτών των αντιλήψεων και εκείνες οι
μικρές αλλά και πανίσχυρες συνήθειες κα αντιλήψεις, που σε κάθε
προσπάθεια ανάδειξης της σχέσης των κοινωνικών προβλημάτων και των στόχων με
τον ρόλο της ΕΕ, αντέτειναν το γνωστό ‘’μα τώρα γιατί βάζουμε ιδεολογικά
ζητήματα που χωρίζουν;’’.
Εύκολο είναι να βλέπουμε τις συνέπειες των λαθών του χθες.
Ακόμη πιο αναγκαίο είναι, όσο γίνεται τουλάχιστον, να αποτρέπουμε τα λάθη του
σήμερα. Όσοι τολμούν, δε θα αποφύγουν πολλά λάθη. Αυτό που είναι ανεπίτρεπτο θα
είναι να κάνουν τα ίδια λάθη με χθες.
Πηγή:αριστερό blog
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου