Του Παναγιώτη Σωτήρη
Η επαναλαμβανόμενη υπενθύμιση σε διάφορα δημοσιεύματα, ότι η Μπάρμπαρα Σπινέλι χαιρετίζει την υποψηφιότητα του Αλέξη Τσίπρα για την Κομισιόν και τον προτείνει ως επικεφαλής του ψηφοδελτίου της Ιταλικής Αριστεράς, δεν αποτελεί απλώς ένδειξη μιας εύλογης, αν και κάπως επαρχιώτικης, πολιτικής αυταρέσκειας για την εξ Εσπερίας αναγνώριση του ηγέτη του ΣΥΡΙΖΑ.
Οι διαρκείς υπομνήσεις ότι η Μπάρμπαρα Σπινέλι είναι κόρη του Αλτιέρο Σπινέλι, «εκ των εμπνευστών της ιδέας της Ενωμένης Ευρώπης», πέραν της κάπως πατριαρχικής έλλειψης τρόπων να αναφέρεται μια δημοσιογράφος με μεγάλη ιστορία στον ιταλικό Τύπο ως η «κόρη του πατρός της», δείχνουν ταυτόχρονα τις αντιφάσεις της εμμονής με την «Ευρωπαϊκή Ιδέα» που σφραγίζει τη στρατηγική της ελληνικής δυνάμει κυβερνώσας Αριστεράς. Δείχνουν την πεισματική απροθυμία της να αναμετρηθεί με την οριστική διάψευση, εδώ και δεκαετίες, του «ευρωπαϊκού ονείρου».
Και από αυτή την άποψη, η ιστορία του Αλτιέρο Σπινέλι είναι όντως διδακτική. Παρότι περιλαμβάνεται στο επίσημο πάνθεον των θεμελιωτών της Ευρωπαϊκής Ιδέας, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη. Όντως, ο Σπινέλι, αριστερός φιλελεύθερος αντιφασίστας, ήδη από το 1941 έγραψε, από κοινού με τον Ερνέστο Ρόσι, ένα μανιφέστο υπέρ μιας Ευρωπαϊκής Ομοσπονδίας, μιας «Ενωμένης και Ελεύθερης Ευρώπης», αποτελώντας έτσι έναν από τους πρώτους εκπροσώπους του ευρωπαϊκού φεντεραλισμού. Θα εργαστεί με ποικίλους τρόπους στο πλαίσιο της ΕΟΚ, συμπεριλαμβανομένης και μιας θητείας ως Επιτρόπου. Το 1979 θα εκλεγεί ευρωβουλευτής, ως συνεργαζόμενος με το Ιταλικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Τότε είναι που θα συντάξει και θα εξασφαλίσει την υπερψήφιση από το Ευρωκοινοβούλιο ενός «Σχεδίου Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση» το 1984.
Το συγκεκριμένο κείμενο, που στην πραγματικότητα ήταν απλώς ένα ψήφισμα του Ευρωκοινοβουλίου, συγκεφαλαιώνει την αντίληψη για την ενοποίηση που κυριαρχούσε σε μερίδες της Ευρωπαϊκής Αριστεράς στη δεκαετία του 1970 και τις αρχές της δεκαετίας του 1980: εκλεγμένο Ευρωκοινοβούλιο με άμεση εκλογή και σημαντικές αρμοδιότητες, πανευρωπαϊκή εξασφάλιση βασικών κοινωνικών δικαιωμάτων, κοινό νόμισμα, με αντίβαρο μέτρα κοινωνικής συνοχής και προστασίας του περιβάλλοντος.
Ωστόσο, το «Σχέδιο Σπινέλι», παρότι τελετουργικά αναφέρεται ως ένα από τα θεμέλια της ενοποίησης, απορρίφθηκε στον πυρήνα του, έστω και «μετ’ επαίνων». Δύο χρόνια μετά, ακολούθησε η «Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη» του 1986, η πρώτη θεσμική πράξη της διαδικασίας που οδήγησε στη Συνθήκη του Μάαστριχτ (1991), την μετατροπή της τότε ΕΟΚ σε Ε.Ε. και την διαμόρφωση της αρχιτεκτονικής της Ευρωζώνης. Πρώτες θυσιάστηκαν οι όποιες εγγυήσεις για τα κοινωνικά δικαιώματα και τα δικαιώματα των εργαζομένων, ενώ οι αρμοδιότητες του Ευρωκοινοβουλίου περιορίστηκαν στη σημερινή έμμεση δυνατότητα επικύρωσης και το ευρώ θεσπίστηκε ως συνθήκη εμπέδωσης μιας ακραίας νεοφιλελεύθερης συνθήκης λιτότητες, περιορισμού της δημόσιας δαπάνης, ελαστικοποίησης της εργασίας και διαρκούς πίεσης για μείωση του εργατικού κόστους.
Όμως, θα ήταν λάθος να συναγάγουμε από αυτή τη συνοπτική αφήγηση ότι το «Σχέδιο Σπινέλι» ήταν η χαμένη ουτοπία που διαστρεβλώθηκε και τώρα θα πρέπει να την ξαναφέρουμε στο προσκήνιο απέναντι στην Ευρώπη των μνημονίων. Στην πραγματικότητα ήδη από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 το «τέλος της αυταπάτης» ήταν παραπάνω από πρόδηλο.
Η ευρωπαϊκή ενοποίηση γοργά εξελίχθηκε στην πιο ακραία μορφή νεοφιλελεύθερου βολονταρισμού μετά τη Χιλή του Πινοσέτ και, παρά την επίφαση διαρκούς δημοκρατικής «διαβούλευσης», σε έναν από τους πιο εντυπωσιακούς μηχανισμούς συρρίκνωσης της λαϊκής κυριαρχίας διεθνώς. Αυτός ήταν και είναι ο πυρήνας του σχεδίου της ενοποίησης, που αντιστοιχούσε ακριβώς στα ηγεμονικά επιχειρηματικά και τραπεζικά συμφέροντα στον ευρωπαϊκό χώρο που ούτε μπορούσαν ούτε και θα επιτρέψουν ποτέ μια δημοκρατική ομοσπονδία στηριγμένη στην κοινωνική προστασία και την αναδιανομή.
Ο «εμπεδωμένος νεοφιλελευθερισμός» του ευρώ και όλων των παραλλαγών «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης», ο συνταγματισμός (χωρίς δημοκρατική νομιμοποίηση) της προτεραιότητας των ευρωπαϊκών ρυθμίσεων, ο άνωθεν επιβαλλόμενος «φεντεραλισμός» της επιτήρησης και της μειωμένης κυριαρχίας, όλα αυτά δεν ήταν οι συνέπειες μιας «παρέκκλισης» από κάποιον δημοκρατικό και κοινωνικά δίκαιο κανόνα· ήταν η «αλήθεια» της ενοποίησης, η μόνη εφικτή της μορφή.
Ότι σήμερα, στη χώρα που αποτελεί την εμβληματική περίπτωση της συστημικής βίας που μπορεί να απελευθερώσει αυτή η εκδοχή ενοποίησης, η ηγεσία ενός κόμματος το οποίο εκτινάχθηκε εκλογικά μέσα από τη συσσωρευμένη οργή ενάντια στο πάλαι ποτέ «ευρωπαϊκό όνειρο» και νυν καθημερινό εφιάλτη, επιμένει, καταναγκαστικά σχεδόν, να φαντασιώνεται ότι μπορεί να διασώσει μια «ευρωπαϊκή ιδέα» εδώ και καιρό νεκρή, δεν μπορεί παρά να οριστεί ως ένα βαθύτερο πολιτικό όριο. Ένα όριο που ενέχει τους κινδύνους όχι απλώς των ατελέσφορων στοχοθεσιών αλλά και μιας ταχείας και κοινωνικά βίαιης προσαρμογής στο νεοφιλελεύθερο κανόνα.
Δεν υπάρχουν σχόλια :
Δημοσίευση σχολίου